Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 2ου Evia Film Project, ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και σεναριογράφος Ζαχαρίας Μαυροειδής, δημιουργός των πολυβραβευμένων ταινιών Ο ξεναγός και Ο απόστρατος, παρέδωσε masterclass την Πέμπτη 22 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Αφηγηματολογία Μon Αmour», ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της αφηγηματολογίας, της έννοιας του κινηματογραφικού «κειμένου» και των τριών ειδών του: αφήγηση, αγόρευση και περιγραφή.
Το masterclass προλόγισε η Καθηγήτρια Θεωρίας Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ελευθερία Θανούλη. «Χαίρομαι που είστε εδώ και χαίρομαι που αυτό το masterclass το κάνει ο Ζαχαρίας Μαυροειδής, με τον οποίο γνωριζόμαστε από φοιτητές. Από τότε ήταν ένα δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα» σημείωσε η κ. Θανούλη, δίνοντας τον λόγο στον κ. Μαυροειδή.
Ξεκινώντας, ο κ. Μαυροειδής σημείωσε ότι παραδίδει αυτό το masterclass περισσότερο με την ιδιότητα του καθηγητή σεναρίου. «Όταν ξεκίνησα να διδάσκω σενάριο πριν περίπου δέκα χρόνια είχα μπροστά μου το εξής παράδοξο: οι σπουδαστές, παιδιά στην ηλικία σας, είχαν να κάνουν ασκήσεις όπως μια μικρού μήκους ταινία, ένα διαφημιστικό, ένα βιντεοκλίπ», ανέφερε αρχικά. Αναζητώντας τι να τους διδάξει, αναρωτήθηκε ποια γνώση θα ήταν χρήσιμη για αυτά τα παιδιά. «Η πιο εύλογη πηγή ήταν η θεωρία του σεναρίου, ένα πεδίο γνώσης σχετικά πρόσφατο, που ξεκινά από τη δεκαετία του 1970 και μετά», προσέθεσε σχετικά. Η θεωρία του σεναρίου γεννήθηκε μέσα από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, θέλοντας να δώσει τα κατάλληλα εργαλεία στους σεναριογράφους για να δομήσουν τα σενάριά τους, καθώς και τα αντίστοιχα εργαλεία στους παραγωγούς για να αξιολογήσουν αυτά τα σενάρια. Ανέφερε, επίσης, πως τα πιο πολλά βιβλία αναφέρουν πώς να γράψεις ένα σενάριο με κεντρικό ήρωα και γραμμική αφήγηση, αλλά δεν ασχολούνται με τη σημασία που έχει για την ιστορία το οπτικό λεξιλόγιο: το μοντάζ, η φωτογραφία, το κάδρο. Επίσης, δεν ασχολούνται με τις μικρού μήκους ταινίες, το ντοκιμαντέρ ή τη διαφήμιση.
«Ψάχνοντας εναλλακτικές πηγές γνώσης, κατρακύλησα στα θολά νερά της αφηγηματολογίας που είναι ένα διαφορετικό πεδίο γνώσης, μια επιστήμη που μελετά τη δομή και τη φύση της αφήγησης και τον τρόπο πρόσληψής της από τον δέκτη», ανέφερε. Ο κ. Μαυροειδής υπογράμμισε το παράδοξο πως η θεωρία του σεναρίου αδιαφορεί πλήρως για την οπτικοακουστική γλώσσα, ενώ η αφηγηματολογία αδιαφορεί πλήρως για το σενάριο. Ανέφερε, ωστόσο, ότι και οι δύο αποτίνουν φόρο τιμής στην Ποιητική του Αριστοτέλη. «Η γνώση που υπάρχει στην αφηγηματολογία είναι ένα εργαλείο για να κάνουμε καλύτερες ταινίες, καλύτερα βιντεοκλίπ, για να κατανοήσουμε αυτό που κάνουμε», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια ο κ. Μαυροειδής αναφέρθηκε στο τι είναι το κείμενο για την αφηγηματολογία, χρησιμοποιώντας τον ορισμό του κειμένου, όπως τον δίνει ο συγγραφέας Σέιμουρ Τσάτμαν: Κείμενο είναι κάθε μέσο επικοινωνίας που ελέγχει χρονικά τη διαδικασία αντίληψής του από το κοινό. Έχει δηλαδή μια δεδομένη αρχή και διάρκεια, όπως και ένα δεδομένο τέλος. Συμπλήρωσε επίσης ότι κάθε αφηγηματική τέχνη φτιάχνει τα κείμενά της με τη δική της γλώσσα. Αναφερόμενος στον κινηματογράφο, είπε ότι έχει στη διάθεσή του μοντάζ, ήχους, μουσική, ερμηνείες ηθοποιών. Όλα αυτά αποτελούν την οπτικοακουστική γλώσσα. Σύμφωνα με τον Τσάτμαν, είπε, υπάρχουν τρεις κατηγορίες κειμένων: η αφήγηση, η αγόρευση και η περιγραφή. Η πρώτη είναι κάθε κείμενο που αφηγείται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η δεύτερη είναι κάθε κείμενο που εκθέτει μία άποψη και περιγραφή, κάθε κείμενο που περιγράφει μια εικόνα, ένα τοπίο, μια προσωπικότητα. Η βασική διαφορά της αφήγησης από τις άλλες κατηγορίες είναι ότι εμπεριέχει τη ροή του χρόνου. Τα κείμενα μπορεί να ανήκουν σε μία από τις τρεις κατηγορίες, αλλά συχνά αυτές οι κατηγορίες συνυπάρχουν. Τόνισε ότι το πώς ιεραρχούμε τα κείμενα αποτελεί μια ερμηνεία των προθέσεων του δημιουργού. Αυτό κάποιες φορές είναι σαφές, ενώ κάποιες όχι και τόσο, προσθέτοντας ότι τα βιώματά μας ή η ιστορική περίοδος που διαβάζουμε ένα βιβλίο ή βλέπουμε μια ταινία καθορίζει ποιο από τα τρία κείμενα θεωρούμε ότι κυριαρχεί.
Αναφερόμενος στον κινηματογράφο είπε ότι κάθε πλάνο έχει μια διάρκεια, επομένως ακόμα και εάν δεν συμβαίνει κάτι, δεν παύει να είναι μια μικρή αφήγηση. Βλέποντας μια ταινία αναζητάμε ένα συνεκτικό μήνυμα και αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια αγόρευση για ένα θέμα, δήλωσε, σημειώνοντας ότι οι ταινίες αντανακλούν μηνύματα άθελά τους. Όσο για την περιγραφή, τη θεωρεί ως το πιο «ύπουλο» είδος κειμένου στον κινηματογράφο. Κι αυτό γιατί, όπως σημείωσε, στο σινεμά μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις, ένα πλάνο ίσον ένα εκατομμύριο λέξεις. Ο κινηματογράφος από τη φύση του είναι ακατάσχετα περιγραφικός και υπάρχει η δράση ταυτόχρονα με την περιγραφή. Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος εξήγησε ότι συχνά τα τρία κείμενα αλληλοεπικαλύπτονται διαρκώς και το ποιο δεσπόζει εξαρτάται από την ερμηνεία των προθέσεων του δημιουργού.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι η αφήγηση έχει ένα φάσμα όπου από τη μία άκρη είναι κάπως ταχυδακτυλουργική, με πολλούς δημιουργούς να θέλουν να δείξουν ένα gag ή μία μπλόφα. Στο άλλο άκρο του φάσματος, η αφήγηση θέλει να μας μιλήσει για την αλλαγή, αναζητά την αιτιότητά της. Σημείωσε ότι αυτός είναι και ο ευγενής στόχος της αφήγησης, να εξηγήσει τον κόσμο μας με αιτιότητα, να μας δείξει για παράδειγμα πώς ο ηθικός γίνεται ανήθικος, ο πλούσιος γίνεται φτωχός κλπ.
Έπειτα αναφέρθηκε στην αγόρευση, λέγοντας ότι οι ταινίες όπου κυριαρχεί είναι κυρίως οι ταινίες προπαγάνδας, ταινίες που θέλουν να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική θέση. Πρόσθεσε ότι μια παράμετρος είναι εάν είναι πολυφωνικές, διαλογικές ή πολυφωνικές. Μια άλλη παράμετρος είναι εάν καταλήγουν σε συμπέρασμα ή εάν αφήνουν τον θεατή να βγάλει το δικό του συμπέρασμα. Έκανε μάλιστα ειδική αναφορά σε γνωστούς δημιουργούς, όπως ο Μπουνιουέλ ή ο Παζολίνι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από δεσπόζουσα αγόρευση. Διευκρίνισε ότι θεωρεί και τα τρία είδη κειμένου εξίσου καλά, λέγοντας ότι μπορούν να οδηγήσουν σε εξίσου καλές ή κακές ταινίες.
Προχωρώντας στην περιγραφή, σημείωσε ότι είναι η πεμπτουσία της οπτικοακουστικής αφήγησης. Μιλώντας για τις απαρχές του σινεμά, τόνισε ότι το ζητούμενο των θεατών ήταν να απολαύσουν τον ανυπέρβλητο ρεαλισμό του κινηματογράφου. Κάθε φορά που η οπτικοακουστική γλώσσα χρησιμοποιούσε ένα νέο εργαλείο, η παραγωγή έσπευδε να το οικειοποιηθεί. Πρόσθεσε ότι υπάρχουν είδη όπου η δεσπόζουσα πρόθεση είναι η περιγραφή (για παράδειγμα ταινίες καταστροφής, πορνογραφία κλπ). Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις τρεις διαστάσεις του περιγραφικού κειμένου: την κυριολεξία, το εικαστικό φορτίο και ένα επίπεδο αφηρημένο. Ο κινηματογράφος, είπε, μπορεί να περιγράψει αφηρημένες έννοιες και τόνισε ότι αυτό το κάνει κατά κόρον η διαφήμιση. Πρόσθεσε ότι η περιγραφή αναζητά τις εγγενείς αντιφάσεις, κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνει η αφήγηση, η οποία ψάχνει να βρει αιτιάσεις. Συχνά τα ντοκιμαντέρ παρατήρησης δίνουν σημασία στην αφηρημένη διάσταση της περιγραφής.
Κλείνοντας το masterclass ανέφερε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια τάση να ιεραρχεί τα κείμενα. «Ο λόγος που θεωρώ ότι έχει αξία για κάθε δημιουργό να προβληματιστεί γύρω από την ιεραρχία είναι γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν μία σειρά από επιλογές που σχετίζονται με τη δεσπόζουσα πρόθεση», δήλωσε σχετικά. Απαντώντας για το ποια είναι η δεσπόζουσα πρόθεση στην ταινία του Ο Απόστρατος, σημείωσε ότι κατά τη γνώμη του κυριαρχεί λίγο περισσότερο η αφήγηση. Παράλληλα, τόνισε ότι η ταινία θίγει το θέμα του ανδρισμού και του ηρωισμού που ενώ «μυρίζει» αγόρευση, το χειρίζεται με περιγραφικό τρόπο. «Το να δώσουμε μια απάντηση για το πώς ιεραρχούνται τα κείμενα δεν σημαίνει ότι αυτό δεν θα αλλάξει την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε. Σε ερώτηση για το εάν οι κανόνες αυτοί ισχύουν και για τις μικρού μήκους ταινίες, είπε ότι σε ένα βαθμό ισχύουν, αλλά ακριβώς λόγω της διάρκειάς της, η μικρού μήκους ταινία επιτρέπει μεγάλη ελευθερία. Καταλήγοντας, σημείωσε ότι το πρώτο βήμα για έναν σκηνοθέτη, εάν ενστερνίζεται ένα από αυτά τα μοντέλα, είναι να αρχίσει να το εφαρμόζει.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.