To απόγευμα της Τρίτης 11 Μαρτίου, στο πλαίσιο της Αγοράς του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκε η νέα πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και του φεστιβάλ DOK Leipzig με τίτλο «Doc Together». Η νέα αυτή πρωτοβουλία που έχει ως στόχο να διερευνήσει πώς οι εκτοπισμένοι ή εξόριστοι κινηματογραφιστές, καθώς και οι δημιουργοί που εργάζονται στις χώρες τους, μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και πόρους, ιδίως όταν αποκλείονται από τις εγχώριες χρηματοδοτήσεις ή δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε οικονομική στήριξη από εθνικά κονδύλια. Στις επόμενες διοργανώσεις, τα συνεργαζόμενα φεστιβάλ θα φιλοξενήσουν εκδηλώσεις στους χώρους τους στο πλαίσιο των οποίων θα διεξαχθούν αυτές οι ζωτικής σημασίας συζητήσεις και θα δώσουν το λόγο σε επιλεγμένους κινηματογραφιστές για να μοιραστούν τα έργα και τις ιστορίες τους.
Την εκδήλωση παρουσίασαν οι Nadja Tennstedt (Διευθύντρια του DOK Industry, DOK Leipzig) και Αγγελική Βέργου (Επικεφαλής της Αγοράς, Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ), μαζί με τους Talal Afifi (σκηνοθέτης, παραγωγός και ιδρυτής του Sudan Film Factory) και Thomas Kaske (παραγωγός - Seera Films). Τη συζήτηση συντόνισε ο Alex Shiriaieff (Επικεφαλής Εκτελεστικός Παραγωγός - Euro Arctic Media Group).
H Αγγελική Βέργου και η Nadja Tennstedt περιέγραψαν αρχικά τον πλαίσιο και το σκεπτικό πίσω από τη δημιουργία της πρωτοβουλίας Doc Together: «Οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ συχνά αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις στις χώρες τους, καθώς οδηγούνται στον εκτοπισμό για μια σειρά από λόγους. Πολλοί από αυτούς διώκονται για τις πολιτικές τους απόψεις ή για λόγους σχετίζονται με διάφορες πτυχές της προσωπικής τους ταυτότητας, όπως η εθνικότητα, η θρησκεία, το φύλο ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός, καθώς αυταρχικά πολιτικά ή θρησκευτικά καθεστώτα επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασής τους. Παράλληλα, ορισμένοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εξαιτίας καταστροφικών πολέμων, ενώ κάποια όλοι έρχονται αντιμέτωποι με την έλλειψη των υποδομών που είναι αναγκαίες για μια σταθερή πορεία στον κινηματογραφικό χώρο. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν δημιουργοί που επιλέγουν να παραμείνουν στις χώρες τους και να παλέψουν με τις δυσκολίες, βρίσκοντας τρόπους για να συνεχίσουν το έργο τους παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ωστόσο, είναι επίσης αμέτρητες οι περιπτώσεις των δημιουργών που αναγκάστηκαν να επανεφεύρουν την καριέρα τους σε άλλες χώρες».
Αμέσως μετά, τον λόγο πήρε ο Alex Shiriaieff, καλωσορίζοντας το κοινό και παρουσιάζοντας το πάνελ με τις ομιλήτριες και τους ομιλητές. Ο ίδιος αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα της συζήτησης, καθώς, όπως τόνισε χαρακτηριστικά, πρόκειται για ένα ζήτημα με το οποίο έχουν έρθει αντιμέτωπες ήδη πολλές χώρες και θα έρθουν ακόμα περισσότερες μελλοντικά. «Ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή με σκηνοθέτες από κράτη όπου οι συνθήκες είναι δυσμενείς. Τέτοιες περιπτώσεις είναι για παράδειγμα αυτές της Ουκρανίας ή της Λευκορωσίας. Στα κράτη αυτά υπάρχει πληθώρα δημιουργών με σημαντικές ιστορίες να αφηγηθεί, ωστόσο συχνά παραμερίζονται ακόμα κι από την ίδια τη βιομηχανία. Σήμερα επικρατεί μια συνθήκη κατά την οποία είμαστε αντιμέτωποι με δικτατορίες, δημοκρατίες σε πτώση, κράτη σε κατοχή, πολέμους, λογοκρισία, διαφθορά, νεποτισμό. Υπάρχουν κινηματογραφιστές που είναι εξόριστοι ή σε αναζήτηση ασύλου. Παρατηρούμε ότι η ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο. Υπάρχει περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και σημαντική παραβίαση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Ποια είναι η κοινή συνιστώσα όλων αυτών των προβλημάτων; Είναι όλα πολιτικής φύσης και απλώνονται από την Ευρώπη μέχρι την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού».
Πώς μπορούν, λοιπόν, οι σκηνοθέτες να δημιουργήσουν υπό αυτές τις συνθήκες; Τη σκυτάλη πήρε ο σουδανέζος παραγωγός Talal Afifi, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στους περιορισμούς που επιβάλλονται στους δημιουργούς τόσο εκ των έσω, δηλαδή από το ίδιο το κράτος, όσο και από τη διεθνή κοινότητα, με την κατάσταση να έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολη τα τελευταία δύο χρόνια που η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο. «Υπήρξε ένα μεγάλο κενό στην κινηματογραφική παραγωγή στο Σουδάν, κι αυτό ήταν λόγω του ισλαμικού καθεστώτος που έχει πάρει την εξουσία στην περιοχή. Πρόκειται για μια συνθήκη που είχε επηρεάσει κάθε μορφή τέχνης, με το σινεμά να υφίσταται τις σοβαρότερες συνέπειες, καθώς μέχρι τότε ήταν εξαρτημένο σχεδόν αποκλειστικά από κρατικούς πόρους. Η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή βοήθησε τους δημιουργούς προσφέροντάς τους μια σχετική αυτονομία. Ο σουδανικός κινηματογράφος έχει πολλές προοπτικές, όμως μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει να χτίσει τη δική του κοινότητα. Στην πραγματικότητα, ένας δημιουργός στο Σουδάν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις παραδόσεις της τοπικής κοινότητας, την κυβέρνηση αλλά και με το εμπάργκο που έχει επιβληθεί στη χώρα από την Ευρώπη, την Αμερική αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλίσει κανείς χρηματοδότηση. Εδώ και δύο χρόνια είμαστε σε πόλεμο. Οι σκηνοθέτες χρειάζεται συχνά να μετακινηθούν και πολλοί από αυτούς βρίσκονται σε διαδικασία αναζήτησης ασύλου. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Είναι μια νέα συνθήκη διασποράς, που ούτε εμείς ξέρουμε πώς να την αντιμετωπίσουμε».
Το βήμα δόθηκε μετά στον Thomas Kaske, ο οποίος, αφού έκανε μια σύντομη εισαγωγή σε σχέση με το πώς δραστηριοποιήθηκε στην κινηματογραφική βιομηχανία, μίλησε για την εμπειρία του από μια συμπαραγωγή στη Νιγηρία, όπου τα προβλήματα είναι παρόμοια με το Σουδάν. Στις περιπτώσεις των λιγότερο αναπτυγμένων κρατών πολύ συχνά οι διαπραγματεύσεις δεν είναι ισότιμες, ενώ παραμένει ζήτημα το πώς θα καταλήξει κανείς σε μια δίκαιη συμφωνία. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σε συμπαραγωγές, οι κινηματογραφιστές έχουν δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται από τα συμβόλαιά τους. Ο τρόπος που βρήκαμε εμείς, για παράδειγμα, να διασφαλίσουμε την αυτονομία μας σε μια ταινία που δουλεύαμε ήταν μέσα από τη δημιουργία ενός δικτύου σε συνεργασία με άλλες δύο εταιρείες παραγωγής. Αυτό που μας ενδιαφέρει, πρωτίστως, είναι να επιβιώσει το πρότζεκτ του δημιουργού, και αυτό το δίκτυο ήταν το μέσο που εξασφάλιζε ότι η φωνή τους θα ακουστεί».
Στη συζήτηση έγινε φανερή η επιτακτική ανάγκη δημιουργίας μεγαλύτερων δικτύων προκειμένου οι άνθρωποι της βιομηχανίας να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικότερα στις νέες συνθήκες της αγοράς. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαίωσε και ο συντονιστής του πάνελ, λίγο προτού δώσει τον λόγο στην Αγγελική Βέργου και στη Nadja Tennstedt για να αναπτύξουν εκτενέστερα την ιδέα πίσω από τη νέα πρωτοβουλία που συντονίζουν, η οποία έχει ακριβώς αυτόν τον στόχο. «Κάποτε οι δημιουργοί ήθελαν να δουλεύουν ανεξάρτητα. Τώρα η μοναδική οδός είναι μέσω της αυτοοργάνωσης» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η Αγγελική Βέργου και Nadja Tennstedt αναφέρθηκαν στην απογοήτευση που τους προκαλεί η παρούσα κατάσταση στη βιομηχανία, αλλά και στην επιθυμία τους να αναλάβουν δράση. Όπως εξήγησαν, πρόκειται για μια πρωτοβουλία που στόχο έχει να φέρει κοντά ανθρώπους, φορείς και οργανισμούς, προκειμένου να οργανωθούν κάτω από μια κοινή ομπρέλα και να δουλέψουν αποτελεσματικότερα και με αλληλεγγύη. «Υπήρχαν όλα αυτά τα θραύσματα, όλες αυτές οι μικρές πρωτοβουλίες που συναντούσαμε σε φεστιβάλ και καλλιτεχνικούς χώρους. Αποφασίσαμε ότι πρέπει να οργανωθούμε. Κι όσο περισσότεροι γινόμαστε, τόσο περισσότερη δύναμη αποκτούμε. Αποφασίσαμε να εγκαινιάσουμε αυτή την πρωτοβουλία εδώ, στη Θεσσαλονίκη, και να καλέσουμε όποιον ενδιαφέρεται να ενώσει τη φωνή του με τη δική μας. Κάθε κινηματογραφιστής που βρίσκεται εξόριστος ή σε κίνδυνο ή αποφασίζει να μείνει στη χώρα του ακόμα κι αν δεν έχει πρόσβαση σε κρατική χρηματοδότηση, μπορεί να βρει υποστήριξη στο δίκτυό μας. Σκοπός μας είναι να βοηθήσουμε τους δημιουργούς να βγουν στην αγορά, από την κάλυψη της διαμονής τους μέχρι την συμβολή στην προώθηση της ιδέας τους», σημείωσε η Αγγελική Βέργου.
Από την πλευρά της η Nadja Tennstedt πρόσθεσε: «Ήταν προτεραιότητα και επιθυμία μας να συνεισφέρουμε. Θέλαμε να μοιραστούμε την εμπειρία μας σχετικά με το τι λειτουργεί σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, για ορισμένους κινηματογραφιστές η διαδικασία έκδοσης βίζας είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Πρέπει να εξετάσουμε πώς κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολυνθεί. Φέτος προσπαθούμε να εντοπίσουμε δημιουργούς, να συνομιλήσουμε μαζί τους και να εξετάσουμε τις ανάγκες τους. Συχνά υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τις ανάγκες των ανθρώπων αλλά αυτό μπορεί να απέχει από την πραγματικότητα. Εξετάζουμε ακόμα τη δημιουργία δεξαμενών σκέψης, όπου θα συγκεντρώσουμε διαφορετικά μέλη, οργανισμούς, αγορές, επενδυτές αλλά και μεμονωμένα άτομα, προκειμένου να διερευνήσουμε πώς αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να λειτουργήσει ακόμα πιο αποτελεσματικά».
Σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους μπορεί το ντοκιμαντέρ να διαδραματίσει έναν ρόλο-καταλύτη για την ανασυγκρότηση και την εξυγίανση της κοινωνίας μας, καθώς και αναφορικά με το πώς μπορούμε να επηρεάσουμε τις στρατηγικές διανομής, διερωτήθηκε ο Alex Shiriaieff, παραθέτοντας μια φράση του Βλάντιμιρ Λένιν: «Το σινεμά είναι το σπουδαιότερο όπλο μας». «Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε την ποιότητα της πληροφορίας μας» υπογράμμισε ο Thomas Kaske. «Ένας τρόπος είναι να στελεχώσουμε τα κυρίαρχα μέσα με πιο δημοκρατικές προσωπικότητες. Ταυτόχρονα, ίσως είναι ανάγκη να μεταφερθεί το κοινό από την τηλεόραση σε πιο ανεξάρτητες πλατφόρμες». Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης τοποθετήθηκε η Αγγελική Βέργου: «Ένας τρόπος είναι να γίνουν και οι διανομείς κομμάτι των δεξαμενών σκέψης. Στην πραγματικότητα, όλοι μας πρέπει να γίνουμε κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Το σύστημα έχει ρωγμές και προβλήματα. Το αναγνωρίζουμε και έχουμε ευθύνη να το διορθώσουμε. Προκειμένου να φτάσει το ντοκιμαντέρ στις μάζες, χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα των αντιπάλων μας. Κοιτάμε τα κινητά μας και το περιεχόμενο που καταναλώνουμε είναι τόσο αδύναμο και φτωχό. Είναι καθήκον μας να “χακάρουμε" το σύστημα».
Ο Alex Shiriaieff συνόψισε το περιεχόμενο της συζήτησης για το αν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για τον πολιτισμό και το σινεμά. Ο Talal Afifi συμφώνησε, σπεύδοντας να προσθέσει: «Οι άνθρωποι στην Αφρική έχουν μεγάλη ανάγκη από τέτοιες πρωτοβουλίες. Όλη αυτή η εξουσιαστική δομή πρέπει να αλλάξει. Η πολιτική και η προσέγγισή μας απέναντι στον πολιτισμό πρέπει να αλλάξει. Ονειρεύομαι να δω ένα συμπεριληπτικό φεστιβάλ με συμμετέχοντες από όλους τους κλάδους. Να δω δικηγόρους, δημοσιογράφους, ΜΚΟ πέρα από δημιουργούς, παραγωγούς και επαγγελματίες του κινηματογράφου. Επιπλέον, χρειάζεται εκδημοκρατισμός κάποιων διαδικασιών. Για παράδειγμα, χρειάζεται να γράφουμε στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα γαλλικά, όμως η δική μας γλώσσα δεν υπάρχει πουθενά. Αυτό μας στερεί τη δυνατότητα να εκφραστούμε δημιουργικά και με σαφήνεια, ενώ μας καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικούς απέναντι σε κάποιον που “πιτσάρει" στη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο οι φορείς υποστήριξης κινηματογραφικών δημιουργών πρέπει να λάβουν υπόψη. Χρειαζόμαστε ορατότητα» κατέληξε σχετικά.