Η συζήτηση «PhiloXENIA: Στο φιλόξενο σύμπαν του Πάνου Χ. Κούτρα» πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, στο πλαίσιο της ημερίδας «Η επίθεση του γιγαντιαίου σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα», σε επιμέλεια της Εύας Στεφανή. Η ημερίδα διοργανώνεται από το Φεστιβάλ σε συνεργασία με το Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εντάσσεται στο συνολικό αφιέρωμα που φιλοξενεί το 65ο ΦΚΘ στον Έλληνα δημιουργό, με τίτλο «Το αληθινό σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα».
Σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για το φιλόξενο κινηματογραφικό σύμπαν του Πάνου Χ. Κούτρα, μίλησαν οι: Ελίζ Ζαλαντό (Γενική Διευθύντρια ΦΚΘ), Κωνσταντίνος Κυριακός (Καθηγητής της Ιστορίας του Θεάτρου και του Ελληνικού Κινηματογράφου, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πατρών), Δημήτρης Παπανικολάου (Καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), Γρηγόρης Βαλλιανάτος (δημοσιογράφος και ακτιβιστής θεμάτων ΛΟΑΤΚΙΑ+), Φρανσουά Ζονκέ (συγγραφέας και κριτικός τέχνης), Αντώνης Ρέλλας (σκηνοθέτης και ανάπηρος ακτιβιστής), Μπέττυ Βακαλίδου (πολιτική ακτιβίστρια, ηθοποιός, συγγραφέας), Άγγελος Παπαδημητρίου (εικαστικός και ηθοποιός), Εύη Καλογηροπούλου (σκηνοθέτις και εικαστικός), Ρεζινάλντ Μπλανσέ (ψυχαναλυτής), Ελισάβετ Χρονοπούλου (σκηνοθέτις, μοντέζ, συγγραφέας) και Άντζελα Μπρούσκου (ηθοποιός και σκηνοθέτις). Τη συζήτηση συντόνισε η κριτικός κινηματογράφου Πόλυ Λυκούργου.
Τον λόγο πήρε αρχικά η συντονίστρια Πόλυ Λυκούργου, η οποία καλωσόρισε το πολυπληθές πάνελ των ομιλητών και τους παρευρισκόμενους, ευχαριστώντας το Φεστιβάλ για την πρόσκληση: «Καλώς ήρθατε σε αυτή την αίθουσα, σε αυτή τη συζήτηση που, καθόλου τυχαία, ονομάσαμε “ΦιλοXenia”. Από χθες που προσπαθούσα να βάλω δύο σκέψεις στο χαρτί για την παρουσίαση, σκάλωσα στη συγκεκριμένη λέξη. Τη λέμε χωρίς να την καταλαβαίνουμε, τη λέμε σχεδόν από φόρα. Χθες όμως ήταν μια πολύ τρομακτική μέρα. Μια αποκαρδιωτική, τρομακτική μέρα. Ένας κόσμος που, έπειτα από όλα αυτά, ψηφίζει Ντόναλντ Τραμπ, πόσο φιλόξενος είναι και πόσο χειρότερος θα γίνει στο μέλλον; Κι εμείς πόσο ασφαλείς, πόσο ορατοί, πόσο ευπρόσδεκτοι νιώθουμε; Ένιωσα λοιπόν μεγάλη ανακούφιση, ήταν για μένα βάλσαμο και μεγάλο δώρο που βρίσκομαι εδώ σήμερα, μαζί σας. Γιατί για να είστε εδώ, είστε κι εσείς συνδεδεμένοι με μια άλλη συχνότητα αγάπης, ανθρωπιάς, αποδοχής, δικαιοσύνης, συμπερίληψης, σεβασμού στη διαφορετικότητα και στη μοναδικότητα του ατόμου. Έχετε επιλέξει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όσο τα σκοτάδια έξω πυκνώνουν, να χώνεστε σε σκοτεινές αίθουσες. Και συγκεκριμένα σ’ αυτήν εδώ, που όλοι χωράνε, όλοι έχουν λόγο και δικαίωμα. Όλοι είναι ασφαλείς και ευπρόσδεκτοι. Γιατί κανείς δεν είναι ξένος στον κινηματογραφικό (και όχι μόνο) κόσμο του Πάνου Χ. Κούτρα», δήλωσε αρχικά η Πόλυ Λυκούργου.
«Το 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης επέλεξε τον Πάνο X. Κούτρα ως το μεγάλο του αφιέρωμα, σήμερα ήδη προηγήθηκαν δύο σετ συζητήσεων και αναλύσεων του έργου του, ακριβώς μετά από εμάς θα έχετε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε ορισμένες σπάνιες και μέχρι τώρα απρόβλητες μικρού μήκους ταινίες που έχει γυρίσει, αύριο θα παραλάβει τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Κριτικοί κινηματογράφου, δημοσιογράφοι και συνεργάτες του, ο ίδιος στα q&a μετά τις προβολές των ταινιών, αλλά και στο Πρώτο Πλάνο που κυκλοφορεί – όλοι έχουμε σκύψει πάνω από τα έργα του, επιχειρώντας να καταλάβουμε τι τον κάνει μοναδικό. Έναν auteur που τόλμησε να προκαλέσει τα όρια –κυριολεκτικά κι εντός μας–, να σπάσει τα σύνορα, να μιλήσει μια διεθνή, μοντέρνα, γενναία κινηματογραφική γλώσσα και να ανοίξει τον δρόμο και στην επόμενη γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών που σήμερα έχει θέση και φωνή στο παγκόσμιο σινεμά», τόνισε η Πόλυ Λυκούργου.
«Στο δικό μας δίωρο είχαμε μια άλλη ιδέα. Να σταθούμε στη λέξη “φιλοΧΕΝΙΑ”, που φυσικά είναι λογοπαίγνιο, αλλά όχι μόνο. Φίλοι του Πάνου Χ. Κούτρα επί σκηνής, φίλοι του Πάνου Χ. Κούτρα στην πλατεία, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε αυτόν τον κόσμο πίσω από την επιδερμίδα, την εικόνα, τα κάδρα και τις τεχνικές. Να βρούμε τη φλέβα της αληθινής ζωής που χτυπάει δυνατά και εξεγείρεται με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Να γευτούμε τον λιπαρό, τοξικό μουσακά του, να γελάσουμε και να κλάψουμε με την κοφτερή κριτική του για μια Ελλάδα που αγαπά, αλλά την καίει κιόλας στην πρώτη ευκαιρία, για να την φτιάξει πιο ανθρώπινη. Να προβληματιστούμε, να συγκινηθούμε, να λιώσουμε με την τρυφερή, αισθαντική, γεμάτη (Σ)τρέ(λ)λα ματιά του. Να αφουγκραστούμε τη μεγάλη του καρδιά που ενώνει όλες τις ταινίες σε ένα κοινό πρόσταγμα αλληλεγγύης, κι όλους εμάς σε μια εναλλακτική οικογένεια. Να υποκλιθούμε στην ωστική δύναμη του ρομαντισμού του», ανέφερε η Πόλυ Λυκούργου, πλέκοντας το εγκώμιο του Πάνου Χ. Κούτρα.
«Εγώ σε αυτό το στοιχείο θέλω να σταθώ και για αυτό θέλω να σε ευχαριστήσω, Πάνο. Γιατί σε έναν κόσμο που θεωρεί πως βλέπω και γράφω για το σινεμά “πολύ συναισθηματικά” (και πίστεψέ με, δεν το λένε όλοι καλοπροαίρετα, υπάρχει και μία υπόνοια “τι να μας πει μια γυναίκα κριτικός κινηματογράφου, συναισθηματικές ανοησίες θα μας πει”) στο δικό σου σύμπαν ανήκω κι εγώ. Γιατί ο ρομαντισμός ποτέ δεν ήταν ηλιοβασιλέματα, σοκολατάκια και κόκκινα τριαντάφυλλα. Ρομαντισμός σημαίνει να πιστεύεις ακόμα στον άνθρωπο, ακόμη κι όταν όλα γύρω σου καταρρέουν. Να συντηρείς την ανθρωπιά και την καλοσύνη σου – δεν υπάρχει μεγαλύτερη επαναστατική πράξη στους καιρούς μας. Σε ευχαριστώ λοιπόν που μου δείχνεις χωρίς περιστροφές τη σκληρότητα, την αδικία, την απογοήτευση, αλλά μετά μου ανοίγεις την πόρτα και με βάζεις στο πίσω κάθισμα μαζί με την Μπαζάκα, όσο η Τάρα τραγουδά, κι η Αθήνα μεταμορφώνεται σε μια όμορφη πόλη. Σε ευχαριστώ που όσο με τρομάζει το σκοτάδι και η μοναξιά του βυθού μέσα μου, με πιάνεις από το χέρι και βουτάμε μαζί. Σε ευχαριστώ που όσο φασίστες κυνηγούν ανθρώπους στις γειτονιές μου, ή ψηφίζονται σ’ έναν κόσμο που δεν έχω έλεγχο, εσύ μου δίνεις να κρατήσω αγκαλιά τον Ντίντο και να συνεχίσω το ταξίδι μου. Γιατί η ενηλικίωση είναι υπερτιμημένη. Σε ευχαριστώ που μου επιτρέπεις να βάλω κι εγώ ένα στολίδι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο σου, που μου κρατάς πάντα θέση στο γιορτινό σου τραπέζι. Σε ευχαριστώ που, όσο δεν βρίσκω όσα κουβαλάω μέσα μου, τα οποία δεν ξέρω καν αν υπήρχαν ποτέ, εκεί που λιποψυχώ και τείνει να με κερδίσει ο κυνισμός που ροκανίζει τις αντοχές μου, εμφανίζεσαι εσύ, ανοίγεις τον προβολέα και γεμίζεις την οθόνη και την καρδιά μου με φως, εικόνες, ελπίδα, μαγεία. Ευτυχώς είσαι Dodo αλλά δεν είσαι υπό εξαφάνιση», ολοκλήρωσε σχετικά, παραδίδοντας τη σκυτάλη στους υπόλοιπους ομιλητές.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, η οποία απευθύνθηκε στον Πάνο Χ. Κούτρα: «Ποια είμαι εγώ και γιατί να μιλήσω για τον Πάνο Χ. Κούτρα; Δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου, δεν έχω δουλέψει ποτέ μαζί σου. Δεν αναλαμβάνω το πρόγραμμα του Φεστιβάλ ούτε είμαι ψυχαναλύτρια. Άρα, τι ακριβώς νομιμοποιεί αυτή μου την επιθυμία να μιλήσω για σένα; Από πού προκύπτει αυτό το αίσθημα εγγύτητας και οικειότητας; Γνωρίζοντας εσένα και το σινεμά σου, νιώθω σαν να ήρθα ξανά σε επαφή με έναν παιδικό φίλο, που ανήκει στο στενό οικείο περιβάλλον μου. Ίσως επειδή, Πάνο, ήσουν το πρώτο άτομο που γνώρισα όταν έφτασα στην Ελλάδα. Και όπως ξέρουν όλοι οι ηθολόγοι, το πρώτο πρόσωπο που συναντά κανείς μετά τη γέννησή του σχετίζεται με τη μητρική φιγούρα. Πάνο, είσαι η μητέρα μου!», δήλωσε εμφατικά.
«Έγινες η Ελληνίδα μητέρα μου σε μια τραγική ημέρα, στις 5 Μαΐου του 2010, ανήμερα του εμπρησμού της Marfin, μια ημέρα που συμβολίζει τη λήξη ενός χρυσού κεφαλαίου και την αρχή μιας περιόδου έντονων οικονομικών αναταραχών και κοινωνικού τραύματος», συνέχισε η γενική διευθύντρια. «Μια στενάχωρη και θανάσιμη ημέρα, όμως το φως της γνωριμίας μας ήταν η μόνη παρηγοριά. Δεν είναι όμως τόσο απλό: ως Ελληνίδα μητέρα, με “υιοθέτησες” σε μεγάλη ηλικία. Από πού προκύπτουν λοιπόν όλες αυτές οι παιδικές αναμνήσεις; Πώς καταφέρνω να γλιστράω τόσο εύκολα μέσα στον αλλόκοτο κόσμο σου; Ίσως επειδή συνδέομαι ξανά με μια οικογένεια που γνωρίζω και αγαπώ: την οικογένεια των σκηνοθετών/ποιητών, αυτά τα τρομερά παιδιά που μας δίδαξαν τι πάει να πει σινεμά. Σαν κι αυτούς, το ποιητικό και παθιασμένο σου σύμπαν αγκαλιάζει όλα τα κινηματογραφικά είδη με κάτι απίστευτα χρώματα που μόνο το σινεμά μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Τολμάς να τα αναμείξεις όλα: θαύματα, επιστημονική φαντασία, παραμύθια, ζώα από τη σφαίρα της φαντασίας, τις παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και τα κοινωνικά ταμπού, την πάλη των τάξεων, πόρνες με χρυσή καρδιά και κακά παιδιά, οικογενειακά μυστικά, απαγορευμένους καρπούς του πάθους, έρωτες της παιδικής μας ηλικίας και ανεπαρκείς γονείς», προσέθεσε σχετικά.
«Θα μπορούσα να ανασύρω κάποια φράση του Κοκτώ ή κάποια σκηνή από ταινία του Αλμοδόβαρ, αλλά κατάγομαι από τη Νάντη, τη γενέτειρα του Ζακ Ντεμί. Ανάμεσα στη Στρέλλα και τη Λόλα του Ντεμί, το Ροσφόρ και το Σούνιο, το Χερβούργο και τη Θεσσαλονίκη, το πάρκινγκ του κάτω κόσμου του Ορφέα (από την ταινία Parking του Ζακ Ντεμί) και την πισίνα της οικογενείας Καλλιγά, ακούω καθαρά μια μυστική συζήτηση στη μητρική μου γλώσσα. Ορισμένες φορές, συναντώ κάποιες άγνωστες λέξεις. Στο τέλος της ταινίας Στρέλλα, για παράδειγμα, χρειάστηκα μια μετάφραση από εσένα Πάνο, και συζητήσαμε σχετικά. Συχνά αναφέρεις πως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ρωτούσε “γιατί έχει η ταινία χαρούμενο τέλος;”: πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε τόσο εύκολα; Εκτός αυτού, μου είπες πως το τέλος είναι δυσνόητο για μια Γαλλίδα από μια καθολική χώρα, με ανατροφή που που εμμένει στις σαρκικές αμαρτίες. Ίσως να έχεις δίκιο. Αλλά δεν είναι η συγχώρεση που με προβληματίζει, όσο η εκπληκτική ανθεκτικότητα των χαρακτήρων», συνέχισε.
«Στο σινεμά του Τσάι Μινγκ-λιανγκ, στην ακριβώς ίδια συνθήκη με τη Στρέλλα, οι χαρακτήρες δεν παραμένουν γαλήνιοι. Δεν θα εναπέθετα τις ελπίδες μου στις οικογενειακές σχέσεις μετά τη σκηνή στη σάουνα από το Ποτάμι, πιστεύω πως όλοι θα έκλειναν ραντεβού σε ψυχίατρο σε μια τέτοια συνθήκη. Στην περίπτωση του Πάνου, όμως, δεν υπάρχει καμία συνεδρία με ψυχίατρο. Αντιθέτως, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο αρκεί, το οποίο συγκεντρώνει όλους τους απόκληρους αυτού του κόσμου, χαρούμενους που σχηματίζουν μια οικογένεια που μπορεί να είναι αντισυμβατική, αλλά την έχουν διαλέξει οι ίδιοι. Συμπερασματικά, νομίζω πως η Θέμις Μπαζάκα στον ρόλο της κυρίας Καλλιγά λύνει όλες μου τις απορίες και συνοψίζει όλους μου τους προβληματισμούς με τη φράση “καμία οικογένεια δεν είναι ιδανική”», ολοκλήρωσε.
Τη σκυτάλη πήρε η Ελισάβετ Χρονοπούλου, σκηνοθέτις, μοντέζ και συγγραφέας, η οποία παρουσίασε τον Πάνο Χ. Κούτρα σε τρεις πράξεις: «Ο Πάνος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στη ζωή. Γνωριστήκαμε στο δημοτικό. Στην πραγματικότητα δεν γνωριστήκαμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, γνωριζόμαστε από πάντα. Δεν θυμάμαι καν πότε άρχισα να τον αγαπώ, τον αγαπώ από πάντα, τον θαυμάζω από πάντα. Θέλω λοιπόν να σας παρουσιάσω τον δικό μου Πάνο μέσα από τρεις σκηνές από το σενάριο της ζωής. Της αληθινής μας ζωής. Σκηνή πρώτη. Ο Πάνος τσολιάς. Δημοτικό. Σχολική γιορτή. Αφόρητα βαρετή, αφόρητα εθνικοπατριωτική και ξαφνικά μπουκάρει στη σκηνή χοροπηδώντας ο Πάνος, ντυμένος τσολιαδάκι. Σαρώνει τη σκηνή χορεύοντας, σαρώνει την πλήξη, τον στόμφο και τη σοβαροφάνεια τραγουδώντας το “ιγώ είμι ιγώ, βζουνάκι γουργό” με σαρκαστικό μπρίο. Δίνει πνοή στο νεκρό αμφιθέατρο. Ήταν ό,τι πιο εμπνευσμένο, ξεσηκωτικό και στην ουσία ανατρεπτικό μπορούσε να συμβεί στο ακίνητο και γκρίζο περιβάλλον του σχολείου. Στην ουσία, ήταν μια συναρπαστική αποδόμηση του τσολιά και των συνδηλώσεών του, των ήδη στεγανοποιημένων στα παιδικά μας μυαλά. Στα οκτώ του χρόνια, ο Πάνος, ίσως και νωρίτερα, είχε ήδη ανοίξει χωρίς να το ξέρει τον ανατρεπτικό δρόμο που θα ακολουθούσε στη ζωή και στην τέχνη».
Η κ. Χρονοπούλου συνέχισε: «Σκηνή δεύτερη. Λίγα χρόνια αργότερα, στα δεκατρία, στο σχολείο πάλι, στο γραφείο του διευθυντή. Ο διευθυντής, φόβος και τρόμος, έχει κλείσει τον Πάνο στο γραφείο και τον ανακρίνει για να καρφώσει τον συμμαθητή μας, που έχει κάνει ένα παράπτωμα. Εγώ κρυφακούω τρέμοντας ακριβώς απ’ έξω. “Ποιος το έκανε;”, φωνάζει ο διευθυντής. “Δεν ξέρω. Ποιος το έκανε, δεν ξέρω”. Ακούω το πρώτο χαστούκι. “Ποιος το έκανε;”. “Δεν ξέρω”. Ο Πάνος πρέπει να έφαγε 20 χαστούκια εκείνο το πρωί για να μην καρφώσει κάποιον που δεν ήταν καν φίλος μας. Ο Πάνος νίκησε εκείνο το πρωί. Έχω την εικόνα του ακόμη μπροστά μου, να βγαίνει από το γραφείο κάθιδρος, με κατακόκκινα μάγουλα, αλλά χωρίς ένα δάκρυ, με το κεφάλι ψηλά. Ο Πάνος είναι γενναίος. Από τους γενναιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Συγκινούμαι όταν σκέφτομαι πως τότε, στα δεκατρία του, ο Πάνος, δεν μπορούσε να ξέρει πόσο θα του χρειαζόταν αυτή η γενναιότητα για να ανοίξει τον ανατρεπτικό του δρόμο στη ζωή και στην τέχνη».
«Σκηνή τρίτη. Είναι 1999, ο Μουσακάς κάνει πρεμιέρα εδώ, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μετά την προβολή περπατάω στην προβλήτα, ενθουσιασμένη και τρομερά υπερήφανη. Πέφτω πάνω σε παρέα κριτικών, διαβόητων και πολύ επιδραστικών εκείνη την περίοδο. Οι τρεις κριτικοί με κυκλώνουν και ο επιφανέστερος εξ αυτών αρχίζει να χλευάζει την ταινία, εμένα και φυσικά τον Πάνο: “Εσύ μόνταρες αυτό το ανέκδοτο, αυτή την μπούρδα, αυτή την ανεκδιήγητη σαχλαμάρα;”. Και συνεχίζει χαχανίζοντας, ενώ σιγοντάρουν και οι άλλοι δύο χλευάζοντας επίσης. Πληγώθηκα και θύμωσα, όμως ήξερα πως τον Πάνο δεν θα τον άγγιζαν όλα αυτά, είχε ήδη πάρει τον δρόμο του και τίποτα δεν θα τον σταματούσε. Γιατί ήξερα πως ο Πάνος είναι σαν την Τάρα. Ποια είναι η Τάρα; Όταν ένας γιγαντιαίος μουσακάς επιτίθεται στην Αθήνα, όποιος τον συναντά ουρλιάζει και τρέχει πανικόβλητος να σωθεί. Όχι όμως η Τάρα. Η Τάρα, μια στιγμή μόνο διστάζει κι ύστερα, με μια μοιραία κίνηση σαν Γκρέτα Γκάρμπο, βγάζει τα γυαλιά της και τον αντικρίζει κατάματα. Έλα λοιπόν αν τολμάς, δεν θα το βάλω στα πόδια, όχι εγώ. Και τον πυροβολεί με τη λακ των μαλλιών της. Τα όπλα της Τάρα είναι η λακ και η περηφάνεια της. Όταν πληγώνεται η Τάρα, περιπλανιέται στην Αθήνα τραγουδώντας, αγέρωχη και περήφανη. “Δεν έχω καιρό για δάκρυα”, τραγουδάει, “βαρέθηκα να προσπερνώ”, συνεχίζει. Δέκα χρόνια αργότερα, η πληγωμένη Στρέλλα περιπλανιέται κι αυτή στην Αθήνα, δακρυσμένη αλλά το ίδιο αγέρωχη και περήφανη. “Μην κλαις”, της λέει η Τάρα. Δεν έχουμε καιρό για δάκρυα. Στην καρδιά μου, σ’ αυτά τα δύο πλάνα, που είναι ένα, συνοψίζεται το έργο του Πάνου. Η Τάρα και η Στρέλλα δεν έχουν καιρό για δάκρυα γιατί έχουν πολλή δουλειά να κάνουν. Και την κάνουν. Για όλες τις Τάρες και τις Στρέλλες που αναγκάζονται να κρύβονται, να ντρέπονται, να υποχωρούν, να σκύβουν το κεφάλι», συμπλήρωσε.
«Κι εδώ θέλω να καταλήξω. Το σινεμά του Πάνου, εκτός από ανθρώπινο, τρυφερό, αστείο, μαγικό, είναι κυρίως σαν αυτόν, γενναίο και ανατρεπτικό. Αλλά και πρωτοπόρο. Γιατί οι προκαταλήψεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Μουσακάς το 2000, δεν ήταν λιγότερες από εκείνες που αντιμετώπισε η Στρέλλα το 2010. Πιστέψτε με, ήμουν εκεί και ξέρω. Γιατί αν σήμερα μιλάμε ανοιχτά για ορατότητα, αποδοχή και σεβασμό στη διαφορετικότητα, για καταπολέμηση των διακρίσεων και των αποκλεισμών, αν σήμερα αυτές οι διεκδικήσεις βρίσκουν ευκολότερα θέση στην κοινωνική ευαισθησία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό το οφείλουμε στους λίγους γενναίους και πεισματάρηδες που βγήκαν μπροστά, στη ζωή και στην τέχνη, αψηφώντας τα βέλη. Το οφείλουμε σε ανθρώπους σαν τον Πάνο», ολοκλήρωσε. Ακολούθησε η προβολή ενός σύντομου βίντεο με τις πρωταγωνίστριες Τάρα και Στρέλλα, από τις ταινίες Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά και Στρέλλα αντίστοιχα, σε έμπνευση και μοντάζ της Ελισάβετ Χρονοπούλου.
Η Μπέττυ Βακαλίδου, πολιτική ακτιβίστρια, ηθοποιός και συγγραφέας, συνέχισε τη συζήτηση: «Είχα την τύχη το 1979 και το 2009 να λάβω μέρος σε δύο εμβληματικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, στην Μπέττυ του Δημήτρη Σταύρακα και στη Στρέλλα του Πάνου Χ. Κουτρα, με θέμα τον κόσμο των τρανς. Ένα θέμα ταμπού, τότε και τώρα. Μέχρι σήμερα, έγινε τέχνη με ελευθερία, αγάπη και σεβασμό. Δύο ταινίες με και για ανθρώπους “παρίες”, οι οποίοι απαιτούν αντιμετώπιση ειλικρινή, μάτια καθαρά και πολλή ψυχή. Αν δεν ασελγήσεις και εσύ πάνω τους, θα σε βοηθήσουν να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα, επιτυγχάνοντας το καλύτερο αποτέλεσμα. Έχουν αλάνθαστο ένστικτο οι τρανς, οι “άνθρωποι σαν και μένα καμωμένοι”. Όπως τα αδέσποτα σκυλιά του δρόμου, έχουν εκπαιδευτεί να καταλαβαίνουν τους ανθρώπους, να τους οσμίζονται, να τους σκανάρουν με μια μοναδική ικανότητα και εκεί, μεταξύ λυγμών, ξεφωνητών και ακκισμών, να τους αποδέχονται ή να τους απορρίπτουν».
«Κάπως έτσι λοιπόν ο Πάνος Χ. Κούτρας, σαν “έτοιμος από καιρό”, οπλισμένος με περίσσια ανθρωπιά -και ταλέντο βέβαια- έκανε τη Στρέλλα, αυτή την εξαιρετική από κάθε άποψη ταινία! Δίνοντάς μου επιπλέον και μια μοναδική ευκαιρία: να επιστρέψω στο Βερολίνο, σε μια πόλη όπου είχα εργαστεί ως “γκασταρμπάιτερ πόρνη”, να επιστρέψω, επαναλαμβάνω, διαγωνιζόμενη στο κινηματογραφικό φεστιβάλ! Τελειώνοντας, θέλω να πω οτι οι υποψιασμένοι θεσμοί, που περί άλλων τυρβάζουν, συνεχίζοντας να βάζουν μύρια εμπόδια σε τέτοιες παραγωγές, ας αντιληφθούν επιτέλους ότι και τα ημίαιμα ξέρουν και μπορούν να κάνουν τέχνη!», ολοκλήρωσε.
Τη συζήτηση συνέχισε ο Κωνσταντίνος Κυριακός, καθηγητής της Ιστορίας του Θεάτρου και του Ελληνικού Κινηματογράφου στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών: «Οι ταινίες του Πάνου είναι ιδιοσυγκρασιακές. Έχουν την αναγνωρίσιμη υπογραφή και το ιδιαίτερο βλέμμα ενός σινεμά δημιουργού που είναι, ωστόσο, φιλικό στον χρήστη. Ο Πάνος Χ. Κούτρας κάνει την εμφάνιση του την εποχή του διασκελισμού από το 20ό στον 21ο αιώνα. Στις πέντε ταινίες του επανεγγράφεται η έννοια του πολιτικού στον κινηματογράφο της εποχής μας. Από τις μεγάλες αφηγήσεις των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου περνάμε σε ένα σινεμά που ελλαδογραφεί αλλά κυρίως αθηναιογραφεί με τα ίδια υλικά – ελληνικότητα, ιθαγένεια, πολλαπλές ταυτότητες. Η Ελλάδα της έκρηξης του μιντιακού πολιτισμού στη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα της ψευδεπίγραφης ευφορίας της Ολυμπιάδας του 2004, η Ελλάδα του τραύματος και της κατάρρευσης, η Ελλάδα της μετα-covid εποχής».
Αναφορικά με το queerness και την αναζήτηση της ταυτότητας στο σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα, ανέφερε: «Οι ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα αποτελούν έναν χάρτη του queer, “post-queer” και του queerness. Έχουμε μια νέα εκδοχή του πολιτικού εστιασμένη στις μικροϊστορίες. Αφηγήσεις με αρχή, μέση και τέλος. Aπατηλά προσβάσιμες από όλους, αλλά και διαθέσιμες για αναγνώσεις δεύτερου και τρίτου βαθμού. Ο Πάνος Χ. Κούτρας φιλοτεχνεί πολυπρόσωπα ensemble acting films, όπου εξαίρεται η σημασία του ηθοποιού. Μη φανταστείτε ότι οι ταινίες του Κούτρα είναι γλυκερές. Μιλάμε για ενσυναίσθηση, τρυφερότητα και ειλικρινή ανθρωπισμό, αλλά όλα αυτά δεν είναι κατασκευές in vitro, αλλά αφηγήσεις εμποτισμένες με καμπ και queer χιούμορ, απρόσμενες ανατροπές και homage στα είδη του μελοδράματος και της επιστημονικής φαντασίας. Παμπόνηρες οπτικές αφηγήσεις, με έντονο το μεταδιηγητικό στοιχείο. Ταινίες για τις ρευστότητες, τις αβεβαιότητες και τις ασυνέχειες του ανθρώπου. Παραβολές περί ηθικής. Κανείς δεν χάνει κατά το δόγμα του διαιτητή των διαφορών στο Dodo. Ο Κούτρας τιμά τον άνθρωπο, μιλώντας για την εξαίρεση. Γνωρίζοντας ότι όλοι είμαστε εξαιρέσεις και όλες/όλοι/όλ@ εξαιρετικά».
Ακολούθως, τον λόγο πήρε ο Αντώνης Ρέλλας, σκηνοθέτης και ανάπηρος ακτιβιστής, ο οποίος μίλησε για το φιλόξενο και καθολικά προσβάσιμο σύμπαν του Πάνου Χ. Κούτρα: «Η τέχνη του Πάνου ανυψώνει την ανθρώπινη ποικιλομορφία και την αποσπά από το περιθώριο. Ο δημιουργός Πάνος Χ. Κούτρας, μέσα από το μέχρι τώρα έργο του, γίνεται ο πολλαπλασιαστής της αγωνίας κάθε καταπιεσμένου για δικαιοσύνη. Ο κοινωνικός ρόλος του καταγράφεται στις ταινίες του με περίτεχνα απλό τρόπο. Εκείνο όμως που θα ήθελα να επισημάνω είναι η αίσθηση που έχω όταν μπαίνω στην κινηματογραφική αίθουσα για να παρακολουθήσω έργο του. Στις ταινίες του δεν νιώθω εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι και την εσωτερική αγωνιά για το αν θα υπάρχει κάποιος ρόλος που αναπαριστά στερεότυπα και προκαταλήψεις, αν χαϊδεύει την κυρίαρχη ομάδα ή αν κάποια ατάκα ήρωά του μας προσβάλλει. Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτό είναι το σπουδαιότερο που ο Πάνος καταφέρνει. Νιώθουμε ότι το έργο μας συμπεριλαμβάνει διχως να μας τσαλακώνει ή να μας ετεροπροσδιορίζει».
«Η Κίνηση Ανάπηρων Καλλιτεχνών (Disabled Artists Movement) βρήκε από τη δημιουργία της ένα μοναδικό σύμμαχο. Ο Κούτρας, το 2004, στην Αληθινή ζωή, δίνει ρόλο στον κωφό ηθοποιό του Θεάτρου Κωφών Ελλάδος, Γιάννη Διαμαντή. Ο πρώτος σύγχρονος δημιουργός που δεν πέφτει στην ευκολία του Cripping-up (όταν ρόλος ενός ανάπηρου ήρωα αποδίδεται από μη ανάπηρο ηθοποιό) και εντάσσει στα γυρίσματα με υποδειγματικό τρόπο τον Γιάννη. Τον Μάρτιο του 2011, στο Θέατρο Κωφών Ελλάδος, η Κίνηση διοργανώνει το φεστιβάλ “Σαββατόβραδα με νόημα”, το οποίο ανοίγουμε με την προσβάσιμη εκδοχή της Αληθινής ζωής στη μνήμη του Γιάννη Διαμαντή, παρουσία του Πάνου Χ. Κούτρα και του σεναριογράφου, Παναγιώτη Ευαγγελίδη. Στο φεστιβάλ επίσης προβάλαμε τη Στρέλλα με ελληνικούς υπότιτλους για κωφούς/ές. Μετά την προβολή ακολούθησε συζήτηση με τους Παναγιώτη Ευαγγελίδη, Πάνο Χ. Κούτρα, Όλγα Θεοδωρικάκου (διεθνολόγος, συντονίστρια θεμάτων Φύλου) και Αντώνη Ρέλλα με θέμα “Συνύπαρξη και ανθρώπινη ποικιλομορφία”», προσέθεσε.
«Το 2014, ο Πάνος, αποδέχτηκε πρότασή μας και η ταινία του Ξενία διανέμεται στις κινηματογραφικές αίθουσες με ελληνικούς υπότιτλους για κωφούς/ές για πρώτη φορά στην 100χρονη ιστορία του ελληνικού σινεμά σε εμπορικές προβολές. Το Νοέμβριο του 2018, η Κίνηση συναντήθηκε ξανά με τον σκηνοθέτη, στην καθολικά προσβάσιμη προβολή της ταινίας Στρέλλα, στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τέλος, το 2022, η τελευταία ταινία του Πάνου. Dodo, βγήκε στην διανομή με υπότιτλους SDH για κ/κωφούς και βαρήκοους/ες. Αν γίνει προσβάσιμη και Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, θα είναι ο πρώτος δημιουργός που το σύνολο του έργου του παρουσιάστηκε με όρους ισοτιμίας για όλες, όλους και όλ@. Πάνο, σε ευχαριστούμε!», ολοκλήρωσε. Ακολούθησε προβολή βίντεο αφιερωμένου στη μνήμη του Γιάννη Διαμαντή, στο οποίο μίλησε και η αδερφή του, Ζωή Διαμαντή.
Τη συζήτηση συνέχισε ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, δημοσιογράφος και ακτιβιστής θεμάτων ΛΟΑΤΚΙΑ+: «Κυρίες, κύριοι και κυριότητες, είμαι ο πρώτος εκλεγμένος εκπρόσωπος Τύπου του πρώτου απελευθερωτικού κινήματος ομοφυλόφιλων Ελλάδος, πριν 45 χρόνια. Ήρθα να τιμήσω και να ευχαριστήσω τον φίλο μου, Πάνο Χ. Κούτρα. Έχω τη φωνή του Πάνου σε απέραντες αναμνήσεις, από αμφιθέατρα και δρόμους. Έχω την εντύπωση ότι όταν παραδίδονται οι Δέκα Εντολές σε πέτρινες πλάκες στον Μωυσή, το voice over προφανώς είναι η φωνή του Πάνου Χ. Κούτρα, αυτή η φωνή που σπάει πέτρες, που δεν σ’ αφήνει να ξεχάσεις οτιδήποτε θέλει να σου πει, οποτεδήποτε και για οσοδήποτε θέλει. Υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Η Συγγρού το 1980 στο YouTube, χωρισμένο σε εννέα μέρη και σας προσκαλώ να το δείτε, είναι πολύ ωραίο και αξίζει τον κόπο. Το πρώτο κοινό μας με τον Πάνο είναι τα ’80s και το AIDS. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, περιμέναμε να μάθουμε ποιος πέθανε. Ο Πάνος μιλάει για την εσωτερικευμένη καταπίεση. Είναι ένα αμάλγαμα Μαρσέλ Προύστ, Όσκαρ Ουάιλντ, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και Λουκίνο Βισκόντι. Σας καλώ να θυμηθείτε αυτές τις τέσσερις ουσίες του σύμπαντος».
Αμέσως μετά, προσέθεσε: «Με τον Πάνο μοιραζόμαστε το γεγονός ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί. Είμαστε και οι δύο φίλοι του Γιάννη Αγγελάκη, της νόθης κόρης της Divine. Ο Πάνος έχτισε ένα punk μέλλον για εμάς. Ο Πάνος επέμενε αυθεντικά να δουλέψει πάνω στην τρανς ορατότητα, πριν γίνει της μόδας. Είναι από εκείνους που επέμεναν να γίνει το Athens Pride. Ο ίδιος έχει πει: “Παλεύω για να επιβιώσουν όλοι οι χαρακτήρες μου σε έναν κόσμο που δεν τους καταλαβαινει, έναν κόσμο που είναι λάθος, παρότι πιστεύει λανθασμένα ότι είναι σωστός”. Είναι αυτή η γοητεία που έχει τις ρίζες της στον Πόντο και στην Αίγυπτο. Οι θέσεις του Πάνου είναι αδιαπραγμάτευτες. Οι απόψεις για τα δικαιώματά του είναι εντολές», ολοκλήρωσε.
Στο σημείο αυτό, ο Δημήτρης Παπανικολάου, καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, έκανε μια ανάλυση του συντακτικού που χρησιμοποιεί στο σινεμά του ο Πάνος Χ. Κούτρας: «Τον Πάνο Χ. Κούτρα τον είχα γνωρίσει φευγαλέα 25 χρόνια πριν, φίλοι δεν γίναμε τότε - αν και προφανώς μου είχε κάνει εντύπωση, πώς να μην σου κάνει. Μέχρι που Οκτώβρη 2008 ανέλαβα να γράψω μια pre-release κριτική για ένα έντυπο για την ταινία Στρέλλα. Ήρθε το DVD στο γραφείο μου ένα απόγευμα - και θυμάμαι κάθε στιγμή. Πώς το έβαλα να παίζει στο κομπιούτερ και, από μια στιγμή και μετά, έμεινα καρφωμένος στην οθόνη, πώς άλλαξαν, όσο έβλεπα, τα όρια, τα χρώματα, η υφή του δωματίου γύρω μου. Αισθανόμουν την ανάγκη την ταινία αυτή να τη συζητήσω αμέσως, οπότε κάλεσα μια ομάδα φοιτητριών και φοιτητών και την ξαναείδα μαζί τους - πριν γράψω ένα κείμενο που, έκτοτε, νομίζω, το ξαναγράφω όλη μου τη ζωή (ακόμα και στο πρόσφατο A Cinema of Biopolitics)», ανέφερε ο Δημήτρης Παπανικολάου.
«Συνέβη σ’ εκείνη την πρώτη φορά που είδα τη Στρέλλα με άλλο κόσμο, κάτι που νομίζω προσδιόρισε τον τρόπο που βλέπω το σινεμά του Πάνου έκτοτε. Στο γκρουπ υπήρχε μια διδακτορική φοιτήτρια με την οποία συχνά διαφωνούσαμε - ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη κοπέλα, με συχνά συντηρητικές απόψεις και αντίστοιχη παιδεία, αν και επίσης ένα έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία του φεμινισμού. Βλέποντάς τον ενθουσιασμό της με την ταινία θέλησα να την πειράξω: “Μα... πραγματικά”, της είπα, “περίμενα ότι εσύ τουλάχιστον θα εκραγείς, ότι θα βγεις από την αίθουσα, ιδιαίτερα μετά τη σκηνή της αιμομιξίας (ή, έστω, όταν κατάλαβες ότι πρόκειται για μια τέτοια σκηνή)”. Γέλασε. “Μα, Δημήτρη”, μου είπε, “αυτό συνέβη γιατί μάλλον εσύ δεν κατάλαβες την ταινία. Νομίζεις ότι μιλάει για τη γραμματική, αυτό είναι το πρόβλημα. Κι όμως η Στρελλα δεν είναι μια ταινία για τη γραμματική αλλά για το συντακτικό. Του φύλου, της πατριαρχίας, του εαυτού, της πόλης, της (προσωπικής) ιστορίας. Για το πόσο μας εγκλωβίζει αυτό το συντακτικό, για την αγωνία και τον αγώνα μας να του ξεφεύγουμε, να το παραλλάσσουμε, να το ξαναφτιάχνουμε”. Δεν την ξέχασα αυτή τη φράση ποτέ. Είδα και ξαναείδα τις ταινίες του Πάνου με αυτό το καινούριο μάτι. Είναι ένας κινηματογράφος του συντακτικού ο κινηματογράφος του Πάνου Χ. Κούτρα, ένας κινηματογράφος του συντακτικού και της αποδόμησής του, αυτό ήθελα να πω ξεκινώντας», δήλωσε στη συνέχεια.
«Παρατηρεί τα κολάζ που κάνουν οι άνθρωποι και τα λένε “εαυτό”, αλλά και πώς τα διαλύουν και τα ξαναφτιάχνουν. Τις κανονιστικές συνδέσεις αλλά και τις ανοίκειες, τις άγαρμπες, τις αντικανονικές. Το πώς μας δένει όχι μόνο το αίμα, μα και το άγγιγμα, το τραύμα, το πώς μας ενώνει το βλέμμα. Έτσι, για παράδειγμα, ο Πάνος Χ. Κούτρας δεν βλέπει μακροσκοπικά την οικογένεια, αλλά στριμώχνει τη ματιά του στο ανάμεσα, στα αρμολογήματα, στην οικογένεια-κύκλωμα αλλά και (ίσως κυρίως) στην οικογένεια-βραχυκύκλωμα, στο διαρκές συντακτικό που κάνει την (ελληνική) οικογένεια τόσο αποπνικτική, αλλά ταυτόχρονα τη γεμίζει με αποσιωπητικά, κρυφές ανάσες, περίπλοκα σήματα, ατελή σχήματα. Κι έτσι είναι που παίρνουν τέτοια δραματικότητα -σαν μανιφέστα ενός άλλου συντακτικού- αυτές οι σκηνές στις ταινίες του όπου οι άνθρωποι (ξανα)μαστορεύουν κάτι. Μαζί κυριολεξίες και μεταφορές, σε αυτές τις σκηνές οι χαρακτήρες του Κούτρα βάζουν μαζί, χειροτεχνούν μιαν άλλη σύνταξη του εγώ και του κόσμου τους», προσέθεσε ο κ. Παπανικολάου.
Στη συνέχεια, σε μια αναδρομή στο σύνολο της φιλμογραφίας του Πάνου Χ. Κούτρα, ανέφερε: «Θυμάμαι τη Στρέλλα να μαστορεύει τηλεοράσεις και φωτιστικά ή να ετοιμάζει (μετά την αναγνώριση) χριστουγεννιάτικο τραπέζι, τον Ντάνι να φτιάχνει φωτορυθμικά στο Ξενία και τον Όντι να έχει φτιάξει ένα μικρό καταφύγιο στην ταράτσα του στην Αθήνα, την Τάρα να φτιάχνει ρούχα από ετερόκλητα υλικά (αλλά και να χωράει, με όχι λίγη προσπάθεια, σ’ αυτά!), Όντι, Ντάνι και Τάσο να κάνουν χορευτικά (οι πρόβες που θα είχαν κάνει χρόνια νωρίτερα δείχνουν το διαφορετικό συντακτικό της δικής τους οικογένειας...), τη Νατάσα να φτιάχνει κουκλόσπιτα στο Dodo και τον Φλόριαν να θέλει να φτιάξει τη φωλιά του χαμένου πουλιού. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεκινούν για να αλλάξουν τον κόσμο, αντίθετα καταγίνονται επίμονα με το συντακτικό που τους δένει με τους άλλους και με τον κόσμο. Το ξαναμαστορεύουν. Κάνουν την προστακτική ευκτική, την ενεργητική φωνή μέση, την τελεία ερωτηματικό», συνέχισε.
«Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι σε μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στις ταινίες του Κούτρα, το θέμα είναι η σύνταξη ενός ρήματος. “Πες μου αγόρι μου, είμαι εγώ ο πατέρας σου, με θυμάσαι;” λέει ο Ελληναράς νεοφασίστας πολιτικός στο τέλος του Ξενία. “Όχι” απαντάει ο Όντι, “το θέμα είναι ΕΣΥ ΜΕ θυμάσαι;”, τονίζοντας κάθε λέξη. Γιατί είναι εδώ που ο Όντι απαιτεί, στο δικό του συντακτικό, το υποκείμενο του θυμάμαι να σημαίνει επίσης αναγνωρίζω και παίρνω την ηθική ευθύνη να συνοικώ, να μοιράζομαι, να αφήνω χώρο, να γίνομαι συμπολίτης. Όσο σκέφτομαι τι σημαίνει αγωνιστική πολιτειότητα σήμερα, μου έρχεται διαρκώς στο νου αυτό το “Εσύ με θυμάσαι;”. Κι όσο συνειδητοποιώ πόσο ανάγκη έχουμε, γι’ αυτόν το λόγο, έναν κινηματογράφο του συντακτικού, στο νου μου έρχεται ο Πάνος Κούτρας να μαστορεύει ταινίες», ολοκλήρωσε ο κ. Παπανικολάου, ενώ ακολούθησε η προβολή της συγκεκριμένης σκηνής από την ταινία Ξενία του Πάνου Χ. Κούτρα.
Ακολούθως, τον λόγο πήρε o Ρεζινάλντ Μπλανσέ, ο οποίος προσέγγισε το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα από μια ψυχαναλυτική σκοπιά: «Το θέμα είναι επαναλαμβανόμενο. Η επιμονή του είναι εμφανής στις τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους του Πάνου Χ. Κούτρα, Η Αληθινή ζωή (2004), Στρέλλα (2009), Ξενία (2014) και Dodo (2022). Όλες μαζί αποτελούν μια τετραλογία στην οποία αυτό το θέμα και το ερώτημά του προσδίδουν συνοχή. Το θέμα είναι ο δεσμός μεταξύ πατέρα και γιου. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει για έναν πατέρα να αγαπάει; Ποια είναι η αλήθεια αυτού, η οποία είναι πάντα καλυμμένη;», ανέφερε.
«Όποια απάντηση και αν μας δώσει το έργο του Πάνου Χ. Κούτρα θα πρέπει να βασίζεται στο εξής αξίωμα: ο Πατέρας είναι της τάξης του αδύνατου. Επομένως, το να είναι κανείς πατέρας θα ήταν, κατά κάποιο σημαντικό τρόπο, μια απάτη και μια αναξιότητα. Ιδού ο Γιώργος, φυλακισμένος επειδή σκότωσε τον σαγηνευτικό θείο του μικρού αγοριού του. Είναι ο άνθρωπος που εν αγνοία του ερωτεύεται αυτόν τον γιο του, ο οποίος είχε γίνει η Στρέλλα, μια τρανς γυναίκα. Αφού ανακαλύπτει ότι η ερωμένη του είναι στην πραγματικότητα ο γιος του, της εξομολογείται με θράσος: “Είμαι τελικά ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Μου επέτρεψες να σε αγαπήσω με όλους τους τρόπους που ένας πατέρας μπορεί να αγαπήσει το παιδί του. Δεν θέλω να σε χάσω”. Ακραία λόγια που μας προβληματίζουν. Πόσο μακριά μπορεί ένας πατέρας να επιτρέψει στον εαυτό του να θέλει τον γιο του; Τι είναι πραγματικά η πατρική αγάπη;», δήλωσε.
«Συμβαίνει ενίοτε ότι το να είσαι πατέρας είναι μια αναξιότητα, την οποία ο γιος καταλογίζει δικαίως ή μη στον πατέρα του. Ιδού ο Παύλος, ο καλόβουλος αλλά και άστατος άνδρας, ο οποίος γίνεται αντικείμενο του θανάσιμου μίσους του νόθου γιου του, του Αλέξη. Έχοντας φτιάξει τη ζωή του αλλού, ο πατέρας στέρησε από τον γιο του την οικογένεια που ο ίδιος νοσταλγεί αθεράπευτα. Ο Αλέξης είναι αυτός που θα βυθιστεί στον απόλυτο τρόμο από την ασυνήθιστη εμφάνιση του Ντόντο στον οικογενειακό κύκλο. Με το όπλο στο χέρι, ο Αλέξης ήθελε να το σκοτώσει επί τόπου. Το τραύμα του ότι έμεινε μόνος χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του τον κυριεύει ξαφνικά καθώς έρχεται αντιμέτωπος με το ανώνυμο ζώο, την ενσάρκωση του απόλυτα Άλλου, του Παράξενου και του Ξένου ταυτόχρονα», προσέθεσε ο κ. Μπλανσέ.
«Αυτό το Άλλο είναι που ενσαρκώνει, που καθιστά ορατό και που ερμηνεύει η εμφάνιση του Ντόντο. Το Ντόντο, το ζώο που εξόρισαν από το πρόσωπο της γης οι άνθρωποι που το αποδεκάτισαν, επιστρέφει, σαν ένα φάντασμα όλο ψευδαισθήσεις, όπως ο “παράξενος οικείος” μας (το φροϋδικό Unheimlich). Ενσαρκώνει το “La Chose”, το “Πράγμα”, το ανείπωτο και αδύνατον να ζήσει κανείς μαζί του, που βρίσκεται στην καρδιά της ύπαρξής μας. Ο Φρόυντ το ονόμασε “ενόρμηση θανάτου”, ο Λακάν “jouissance-απόλαυση”. Εν προκειμένω, πρέπει να εννοήσουμε τη jouissance που χαρακτηρίζει την ενόρμηση που το μόνο που γνωρίζει είναι η ικανοποίησή της, ακόμη κι αν αυτή φέρνει τον θάνατο. Το Ντόντο είναι η μετωνυμική επιφοίτηση της αβίωτης ζωής για το ομιλούν ζώο. Είναι η αλληγορία που συνέθεσε ο Πάνος Χ. Κούτρας για την πνευματική μας ευχαρίστηση, πολύ πιο πέρα από τον γιγαντιαίο μουσακά, αυτό το ψυχρό τέρας της εξόντωσης που καταπίνει τα πάντα, με το οποίο ο εμπνευσμένος κινηματογραφιστής ξεκίνησε την καριέρα του. Μπορούμε να μετρήσουμε λοιπόν την απόσταση που έχουμε διανύσει από τη στοματική και πρωκτική ενόρμηση τοποθετημένη εξωτερικά στην υλική αντικειμενικότητα του μουσακά μέχρι την εγγραφή του Πράγματος, δηλαδή της ετερογενούς απόλαυσης-jouissance που είναι αδύνατο να αντέξουμε», συνέχισε ο κ. Μπλανσέ.
«Τέτοιο είναι το Ντόντο στην εκδοχή που επινόησε ο, εμπνευσμένος από τον Λιούις Κάρολ, Πάνος Κούτρας, εκδοχή που διαβάζω εδώ από τη σκοπιά του ερμηνευτή που είμαι. Με την άδεια, βέβαια, του καλλιτέχνη, ο οποίος, όπως έλεγε ο Λακάν, “προηγείται πάντα”. Φίλτατε Πάνο, ευχαριστώ!», ολοκλήρωσε.
Τον λόγο στο σημείο αυτό πήρε η Άντζελα Μπρούσκου, ηθοποιός, σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια στο Afternoon Stars από το 1989, μία από τις μικρού μήκους ταινίες που προβλήθηκαν για πρώτη φορά για το κοινό στο 65ο ΦΚΘ: «Με τον Πάνο γνωριστήκαμε πολλά χρόνια πριν. Ήταν πολύ έντονη η στιγμή της γνωριμίας μας. Ανάμεσά μας υπήρχε ανέκαθεν ένας ισχυρός δεσμός. Σίγουρα επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον και είχαμε πολλές κοινές ιδέες. Ο Πάνος είχε πάντα μια φύση απολύτως καλλιτεχνική: ζωγράφιζε, έγραφε, ερωτευόταν, ζούσε μια ζωή έντονα περιπετειώδη. Φυσικά δεν ήξερα τι θα γίνει ακριβώς και πού θα οδηγήσουν όλα αυτά που έκανε. Τον οδήγησαν όμως στον κινηματογράφο. Εκεί μπόρεσε να ολοκληρώσει αυτούς τους κόσμους που έχτιζε και να κάνει αυτά τα σπουδαία έργα. Υπάρχει αυτή η ξεχασμένη μικρή ταινία, το Afternoon Stars. Κάποια στιγμή, μέσα στη δίνη του χρόνου, κάπως σαν να χάθηκε από προσώπου γης, αλλά τελικά βρέθηκε. Ήταν μια έμπνευση του Πάνου με την οποία είχα χαρεί πάρα πολύ, γιατί με έκανε να αισθανθώ κι εγώ λίγο star. Ήταν μια ταινία χωρίς σενάριο. Ακολουθούσε μια απλή ιδέα ενός ζευγαριού και ο Πάνος μάς επέτρεψε να δημιουργήσουμε τη μεταξύ τους σχέση», είπε αρχικά.
Αμέσως μετά, προσέθεσε: «Η ταινία καταγράφει έναν πραγματικό χρόνο, έναν χρόνο που ρέει, πράγμα που δίνει μια αίσθηση ελευθερίας. Ο Πάνος δεν έχει να αποδείξει τίποτα, δεν οδηγείται πουθενά. Είναι όπως η ζωή: νομίζουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά οι ώρες και οι ημέρες κυλάνε. Υπάρχει μια προσδοκία και στη ζωή ότι κάτι θα συμβεί. Βλέποντας την ταινία, κατανόησα πως η ζωή είναι ακριβώς ο χρόνος που κυλά, και όχι αυτό που περιμένουμε να έρθει. Αυτό δίνει στην ταινία έναν τόνο μελαγχολίας και καταλήγει ένα έργο που περιφρονεί τον θάνατο. Με την ταινία αυτή, εκείνο το κυριακάτικο, ζεστό απόγευμα γίνεται αιώνιο και περνάει στην αθανασία. Αυτή είναι η ποίηση του Πάνου», ολοκλήρωσε.
Τη συζήτηση συνέχισε η Εύη Καλογηροπούλου, σκηνοθέτις και εικαστικός: «Ο Πάνος Χ. Κούτρας είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες, που έχει επηρεάσει σημαντικά όλους τους συγχρόνους σκηνοθέτες. Οι ταινίες του ανήκουν δικαίως στην ιστορία του σινεμά και της τέχνης. Η ταινία του, Η επίθεση ενός γιγαντιαίου μουσακά, είναι εκτός από κινηματογραφικό έργο και εικαστικό, αν και αυτά δεν θα έπρεπε να διαχωρίζονται. Η Στρέλλα υπήρξε τόσο επιδραστική, που έχει διαχωρίσει το σινεμά στην προ-Στρέλλα εποχή και στην μετά-Στρέλλα εποχή. Ο Πάνος Χ. Κούτρας όμως, δεν είναι ένας σκηνοθέτης που έχει επηρεάσει μόνο τον κινηματογραφικό κόσμο αλλά και την κοινωνία, καθώς συνδιαλέγεται με θέματα ταυτότητας και πατριαρχίας σε μια εποχή που στην Ελλάδα αυτές ήταν άγνωστες λέξεις. Είναι ένας καλλιτέχνης, σκηνοθέτης, επαναστάτης με μια απεριόριστη ευαισθησία στο σύνολο του έργου του, και έναν κόσμο που είναι ο λόγος που θα μπορούσε κάποιος σκηνοθέτης να θέλει να κάνει σινεμά, για να μπορεί να συγκινήσει όπως εκείνος».
Συνέχισε με μια προσωπική ιστορία για το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα και πώς αυτό βρίσκει τους δρόμους για να επηρεάσει τις ζωές μας: «Το σινεμά ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας με τον πατέρα μου, με τον οποίο διαφέρουμε αρκετά στις απόψεις. Όπως εκείνος με πήγε να δω την ταινία Φιλαδέλφεια του Τζόναθαν Ντέμι, όταν ήμουν έξι ετών, έτσι κι εγώ όταν μεγάλωσα, υποσυνείδητα ήθελα να τον πηγαίνω σε ταινίες για να τον μετατοπίσω ιδεολογικά. Η Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα ήταν μία από αυτές τις ταινίες. Η κοινή αυτή κινηματογραφική εμπειρία, ειδικά στη σιωπή που ακολουθεί την προβολή, είναι ένα από τα πράγματα που μας φέρνει πιο κοντά με τον πατέρα μου. Ο μπαμπάς μου θυμάται ακόμη τη Στρέλλα. Το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα, πέρα από την επίδρασή του στη σχέση μου με τον πατέρα μου, με έχει βοηθήσει να καταλάβω πολλά πράγματα για εμένα ως καλλιτέχνιδα αλλά και ως γυναίκα. Τον ευχαριστώ πολύ».
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο συγγραφέας και κριτικός τέχνης, Φρανσουά Ζονκέ: «Ο Πάνος Χ. Κούτρας και η Γαλλία έχουν μια σχέση αγάπης. Όποτε έχω μια συζήτηση με τον Πάνο, είναι σαν να μιλάω με έναν Γάλλο. Δεν το παραδέχεται, αλλά μιλάει υπέροχα γαλλικά. Υπάρχει ένας κοινός τρόπος σκέψης μεταξύ Γάλλων και Ελλήνων που μας κάνει αδέρφια: βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Για δεκαετίες ολόκληρες ο Πάνος μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα σε Αθήνα και Παρίσι. Ο Πάνος είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον σκηνοθέτη Ρομπέρ Μπρεσόν. Στη Γαλλία, ο Πάνος έλαβε οικονομική βοήθεια, διθυραμβικές κριτικές, την υποστήριξη του Φεστιβάλ των Καννών και την αγάπη του κοινού. Δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Γάλλο που δεν ξέρει και δεν αγαπά την ταινία με τον φανταστικό τίτλο Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά. Θεωρείται ένα καλτ φιλμ στη Γαλλία», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια, προσέθεσε: «Ο Πάνος γοητεύτηκε περισσότερο όμως από την Αγγλία και πήγε να σπουδάσει στο Λονδίνο, στο London Film School. Τελικά, μετακόμισε στο Παρίσι και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η διπλωματική του ήταν σχετική με το αμερικανικό μελόδραμα, ενώ ο επιβλέπων καθηγητής ήταν ο Μισέλ Σιμάν, ο φημισμένος Γάλλος κριτικός κινηματογράφου και επί σειρά ετών αρχισυντάκτης του περιοδικού Positif. Το πρώτο του φιλμ, Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον Ελλήνων παραγωγών. Αντιθέτως, η παραγωγή έγινε από τον ίδιο τον Πάνο Χ. Κούτρα, τον Ίωνα Κώνστα και τη Μαριάννα Παπαγεωργίου. Η ταινία πήρε διανομή στη Γαλλία και πήρε θετικές κριτικές. Θυμάμαι ανθρώπους να περιμένουν στην ουρά για την ταινία αυτή. Η δημοφιλία της γνώρισε ραγδαία άνοδο». Ο Φρανσουά Ζονκέ διάβασε ορισμένα αποσπάσματα από θετικές κριτικές για όλες τις ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα στον γαλλικό Τύπο, η πρώτη εκ των οποίων ήταν η δική του, αμέσως μετά την κυκλοφορία της ταινίας Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά. Εκεί ανέφερε: «Ο Πάνος Χ. Κούτρας έχει αδυναμία στους ονειροπόλους και στις χαμένες ψυχές».
Τέλος, οι ομιλίες του πανελ ολοκληρώθηκαν με τον ηθοποιό και εικαστικό Άγγελο Παπαδημητρίου: «Είχα τον Πάνο Χ. Κούτρα σπίτι μου εκ γενετής, γιατί οι γονείς μου ήταν ακριβώς σαν κι αυτόν. Ήταν δύο όμορφα, εύπορα και καλλιεργημένα παιδιά, κι εγώ βρέθηκα ανάμεσά τους. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’80, οι γονείς μου ήθελαν να μαζευτούμε οικογενειακώς στο σπίτι, εγώ και ο αδερφός μου. Πηγαίνω λοιπόν σπίτι και βλέπω δύο άγνωστες γυναίκες με ξυρισμένο μαλλί. Ρώτησα τη μαμά μου ποιες είναι, στο οποίο μου απάντησε ότι τις γνώρισε στο κομμωτήριο. Είχαν μόλις αποφυλακιστεί και ήθελε να περάσουν τα Χριστούγεννα σε ωραίο μέρος. Αμέσως μετά, πηγαίνω στο σαλόνι και βλέπω πως αντί για δέντρο, η μητέρα μου είχε στολίσει το καλοριφέρ. Μια ιστορία αληθινή, βγαλμένη από το σύμπαν του Πάνου Χ. Κούτρα. Καταλαβαίνετε πως όταν συναντήθηκα με τον Πάνο, ήμουν ένας ήδη έτοιμος “κουτρικός” ηθοποιός».
«Σήμερα δεν ήξερα τι ακριβώς να σας πω. Σκέφτηκα μήπως διαβάσω κάτι, αλλά ό,τι και να διάβαζα, από το Ευαγγέλιο μέχρι τον καζαμία, ταιριάζει με τον Κούτρα. Είναι μια μεγάλη κολυμπήθρα του Σιλωάμ, που όποιος πέφτει μέσα, θεραπεύεται και βγαίνει υγιής. Επίσης, ο Κούτρας κρατάει ένα μεγάλο καλάθι που έχει κάθε είδος ανθρώπου μέσα. Αυτό είναι όμως δευτερεύον. Για τον Κούτρα, προέχει το σινεμά». Ολοκλήρωσε με το εξής: «Όταν ήμουν μικρός, είχα ακούσει κάτι και μου είχε εντυπωθεί: η μνήμη δεν έχει σχέση με το παρελθόν, έχει σχέση με το μέλλον. Και τώρα συνειδητοποιώ πως δεν γιορτάζουμε το παρελθόν του Κούτρα σήμερα: γιορτάζουμε το μέλλον του».
Μετά το τέλος των ομιλιών και μέσα σε ένα πολύ ζεστό και φιλικό κλίμα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης ανέβηκε στη σκηνή για να πει μερικά λόγια αντί επιλόγου, μεταξύ φίλων: «Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Ο καθένας από εσάς εδώ, με τον τρόπο του με έχει εμπνεύσει και με έχει στηρίξει μέσα στα χρόνια. Ήταν για μένα μια μεγάλη στιγμή, την οποία θα κρατήσω για πάντα».