Masterclass από τον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ

Το πρωί της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου, στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας, οι λάτρεις της κινηματογραφικής μουσικής είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το masterclass του σπουδαίου Πολωνού συνθέτη Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης Meet the Future του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που έχει ως στόχο να αναδείξει νέους Έλληνες επαγγελματίες από διαφορετικούς κλάδους του κινηματογράφου. Το φετινό Meet the Future του 65ου ΦΚΘ φέρνει στο προσκήνιο την τέχνη του film scoring μέσα από το αφιέρωμα «Μουσική σε κίνηση: Η τέχνη του film scoring» και υποδέχεται συνθέτριες και συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής της νεότερης γενιάς από την Ελλάδα. Ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ μίλησε για τον ρόλο της μουσικής στον κινηματογράφο, τη δημιουργική σχέση μεταξύ συνθέτη-σκηνοθέτη, αλλά και για τις δημιουργικές ελευθερίες που μπορεί να έχει ένας συνθέτης σε μια κινηματογραφική παραγωγή.

Το κοινό υποδέχτηκε ο Επίκουρος Καθηγητής Ήχου και Μουσικής από το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, Θοδωρής Παπαδημητρίου. «Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να καλωσορίσω τον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ. Πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να μοιραστώ κάτι προσωπικό. Όταν ήμουν νέος μουσικός συμμετείχα σε διάφορα σχήματα, στα οποία παίζαμε κινηματογραφική μουσική. Υπήρχαν μάλιστα κομμάτια του κ. Πράισνερ που τα έχω καταγράψει ολόκληρα, μιας και τότε η πρόσβαση στις παρτιτούρες δεν ήταν τόσο εύκολη, με αποτέλεσμα να τα γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά. Είχα γράψει όλους τους δίσκους του από ακοής, και πραγματικά συγκινούμαι πολύ που συνομιλώ τώρα μαζί του», ανέφερε αρχικά προτού ξεκινήσει τη συζήτηση ρωτώντας τον συνθέτη για τη δημιουργική διαδικασία της μουσικής σύνθεσης. 

«Μια ταινία είναι όπως ο άνθρωπος. Όπως κι εμείς έχουμε χέρια, πόδια, κεφάλι, κι όλα αυτά τα μέρη συγκροτούν ένα σώμα, έτσι και η ταινία αποτελείται από πολλά μέρη, κι ένα από αυτά είναι η μουσική. Όταν βλέπω μια ταινία, την αφουγκράζομαι και επεξεργάζομαι το πώς να την επενδύσω μουσικά. Η μουσική είναι η μοναδική μεταφυσική πτυχή σε μια ταινία. Δεν τη βλέπουμε, απλώς την ακούμε και τη νιώθουμε. Βέβαια, τα πάντα εξαρτώνται από τον σκηνοθέτη. Έχω συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, οι οποίοι εκτιμούσαν το είδος της μουσικής με το οποίο ασχολούμαι, που προσπαθώ να καλλιεργώ, που διακατέχεται από αυτή την πνευματικότητα. Όλα εξαρτώνται από τον δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στον συνθέτη και τον σκηνοθέτη, οι οποίοι λαμβάνουν από κοινού την απόφαση για το πώς θα προχωρήσουν. Δυστυχώς, τουλάχιστον όπως αντιλαμβάνομαι και παρακολουθώ τα πράγματα, και συγχρόνως ο λόγος για τον οποίο έχω λίγο απομακρυνθεί από το Χόλιγουντ, είναι το ότι κανείς εκεί δεν λαμβάνει αυτή την από κοινού απόφασή», είπε αρχικά ο διάσημος συνθέτης.

Αμέσως μετά, ο Πράισνερ μίλησε για τη γνωριμία του με τον Κριστόφ Κισλόφσκι, αλλά και για την εξέχουσα θέση που κατέχει στην καριέρα του η μακρά τους συνεργασία, κάνοντας παράλληλα μνεία στην περσόνα του Van den Budenmayer που επινόησαν μαζί με τον αξέχαστο πολωνό σκηνοθέτη. «Ο Κισλόφσκι μάλλον θα με ακολουθεί μια ολόκληρη ζωή. Είναι γεγονός ότι στα εννέα χρόνια κοινής μας πορείας, συνεργαστήκαμε σε 17 ταινίες. Για να είμαι ειλικρινής, ανάμεσα στο 1988 και το 1995 δεν θυμάμαι τι άλλο έκανα στη ζωή μου, παρά μόνο ότι έγραφα μουσική. Πρέπει να σας πω ότι ο Κισλόφσκι ήταν πολύ αστείος τύπος. Πάντα μας θεωρούσαν θλιμμένους, αλλά η πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι. Θα σας διηγηθώ πώς τον συνάντησα, το 1984. Μου είχε στείλει ένα τηλεγράφημα που έλεγε “μπορούμε να συναντηθούμε στη Βαρσοβία;”. Όντως συναντιόμαστε, περνούν όμως πέντε λεπτά και δεν μιλάει κανείς – εγώ εν τω μεταξύ σε μια ώρα έπρεπε να πάρω το τρένο για να επιστρέψω στην Κρακοβία. Ξαφνικά, ρωτάει ο Κισλόφσκι: “τι θα έλεγες για μια μικρή βοτκίτσα;”. Στην Πολωνία, όταν παραγγέλνεις ποτό, παίρνεις ταυτόχρονα και κάτι να τσιμπήσεις. Ύστερα από μισή ώρα, λοιπόν, όλο το τραπέζι ήταν γεμάτο από πιάτα με φαγητά», ανέφερε αρχικά ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ για τον Κριστόφ Κισλόφσκι.

«Ο Κισλόφσκι μού ζήτησε να είμαι επιμελής, προσεκτικός και ακριβής στην ώρα μου. Έκτοτε, γίναμε οι δυο πιο συνεπείς συντελεστές σε κάθε παραγωγή. Αγοράσαμε ο καθένας ένα ρολόι από τη Ζυρίχη, και εκείνος με έπαιρνε τηλέφωνο σχεδόν κάθε τέσσερις ώρες για να δει αν συμφωνούν τα ρολόγια μας». Όσο για τη γέννηση της περσόνας του Van den Budenmayer, ανέφερε τα εξής: «Θυμάμαι στον Δεκάλογο, και πιο συγκεκριμένα στο ένατο επεισόδιο, ο Κισλόφσκι ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα έργο του Μάλερ. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι δεν υπάρχει καμία καλή ηχογράφηση του Μάλερ στην Πολωνία, ενώ ήταν πανάκριβο να αγοράσουμε τα δικαιώματα του έργου. Φανταστείτε ότι ολόκληρος ο Δεκάλογος δεν κόστισε παραπάνω από 300.000 δολάρια. Του αντιπροτείνω λοιπόν να γράψω κάτι δικό μου. Είχαμε ήδη στο ιστορικό μας μια συνεργασία στην Ολλανδία, ένα ντοκιμαντέρ που είχαμε γυρίσει εκεί, και μας ήρθε το Van De Budenmayer, ένα όνομα που είχα χρησιμοποιήσει κάποτε. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου η ηρωίδα βρίσκεται στο σαλόνι και ακούει μουσική, κι όταν τη ρωτάει ο σύζυγός της τι ακούει, εκείνη απαντά πως ακούει Budenmayer. Στην ουσία, πρόκειται για ένα δικό μας εσωτερικό αστείο. Μερικούς μήνες αργότερα, άρχισαν να συρρέουν φαξ στον Κισλόφσκι με απορίες όπως “πού ανακαλύψατε αυτόν τον Van den Budenmayer;”, ενώ ήρθε μέχρι και πρόσκληση για να ενταχθεί το όνομά του στην εγκυκλοπαίδεια Λαρούς», προσέθεσε ο σπουδαίος πολωνός συνθέτης.

«Οι εποχές ήταν τέτοιες που ήταν απαραίτητο να διαθέτεις πολύ ενεργή φαντασία. Για να πάρετε μια ιδέα, φανταστείτε πως έβλεπα την ταινία στη Βαρσοβία, επέστρεφα στην Κρακοβία, και έπρεπε να θυμάμαι τι είχα δει στην ταινία για να γράψω τη μουσική. Δεν υπήρχαν βίντεο, δεν υπήρχαν DVD ή άλλα βοηθήματα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα. Είχες μόνο τη μνήμη και τη φαντασία σου. Ήταν μια διαδικασία απίστευτη, σχεδόν μεταφυσική. Τότε έγραφα τη μουσική στο χαρτί με το χέρι μου, δεν είχα λοιπόν τη δυνατότητα να την ακούσω καθώς την έγραφα. Όταν τελικά άκουγα την εκτέλεση της ορχήστρας τότε ανακάλυπτα τι έχω γράψει, και το συναίσθημα ήταν αληθινά μεγαλειώδες. Όταν έχεις όμως έναν καλό σκηνοθέτη και έναν καλό μουσικοσυνθέτη, μπορείς να ελέγξεις τα πάντα», εξήγησε ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, κάνοντας μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. 

Ο πολωνός δημιουργός έχει συνθέσει μουσική σε ταινίες πολλών σπουδαίων δημιουργών, μεταξύ των οποίων οι Τέρενς Μάλικ (Το δέντρο της ζωής, 2011), Τόμας Βίντερμπεργκ (Όλα για την αγάπη, 2003), Αγκνιέσκα Χόλαντ (Ο μυστικός κήπος, 1993). Μιλώντας για τις συνεργασίες του με εμβληματικούς σκηνοθέτες όπως οι παραπάνω, δήλωσε: «Θα μπορούσα να μιλάω ώρες ή ακόμη και μέρες, αλλά για να το θέσω ευσύνοπτα, όταν έχεις να κάνεις με τόσο μεγάλους σκηνοθέτες, σου έρχεται μεγάλη επιθυμία να δουλέψεις. Η δουλειά σού φτιάχνει τη διάθεση, θέλεις να επενδύσεις μουσικά σε αυτό που κάνουν. Απευθυνόμενος σε όλους τους νέους μουσικούς και συνθέτες, αν βρίσκονται ανάμεσά μας, σας συμβουλεύω να μη χρησιμοποιείτε temp μουσική μόνο και μόνο επειδή οι σκηνοθέτες φοβούνται τη σιγή. Ο κινηματογράφος είναι τέχνη που συντίθεται από πολλά στοιχεία, και ένα από αυτά είναι η μουσική. Σε απλά λόγια, πιστέψτε σε αυτό που κάνετε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Πολύ συχνά έχω την εντύπωση ότι στις ταινίες που γυρίζονται σήμερα, τα πάντα είναι πανομοιότυπα. Πολλές φορές όμως, η σιγή είναι η ωραιότερη μουσική. Πάρτε για παράδειγμα τις ταινίες του Μπέργκμαν, όπου δεν υπάρχει μουσική. Έχω ένα ρητό για τη ζωή μου, το οποίο δανείστηκα από έναν πολωνό ποιητή. “Πάντα να κολυμπάς αντίθετα στο ρεύμα, προς τις πηγές. Μαζί με το ρεύμα επιπλέουν μόνο τα σκουπίδια. Ακόμα κι αν δεν φτάσεις, τουλάχιστον θα γυμνάσεις τους μύες σου”. Σε όλη μου τη ζωή προσπαθώ να κάνω ακριβώς αυτό. Να γυμνάσω τους μύες μου». 

Όσον αφορά τη μεθοδολογία που ακολουθεί και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη δουλειά του, δήλωσε τα παρακάτω: «Όπως έχω πει ήδη, κάθε ταινία έχει τη μουσική της. Όταν βλέπω λοιπόν την ταινία, αισθάνομαι τι ρυθμό θα έχει, σε ποιους τόνους θα κινηθεί. Οι σκηνοθέτες χωρίζουν τη δουλειά τους σε τμήματα, σκηνή προς σκηνή, και θέλουν να ακούγεται η μουσική με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, στις περισσότερες αμερικανικές ταινίες η μουσική διακόπτεται απότομα κάθε φορά που αλλάζει το σκηνικό. Εγώ συνθέτω με έναν τρόπο που είναι κατάρα για τους διευθυντές ορχήστρας. Έχω στο μυαλό μου όλη την αλληλουχία, σαν μια συνεχή γραμμή, με τη μουσική να ενώνει όλες τις σκηνές και όχι το ανάποδο. Ωστόσο, όπως ανέφερα προηγουμένως, πολλοί σκηνοθέτες φοβούνται αυτή τη μέθοδο».

Έπειτα, το κοινό είχε την ευκαιρία να απευθύνει ερωτήσεις στον Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, ο οποίος αρχικά μοιράστηκε την άποψή του για τον ρόλο της Τεχνητής Νοημοσύνης στη σύνθεση μουσικής: «Δεν είμαι και ιδιαίτερα εξοικειωμένος με αυτές τις νέες τεχνολογίες, αλλά ορισμένες φορές σκέφτομαι ότι θα ήταν ενδιαφέρον να έδινα στην Τεχνητή Νοημοσύνη όλα όσα έχω γράψει και να ζητούσα να μου φτιάξει μια συναυλία, ένα κοντσέρτο διάρκειας 40 λεπτών. Θα ήθελα να ακούσω το αποτέλεσμα, θα ήταν ενδιαφέρον. Ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Στα δικά μου έργα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, είναι όμως εντελώς άλλη υπόθεση να αναθέσεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη να επιλέξει από όλη τη μουσική που έχει δημιουργηθεί ποτέ προκειμένου να συνθέσει κάτι  – το θεωρώ εγκληματικό.  Ζούμε όμως σε εποχές όπου η τεχνολογική εξέλιξη μάς έχει προσπεράσει. Είναι σαν να έχεις κλωτσήσει μια μπάλα χωρίς να υπάρχει βαρύτητα και πλέον δεν ξέρεις πού έχει φτάσει», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά το ξεκίνημά του και το πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική σύνθεση, ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ αποκάλυψε: «Γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη και δεν πήγα σε κανένα μουσικό σχολείο. Το 1975, όταν ξεκίνησα τη φοιτητική μου ζωή, πήγα τυχαία σε ένα καμπαρέ της Κρακοβίας, και εκεί αισθάνθηκα ότι θέλω να γράφω μουσική, χωρίς να γνωρίζω καν νότες, χωρίς να γνωρίζω τίποτα απολύτως. To 1975 δεν γνώριζα νότες και το 1977 έγγραφα για ορχήστρα, μου πήρε δύο χρόνια να μάθω». Σε ερώτημα αναφορικά με το σύνολο της δουλειάς του, όπως και το αν ξεχωρίζει κάποιο κομμάτι περισσότερο από τα υπόλοιπα, απαντώντας φανερά συγκινημένος στάθηκε στο Requiem for My Friend, το οποίο έγραψε για να τιμήσει τη μνήμη του Κριστόφ Κισλόφσκι. «Έγραψα το Ρέκβιεμ τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του Κισλόφσκι. Ήταν το προσωπικό μου αντίο στον Κρίστοφ», κατέληξε ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, αποχαιρετώντας το κοινό και τους ανερχόμενους συνθέτες με μια απλή κι όμως πολύτιμη συμβουλή: «Ανοίξτε τη φαντασία σας. Μόνο αυτό χρειάζεστε».