Συνέντευξη Τύπου:Ζέρβας,Μαραγκός,Κατωμερής,Ιωάννου

ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ 

Συνέντευξη Τύπου παρέθεσαν, την Πέμπτη 7 Απριλίου 2005, οι δημιουργοί Γιώργος Ζέρβας («Τώρα κάνω όνειρα»), Θόδωρος Μαραγκός («Black Μπεεε»), Γιάννης Κατωμερής («Οι Έλληνες ήρθαν από τον Ωκεανό»), Σταύρος Ιωάννου («Κακολύρι 5/44»), αναφορικά με τις ταινίες τους, οι οποίες προβάλλονται στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα.

Γιώργος Ζέρβας: Τώρα κάνω Όνειρα

Η ταινία του Γιώργου Ζέρβα αποτελεί μια στοχαστική προσέγγιση της προσπάθειας απεξάρτησης από ουσίες ανθρώπων που έχουν ενταχθεί σε σχετικά προγράμματα του 18ΑΝΩ. Η ταινία παρακολουθεί την επίπονη πορεία αυτών των ανθρώπων σε όλα τα στάδια του προγράμματος. Επιλέγονται χαρακτηριστικές στιγμές από το εικοσιτετράωρό τους και δίνεται έμφαση στην ευεργετική επίδραση των ομάδων τέχνης στον ψυχισμό τους, στη σχέση τους με άλλους, αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο.

Καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο οι εξαρτημένοι ξαναβρίσκουν σιγά-σιγά την επαφή τους με το χρόνο και το χώρο, πώς αρχίζουν να απολαμβάνουν και να ικανοποιούνται με διάφορα πράγματα, να αντιλαμβάνονται την ανεπανάλητπτη ατομικότητά τους, να ξανακερδίζουν την αυτοεκτίμησή τους, να ονειρεύονται, να πλησιάζουν τους άλλους ανακαλύπτοντας τη συλλογικότητα, να ενηλικιώνονται συναισθηματικά, να στέκονται με τις δικές τους δυνάμεις, να αποκαλύπτουν τον εαυτό τους, και να ανοίγονται στον κόσμο. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «αυτή η ταινία έχει μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της εξάρτησης και της απεξάρτησης, μακριά από ηθικολογίες και αφορισμούς.

Είναι μια προσπάθεια που στοχεύει αφενός να γίνει πιο ανεκτική η κοινωνία απέναντι στα εξαρτημένα από ουσίες άτομα και αφετέρου να λειτουργήσει προληπτικά η ταινία, ώστε να μη χάσουν τα παιδιά μας 20 χρόνια απ’ τη ζωή τους». Επισήμανε, εξάλλου, πόσο σημαντική εμπειρία ήταν τόσο για τον ίδιο και το συνεργείο του όσο και για τους ανθρώπους που συμμετείχαν στα προγράμματα απεξάρτησης του 18ΑΝΩ: «Όταν στο τέλος του γυρίσματος τα παιδιά έκαναν, σύμφωνα με το τελετουργικό τους και τη συνηθισμένη διαδικασία, ‘ομάδα’, δηλαδή απολογισμό της δουλειάς που είχαν κάνει, συμμετείχαμε κι εμείς ως συνεργείο. Ήταν πολύ συγκινητική η στιγμή και είναι κρίμα που δεν κατάφερα να την κινηματογραφήσω. Αλλά αυτό είναι το ντοκιμαντέρ: ένα γίγνεσθαι».

Θόδωρος Μαραγκός: Μαύρο Πρόβατο (Black Μπεεε)

Ένα οδοιπορικό στην Κάτω Ιταλία, ή αλλιώς, στη Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και στο χαμένο παρελθόν του Νεοέλληνα-πρόβατο, αποτελεί η ταινία του Θόδωρου Μαραγκού. Θεματικός άξονας της ταινίας, οι πάπυροι του Ερκολάνο, θησαυρός γνώσεων και πολιτισμού, που βρέθηκαν πριν από 250 χρόνια στις ανασκαφές κάτω απ’ τα στρώματα λάβας του Βεζούβιου. Επί 250 χρόνια επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο προσπαθούν να αποκαταστήσουν τους απανθρακωμένους παπύρους ώστε να διαβάσουν το περιεχόμενό τους. Κι ενώ οι ελπίδες όσων το επιχειρούν είναι τα κείμενα ν’ αφορούν το χριστιανισμό, η αποκάλυψη χάρη στις νέες τεχνολογίες των κειμένων τους διαψεύδουν: πρόκειται για εκατοντάδες κείμενα της επικούρειας φιλοσοφίας. Το περίεργο και εκπληκτικό, όμως, είναι ότι κανείς στην Ελλάδα δεν γνωρίζει το σημαντικότατο αυτό εύρημα, και κανείς, κατά συνέπεια, δεν το έχει μελετήσει ή ερευνήσει. Παρών στη συνέντευξη τύπου για την ταινία και ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Αίγισθος, Ιταλός, ελληνικής καταγωγής, από τη Νάπολη, ο οποίος είπε:

 «Ο Θόδωρος έκανε μια καταπλητική εισαγωγή πάνω στην σύγχρονη ελληνική κατάσταση της παιδείας και της κουλτούρας. Διότι για μένα είναι απαράδεκτο το Υπουργείο Παιδείας να είναι ταυτόχρονα και Θρησκευμάτων, διότι ο χριστιανισμός και το αρχαιοελληνικό παρελθόν των Ελλήνων δεν τα πηγαίνουν και πολύ καλά», είπε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης επισήμανε: «Η ανακάλυψη, αποκατάσταση και αποκάλυψη του περιεχομένου των παπύρων του Ερκολάνο είναι ένα σημαντικό επιστημονικό γεγονός που έχει μεγάλη βαρύτητα. Εμένα, όμως, μου γεννήθηκε το ερώτημα: πρέπει να μείνει ένα επιστημονικό γεγονός απλώς και μόνο; Το δικό μου ενδιαφέρον δεν αφορούσε τόσο το επιστημονικό κομμάτι της ιστορίας – αυτό είναι ένα ντοκουμέντο και ως τέτοιο μένει. Μ’ ενδιέφερε περισσότερο η προσέγγιση του καλλιτέχνη σ’ ένα τέτοιο γεγονός καθώς και η συμμετοχή και επεξεργασία του καλλιτέχνη. Αφετέρου, επειδή θέλω να δει πολύς κόσμος αυτή την ταινία, δεν θέλησα να κάνω ένα ξερό ντοκιμαντέρ για μια επιστημονική ανακάλυψη, αντίθετα προσπάθησα και μέσα από τα προσωπικά μου ερεθίσματα, ό,τι ένιωσα γυρνώντας όλη την πάλαι ποτέ Μεγάλη Ελλάδα, να τα μεταφέρω στην ταινία».

Γιάννης Κατωμερής: Οι Έλληνες ήρθαν από τον Ωκεανό

Η ταινία είναι ένα οδοιπορικό στην Βρετανική Κολομβία, μια μεγάλη περιοχή στον Καναδά, που ξεκινάει από τα σύνορα του Καναδά με τις ΗΠΑ και φτάνει μέχρι την Καναδική Αλάσκα, όπου βρίσκεται μια χούφτα Έλληνες. Είναι ημερολόγιο γεμάτο με ιστορίες, μνήμες και στιγμές μιας ζωής, Ελλήνων της 1ης γενιάς των μεταναστών μέσα από τις προσωπικές τους αφηγήσεις. «Η δική τους προσωπική οδύσσεια προβάλλεται και ως η οδύσσεια των ανθρώπων γενικότερα που εγκατέλειψαν κατά καιρούς την Ελλάδα είτε για να βρουν τη ‘γη της Επαγγελίας’ είτε για να διασωθούν από τους πολιτικούς ή οικονομικούς διωγμούς που είχαν υποστεί στον 20ο αιώνα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης, και συμπλήρωσε:

«Πρόκειται για ένα οδοιπορικό μνήμης, αφήγησης, που εξετάζει τόσο τις συνθήκες που ο καθένας απ’ αυτούς αναγκάστηκε να φύγει απ’ την Ελλάδα, όσο και την προσωπική τους οδύσσεια σ’ εκείνη την ξένη χώρα με τις δύσκολες συνθήκες». Μιλώντας για το ερέθισμα που τον ώθησε ν’ ασχοληθεί με τους Έλληνες της Βρετανικής Κολομβίας, ο ίδιος εξήγησε: «Για πρώτη φορά το 1592 αυτή τη βόρεια χώρα την ανακάλυψε ένας Έλληνας (ένας Κεφαλονήτης θαλασσοπόρος, ο Απόστολος Φωκάς Βαλεριανός), ονομάζοντάς την μάλιστα ‘Βόρειες Ινδίες’ και – ακόμη πιο απίστευτο κι εκπλητικό – μερικούς αιώνες αργότερα κάποιοι νησιώτες απ’ τη Σκόπελο πέρασαν τα στενά και βρέθηκαν σ’ ένα ακατοίκητο νησί όπου ίδρυσαν μια αμιγώς ελληνική κοινότητα, για περίπου 100 χρόνια. Σήμερα, πια, έχει ιδρυθεί στην περιοχή, στο πλαίσιο ενός απ’ τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, η Έδρα Ελληνικών Σπουδών, που θα είναι μόνιμη. Οι δύο αυτοί συμβολισμοί καθώς και, ενδιαμέσως, οι ιστορίες των Ελλήνων εκεί, υπήρξαν η αφορμή για να γίνει αυτή η ταινία».

Σταύρος Ιωάννου: Κακολύρι 5/44

Η ταινία του Σταύρου Ιωάννου είναι η ιστορία ενός ολοκαυτώματος που έλαβε χώρα στο χωριό Κακολύρι της Εύβοιας, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ντοκιμαντέρ μας μεταφέρει στην Ελλάδα του ’44 και αφηγείται τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο ενός Γερμανού στρατιώτη εξαιτίας της προσπάθειας των ανταρτών ν’ ανατινάξουν μια νύχτα την γύφυρα της Σκοτεινής: την επομένη οι Γερμανοί μπαίνουν στο Κακολύρι, καίνε τα σπίτια κι εκτελούν τους 30 άντρες του χωριού. «Ένας λόγος για τον οποίο έκανα το ντοκιμαντέρ είναι γιατί πιστεύω πραγματικά ότι η αντίληψή μας για την ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι φλου, κανείς δεν έχει προσεγγίσει με την λεπτομέρεια του Μακρυγιάννη τα γεγονότα, για να δει τι ακριβώς έγινε. Ένας άλλος λόγος είναι οτι πιστεύω ότι ως κινηματογραφιστές έχουμε χρέος αυτές τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες να τις καταγράψουμε», τόνισε ο ίδιος ο δημιουργός, ενώ συμπλήρωσε:

«Όλη η ταινία είναι πρωτογενές υλικό, οι αφηγήσεις των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την μαρτυρική μέρα. Είναι μια καταγραφή, ένα ντοκιμαντέρ πολύ δωρικό, πολύ λιτό, στηρίζεται μόνο στα πρόσωπα γιατί αυτά είναι τα ντοκουμέντα». Μιλώντας για τους προβληματισμούς του κατά την δημιουργία της ταινίας, ο κ. Ιωάννου επισήμανε: «Σε μια καταγραφή αυτό που έχει ενδιαφέρον για μένα, είναι το πώς διαχειρίζεται κανείς όλο αυτό το υλικό: κάποιοι άνθρωποι μιλούν, τι λένε, πότε, πώς, τί επιλέγει ο σκηνοθέτης απ’ όλα αυτά; Αυτό για μένα ήταν μεγάλη εμπειρία και μεγάλη δοκιμή και νομίζω ότι πέτυχε το μοντέλο που επεχείρησα. Έδεσε το περιεχόμενο με τη φόρμα που έδωσα σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, ένα πάρα πολύσημαντικό ζήτημα στο συγκεκριμένο είδος: πώς αντιμετωπίζεις – με ποια φόρμα – το κάθε ζήτημα».

Σε ερώτηση σχετικά με το πώς θα περιέγραφαν τον μέσο Έλληνα όπως εκείνοι τον είδαν μέσα από τις ταινίες τους, στις οποίες κεντρικό ρόλο παίζει ο Έλληνας, ο κ. Ιωάννου τόνισε: «Ο μέσος Έλληνας έχει την τάση να μη θέλει να θυμηθεί, να θέλει να ξεχάσει, όμως αυτές οι ιστορίες δεν πρέπει να ξεχαστούν, ούτε πρέπει να επικρατήσει η λογική ‘περασμένα – ξεχασμένα’», ενώ ο κ. Μαραγκός είπε χαρακτηριστικά: «Σήμερα πιστεύω ο Έλληνας ζει τη χειρότερη εποχή. Κάποτε, όταν έκανα την ταινία ‘Μάθε παιδί μου Γράμματα’ ήταν επαναστατημένος, γεμάτος ιδέες και όνειρα. Σήμερα είναι ισοπεδωμένος, έχει αποκοπεί απ’ το παρελθόν του και έχει χαθεί. Αυτό, όμως, που δείχνει η ταινία μου αυτή είναι ‘το εν δυνάμει’: όταν βρεθεί το κατάλληλο έδαφος αυτά που κουβαλάμε μέσα μας θα βγουν».

Αναφερόμενος στο ίδιο ερώτημα, ο κ. Κατωμερής επισήμανε: «Εγώ ασχολήθηκα με τους Έλληνες του εξωτερικού και είδα ότι κι εκείνοι πριν από μερικές δεκαετίς διακατέχονταν απ’ το ίδιο πνεύμα: αντιμετώπιζαν το παρελθόν τους ως ταμπού, δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω στις περιόδους που εκδιώχθηκαν για πολιτικούς και άλλους λόγους, ήθελαν να ξεχάσουν, ντρέπονταν για το παρελθόν τους αυτό αλλά δεν ήθελαν και να θυμηθούν τις δυσκολίες που έζησαν στις ξένες χώρες όπου μετανάστευσαν. Σήμερα πια μιλούν για όλα αυτά. Και νομίζω ότι ο Έλληνας του εξωτερικού μπορεί ίσως ν’ αποτελέσει το στοιχείο αφύπνισης των Ελλήνων εντός Ελλάδας, οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχάσουν το παρελθόν τους, από πού έρχονται, γιατί αλλιώς το μέλλον θα είναι ζοφερό».