Συνέντευξη Τύπου της Pirjo Honkasalo
Με την ευκαιρία του αφιερώματος στο έργο της, στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ – Εικόνες του 21ου αιώνα, η σπουδαία Φινλανδή δημιουργός Pirjo Honkasalo παραχώρησε την Τετάρτη 6 Απριλίου 2005 συνέντευξη Τύπου, όπου μίλησε, μεταξύ άλλων, για τη διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας ή του παραδοσιακού φιλμ, τα ηθικά προβλήματα που πιθανόν αντιμετωπίζει ο ντοκιμαντερίστας. Την σκηνοθέτιδα καλωσόρισε ο Διευθυντής του Φεστιβάλ, κ. Δημήτρης Εϊπίδης, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι θαύμαζε την κ. Honkasalo επί πολλά χρόνια και εξέφρασε την τιμή και χαρά που νιώθει για την γνωριμία του μαζί της, ενώ επισήμανε: «Η κ. Honkasalo είναι το τιμώμενο πρόσωπο της φετινής διοργάνωσης και είναι μεγάλη τιμή για μας που βρίσκεται μαζί μας σ’ αυτό το Φεστιβάλ που διοργανώνεται στην άκρη της Ευρώπης. Την Πέμπτη 7 Απριλίου πραγματοποιείται η Ανοιχτή Διάλεξη (Master class) της κ. Honkasalo στην Αποθήκη 1 στο Λιμάνι, μια μεγάλη και μοναδική ευκαιρία για όλους, καθώς πρόκειται για ένα μάθημα κινηματογράφου».
Η Pirjo Honkasalo πήρε το λόγο απ’ τον συντονιστή του ομώνυμου Αφιερώματος, Δημήτρη Κερκινό, και μίλησε για το πώς άρχισε να γυρίζει ντοκιμαντέρ αντί ταινιών μυθοπλασίας. «Μετά από 10 χρόνια μυθοπλαστικών ταινιών άρχισα να αισθάνομαι ότι ο κόσμος της μυθοπλασίας – οι περιορισμένες δυνατότητες του σκηνοθέτη, το επιχειρηματικό ύφος της όλης διαδικασίας – έρχονταν σε αντίθεση με τον τρόπο που εγώ ήθελα να ζω. Όταν, λοιπόν, βρέθηκα να κάνω ντοκιμαντέρ ένιωσα κατά κάποιον τρόπο εξαγνισμένη, διότι συνειδητοποίησα ότι το μόνο που πραγματικά χρειάζεται είναι μια κάμερα κι ένας άνθρωπος, όλα τα υπόλοιπα είναι πολυτέλεια, δεν χρειάζονται πραγματικά. Δεν είχα ανάγκη από χρήματα, δεν υπήρχαν χρονοδιαγράμματα και ανακάλυψα και πάλι τη χαρά που δίνει η μελέτη της ζωής μέσα από την κάμερα. Έτσι άρχισα να κάνω ντοκιμαντέρ και επανέκτησα τη χαρά της κινηματογράφησης, γιατί είχα αρχίσει να νιώθω ότι έχω κορεστεί».
Σε ερώτηση σχετική με τις διαφορές της μυθοπλασίας έναντι του ντοκιμαντέρ, η κ. Honkasalo είπε: «Εγώ κατέληξα να κάνω και τα δύο είδη. Για μένα η ισορροπία που δίνει η ενασχόληση και με τα δύο είδη είναι σημαντική. Πιστεύω, πάντως, ότι η βασική διαφορά για τον σκηνοθέτη δεν είναι στην πραγματικόττηα το θέμα της ταινίας, γιατί πιστεύω ότι με το ντοκιμαντέρ, όπως και με τη μυθοπλασία, μπορείς ν’ ασχοληθείς με τα πάντα· δεν συμφωνώ με τον Κισλόφσκι που σταμάτησε να κάνει ντοκιμαντέρ επειδή πιστεύει ότι υπάρχουν τομείς της ζωής με τους οποίους δεν μορεί ν’ ασχοληθεί το ντοκιμαντέρ. Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο ειδών, είναι ότι ο ντοκιμαντερίστας πρέπει να είναι πολύ ταπεινός, δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ απαιτήσει ο,τιδήποτε απ’ τον κόσμο. Αντίθετα, ο σκηνοθέτης φιξιόν ταινίας πληρώνει τους ηθοποιούς και δίνει εντολές», κατέληξε γελώντας και συμπλήρωσε:
«Επίσης, ο σκηνοθέτης φιξιόν ταινίας δεν φορτώνεται τις ζωές και τα προβλήματα των ηθοποιών του, σε αντίθεση με τον ντοκιματερίστα που κουβαλάει σ’ όλη τη ζωή του τους ανθρώπους των φιλμ του, πράγμα δύσκολο αν και είναι κάτι που εμπλουτίζει τον ντοκιμαντερίστα». Επισήμανε, εξάλλου, ότι «η μεγαλύτερη διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός ότι με το ντοκιμαντέρ μπορείς ν’ ασχοληθείς με την εσωτερική ζωή, όχι απλώς με την εξωτερική. Είναι, όμως, περίεργο είδος, γιατί είναι ταινίες πολύ υποκειμενικές στις οποίες ως εργαλεία έκφρασης χρησιμοποιούνται απλοί άνθρωποι».
Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να προσθέσει μια ακόμη πτυχή: «Τελικά, οι διαφορές των δύο ειδών δεν είναι τόσο μεγάλες. Στη μυθοπλασία γίνεται μια τεκμηρίωση του προσώπου του ηθοποιού, διαλέγοντας ηθοποιούς ο σκηνοθέτης διαλέγει και χαρακτήρες και διαδρομές ζωής». Σε ερώτηση σχετικά με την τριλογία «Ιερό και Σατανικό», η ίδια εξήγησε: «Αρχικά δεν ήθελα να κάνω καθόλου ταινίες, αλλά προέκυψε η πρώτη ταινία, το ‘Mysterion’, και αυτό οδήγησε στην ‘Tanjuska’. Δεν ξέρω, όμως, γιατί πάντα όταν υπάρχουν δύο πρέπει ν’ ακολουθήσει κι ένα τρίτο».
Μιλώντας, εξάλλου, για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της τρίτης ταινίας της τριλογίας, «Atman», επισήμανε ότι τον συνάντησε και τον γνώρισε τελείως τυχαία: «Βρισκόμουν στις παρυφές των Ιμαλαϊων και καθώς άρχισε να βρέχει μπήκα σ’ ενα μικρό καφενείο, όπου επίσης βρήκαν καταφύγιο απ’ τη βροχή μια οικογένεια Ινδών. Βλέποντας τη φωτογραφική μηχανή μου, μου ζήτησαν να τους φωτογραφήσω. Μόνο κοιτώντας τον μέσα απ’ το φακό της μηχανής κατάλαβα ότι αυτός θα ήταν ο κεντρικός μου χαρακτήρας. Δυσκολεύτηκα πολύ να τον εντοπίσω εκ νέου, αλλά όταν τα κατάφερα, η συγκυρία ήταν ότι μόλις είχε πεθάνει η μητέρα του· σύμφωνα, λοιπόν, με τις τοπικές παραδόσεις, ο γιος πρέπει να κάνει ένα προσκύνημα. Έτσι, βρέθηκα μπροστά σ’ έναν πραγματικό προσκυνητή».
Η κ. Honkasalo αναφέρθηκε στη συνέχεια στην προτίμησή της στο παραδοσιακό φιλμ έναντι της ψηφιακής τεχνολογίας στην κινηματογράφηση. «Αρχικά ήμουν κάθετα ενάντια στη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, διότι θεωρούσα ότι δεν αποδίδει στο επίπεδο της ακρίβειας που επιθυμώ. Δηλαδή, η ευκολία που προσφέρει η ψηφιακή κάμερα οδηγεί τον δημιουργό να κινηματογραφεί ατελείωτες ώρες, χωρίς να επιλέγει προσεκτικά τα πλάνα του και τα θέματα που τραβάει, ελπίζοντας στο τέλος όλο αυτό το πληθωρικό υλικό να μπορεί να αποτελέσει μια ταινία. Αντίθετα, εγώ κινηματογραφώ περιορισμένα και πολύ συγκεκριμένα, είμαι πολύ ακριβής, γιατί ξέρω τι θέλω να παρουσιάσω, όταν βλέπω κάτι μέσα από την κάμερα ξέρω αμέσως αν ανήκει στην ταινία μου ή όχι. Και σ’ αυτήν την κατεύθυνση εξασκούμαι, ώστε να είμαι πειθαρχημένη και να τραβάω μόνο όσα ανήκουν στην ταινία μου. Ακόμη κι αν γίνει φόνος δίπλα μου, εφόσον δεν χωράει στην ταινία μου, δεν θα το τραβήξω», είπε γελώντας και συμπλήρωσε:
«Πιστεύω, όμως, ότι αν χρησιμοποιηθεί σωστά η ψηφιακή κάμερα μπορεί να δώσει αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν με το φιλμ. Χρησιμοποίησα, όμως, ψηφιακή κάμερα, μόνο στο Γρόζνι, που δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω τον κανονικό εξοπλισμό για λόγους επιβίωσης». Σε ερώτηση σχετικά με τα πιθανά ηθικά διλήμματα μπροστά στα οποία μπορεί να βρεθεί ο ντοκιμαντερίστας, η κ. Honkasalo απάντησε ότι υπάρχουν τέτοιες στιγμές, αλλά πολύ σπανιότερες απ’ ό,τι μπορεί κανείς να πιστεύει: «Αυτό που συμβαίνει με τα ηθικά διλήμματα και προβλήματα, είναι ότι ο ντοκιμαντερίστας δεν ξέρει τι θέλει να δώσει μέσα από την ταινία του και δεν γνωρίζει το αντικείμενό της. Τα ηθικά διλήμματα είναι το προκάλυμμα πίσω απ’ το οποίο κρύβεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις».
Αναφέρθηκε, ωστόσο, στο ηθικό πρόβλημα που αντιμετώπισε με την «Tanjuska», όταν ένιωσε ότι κρύβεται πίσω απ’ την ταινία: «Ενώ λοιπόν δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ voice-over στις ταινίες μου, ήταν η πρώτη φορά που έβαλα και τον εαυτό μου μέσα μ’ αυτόν τον τρόπο γιατί μου φάνηκε δίκαιο για το κοινό μου να γνωρίζει ‘ποιος είναι ένοχος’». Μιλώντας για την ταινία «3 Rooms of Melancholia», η ίδια επισήμανε ότι είναι πολιτικοποιημένη και δεν το αρνείται, ενώ πρόσθεσε ότι αν και η πολιτική είναι βρώμικη, άρχικα είχε να κάνει με το ενδιαφέρον για τον κόσμο που ενωμένος εκφράζει τη βούλησή του και για το ενδιαφέρον για τους άλλους. «Αυτό σημαίνει να είναι κανείς πολιτικοποιημένος. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι μια πολιτική ταινία της δεκαετίας του ’60, θα την χαρακτήριζα μάλλον ‘πολιτικά πολιτική’. Πιστεύω ότι το πρόβλημα με αυτού του είδους το παραδοσιακό πολιτικό φιλμ, είναι ότι ο κινηματογραφιστής πιστεύει ότι βγάζει τον εαυτό του απ’ έξω. Κι αυτό δεν με αγγίζει πια. Πιστεύω, όμως, ότι η ταινία αυτή δεν είναι πολιτική, αλλά προκαλεί στο κοινό πολιτικές σκέψεις και έχει πολιτικά αποτελέσματα, τουλάχιστον αυτό συνέβει στη Φινλανδία, πολλοί γνώρισαν τι συμβαίνει στην Τσετσενία. Μ’ αυτήν την έννοια είναι και δεν είναι πολιτική ταινία».
Ερωτώμενη για τυχόν συμβουλές προς νέους ντοκιμαντερίστες, η κ. Honkasalo επισήμανε: «Είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω πραγματικά τι να πω. Γιατί το ντοκιμαντέρ δεν το μαθαίνει κανείς όταν μαθαίνει την τεχνική της κινηματογράφησης. Το ντοκιμαντέρ απαιτεί την κατανόηση της ζωής, κι αυτό μαθαίνεται μόνο μέσα από την ζωή την ίδια. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να δώσω συμβουλή στους νέους ντοκιμαντερίστες, γιατί απλούστατα πρέπει ν’ αναπτύξουν οι ίδιοι μια βαθιά κατανόηση της ζωής, δηλαδή πρέπει οι ίδιοι να ζήσουν τη ζωή».