Συνέντευξη τύπου παρέθεσαν την Παρασκευή 19 Μαρτίου οι Νίκος Λυγγούρης, Ανδρέας Λουκάκος, Θόδωρος Μαραγκός και Θοδωρής Καλέσης αναφορικά με τις ταινίες τους που συμμετέχουν πρόγραμμα του 6ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και συγγεκριμένα στο διαγωνιστικό τμήμα.
Νίκος Λυγγούρης: Καλοκαιρινές Αστραπές
Η ζωή μιας οικογένειας που ασχολείται με τον τουρισμό στην Κρήτη είναι το ουσιαστικό θέμα της ταινίας του Νίκου Λυγγούρη. Το γεγονός ότι οι δουλειές τους δεν πηγαίνουν τόσο καλά λόγω της κακής θέσης του ξενοδοχείου αποτελεί και την ιδιαιτερότητά τους, και τους δίνει την ευκαιρία να ασχοληθούν και με τη φωτογραφία. «Μπορεί λοιπόν να μην έχουν γίνει τόσο πλούσιοι, αλλά έχουν γίνει πλούσιοι κάπου αλλού. Θέλει λοιπόν να είναι και μια επερώτηση της σύγχρονης ζωής των Ελλήνων που έχουν αφήσει τις αγροτικές ζωές και έχουν περάσει στον τουρισμό και το πώς ήταν παλιότερα οι ζωές και πως είναι τώρα. Αλλά να μην το περάσει σαν κλασικό ντοκιμαντέρ και ταυτόχρονα να κάνει ένα πείραμα. Το πείραμα αυτό είναι να καταληφθεί η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ντοκιμαντέρ και μια ταινία μυθοπλασίας και να μην ξέρεις τι από τα δυο είναι αυτή η ταινία». Αναφερόμενος στον προϋπολογισμό της ανέφερε ότι είναι μια low budget ταινία και ότι θεωρεί πολύ σημαντική τη συνεισφορά στον προϋπολογισμό από ένα μικρό γερμανικό κρατίδιο παρά τους περιορισμούς της προέλευσης της ταινίας.
Ανδρέας Λουκάκος: Λέρος: Η ελευθερία ειναι θεραπευτική
Η ταινία πραγματεύεται τη σημερινή κατάσταση του ψυχιατρείου της Λέρου και αποτελεί ουσιαστικά την πτυχιακή εργασία του σκηνοθέτη στη σχολή κινηματογράφου στην Αγγλία. «Ψάχναμε να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ και θέλαμε να το κάνουμε στην Ελλάδα. Πέσαμε λοιπόν πάνω στις φωτογραφίες του Παναγιωτόπουλου το ’89 και από κει πήραμε την ιδέα για την ταινία». Για την εμπειρία από τα γυρίσματα είπε: «Φτάνοντας ζήσαμε συγγλονιστικές εμπειρίες και καταλάβαμε ουσιαστικά τι έγινε αυτά τα 45 χρόνια. Αυτό θέλαμε να το δείξουμε με τη δική μας ματιά». Ανέφερε επίσης ότι αυτό που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι η σχέση των εργαζομένων με τους ασθενείς. Παλιότερα το ίδιο το περιβάλλον και οι άθλιες συνθήκες όπως λέει, επηρέαζαν σε σημαντικό βαθμό ψυχολογικά και τους ίδιους τους εργαζόμενους σε σημείο να φέρονται ασχημα στους ασθενείς. Με την αλλαγή της κατάστασης στο ψυχιατρείο το κλίμα άλλαξε και οι ασθενείς απέκτησαν πολύ καλύτερες σχέσεις με τους νοσηλευτές τους, κάτι άξιο αναφοράς κατά τη γνώμη του.
Θόδωρος Μαραγκός: Ο Θεός είναι αόρατος γιατί είναι μικροσκοπικός
Μια αναδρομή πάνω από 40 χρόνια στα Φιλιατρά Μεσσηνίας, γενέθλιο τόπο του σκηνοθέτη, αποτελεί το ντοκιμαντέρ αυτό. «Σημασία για μένα έχει η σχέση μου με το χωριό προκειμένου να το προσωποποιήσω. Και μιας και μεγάλωσα εκεί έχει τη δική μου ματιά. Το χωριό όταν επέστρεψα μετά από πολλά χρνμια, είχε αλλάξει πολύ. Δεν ήταν το πλούσιο χωριό που είχα στο μυαλό μου όταν το άφησα, κάτι που με προβλημάτισε. ¶λλωστε το ίδιο το χωριό μου γεννούσε συνεχώς ερωτήματα, ερωτήματα σαν αυτά που γεννά και η ίδια η ζωή. Πήρα λοιπόν μια κάμερα και άρχισα να τραβάω. Έτσι έφτασα μέχρι την Αμερική και εκεί έφτασα να βρώ σε γνωστούς μου κάποια από τα παιδικά μου σχέδια». Συμπλήρωσε ότι πρόκειται για μια πολύ προσωπική δουλειά που κυριαρχεί το μεράκι πάνω απ’ όλα και όχι τα λεφτά. Τέλος, αναφορικά με το ψηφιακό βίντεο και τις ευκολίες των νέων τεχνολογιών τόνισε πως το σημαντικότερο είναι η έκφραση και η τεχνολογία βοηθάει σ’αυτό μιας και είναι ένα μέσο έκφρασης.
Θoδωρής Καλέσης: Πλατεία Ηρώων
Κατά το σκηνοθέτη όλη η ιστορία της ταινίας ξεκίνησε από ένα ταξίδι στη Φλώρινα. «Περνώντας μέσα από μια γαλαρία εκεί στα σύνορα του νομού, όταν βγήκαμε αντίκρυσα χιόνια παντού και ήταν σαν να εισέρχομαι σε έναν άλλο κόσμο. Από τότε άρχισα να ταξιδεύω στη Φλώρινα για να γνωρίσω τον τόπο, τον κόσμο και το έθιμο. Πρόκειται για ένα έθιμο που επέζησε παρά το γεγονός ότι κυνηγήθηκε από την εκκλησία σαν ειδωλολατρικό. Οι κάτοικοι υποστήριξαν το έθιμο με τις φωτιές γιατί γι’ αυτούς σήμαινε κάτι και σήμαινε κάτι γιατί το πήραν από τους γονείς τους». Για το πόσο καιρό του πήρε η ενασχόλησή του μ’ αυτή τη δουλειά, είπε ότι του πήρε 4 χρόνια για να ολοκληρώσει την ταινία μιας και ήθελε να προσέξει ιδιαίτερα την κινηματογράφηση που θεωρεί ότι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε ένα ντοκιμαντέρ. Όσο για τη μουσική που χρησιμοποιεί είπε πως ακούγονται στην ταινία μουσικές του τόπου και ότι για το τέλος χρησιμοποίησε τη μουσική του Βιβάλντι μιας και θεωρεί πως αυτή ενορχηστρώνει όλα τα στοιχεία του τόπου, καλύπτει όλα τα στοιχεία του, όπως ακριβώς και το χιόνι. «Το καλύτερο μέρος για να ακούσεις Βιβάλντι είναι εκεί και ιδιαίτερα μετά τα κλαρίνα, έχω την αίσθηση πως δημιουργείται μια συνέχεια» είπε χαρακτηριστικά.