Συνέντευξη Τύπου έδωσε σήμερα το μεσημέρι, Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2003, στην Αποθήκη Γ’ του Λιμανιού Θεσσαλονίκης, ο Γάλλος σκηνοθέτης, Bruno Dumont, ο οποίος συμμετέχει στο 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πρόγραμμα των «Νέων Οριζόντων», με την ταινία «Εικοσιεννιά φοίνικες». Ο καλλιτεχνικός διευθυντής των «Νέων Οριζόντων», Δημήτρης Εϊπίδης, παρουσιάζοντας τον Γάλλο σκηνοθέτη, αλλά και τον πρωταγωνιστή της ταινίας, David Wissak, είπε ότι «η δουλειά του Dumont λέει πολλά. Έχει ξεχωρίσει για την οπτική του, για την πρωτοτυπία και για την δυναμική των θεμάτων που διαπραγματεύεται. Είναι ένας σκηνοθέτης πρωτοπόρος στο πλαίσιο του γαλλικού κινηματογράφου. Αλλά έχει ξεπεράσει και τα όρια της Γαλλίας, γιατί οι ταινίες του προβάλλονται παντού, με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Οι ‘Νέοι Ορίζοντες’ έχουν μια συγκεκριμένη θέση στην έρευνα της κινηματογραφικής τέχνης και μέσα στο πλαίσιο αυτό η δουλειά του Dumont, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικότατη. Ανοίγει νέους δρόμους, νέες προοπτικές, για την ανανέωση του κινηματογραφικού μέσου».
Για την Αμερική
Όπως είπε ο σκηνοθέτης, αποφάσισε να γυρίσει την ταινία του στην Αμερική και ειδικά στην έρημο, εξαιτίας της ίδιας της Αμερικής, «εξαιτίας της σπουδαιότητας της αμερικάνικης κουλτούρας που έχουμε στο μυαλό μας. Αποτελεί ένα μοντέλο, ένα πρότυπο το οποίο πρέπει να θέσουμε σε δοκιμασία. Η έρημος είναι ο μυθικός τόπος του χολιγουντιανού κινηματογράφου, αλλά ταυτόχρονα ολόκληρου του κόσμου».
Δουλεύει με τους ηθοποιούς σαν να είναι ερασιτέχνες και μάλιστα στο παρελθόν έχει δουλέψει με ερασιτέχνες. «Δουλεύοντας με ανθρώπους που δεν είναι επαγγελματίες περνώ πολύ χρόνο για να δω πώς δουλεύουν, να μπορέσω να πάρω τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Με τον David Wissak δούλεψα μια δυο μέρες ώστε να μπορέσω να τον καταλάβω και να μπορέσει και αυτός να με αποδεχτεί ώστε να μου δώσει αυτό που πίστευα ότι μπορούσε για την ταινία».
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Εικοσιεννιά φοίνικες», σχολιάζοντας την συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, είπε ότι βρέθηκαν μαζί κάποιες μέρες, στην αρχή της διαδικασίας. «Του εξήγησα τις συνήθειες μου, πώς δουλεύω, πώς είμαι ως άνθρωπος και ως ηθοποιός. Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες μέρες μόνο για να προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλο». «Δεν είναι εύκολο να κάνεις ταινίες». Ο Bruno Dumont σχολίασε ότι γενικά δεν είναι εύκολο να κάνει κάποιος ταινίες. Πρόσθεσε ότι «δεν είναι εύκολο να δουλεύει κάποιος με τους Αμερικανούς γιατί δεν σκέφτονται τον κινηματογράφο με τον ίδιο τρόπο με μας. Έχουν μια προσέγγιση βίαιων σκηνών πολύ διαφορετική απ’ ότι έχουμε εμείς. Για μας η βία είναι κάτι πραγματικό, απτό. Αυτοί θέλουν να βάλουν έναν κασκαντέρ, να κάνει πολλές επαναλήψεις. Για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δουλεύω με ανθρώπους που δεν σκέφτονται όπως εγώ, αλλά νομίζω ότι τελικά τα καταφέραμε καλά, γιατί συνεννοηθήκαμε».
Δηλώνει ότι σίγουρα έχει επηρεαστεί από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια της νεότητας του είδα πάρα πολλές αμερικάνικες ταινίες, στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και αυτό σίγουρο επηρέασε την φαντασία του. «Τώρα θέλω να τους δώσει κάτι απ’ όλα αυτά που μου έδωσαν εκείνοι», τόνισε.
Αναπαράσταση του εσώτερου εαυτού
Ο Bruno Dumont μιλώντας για το είδος του κινηματογράφου που υπηρετεί, είπε ότι «όλο το τοπίο είναι προς τα πίσω, προηγούμενο. Είναι εκεί, το κινηματογραφούμε, είναι παρόν, δείχνει την προηγούμενη ζωή του ήρωα. Στην συγκεκριμένη ταινία βρίσκονται σε μια έρημο και αυτή είναι το πρώτο τοπίο του σώματός μας. Γυρίζουν στην έρημο συχνά γυμνοί, σαν ένα είδος οπισθοδρόμησης, δηλαδή σαν να γυρίζουν στον δικό τους πρωτογονισμό. Με ενδιαφέρει σαν κινηματογραφιστή όχι να δείξω το τοπίο αλλά να εκφράσω τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα μου. Πρόκειται για ένα ήρωα ο οποίος περνάει πάρα πολύ χρόνο κοιτώντας την έρημο γιατί σκέφτομαι ότι έτσι κάνει μια ενδοσκόπηση. Πιστεύω ότι κινηματογράφος είναι μια αναπαράσταση του εσωτερικού μας κόσμου».
Για τους κριτικούς
Οι κριτικοί γράφουν ότι προσεγγίζει τον άνθρωπο με πολύ σχολαστικό τρόπο, δίνοντας έμφαση στην λεπτομέρεια. Σχολιάζοντας, ο Γάλλος σκηνοθέτης, είπε ότι «η κάμερα είναι ένα μικροσκόπιο. Είναι μια συσκευή όχι για να κινηματογραφούμε τον κόσμο, αλλά αναπαριστά την δική μας σχέση με τον κόσμο. Είναι μια απεικόνιση του εσωτερικού μας κόσμου. Του ήρωα ο οποίος μπορεί να είναι βάρβαρος, πρωτόγονος, βίαιος. Είναι ένας τρόπος να στοχαστούμε πάνω στα ένστικτα μας, στην σεξουαλικότητά μας, τη βία μας, την ικανότητά μας να κάνουμε το καλό και το κακό ταυτόχρονα. Η ταινία είναι εδώ για να βοηθήσει τον θεατή να σκεφτεί πάνω στη δική του ζωή. Και τελικά να βγει από την αίθουσα και να πει: όχι, εγώ δεν θα το κάνω αυτό», κατέληξε.