27ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ // 6-16/03/2025
Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)
Ένα μεγάλο αφιέρωμα με αφορμή την ανακάλυψη της Καστοριάς του Τάκη Κανελλόπουλου
Ένα μοναδικό κινηματογραφικό ταξίδι στην ελληνική ύπαιθρο μέσα από ντοκιμαντέρ σπουδαίων δημιουργών, ως επί το πλείστον σπάνια και λιγότερο προβεβλημένα, πραγματοποιεί το 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (6-16 Μαρτίου 2025). Με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη του ντοκιμαντέρ Καστοριά (1969) του Τάκη Κανελλόπουλου, το αφιέρωμα με τίτλο Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000) περιλαμβάνει 19 ταινίες τεκμηρίωσης που συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο και διαφωτιστικό πορτρέτο της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η συναρπαστική αυτή περιπέτεια ξεκίνησε κατά την προετοιμασία για το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όταν με αφορμή το αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο το Φεστιβάλ αναζήτησε τo ντοκιμαντέρ Καστοριά του θεσσαλονικιού δημιουργού, δίχως όμως αποτέλεσμα. Ωστόσο, μέσα από τη διαδικασία εκείνης της αναζήτησης, η έρευνα συνεχίστηκε και τελικά η ταινία βρέθηκε το 2024 μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών. Το σπουδαίο αυτό ντοκουμέντο θα προβληθεί στην 27η διοργάνωση μαζί με τα ντοκιμαντέρ Θάσος και Μακεδονικός Γάμος του Τάκη Κανελλόπουλου, τα οποία από κοινού συνιστούν μια άτυπη «Μακεδονική τριλογία» ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη.
Με σημείο εκκίνησης την Καστοριά, το Φεστιβάλ επιχειρεί μια χαρτογράφηση της ελληνικής υπαίθρου μέσα από ντοκιμαντέρ εμβληματικών ελλήνων σκηνοθετών, που διερευνούν το πνεύμα, τη συλλογική μνήμη και την ανθρωπογεωγραφία του ελληνικού τόπου. Οι ταινίες του αφιερώματος προσεγγίζουν με τρόπο πρωτότυπο και διεισδυτικό έννοιες όπως η παράδοση, το προσωπικό βίωμα, το τραύμα και η συνύπαρξη. Ορισμένα από τα ντοκιμαντερ του αφιερώματος έχουν προβληθεί ελάχιστες φορές στη μεγάλη οθόνη και αποτελούν πολύτιμα κειμήλια όχι μόνο για την ελληνική κινηματογραφική ιστορία, αλλά και για την πνευματική κληρονομιά της χώρας. Το αφιέρωμα επιμελούνται οι: Ελένη Ανδρουτσοπούλου, επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ, Μανώλης Κρανάκης, κριτικός κινηματογράφου και Γιάννης Παλαβός, συνεργάτης του διεθνούς προγράμματος του Φεστιβάλ.
Το Σάββατο 8 Μαρτίου, στις 13.00, θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα Παύλος Ζάννας ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Καστοριά: Ο ξανακερδισμένος τόπος του Τάκη Κανελλόπουλου». Οι επιμελητές του αφιερώματος θα ξετυλίξουν το νήμα της περιπετειώδους ανεύρεσης της ταινίας, συνδέοντάς τη με το βασικό ερώτημα που θέτει το αφιέρωμα: πώς αποτυπώνεται το θυμικό και η ψυχή ενός τόπου, και ιδίως της ελληνικής υπαίθρου, μέσα από το ιδιότυπο καλλιτεχνικό βλέμμα σημαντικών ελλήνων δημιουργών;
Παράλληλα, συνεχίζεται και φέτος ο θεσμός των καθολικά προσβάσιμων προβολών, με χορηγό προσβασιμότητας την Alpha Bank. Tο κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει δύο υπέροχα ντοκιμαντέρ του αείμνηστου Τάκη Χατζόπουλου, τα οποία αποτελούν μέρος του αφιερώματος. Ο αξέχαστος δημιουργός, που άφησε ένα πλούσιο και εμβριθές έργο πίσω του, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη έδρασε καταλυτικά στην ευρύτερη ανανέωση του ελληνικού ντοκιμαντέρ μέσα από την ίδρυση της εταιρείας παραγωγής Cinetic, συστήνοντας στο ελληνικό κοινό μία από τις μακροβιότερες και πλέον επιτυχημένες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης, το Παρασκήνιο (1976-2013). Με όρους καθολικής προσβασιμότητας θα προβληθεί στο 27ο ΦΝΘ το ντοκιμαντέρ Γάζωρος Σερρών (1974), το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο Αρτιότερης Παραγωγής στο 15ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μας παρουσιάζει την αυθεντική φυσιογνωμία της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Πρέσπες (1966), το οποίο βραβεύτηκε στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου ως η καλύτερη ταινία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Οι παραπάνω ταινίες θα προβληθούν με ακουστική περιγραφή [AD: Audio Description] για τυφλούς και άτομα με προβλήματα όρασης και με υπότιτλους για Κ/κωφούς και βαρήκοους [SDH: Subtitles for the Deaf or hard of Hearing], τόσο στις αίθουσες όσο και στις online προβολές τους.
Οι ταινίες του αφιερώματος:
Λευκάδα: Το νησί των ποιητών, Ροβήρος Μανθούλης, 1958, 16΄
«Μα η Λευκάδα δεν έχει αρχή, μήτε τέλος…» Θεωρούμενο ως το πρώτο δημιουργικό ντοκιμαντέρ της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας, το μικρού μήκους homage που γύρισε ο Ροβήρος Μανθούλης ως πρώτη του ταινία το 1958 στη Λευκάδα, για λογαριασμό του Γενικού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, δεν είναι παρά ένα ταξίδι σε έναν τόπο με οδηγό την ποίηση της καθημερινότητας, καθώς κάθε μικρή ή μεγάλη εικόνα ενός πανέμορφου νησιού «μεταφράζεται» μέσα από την αφήγηση σε μια ιστορία γραμμένη από χρόνια μύθων και παράδοσης. Ιμπρεσιονιστικό στη ματιά του, λυρικό στον λόγο του, ποιητικό στις αναφορές του στους εξέχοντες ντόπιους Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και Άγγελο Σικελιανό, με εμφανή τη φιλοδοξία του Μανθούλη να αποτυπωθούν οι αισθήσεις του νησιού, το Λευκάδα: Το νησί των ποιητών φέρει κάτι από την αθωότητα και την αίγλη μιας εποχής που δεν υπάρχει πια. Την ίδια στιγμή, παραμένει ένα ντοκουμέντο ανά τις δεκαετίες, πολύτιμο και σαν ιστορική αναφορά για την απαρχή μιας τεκμηρίωσης που ξεφεύγει από την άμεση πληροφορία και αποπειράται να αγγίξει κάτι από την ενδοχώρα τόπων και ανθρώπων, αλλά και για την σπάνια κινηματογραφική ανάμνηση ενός ελληνικού καλοκαιριού χωρίς τουρίστες.
Αναστενάρια, Πυροβασία Ρούσσος Κούνδουρος, 1959, 10΄
Σε αυτό που θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της πρωτοπόρας τέχνης του πάνω στη μίξη της εθνογραφίας με την επιστημονική τεκμηρίωση, ο Ρούσσος Κούνδουρος εμπιστεύεται το κείμενο του Νίκου Γκάτσου προκειμένου να γίνει μάρτυρας και ταυτόχρονα οδηγός σε μια σχεδόν μεταφυσική παράδοση που έρχεται από την αρχαιότητα: αυτή της πυροβασίας, ένα «παράξενο έθιμο» που οι Αναστενάρηδες της Ανατολικής Θράκης μετέφεραν σε όλη τη Μακεδονία, από τις Σέρρες μέχρι τη Βέροια και από τη Δράμα μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Ο «αλλόκοτος, μανιακός», διονυσιακός χορός των Αναστενάρηδων γίνεται το κέντρο μιας στέρεης, τελετουργικής αφήγησης, καθώς μετακινήσεις πληθυσμών, εικόνες των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, θυσίες ζώων, τύμπανα που παίζουν μόνα τους μουσική και πόδια που πατούν τα κάρβουνα –στους 500 βαθμούς Κελσίου– αλλά δεν πονούν και δεν φέρουν ίχνος εγκαύματος γίνονται μέσα στα λίγα λεπτά που διαρκεί η ταινία τα κομμάτια μιας Ελλάδας που συνεχίζει να πιστεύει στα θαύματα. Σε μια ταινία που μαζί με το έθιμο τεκμηριώνει κάτι και από το σθένος των ανθρώπων που πάνω στην έκστασή τους αγγίζουν κάτι από τον Θεό στον οποίο αφιερώνουν. Τα Αναστενάρια προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και της Φλωρεντίας, αλλά και στην Πρώτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη το 1960, όπου ο Ρούσσος Κούνδουρος τιμήθηκε από την κριτική επιτροπή για το σύνολο του πολύτιμου έργου του στον τομέα του ντοκιμαντέρ.
Μακεδονικός γάμος, Τάκης Κανελλόπουλος, 1960, 23΄
«Εγεννήθη ημίν σκηνοθέτης» έγραψε ο Τύπος μετά την πρώτη προβολή του Μακεδονικού γάμου το 1960. Και δικαίως: γιατί το σύντομο αυτό ντοκιμαντέρ, που εν μια νυκτί έχρισε τον 27χρονο Τάκη Κανελλόπουλο ελπίδα του ελληνικού κινηματογράφου, είναι ένα οπτικό ποίημα σπάνιας ευαισθησίας. Ό,τι ξεκινά ως καταγραφή των ευφρόσυνων γαμήλιων εθίμων σ’ ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, το Βελβεντό Κοζάνης, μεταστοιχειώνεται μέσα από το βλέμμα του σκηνοθέτη σε μια ελεγεία για τον αποχωρισμό –σαν να πρόκειται για την κάθοδο της Περσεφόνης στον Άδη– και τη χθόνια, παγανιστική αψάδα της φύσης. Ήδη, το κατοπινό έργο του Κανελλόπουλου βρίσκεται εν σπέρματι εδώ: οι χαμηλοί τόνοι, ο λυρισμός, το μακεδονικό τοπίο, η φόρτιση της μεθορίου, το γυναικείο πρόσωπο που τόσο τον γοήτευσε. Ήδη το σινεμά τεκμηρίωσης στην Ελλάδα κοιτάζει πλέον πίσω από το προφανές, καταγράφοντας όχι το γράμμα, αλλά το πνεύμα του τόπου και την παράδοση όχι ως εξωτισμό αλλά ως ζώσα μνήμη και πρακτική, με τον Μακεδονικό γάμο να αποτελεί την πρώτη σπουδαία και διαχρονικά μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του. Ο Μακεδονικός γάμος απέσπασε το Α΄ Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους στην Πρώτη Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου και το Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ του Βελιγραδίου (1961).
Θάσος, Τάκης Κανελλόπουλος, 1961, 18΄
«Κάνοντας αυτή τη μικρή ταινία για τη Θάσο, δεν ζητήσαμε να περιγράψουμε το νησί. Προσπαθήσαμε να δώσουμε κάτι από τη μαγεία και την ψυχή του.» Μένοντας πιστός στη εθνογραφία που ο ίδιος είχε μόλις συστήσει με τον Μακεδονικό γάμο, ο Τάκης Κανελλόπουλος συνεχίζει με τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του τη χαρτογράφηση μιας άγνωστης Μακεδονίας μέσα στην οποία συνυπάρχουν το φολκλόρ με τον σχολιασμό του, η εντοπιότητα με την ακύρωσή της και ο μύθος με την αφήγησή του. Στη Θάσο, ψήγματα μιας νησιωτικής ρουτίνας γίνονται με τα λιτά μέσα μιας διάφανης ποιητικής παρατήρησης, μια αντι-πρόταση για την καρτ-ποστάλ μιας ολόκληρης χώρας ακριβώς την εποχή της πρώτης μεγάλης τουριστικής έκρηξης που γνώριζε η Ελλάδα τη δεκαετία του ’60. Ρυθμική, σε στιγμές ξέφρενη, έως και παγανιστική, δομημένη πάνω σε παραδοσιακά νησιώτικα τραγούδια, με έμφαση στην αναζήτηση μιας οικειότητας με το νησιωτικό «αίσθημα», με τον άνθρωπο και τη Φύση στο επίκεντρο, η Θάσος δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κέρδισε όμως ειδικό έπαινο στο Φεστιβάλ της Μόσχας, ανθολογήθηκε και σε ειδικές προβολές στη Θεσσαλονίκη και σε εμπορική διανομή στην Αθήνα, κερδίζοντας με τα χρόνια εξέχουσα θέση στην απόπειρα του Κανελλόπουλου για έναν μοντερνισμό που επαναδιαπραγματευεται με ρίσκο και πρωτοφανή αποφασιστικότητα την έννοια της «πατριδογνωσίας».
Αλουμίνιον της Ελλάδος, Ρούσσος Κούνδουρος, 1965, 18΄
Καλύπτοντας το σύνολο των διαδικασιών διαμόρφωσης και κατασκευής των βιομηχανικών υποδομών παραγωγής αλουμινίου στα Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας το 1960 και καταγράφοντας όλα τα στάδια από την εξόρυξη βωξίτη μέχρι και την τελική παραγωγή αλουμινίου, ο Ρούσσος Κούνδουρος παραδίδει με το Αλουμίνιον της Ελλάδος ένα από τα πρώτα βιομηχανικά ντοκιμαντέρ, εξέχον δείγμα της επιστημονικής προσήλωσής του πάνω στην αποτύπωση της μεταμόρφωσης της ελληνικής υπαίθρου. Χωρίς voice over, αλλά με οδηγό την ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση που αγγίζει τις παρυφές της avant-garde, ο Ρούσσος Κούνδουρος δεν δημιουργεί μόνο μια φρενήρη αλληλουχία ανάμεσα στο πριν και το μετά μιας τεχνικής διαδικασίας παραγωγής. Σε πλήρη συμφωνία με το κινηματογραφικό του όραμα και σχεδόν σε αντίθεση με την διαφημιστική ανάθεση της ταινίας από την εταιρεία «Αλουμίνιον της Ελλάδας», ο Κούνδουρος δοκιμάζει την αντοχή της ποιητικής της εικόνας πάνω σε κάτι εκ των πραγμάτων πεζό όπως ένα εργοστάσιο αλουμινίου, ανακαλύπτοντας ομορφιά, ιερότητα, ρυθμό, ένταση, αλλά και ελαφρά μελαγχολία σε μια διαδικασία προόδου που χαρτογραφεί εκ νέου τοπία και ανθρώπινες ζωές.
Πρέσπες, Τάκης Χατζόπουλος, 1966, 14΄
«Μια γωνιά Ελλάδα. Οι Πρέσπες.» Έτσι ξεκινά το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που ο Τάκης Χατζόπουλος γύρισε το 1966, πρώτη σπουδαία πράξη μιας διαδρομής που θα τον οδηγούσε στον Γάζωρο Σερρών το 1974 και από εκεί στη θητεία του στο τηλεοπτικό Παρασκήνιο, ανεξάντλητο φυτώριο δημιουργών και δημιουργιών. Αυτή τη μια γωνιά Ελλάδα, εκεί όπου μια λίμνη χωρίζει τον κόσμο σε εθνικότητες, κλείνει μέσα σε 14 λεπτά ο Χατζόπουλος, με φανερές αντηχήσεις όχι μόνο της τεκμηρίωσης αλλά και της μυθοπλασίας του Τάκη Κανελλόπουλου όπως αυτή αποτυπώνεται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Συράκου Δανάλη, τη μουσική του Κώστα Μυλωνά και την αφήγηση του Άγγελου Αντωνόπουλου. Η στάσιμη καθημερινότητα, οι απαράλλαχτες μέρες που εναλλάσσονται, το σύνορο που τελικά χωρίζει αυτούς που θυμούνται και αυτούς που περιμένουν, η πιο δύσκολη ώρα της μέρας –όταν βραδιάζει–, ένας κύκλος ζωής χωρίς «την πιθανότητα μιας έκπληξης», ένας «απλός κόσμος» που λέει καλημέρα σε τρεις γλώσσες γίνεται μέσα από το βλέμμα του Χατζόπουλου μια μικρή μελαγχολική ωδή πάνω στην ομορφιά και τον καημό ενός τόπου. Μαζί και ένα πικρό σχόλιο για την μεγαλύτερη Ελλάδα που θα αγνοήσει έννοιες όπως ανοχή, συνύπαρξη και απλότητα, περνώντας τελικά το σύνορο και καταστρέφοντας την ιερή ισορροπία ανάμεσα στο ασήμαντο και το σημαντικό που σέβονται μόνο όσοι έμαθαν να κοιτάζουν τον Θεό στο ύψος του ανθρώπου.
Θηραϊκός Όρθρος, Κώστας Σφήκας - Σταύρος Τορνές, 1968, 22΄
Μια «οπτική κοινωνική έρευνα» πάνω στη Σαντορίνη την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού. Οι εξαθλιωμένοι και υποσιτισμένοι κάτοικοί της αντιπαραβάλλονται με την υποβλητική ομορφιά του νησιού με ηχητικό φόντο τους ψαλμούς του Όρθρου. Γυρισμένο στο νησί το καλοκαίρι του ᾽67, κατά την έναρξη της δικτατορίας, το μικρού μήκους φιλμ μέσα από τη δύναμη της αντίστιξης των εικόνων και της μουσικής ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού λαογραφικού ντοκιμαντέρ και παρουσιάζεται ως ένα στοιχειωτικό πορτρέτο μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, σαν δυσοίωνο όραμα ενός μέλλοντος που ήδη εξαπλωνόταν. «Έπρεπε να δέσουν σε μια ενότητα τραγικά, σατιρικά, επικά, λυρικά στοιχεία, να απαλλαγούν από οποιονδήποτε νατουραλιστικό χειρισμό στην ηχητική πλαισίωση, ν' αποκτήσουν μουσική έκφραση που να πηγάζει από την παράδοση αλλά που να είναι συγχρόνως σημερινή αντιμεταφυσική κραυγή του πάσχοντος», λένε οι δύο σκηνοθέτες, για αυτή τη μέχρι σήμερα σπάνια και ευτυχή κινηματογραφική συνάντηση. Το ηχητικό τοπίο της ταινίας μετατρέπεται έτσι σε ένα πλαίσιο αντιπαραβολής και έκθεσης. Σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη χρήση του μοντάζ και της φωτογραφίας, η ταινία οδηγεί τον θεατή σε μια βαθιά, συγκλονιστική διαδρομή παρατήρησης. Ρημαγμένοι πληθυσμοί, μια ολόκληρη τάξη στην υπηρεσία της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης, σε ένα αιχμηρά πολιτικό έργο-προπομπό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που θα ερχόταν με τη Μεταπολίτευση.
Επισκεφθείτε την Ελλάδα, Φώτος Λαμπρινός, 1969, 25΄
Μέσα από την αποκλειστική χρήση επικαίρων από τα σοβιετικά αρχεία, ο Φώτος Λαμπρινός επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή από την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά (1936-1941) μέχρι τη Χούντα (1967-1974) σε ένα από τα πιο ιδιοσυγκρασιακά «τεκμήρια» του ελληνικού σινεμά. Χωρίς να πρόκειται για μια ιστορική ταινία με τη στενή ή και την ευρεία έννοια του όρου, αλλά μάλλον μια τολμηρή σάτιρα που αγγίζει τις παρυφές μιας λοξής, πειραματικής εθνογραφίας, το από τον τίτλο του ειρωνικό Επισκεφθείτε την Ελλάδα σχολιάζει και διακωμωδεί τραγικές στιγμές της πρόσφατης Ιστορίας μας, όταν διάφοροι «τουρίστες» επισκέπτονται την Ελλάδα –απρόσκλητοι και κατά κανόνα ένοπλοι– για να εγκαταστήσουν στο έδαφός της το καθεστώς της αρεσκείας τους. Ακριβώς πάνω στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και εν μέσω της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ο Λαμπρινός δίνει το στίγμα του «ξαναδιαβάσματος» των ελληνικού ενδιαφέροντος επικαίρων, στην ανεύρεση και αρχειοθέτηση των οποίων αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του, στέλνοντας διαχρονικό μήνυμα αντίστασης για τη φιλόξενη χώρα με την πολλαπλών απολήξεων καταχρηστική τουριστική ανάπτυξη που πλήρωσε και συνεχίζει να πληρώνει ακόμη και σήμερα.
Καστοριά, Τάκης Κανελλόπουλος, 1969, 24΄
«Κι όπως έπεφτε το βράδυ, μια αποκάλυψη έγινε μέσα του. Κατάλαβε σιγά-σιγά πως αυτό που ζητούσε, αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα ήταν η ίδια η πολιτεία. Η Καστοριά!» Τρίτο μέρος της άτυπης «εκδρομής» στη Μακεδονία που ξεκίνησε με τον Μακεδονικό γάμο (1960) και συνεχίστηκε με τη Θάσο (1961), η Καστοριά με τον έφιππο ξένο ταξιδιώτη που αναζητά μια νεράιδα μέσα στη σύγχρονη αλλά περισσότερο άχρονη καθημερινότητα της μακεδονικής πόλης, κλείνει ακριβώς στην αυλαία της δεκαετίας του ’60 έναν τέλειο κύκλο ασυμβίβαστης τεκμηρίωσης. Ο Τάκης Κανελλόπουλος έχει ανταλλάξει πλέον οριστικά την Ιστορία με τον μύθο (και την αναπαράστασή του) και εδώ τον χρησιμοποιεί ως μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μυθοποιώντας τελικά μια πόλη η οποία μέσα από το βλέμμα του ανακτά εκ νέου τα χαρακτηριστικά μιας ελληνικότητας σπάνιας, σμιλεμένης από φαντάσματα βυζαντινά, ξεσπάσματα αρχαιοελληνικά, υλικά από χώμα και νερό απάτριδα κι όμως βαθιά ριζωμένα σε μια Ελλάδα που μένει να ανακαλυφθεί. Η ταινία, μια παραγωγή του Γιώργου Νάσιουτζικ, βραβευμένη το 1969 ως Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, υπήρξε η πιο αποκομμένη ιδιοκτησιακά από το έργο του δημιουργού της και δυσεύρετη –έως και χαμένη– μέσα στα χρόνια. Επανεμφανίστηκε μετά από μεγάλο διάστημα απουσίας το 2024, όχι στην αυθεντική έγχρωμη εκδοχή της, μέσα από ένα δίκτυο συλλεκτών, δίνοντας την ευκαιρία για μια ολοκληρωμένη μελέτη πάνω στην τριλογία του Τάκη Κανελλόπουλου που υπήρξε τομή για το δημιουργικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα.
Ο χορός των τράγων, Παντελής Βούλγαρης, 1971, 22΄
Μια παράξενη, υπόκωφη φόρτιση διαπερνά τον Χορό των τράγων του Παντελή Βούλγαρη, μια ταινία-ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού εθνογραφικού ντοκιμαντέρ: καθώς παρακολουθούμε βήμα βήμα τις ετοιμασίες του σκυριανού καρναβαλιού, ενώ οι νησιώτες ντύνονται τις αλλόκοτες φορεσιές που τους μεταμορφώνουν σε τρομακτικά, γκροτέσκα πλάσματα –μισά άνθρωπος και μισά ζώο–, νιώθει κανείς ότι η τάξη σιγά σιγά διασαλεύεται – και τόσο το καλύτερο. Το καρναβάλι είναι τρελό παντού –η κατάλυση της τάξης είναι, άλλωστε, ο λόγος ύπαρξής του–, όμως στη Σκύρο η αποχαλίνωση μοιάζει να διασώζει κάτι από τον αρχαίο, προχριστιανικό διονυσιασμό που άκμασε κάποτε στο ελληνικό αρχιπέλαγος. Δίχως υπομνηματισμό διά της γλώσσας, η ταινία καταγράφει, με απορία και μαζί δέος, την εκτροπή στην οποία επιδίδεται για λίγο μια ολόκληρη κοινότητα, μεταγγίζοντας κάτι από τον εορταστικό και μαζί ανησυχαστικό χαρακτήρα ενός δρωμένου που συνέχει ένα ολόκληρο νησί.
Εν Μυτιλήνη, Μάνος Ευστρατιάδης, 1973, 13΄
Ένα μοναδικό ντοκουμέντο της Μυτιλήνης στις αρχές της δεκαετίας του ’70: η κάμερα του Μάνου Ευστρατιάδη, αεικίνητη και φιλοπερίεργη, διασχίζει τους δρόμους της πόλης, μπαίνει σε καταστήματα και σπίτια, καταγράφει δημόσιες τελετές και ιδιωτικές συνάξεις. Σε δεκατρία μόλις λεπτά, η ταινία πετυχαίνει κάτι εντυπωσιακό: χωρίς διαλόγους, αποκλειστικά διά του μοντάζ και της λεπτής ειρωνείας της, διαγράφεται ανάγλυφα η μικροαστική ζωή της επαρχιακής πόλης, η κιτς αισθητική της Χούντας, ο δήθεν εκσυγχρονισμός διά του τουρισμού, η επέλαση του μπετόν στα εμπορικά σοκάκια και η κυριαρχία του δόγματος «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Χάρη στο λοξό του βλέμμα, το Εν Μυτιλήνη παρακολουθείται μ’ ένα πικρό χαμόγελο, φέρνοντας στον νου απόηχους της «Παράγκας» του Διονύση Σαββόπουλου: «Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες, εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες…». Το 1973 η Ελλάδα ήταν μια «ατέλειωτη παράγκα», και το ντοκιμαντέρ του Μάνου Ευστρατιάδη το πιστοποιεί.
Μέγαρα, Σάκης Μανιάτης - Γιώργος Τσεμπερόπουλος, 1974, 72΄
Ο ακατάλυτος δεσμός του ανθρώπου με τα γενέθλια χώματα, ο τρόπος που το τοπίο σμιλεύει τους κατοίκους του –και την πολιτική του συνείδηση– και η σημασία της εντοπιότητας ως μέσου αντίστασης βρίσκονται στην καρδιά των Μεγάρων των Σάκη Μανιάτη και Γιώργου Τσεμπερόπουλου, μιας ταινίας που δικαίως θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων πενήντα ετών. Τα Μέγαρα, γυρισμένα σε μια εποχή που η έννοια της οικολογίας ήταν ανύπαρκτη στην Ελλάδα, παρακολουθούν τον αγώνα των Μεγαρέων ενάντια στην απόφαση της Χούντας να απαλλοτριώσει μια μεγάλη αγροτική έκταση για την εγκατάσταση διυλιστηρίων. Το τελευταίο μέρος της ταινίας καταγράφει την απόφαση των αγροτών να ενωθούν με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ’73 μετά από την άδικη αντιμετώπισή τους από το κράτος και τα δικαστήρια. Η μάχη του αγροτικού κόσμου των Μεγάρων για επιβίωση και η σχέση τους με τον τόπο τους διατηρούν στο έπακρο την επικαιρότητά τους.
Γάζωρος Σερρών, Τάκης Χατζόπουλος, 1974, 77΄
Λίγο πριν ξεκινήσει μαζί με τον Λάκη Παπαστάθη το θρυλικό Παρασκήνιο που θα ορίσει μια ολόκληρη νέα εποχή στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, ο Τάκης Χατζόπουλος θα έφτανε το 1974 μέχρι τον Γάζωρο, ένα μικρό χωριό καπνεργατών στις Σέρρες, «δυο άνθρωποι, μια μηχανή 16mm και ένα μαγνητόφωνο». Αυτό που θα κατέγραφε θα ήταν κάτι περισσότερο από την καθημερινότητα ενός τόπου σημαδεμένου από την αγωνία του ημερομισθίου, τον καημό της μετανάστευσης και το σημείο μηδέν μιας ολόκληρης χώρας σε βίαιη μεταμόρφωση. Πιστός στις αρχές του πως «δεν υπάρχει κινηματογράφος έξω από την ταξική πάλη» και πως «το ντοκιμαντέρ δημιουργείται, ανασυστήνεται, συντίθεται στο μοντάζ», διαχωρίζει τις αφηγήσεις των κατοίκων του χωριού (από τις οποίες αποτελείται αποκλειστικά) από τις εικόνες της καθημερινότητάς τους, απελευθερώνοντας έναν ανυπολόγιστο όγκο αυθεντικότητας με πυλώνες τον ανθρώπινο μόχθο, την επιβίωση και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι ότι διασώζει την ιστορική μνήμη του τόπου, αφήνοντας ουσιαστικά το χωριό να αφηγηθεί το ίδιο την ιστορία του, ο Χατζόπουλος σχολιάζει με καίριο τρόπο πολιτικά ακριβώς αυτή την ανάγκη, διαταράσσοντας την κατεστημένη ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής υπαίθρου και την έννοια της ποίησης καθώς αυτή τρυπώνει μέσα στην τεκμηρίωση. Ο μικρόκοσμος του Γαζώρου γίνεται η μικρογραφία της Ελλάδας και το ντοκιμαντέρ του μια μαρτυρία ταυτόχρονα ιστορική και διαχρονική. Βραβείο αρτιότερης παραγωγής στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου το 1974.
Πάνω σ’ ένα μικρό ελληνικό νησί, Μαθιός Γιαμαλάκης, 1978, 56΄
«Η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και στους ανθρώπους είναι ο παραλογισμός»: αυτή η φράση, μια από τις πρώτες που ακούγονται στην ταινία του Μαθιού Γιαμαλάκη, αποτελεί κλειδί για ένα ντοκιμαντέρ που εκδιπλώνεται σαν μια ευφρόσυνη αποκάλυψη. Η κάμερα του Γιαμαλάκη, ενός ευαίσθητου δημιουργού που το έργο του αναμένει ακόμα τη συνάντηση με τον φιλέρευνο θεατή, περιπλανιέται στην Ίο το καλοκαίρι του 1977 καταγράφοντας ελεύθερα, σχεδόν συνειρμικά, όψεις ενός ελληνικού νησιού στο μεταίχμιο ενός παραδοσιακού, προνεωτερικού κόσμου και μιας σαρωτικής αλλαγής ηθών. Εδώ έγκειται ο παράλογος, πικρά κωμικός χαρακτήρας αυτής της οξυδερκούς αποτύπωσης της μικροκοινωνίας του νησιού, που δεξιώνεται τους πάντες: γκροτέσκους τοπικούς άρχοντες, χωρατατζήδες αφηγητές της ταβέρνας, πονηρούς μικρομαγαζάτορες, αφελείς τουρίστες, κοπέλες που συνθλίβονται από τη μικρόνοια του επαρχιακού βίου. Όλα αυτά συνυφαίνονται με τον πιο αβίαστο, τρυφερό τρόπο, φιλοτεχνώντας ένα καλειδοσκοπικό πορτρέτο του ελληνικού αρχιπελάγους, διαχρονικό στη σύλληψη και τη δύναμή του.
Ένα ντοκυμαντέρ, Νίκος Κουτελιδάκης, 1980, 20΄
Ο κυριολεκτικός τίτλος της ταινίας του Νίκου Κουτελιδάκη, ήδη φορτωμένος με επίπεδα ειρωνείας και δεύτερης ανάγνωσης, προϊδεάζει από νωρίς γι’ αυτό που απροκάλυπτα συμβαίνει ήδη από τα πρώτα πλάνα της. Η κάμερα παρατηρεί τα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά του Γαλαξειδίου, αρχικά εστιασμένη σε όσα διαβρώνει η φυσική φθορά στο εξωτερικό τους, στη συνέχεια στους κενούς εσωτερικούς χώρους όπου κάποτε ήταν γεμάτοι από ανθρώπινες κινήσεις και φωνές. Το ένδοξο παρελθόν ενός τόπου, μαζί με τις λεπτομέρειες που υπενθυμίζουν την αλλοτινή ναυτική του αίγλη, παγιδεύεται μέσα στα χρόνια της ανακήρυξής του ως παραδοσιακού οικισμού, προσπαθεί να ξεφύγει από την τη γραφικότητα μιας νοσταλγικής αύρας που επιβάλλει μια καίρια δεκαετία στην αυγή της και εγκλωβίζεται ξανά στη vintage τουριστική ατραξιόν που αποτελεί μέχρι και σήμερα. Χωρίς προειδοποίηση, ακριβώς όπως το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν (ή το φαντασιακό ορίζεται από το ρεαλιστικό), ο Νίκος Κουτελιδάκης αφιερώνει στο Γαλαξείδι μια τελετή, αποχαιρετισμού ή μάλλον καλωσορίσματος – δεν έχει σημασία. Η αναβίωση ενός εθίμου καρναβαλιού που πριν ακόμη μπεις στους ρυθμούς του σε έχει παρασύρει σε ένα παροξυσμικό τελετουργικό θανάτου, δίνει το στίγμα ενός διονυσιακού ρέκβιεμ που πριν ολοκληρώσει τον κύκλο της μελαγχολίας, έχει κλείσει μέσα του «ένα ντοκυμαντέρ» που θα μπορούσε να αφορά κάθε τόπο αυτής της χώρας που είδε το χρόνο να σβήνει τα χαρακτηριστικά του, σαν την βροχή όταν ξεπλένει τις μπογιές πάνω στον ανθρώπινο διάκοσμο, σε μια προσπάθεια λες να αποκαλυψει τον πραγματικό του εαυτό.
Το στρώμα της καταστροφής, Κώστας Βρεττάκος, 1980, 32΄
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα φράγμα κατασκευάζεται στα νερά του Μόρνου, προκειμένου να υδροδοτηθεί η πρωτεύουσα. Ένα ολόκληρο χωριό στις όχθες του ποταμού, το Βελούχοβο, υποχρεώνεται να εγκαταλειφθεί – μια υποχρεωτική καταστροφή που μοιάζει με θυσία στο όνομα της προόδου. Υπάρχει όμως και μια άλλη θυσία: αυτής μιας αρχαίας πόλης που κάποτε άκμασε στις ίδιες όχθες και τώρα, ενώ μόλις έχει αρχίσει να αποκαλύπτεται από τους ανασκαφείς, θα κατακλυστεί για πάντα. Η ταινία του Κώστα Βρεττάκου, οξυδερκής και ελεγειακή, εξακτινώνεται ταυτόχρονα σε πολλαπλές κατευθύνσεις: μελαγχολική καταγραφή της αποσύνθεσης μιας παραδοσιακής κοινότητας στα ορεινά της Φωκίδας και στοχαστικό αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ, το Στρώμα της καταστροφής παρακολουθείται εξίσου σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, ένας αρχετυπικός αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, καθώς οι ανασκαφείς πασχίζουν να σώσουν τα ίχνη της αρχαίας πόλης από τη στάθμη του νερού που μέρα τη μέρα ανεβαίνει καταπίνοντας τα πάντα. Κι αν η ταινία αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως ένα παλίμψηστο καταστροφών, αν σχολιάζει την αδιάφορη και α-ηθική φύση που διαβρώνει τα πάντα παραδίδοντάς τα στη λήθη, η ματιά της δεν είναι απαισιόδοξη: από τη διερώτηση του θεατή γύρω από το τι αξίζει να σωθεί και τι όχι θα γεννηθεί η μνήμη του μέλλοντος.
Φούρνοι, μια γυναικεία κοινωνία, Αλίντα Δημητρίου, Νίκος Κανάκης, 1983, 47΄
Στο νησί Φούρνοι της Ικαρίας, ένας ερευνητής παρακολουθεί τη ζωή των κατοίκων. Δίχως προκαθορισμένο σενάριο, δίχως έτοιμες ερωτήσεις, ως απλός παρατηρητής. Μέσα από αυτή την έρευνα, ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας η κοινωνία των Φούρνων μέσα από τους ανθρώπους της, μέσα από αναμνήσεις, μέσα από αγωνίες, μέσα από τον καθημερινό μόχθο. Στο νησί, οι άνδρες είναι ναυτικοί και οι γυναίκες έχουν αναλάβει όλα τα πόστα που πιο συμβατικά θα περίμενε κανείς να εκτελούνται από τους άντρες, από οικοδομικές εργασίες μέχρι αγροτικές δουλειές. Η κάμερα της Αλίντας Δημητρίου και του Νίκου Κανάκη καταγράφει έτσι με ανάγλυφο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και το πώς ο καταμερισμός της εργασίας αποτελεί βασικό γρανάζι στην λειτουργία της κοινωνικής μηχανής. Μέσα από μια σπουδαίας αφοσίωσης μεθοδολογία προφορικής ιστορίας, όπου την Ιστορία αφηγούνται μέσα από τα βιώματά τους οι ίδιοι οι –συνήθως χωρίς βήμα και χωρίς φωνή– μάρτυρες, η Δημητρίου κι ο Κανάκης τελειοποιούν ένα είδος πολιτικού ντοκιμαντέρ που δεν μένει στη στείρα καταγραφή, αλλά συνδέει την παρατήρηση με την ιδεολογία και με το κοινωνικό ιδεατό. Η ταινία Φούρνοι, Μια Γυναικεία Κοινωνία των Αλίντας Δημητρίου και Νίκου Κανάκη (1983), παραγωγής του Υπουργείου Πολιτισμού, αποκαταστάθηκε και ψηφιοποιήθηκε με δαπάνη του ΥΠΠΟ (2021). Παραχωρήθηκε δωρεάν για την προβολή της στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου, Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, 1997, 29΄
Στο Αρματολικό, ένα ορεινό χωριό της επαρχίας Τρικάλων, ψηλά στα Τζουμέρκα πλάι στην όχθη του Αχελώου, ζει μόνη της η κυρα-Δήμητρα, ογδόντα εννέα χρονών. Είναι η αγαπημένη γιαγιά του σκηνοθέτη Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, ο οποίος την επισκέπτεται μαζί μ’ ένα μικρό συνεργείο φίλων. Αποτέλεσμα της επίσκεψης είναι Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου, ένα από τα εμβληματικότερα ελληνικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων δεκαετιών: μέσα από την αλησμόνητη, γελαστή, χοϊκή μορφή της γιαγιάς, ο φακός του Κουτσιαμπασάκου συλλαμβάνει το τραχύ και αδάμαστο, άφατα τρυφερό και αγαπητικό πνεύμα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και της ταραχώδους, σκοτεινής Ιστορίας του 20ού αιώνα, οι πληγές της οποίες έχουν εγγραφεί στο σώμα της ηλικιωμένης. Πληγές οι οποίες όχι μόνον χαίνουν ακόμα, αλλά που πάνω τους σωρεύονται νέα τραύματα, καθώς το Αρματολικό πρόκειται σύντομα να κατακλυστεί από τα νερά του Αχελώου, λόγω του αμφιλεγόμενου φράγματος που κατασκευάζεται στην περιοχή. Σπάνια μια μικρού μήκους ταινία συλλαμβάνει το πνεύμα ενός τόπου, αλλά και ενός αιώνα, με τόση ενάργεια, ακτινοβολώντας συγκίνηση και αγάπη.
Ο χορός των αλόγων, Χρήστος Βούπουρας, 2001, 64΄
Στα χωριά της Λέσβου, ενός τόπου έντονα φορτισμένου με Ιστορία, επιβιώνουν πανάρχαια, παγανιστικά έθιμα, μπολιασμένα με τη χριστιανική πίστη αλλά και το πνεύμα της εγγύς Ανατολής. Από τη Σαπφώ μέχρι σήμερα, το συναρπαστικό αυτό χωνευτήρι κρύβει μυστικά, και Ο χορός των αλόγων του Χρήστου Βούπουρα επινοεί έναν τρυφερό –και ευφυή– τρόπο να μας τα αποκαλύψει: ένα οκτάχρονο αγοράκι ρωτά με παιδική αθωότητα τη γιαγιά του για ένα παράξενο, σκληρό έθιμο που λαμβάνει χώρα προς τιμήν του Αγίου Χαραλάμπους, και η γιαγιά –η αρχετυπική γιαγιά όλων– ξετυλίγει σαν παραμύθι ιστορίες θαυμάσιες και τρομακτικές, ιστορίες πίστης και απιστίας, σαν μια Χαλιμά της ελληνικής υπαίθρου. Η πυκνή και σύνθετη ταυτότητα ενός νησιού και μαζί μιας χώρας, όπως αυτή σμιλεύεται και επιζεί μέσα στις αρχαίες τελετουργίες της, αναδύεται ολόφωτη μπρος στα μάτια του θεατή, ο οποίος, για τα 64 λεπτά της ταινίας, γίνεται ένα οκτάχρονο παιδί στην αγκαλιά της γιαγιάς του.