17ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Το σύνδρομο του χιμπαντζή / Πνεύμα Βερολίνου / Συμβάν στην Κασάμα)

 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΠΝΕΥΜΑ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ / ΣΥΜΒΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΣΑΜΑ /
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΧΙΜΠΑΝΤΖΗ

 
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαρκ Σμιντ (Το σύνδρομο του χιμπαντζή), Κόρντουλα Χίλντεμπραντ (Πνεύμα Βερολίνου) και Γιούκι Κόκουμπο (Συμβάν στην Κασάμα).
 
Το λόγο πήρε αρχικά ο Μαρκ Σμιντ, ο οποίος στην ταινία Το σύνδρομο του χιμπαντζή παρουσιάζει τα όσα συμβαίνουν σε ένα κέντρο αποκατάστασης κακοποιημένων ζώων εστιάζοντας στο δύσκολο έργο της επανένταξης τους. Ο σκηνοθέτης επισήμανε ότι ελάχιστα τέτοιου είδους κέντρα αποκατάστασης λειτουργούν ανά την Ευρώπη και εξήγησε: «Υπάρχουν κάποια κέντρα στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία ενώ, την ίδια στιγμή τα περιστατικά κακοποιημένων ζώων σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Ρουμανία και τη Γαλλία ως το Βέλγιο και την Πορτογαλία, είναι πάρα πολλά. Υπάρχουν οργανώσεις που καταγράφουν τέτοιες περιπτώσεις. Σε πολλές χώρες, όπως η Γαλλία και το Βέλγιο δεν απαγορεύεται να έχεις έναν χιμπαντζή ως κατοικίδιο αν και, πράγμα παράδοξο, απαγορεύεται να τον αγοράσεις. Και φυσικά οι ιδιοκτήτες ζώων που υφίστανται κακοποίηση δεν τιμωρούνται, απλά τα ζώα μεταφέρονται στα κέντρα αποκατάστασης». Όπως διαπίστωσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο σκηνοθέτης, ενώ οι χιμπαντζήδες είναι χαριτωμένοι και ήσυχοι σε μικρή ηλικία, όταν μεγαλώνουν μπορεί να γίνουν πολύ άγριοι. Το ντοκιμαντέρ θέτει και ηθικά διλήμματα που σχετίζονται με τον τρόπο προσέγγισης των κακοποιημένων ζώων από τους φροντιστές τους. «Στα γυρίσματα ήρθα αντιμέτωπος με ένα σοβαρό ερώτημα: Πόσο μπορούμε να καταλάβουμε ένα άλλο πλάσμα; Στην περίπτωση των χιμπαντζήδων μπορείς να τους παρατηρείς αλλά δεν ξέρεις τι σκέφτονται. Είναι ζώα που έχουν εξανθρωπιστεί σε μεγάλο βαθμό, κάποιοι χιμπαντζήδες τρώνε με κουτάλι. Ένας φροντιστής είπε ότι μοιάζουν με τροφίμους ψυχιατρείου». Τα εγχειρήματα αποκατάστασης πληγωμένων ζώων δεν στέφονται πάντα από επιτυχία. «Τα ποσοστά επιτυχίας δεν είναι τόσο υψηλά όσο ισχυρίζονται τα κέντρα, συχνά είναι 50-50. Υπάρχει βέβαια αρκετή βελτίωση. Στην ταινία ασκώ και μία έμμεση κριτική στα κέντρα αποκατάστασης για το γεγονός ότι πιέζουν τους χιμπαντζήδες, που κάποιες φορές έχουν κατάθλιψη, να συνυπάρξουν με άλλα ζώα, ενώ ενδεχομένως θα προτιμούσαν να ζουν μόνοι τους».
 
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, η Γιούκι Κόκουμπο στο ντοκιμαντέρ Συμβάν στην Κασάμα ταξιδεύει στην Ιαπωνία μετά το σεισμό, το τσουνάμι και την πυρηνική καταστροφή που έπληξαν τη χώρα το 2011. Στόχος του ταξιδιού της είναι η προσπάθειά της να ερευνήσει το ταραγμένο παρελθόν της οικογένειάς της. Η σκηνοθέτιδα είπε μεταξύ άλλων για το ταξίδι της: «Από τα 16 μου έζησα στη Νέα Υόρκη, μακριά από την οικογένειά μου. Όταν έκλεισα τα 30 μου γεννήθηκε η περιέργεια να τους συναντήσω. Η ταινία ήταν για μένα ένα εργαλείο προκειμένου να γνωρίσω την οικογένειά μου». Σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα που συνάντησε στην Ιαπωνία, η Γιούκι Κόκουμπο παρατήρησε: «Ως παιδί ζώντας στη Νέα Υόρκη δεν είχα επαφή με την κουλτούρα της Ιαπωνίας. Αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι μετά τον σεισμό του 2011 συνέβη μία τεράστια αλλαγή στους Ιάπωνες. Πλέον δεν υπάρχει εμπιστοσύνη απέναντι στην κυβέρνηση. Ενώ είναι ένας λαός που παραδοσιακά συμμορφώνεται εύκολα, τα τελευταία χρόνια δείχνουν δυσπιστία στους πολιτικούς. Μάλιστα, στην περιοχή που ζουν οι δικοί μου, αρκετά μακριά από την επικίνδυνη ζώνη, υπάρχουν αρκετές οικογένειες που έφυγαν στο εξωτερικό από φόβο για τους σεισμούς».
 
Ένα διαφορετικό ταξίδι, στον κόσμο της πνευματικότητας, επιχειρεί η Κορντούλα Χίλντεμπραντ στο Πνεύμα Βερολίνου. Ήρωάς της είναι ο νεαρός ηθοποιός Στέφαν, που αναζητά την εσωτερική γαλήνη με εναλλακτικούς τρόπους στην καρδιά του Βερολίνου. Μιλώντας για την εμπειρία της από τα γυρίσματα η Κορντούλα Χίλντεμπραντ ανέφερε: «Όταν ξεκίνησα να κάνω την ταινία ήμουν δασκάλα γιόγκα, έκανα διαλογισμό, είχα ταξιδέψει πολύ στην Ινδία και σε χριστιανικά μοναστήρια. Ουσιαστικά δηλαδή τη διαδρομή του ήρωα την είχα κάνει η ίδια νωρίτερα. Αποφάσισα να γυρίσω την ταινία στην προσπάθειά μου να βρω απάντηση στο νόημα της ζωής. Γιατί βρισκόμαστε στον κόσμο; Στην ταινία συγκέντρωσα αποσπάσματα από συνεντεύξεις ανθρώπων της ινδικής κουλτούρας, συμπεριλαμβανομένου του Ραβί Σανκάρ, αλλά και Γερμανών που ασχολούνται με την πνευματικότητα. Θεώρησα ότι αυτοί οι άνθρωποι θα μου έδιναν απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Τελικά αυτό που συνέβη είναι ότι εγώ άλλαξα κατά τα γυρίσματα της ταινίας. Συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει τις απαντήσεις που έψαχνα, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες απαντήσεις. Κι έτσι ηρέμησα. Πιστεύω ότι “όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη”, είναι δηλαδή δική σου η απόφασή για το πώς θα ολοκληρωθείς ως άνθρωπος, αρκεί να ξεκαθαρίσεις αν θέλεις να βρεις την προσωπική σου γαλήνη. Χρειάζεται να κάνεις χώρο μέσα σου, να ρίξεις τον σπόρο για να φυτρώσει το λουλούδι στην ψυχή σου».