Masterclass με τίτλο «Μην σκέφτεσαι σαν συνθέτης» παρέδωσε την Κυριακή 3 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, ο μουσικός, μηχανικός ήχου, συνθέτης, installation artist και δισκογραφικός παραγωγός Coti K. Το masterclass εντάσσεται στο αφιέρωμα «Μουσική σε κίνηση: Η τέχνη του film scoring» που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της δράσης Meet the Future, μιας συνεργασίας ανάμεσα στο Ελληνικό Πρόγραμμα και την Αγορά του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η οποίο ξεκίνησε το 2019 και έχει ως στόχο να αναδείξει νέους Έλληνες επαγγελματίες από διαφορετικούς κλάδους του κινηματογράφου.
Παίρνοντας τον λόγο, ο Coti K. ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την πρόσκληση λέγοντας: «Μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο ότι βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω με αυτή την ιδιότητα, γιατί ακόμα δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι ζω γράφοντας μουσική». Τη συζήτηση με τον συνθέτη συντόνισε ο Θοδωρής Παπαδημητρίου, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος άνοιξε τη συζήτηση αναφέροντας: «Είναι μεγάλη μου χαρά και μεγάλη μου τιμή να παρουσιάζω τον Coti Κ. Ο Κωνσταντίνος Λουκάς Ρολάνδος Κυριάκος από την δεκαετία του ’80 μέχρι και σήμερα έχει γράψει μουσική και έχει σχεδιάσει τον ήχο σε δημιουργίες για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το χοροθέατρο, καθώς και για οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις. Έχει συνεργαστεί με πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν οι Tuxedomoon, Στέρεο Νόβα, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Γιώργος Λάνθιμος, Άγγελος Φραντζής, Νίκος Βελιώτης, Μιχάλης Δέλτα, Γιάννης Αγγελάκας, Blaine Reininger κ.ά. Από το 1992 μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει επτά δίσκους ως Coti K. και άλλους τρεις ως The Man From Managra».
Παίρνοντας τον λόγο, ο Coti K. σημείωσε: «Ο πλήρης τίτλος της παρουσίασης είναι “Μην σκέφτεσαι σαν συνθέτης. Αυτοσχεδιασμοί, ανασφάλειες, τυχαιότητες, αποτυχίες και εξωσωματικές εμπειρίες”. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοσχεδιασμοί είναι πρώτοι στη λίστα, καθώς ένα κομμάτι της σημερινής παρουσίασης θα είναι αυτοσχέδιο. Εμείς οι μουσικοί το κάνουμε αυτό. Προετοιμαζόμαστε χρόνια και μετά συνθέτουμε κάπως αυθόρμητα. Η λέξη συνθέτης είναι τρομακτική και συνήθως δεν τη χρησιμοποιώ. Σε όσους με ρωτούν με τι ασχολούμαι, απλώς απαντώ “με τη μουσική”, ίσως επειδή δεν έχω κλασικές σπουδές. Η μουσική είναι ένα χαώδες αντικείμενο, οπότε πάντα υπάρχει μια ανασφάλεια για το τι είμαστε ικανοί να κάνουμε. Όσους μουσικούς έχω γνωρίσει, έχουν αυτή την αίσθηση, δεν είναι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους» επισήμανε. «Όσον αφορά τις τυχαιότητες, το θέμα είναι να τις εκμεταλλευτείς. Υπάρχει μια λέξη που την χρησιμοποιούν πολύ οι Άγγλοι. Το “serendipity”, που είναι η ικανότητα να στρέφεις υπέρ σου ένα τυχαίο γεγονός. Να είσαι παρών στη στιγμή που συμβαίνουν τα πράγματα. Η μουσική έχει να κάνει πολύ με το να είσαι παρών σε αυτό που κάνεις» συνέχισε, ενώ αναφερόμενος στην επόμενη λέξη του τίτλου, στις αποτυχίες, διευκρίνισε πως πρόκειται για κάτι σύνηθες στη ζωή ενός μουσικού.
Στη συνέχεια, ο συνθέτης μίλησε για τις εξωσωματικές εμπειρίες. «Το πώς μπορείς δηλαδή να εξαφανίσεις το εγώ σου και να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και συνθέτης. Μέχρι πριν αρκετό καιρό είχα την ιδέα πως πρέπει να σκεφτώ κάτι καλό. Έπειτα, έρχεται ο σκηνοθέτης και σου λέει “δεν μου αρέσει αυτό που έκανες” και εκεί απογοητεύεσαι. Πρέπει να βγάλεις το εγώ από αυτή την διαδικασία. Στο παρελθόν είχα κάνει ένα θεατρικό, το Νεκρή φύση σε χαντάκι του Δημήτρη Δημητριάδη, που το σκηνοθετούσε ο Γιώργος Λάνθιμος. Ήταν μια σκηνή όπου η μητέρα λέει στην αστυνομία πως σκότωσε τον γιο της. Είχα γράψει μια μουσική σκοτεινή, η οποία, μάλιστα, εντάχθηκε και σε ένα άλμπουμ μου αργότερα. Ύστερα από 6-7 χρόνια με καλεί ο Δημήτρης Παπαϊωάννου να κάνουμε μουσική για το Πουθενά, που παιζόταν στο Εθνικό Θέατρο. Είχε ακούσει εκείνο το σκοτεινό κομμάτι και το έβαλε σε μια ερωτική σκηνή. Και σκέφτηκα τότε, πως δεν έχω ιδέα τελικά τι κάνω. Και ίσως να μην πρέπει να δίνω τόση σημασία στη μουσική που έχω δημιουργήσει. Να την αντιμετωπίζω με χιούμορ. Όπως και όλα στη ζωή. Μια μουσική μπορεί να ταιριάξει άλλωστε με μια εικόνα με πολλούς τρόπους».
Αμέσως μετά, ο Coti K. συνδυάσε μια σκηνή από την ταινία Το άλογο του Τορίνο του Μπέλα Τάρ με διάφορες μουσικές που επέλεξε τυχαία –από Μπαχ μέχρι μέταλ– δημιουργώντας ένα χιουμοριστικό αποτέλεσμα. «Πρόκειται για ένα παιχνίδι ώστε να μην παίρνουμε τον εαυτό μας πολύ σοβαρά. Ταυτόχρονα, αποτελεί και ένα εργαλείο που μας δείχνει έναν τρόπο για να βρούμε τι θα λειτουργούσε μουσικά σε μια εικόνα». Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στα Temp Tracks. «Δεν είμαι κατά των Temp Tracks καθώς με αυτά έχεις μια αίσθηση του τι θέλει ο σκηνοθέτης. Είναι ένας διάλογος με τον δημιουργό, οπότε δεν τα βλέπω ως εχθρό μας. Και συνήθως σε βοηθούν να γίνεσαι καλύτερος συνθέτης».
Σε ερώτηση του κοινού για το πώς ο συνθέτης αντιμετωπίζει έναν σκηνοθέτη που δεν έχει πολύ καλή σχέση με την μουσική, ο Coti K. απάντησε: «Τις περισσότερες φορές σού αφήνει χώρο να κάνεις ό,τι θέλεις. Στο σινεμά, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους συντελεστές είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Όταν δεν έχει λειτουργήσει κάτι, είναι συνήθως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης». Όσο για το πότε είναι η καλύτερη στιγμή για να προσεγγίσει ένας σκηνοθέτης τον συνθέτη, τόνισε ότι «δεν υπάρχει ένας σωστός τρόπος. Προτιμώ βέβαια να συζητάμε για την ταινία πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Πράγμα που είναι συνήθως δύσκολο, γιατί οι σκηνοθέτες έχουν πολλά να αντιμετωπίσουν, πιο σημαντικά και πιο επείγοντα. Ωστόσο, για μια ταινία που παίζεται φέτος στο Φεστιβάλ και στην οποία έγραψα τη μουσική, το Swimming Home του Τζάστιν Άντερσον, ο Τζάστιν επικοινώνησε μαζί μου πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Η επαφή έγινε γιατί υπήρχε η ανάγκη να μπει μουσική σε μια σκηνή πριν τα γυρίσματα. Παρόλα αυτά, τα προτερήματα είναι πολλά. Συμμετέχεις πιο ενεργά όσο νωρίτερα γίνεται η επαφή με τον σκηνοθέτη. Έγραψα τυχαία ένα κομμάτι, το οποίο κατέληξε τελικά να είναι η μουσική του φινάλε της ταινίας του Τζάστιν. Συνήθως, όταν εμείς γράφουμε μουσική δεν γνωριζόμαστε με το υπόλοιπο συνεργείο. Είναι ωραίο, όμως, όταν είμαστε μέρος της παρέας».
Τον λόγο πήρε η σκηνοθέτις Όλγα Μαλέα, που ρώτησε τον συνθέτη για το πώς δουλεύει τα μουσικά θέματα. «Τα μουσικά θέματα βοηθούν τον συνθέτη να καταλάβει τον όγκο της δουλειάς του γιατί μπορεί να τα επαναλάβει και έτσι γλιτώνει πολύ χρόνο. Όλα είναι μέσα στην παλέτα που γράφεις. Λες, θα γράψω αυτό το κομμάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο γιατί ξέρω ότι θα λειτουργήσει. Αργότερα, βέβαια, θα διαπιστώσεις κατά πόσο λειτουργεί. Σε αυτό το σημείο, υπάρχει συζήτηση με τον σκηνοθέτη, καθώς μπορεί να σου δώσει διαφορετική κατεύθυνση. Το ζητούμενο είναι πάντα η λειτουργικότητα της μουσικής. Το ενδιαφέρον και η μαγεία έρχονται όταν δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι κάνεις. Όσο πιο ελεύθερα ρέει η ιδέα, τόσο πιο δυνατό και καλό είναι το αποτέλεσμα. Ένας ακόμη τρόπος να χρησιμοποιήσεις τη μουσική είναι να μη σκέφτεσαι. Δεν είναι δική μου ιδέα αυτό. Είχα δει ένα masterclass του Χανς Τσίμερ, στο οποίο κι εκείνος μιλούσε για την ανασφάλεια και για το πόσο αργεί να γράψει μουσική. Έκανα σε μια ταινία ό,τι έκανε κι εκείνος, και έβγαλα τα μισά θέματα μέσα σε δύο ώρες. Έχεις το φιλμ να παίζει σε κάποιο πρόγραμμα στον υπολογιστή σου και βάζεις τη μουσική όπου σου έρθει. Δεν πρέπει να σταματήσεις γιατί χάνεις τη ροή. Ενώ παίζει η ταινία, από την πρώτη αίσθηση του φιλμ προκύπτουν οι μισές ιδέες. Την επόμενη μέρα αντιμετωπίζεις πιο εύκολα την ταινία. Ακόμα και αν η ιδέα δεν είναι καλή, πάλι έχεις κάτι να χρησιμοποιήσεις».
Σε επόμενη ερώτηση του κοινού για την «πυκνότητα» της μουσικής και το τι γίνεται όταν είναι υπερφορτωμένη με πληροφορίες, ο συνθέτης επισήμανε: «Στην φάση της σύνθεσης δεν δίνω σημασία. Αφού μπαίνεις σε διαδικασία editing μπορεί να την ακούσεις και πιθανώς να σκεφτείς ότι έχεις βάλει πολλά πράγματα. Έχει σημασία να μην υπερφορτώνεις τη μουσική, εκτός αν το ζητάει κάποια σκηνή. Όταν γράφεις δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεσαι. Μόλις έχεις την αίσθηση πού πρέπει να πάει η μουσική, αυτή σε οδηγεί μόνη της. Δούλευα πολλά χρόνια στη διαφήμιση και έμαθα να γράφω μουσική on-demand και αυτό είναι μια άσκηση απαλλαγής από το εγώ σου. Είμαι πλέον πιο ευέλικτος και πιστεύω ότι πρέπει να βάζεις όλη την αγάπη σου σε καθετί που γράφεις, ακόμη και αν είναι για ένα… γιαούρτι. Κάτι ακόμη που θα ήθελα να πω είναι πως θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να συμπεριλάβεις τον σκηνοθέτη στη σύνθεση. Μου έχει τύχει με διάφορους σκηνοθέτες να είμαστε στον ίδιο χώρο ενώ γράφω την μουσική. Παίρνεις άμεσο feedback από τον άλλον και έτσι έχει τον έλεγχο ο σκηνοθέτης και εσύ είσαι πιο ελεύθερος».
Ποια είναι η συμβουλή που θα έδινε στα παιδιά που έχουν έμπνευση και ταλέντο, αλλά όχι πολλές μουσικές γνώσεις, και θέλουν να γράψουν μουσική για κινηματογράφο; «Κάντε το! Αν περιμένουμε να γίνουμε οι καλύτεροι συνθέτες για να αρχίσουμε να συνθέτουμε, καήκαμε! Είμαι το ζωντανό παράδειγμα ενός ανθρώπου που γράφει μουσική παρότι είναι άσχετος. Δεν είναι ντροπή. Το σημαντικό είναι να έχεις την επιθυμία. Το να διαθέσεις τον χρόνο είναι το πιο καθοριστικό πράγμα στη μουσική. Γράψε μουσική με όποιο τρόπο θέλεις και μπορείς. Όλοι ζούμε και υπάρχουμε μέσα στην ανασφάλεια. Το γεγονός ότι δεν ξέρεις πού πας είναι και η δύναμή σου. Έχω κάνει βιντεοκλίπ χωρίς να έχω ιδέα από σκηνοθεσία. Δεν πρέπει να σε σταματά ο φόβος», υπογράμμισε ο επιτυχημένος συνθέτης.
Σε ερώτηση για τις απολαβές στον χώρο, ο Coti K. σημείωσε: «Στη διαφήμιση ήταν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Στον κινηματογράφο, στην Ελλάδα –αν έχεις κάνει συμβόλαιο–, αναγράφεται πως η μουσική πρέπει να είναι της αρεσκείας του σκηνοθέτη. Αν όντως γράψεις πέντε μουσικές για μια σκηνή και δεν λειτουργεί, τότε τι κάνεις; Δεν μου έχει τύχει μέχρι τώρα, αλλά τα συμβόλαια στο εξωτερικό περιλαμβάνουν αυτές τις λεπτομέρειες. Εδώ το διαπραγματεύεσαι και απλώς ελπίζεις ότι όλα θα πάνε καλά. Μου έχει τύχει να γράψω μουσική για σκηνοθέτη που δεν είχε σκεφτεί τι μουσική θέλει και όμως λειτούργησε. Αν είσαι ανοιχτός, δέχεσαι προτάσεις από τον συνθέτη. Σήμερα, είναι όλα πιο ευέλικτα και μέχρι την τελευταία στιγμή μπορούν να σου ζητήσουν κάτι. Η ταινία για τον σκηνοθέτη είναι μια συνεχής αναζήτηση. Υπάρχει μια ιδέα που συνεχώς την αναιρεί και την αλλάζει».
Όσο για το αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη μουσική για το θέατρο και σε εκείνη για το σινεμά, ο Coti K. ήταν διαφωτιστικός: «Η σύνθεση δεν είναι διαφορετική. Ωστόσο, είναι πιο ελεύθερη η μουσική στο θέατρο γιατί δεν μπορείς να τη μοντάρεις τόσο σφιχτά όπως στο σινεμά. Αυτή η μουσική μού αρέσει. Αν ο ήχος είναι πιο ξεκούρδιστος και πιο λάθος στο χρόνο, είναι και πιο ωραίος».
Σε ερώτηση για το αν ο συνθέτης είναι το alter ego του σκηνοθέτη, όπως στην περίπτωση του Νίνο Ρότα με τον Φεντερίκο Φελίνι, ο Coti K. είπε: «Αν έχεις κάνεις 5-6 ταινίες με έναν σκηνοθέτη δημιουργείται μια μαγική σχέση. Με τον Άγγελο Φραντζή, για παράδειγμα, δεν υφίσταται ποτέ έλλειμμα εμπιστοσύνης».