Παράξενα και μυστηριώδη κινηματογραφικά πλάσματα, τέρατα που κατοικούν δίπλα μας και μέσα μας πρωταγωνιστούν στο μεγάλο αφιέρωμα του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου έως 10 Νοεμβρίου), με τίτλο Εμείς, το τέρας / We, the Monster, το οποίο αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα του περσινού επιτυχημένου αφιερώματος Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ. Το αφιέρωμα επιμελείται ως guest curator o διεθνούς φήμης Κάρλο Σατριάν, πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και του Λοκάρνο, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας και προγραμματιστής. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει 22 αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά, τα οποία διερευνούν και διατρέχουν τους σύνθετους και συναρπαστικούς συμβολισμούς και γρίφους που κρύβουν μέσα τους τα κάθε λογής τέρατα.
Τα τέρατα γεννήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την αφήγηση, τη δημιουργία ιστοριών, αλλά και την πανανθρώπινη και διαχρονική ανάγκη να δώσουμε σχήμα και μορφή στους φόβους μας προκειμένου να τους διαχειριστούμε και να τους αντιμετωπίσουμε, λειτουργώντας ως πηγή έμπνευσης για αμέτρητες ιστορίες τρόμου, αγάπης και αποδοχής στη διάρκεια των αιώνων. Σταδιακά, και καθώς οι δυτικές κοινωνίες αποκτούσαν δομές και κανόνες λειτουργίας, προσπαθώντας να δαμάσουν το άρρητο και το ακατανόητο, τα τέρατα εξορίστηκαν από το προσκήνιο και το επίσημο κάδρο – η εποχή στην οποία συνυπήρχαν θεοί και δαίμονες, θνητοί και μύθοι, άνθρωποι και τέρατα, είχε πλέον παρέλθει. Πλέον τα τέρατα είχαν επιστρέψει στη σκοτεινή τους μήτρα, στην αρχέγονη φύση: κατοικούσαν στα δάση και στα βουνά, στα βάθη των σπηλαίων και στον βυθό της θάλασσας. Και ο κίνδυνος που άρχισε να μας ασκεί αυτή η αθέατη δύναμη και αυτή η απαγορευμένη παρουσία απέκτησε σχεδόν αναπόφευκτα μια ακαταμάχητη γοητεία.
Το τέρας χρησιμοποιήθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή ως σύμβολο στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική, στις περισσότερες περιπτώσεις για να εκφράσει το άγνωστο, το ανοίκειο, το βλέμμα του Άλλου. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει από τον κινηματογράφο.
«Σχηματοποιώντας και σωματοποιώντας φόβους και επιθυμίες, το τέρας αγγίζει την πεμπτουσία του σινεμά. Όταν φέρνουμε κατά νου εξαίσιες, μοναδικές, αξέχαστες κινηματογραφικές εικόνες, δεν στρεφόμαστε στην αψεγάδιαστη ομορφιά. Οι ταινίες είναι ταυτόχρονα ένα ανοιχτό παράθυρο στο άγνωστο και ένας παραμορφωτικός πλην απόλυτα πιστός καθρέφτης της εσωτερικής μας φύσης. Όσο συχνά κι αν παρουσιάζονται τα τέρατα ως ο “εχθρός”, γίνονται εξίσου συχνά ένα πρίσμα που μας βοηθάει να αντιληφθούμε την ετερότητα στο περιβάλλον μας, το τερατούργημα που ενδημεί σε κάθε άνθρωπο, όπως και τη φυσική παρόρμηση να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε το διαφορετικό», σημειώνει ο Κάρλο Σατριάν.
Στις ταινίες του αφιερώματος συναντούμε τέρατα της ιστορίας και της πολιτικής τα οποία έγραψαν ορισμένες από τις πιο μελανές σελίδες στο βιβλίο του 20ού αιώνα, τέρατα αόρατα και επινοημένα που αντανακλούν τις πιο ανεξήγητες και ακραίες συμπεριφορές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. «Ολοένα και συχνότερα το τέρας εμφανίζεται ξανά σαν μια ανεστραμμένη εικόνα του εαυτού μας. Καθώς ο λαϊκισμός, οι ακραίες πολιτικές επιλογές και η εχθροπάθεια δημιουργούν τερατογενέσεις, διαπιστώνουμε με τρόμο ότι το τέρας δεν κατοικεί μόνο στον έξω φανταστικό κόσμο, αλλά και μέσα μας και ότι με την συμμετοχή, την ανοχή ή τη σιωπή μας γινόμαστε και εμείς τέρατα -όπως πολύ σοφά είχε προφητεύσει ο Μάνος Χατζιδάκις» σημειώνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ενώ ο Κάρλο Σατριάν συμπληρώνει: «Μέσα από αυτό το αφιέρωμα προσπαθήσαμε να διευρύνουμε την έννοια του τέρατος. Επιλέγοντας ταινίες που αμφισβητούν την ιδέα της “κανονικότητας”, ελπίζουμε να συμβάλουμε στον πολιτικό διάλογο που βρίσκεται στο επίκεντρο των “πλουραλιστικών” κοινωνιών μας».
H καθιερωμένη δίγλωσση ειδική θεματική έκδοση του Φεστιβάλ συνδέεται με το μεγάλο αφιέρωμα της φετινής διοργάνωσης και θα περιλαμβάνει κείμενα και αναλύσεις από θεωρητικούς του σινεμά, κοινωνιολόγους και δημοσιογράφους. Συγκεκριμένα, κείμενα γράφουν η ελβετίδα συγγραφέας και πρώην αρχισυντάκτρια της Le Monde diplomatique Μόνα Σολέ, ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, η συντονίστρια των εκδόσεων του Φεστιβάλ, Γκέλυ Μαδεμλή. Στην έκδοση περιλαμβάνεται, επίσης, ένα επιμελητικό κείμενο από τον Κάρλο Σατριάν, καθώς και παρουσίαση των ταινιών του αφιερώματος.
Η θεματική του αφιερώματος εμπνέει και την κεντρική έκθεση της διοργάνωσης. Το Φεστιβάλ ανέθεσε στους εικαστικούς Μαλβίνα Παναγιωτίδη και Δαυίδ Σαμπεθάι να δημιουργήσουν έργα που βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους και θα παρουσιαστούν στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, σε επιμέλεια του Ορέστη Ανδρεαδάκη, κατά τη διάρκεια του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με δωρεάν είσοδο για το κοινό. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 2 Νοεμβρίου, στις 18:00.
Ακολουθούν οι τις ταινίες του αφιερώματος:
Στο θρυλικό Τα τέρατα / Freaks (1932) ο Τοντ Μπράουνινγκ αντλεί έμπνευση από τα προσωπικά του βιώματα, καθώς σε ηλικία δεκαέξι ετών δραπέτευσε από μια βασανιστική οικογενειακή ζωή ακολουθώντας ένα τσίρκο που ταξίδευε σε ολόκληρη τη χώρα. Εκεί εργάστηκε ως κλόουν και καλλιτέχνης του βοντβίλ για δεκατρία χρόνια προτού στραφεί στο σινεμά. Η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στα ενδότερα ενός περιοδεύοντος τσίρκου, τα περισσότερα μέλη του οποίου έχουν γεννηθεί με κάποια σωματική παραμόρφωση. Η Κλεοπάτρα, μια όμορφη ακροβάτισσα, προσπαθεί να αποπλανήσει τον Χανς, ένα μέλος του θιάσου με νανισμό, με σκοπό να καρπωθεί την πλούσια κληρονομιά του. Τα σχέδια της, ωστόσο, θα συναντήσουν πολλά αναπάντεχα εμπόδια. Υποδόρια και σκοτεινή αλληγορία για την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και τον ταξικό-φυλετικό ρατσισμό των ΗΠΑ, αληθινή κοινωνική βόμβα για τα ήθη της εποχής του (και όχι μόνο), δριμύ «κατηγορώ» απέναντι στις χυδαίες θεωρίες της ευγονικής αλλά και στη βαθιά εδραιωμένη αντίληψη όλων μας περί «φυσιολογικότητας», τα Τέρατα παραμένουν ακόμη και σήμερα –έστω και στην αναθεωρημένη τους εκδοχή, μιας και η πρωτότυπη κόπια των 90 λεπτών έχει χαθεί για πάντα– μνημείο τόλμης και πρωτοτυπίας, ένας ύμνος στην παρέκκλιση από την πνιγηρή ομοιομορφία, μα πάνω απ’ όλα μία από τις πιο sui generis ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου.
Στο Μάτια χωρίς πρόσωπο / Eyes Without a Face (1960) του Ζορζ Φρανζού ο χειρουργός Δρ. Ζενεσιέ, κυριευμένος από τύψεις για την παραμόρφωση που προκάλεσε στο πρόσωπο της κόρης του έπειτα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα στο οποίο οδηγούσε ο ίδιος, καταστρώνει ένα διαβολικό σχέδιο. Με τη βοήθεια της Λουίζ, της πιστής βοηθού του, απάγει νεαρές όμορφες γυναίκες με σκοπό να τους «κλέψει» το πρόσωπο και να αναπλάσει χειρουργικά εκείνο της κόρης του, η οποία είναι προς το παρόν αναγκασμένη να φορά μια τρομακτική πορσελάνινη μάσκα. Σταδιακά, κι ενώ οι εξαφανίσεις νεαρών κοριτσιών πολλαπλασιάζονται, η αστυνομία εντοπίζει την πηγή του κακού και σφίγγει τον κλοιό γύρω από τον απελπισμένο γιατρό. Το Μάτια χωρίς πρόσωπο, που σηματοδότησε την οριστική μεταπήδηση του Φρανζού από το ντοκιμαντέρ στις ταινίες μυθοπλασίας, προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις στο κοινό των πρώτων του προβολών· στην πορεία, βέβαια, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για σπουδαίους σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων οι Πέδρο Αλμοδόβαρ, Τζον Κάρπεντερ και Τζον Γου, εμπνέοντας παράλληλα τον Μπίλι Άιντολ να συνθέσει το διάσημο ομότιτλο τραγούδι. Ευρηματική παραλλαγή του μύθου του Φράνκενσταϊν, αλλά και εκθαμβωτικός φόρος τιμής στις διδαχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, η ταινία του Φρανζού σκιαγραφεί μια ανατριχιαστική πραγματεία για τη ρευστή έννοια της ταυτότητας, τον φόβο της θνητότητας και την απατηλή ματαιοδοξία της ομορφιάς, λειτουργώντας παράλληλα ως μεταφορά για την κινηματογραφική κατασκευή και ψευδαίσθηση.
Λίγο περισσότερο από εκατό χρόνια μετά τη διαβόητη «Πορεία προς τη Ρώμη» (Marcia su Roma) των Μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι, η οποία οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, το ντοκιμαντέρ To Arms, We’re Fascists! (1962) –μια δημιουργία του διδύμου (τόσο στο σινεμά όσο και στη ζωή) Τσετσίλια Μαντζίνι και Λίνο Ντελ Φρα, με τη συνεργασία του κριτικού κινηματογράφου και ιστορικού Λίνο Μιτσικέ– στέκει ως μια επιβλητική και δυσοίωνη υπενθύμιση και προειδοποίηση. Η ταινία ξεδιπλώνει μισό αιώνα ιταλικής ιστορίας, από το ιωβηλαίο στην εκατονταετηρίδα της Ενοποίησης της Ιταλίας, μέσα από σπάνια και πολύτιμα αρχειακά ντοκουμέντα. Από την εισβολή στη Λιβύη έως τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και από τη φρίκη του φασιστικού καθεστώτος έως την Αντίσταση των Παρτιζάνων και τον αναβρασμό της μεταπολεμικής περιόδου, με τερματικό σταθμό τα δραματικά γεγονότα της Σφαγής της Ρέτζιο Εμίλια τον Ιούλιο του 1960, το συνταρακτικό αυτό οδοιπορικό ανατέμνει την ιστορική μνήμη και τα ανεπούλωτα τραύματα του παρελθόντος της γειτονικής χώρας. Ως επώδυνη κατακλείδα διατυπώνει ένα σκοτεινό ερώτημα που παραμένει επίκαιρο και κρύβει μέσα του τις πιο δύσκολες απαντήσεις: έχουμε άραγε ξεμπερδέψει με τον φασισμό;
Στο Λαντρί, ο δολοφόνος των γυναικών / Bluebeard (1963) του Κλοντ Σαμπρόλ, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία από τις πιο σταθερές φιλοσοφικές-υπαρξιακές θεματικές στη φιλμογραφία του σπουδαίου γάλλου σκηνοθέτη: την αδιαφάνεια και την ομίχλη που καλύπτουν την ανθρώπινη παρόρμηση προς τη βία και το κακό. Ο ομώνυμος ήρωας, ένας δανδής της αστικής τάξης, αποκρουστικός και γοητευτικός την ίδια ακριβώς στιγμή, βάζει επανειλημμένα σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο για να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή: αποπλανεί και δολοφονεί μεσήλικες γυναίκες, αφότου τις έχει πείσει να του δώσουν πρόσβαση στις τραπεζικές τους οικονομίες. Αφήνοντας σκοπίμως τα εγκλήματα εκτός κάδρου και δίνοντας λεπτομερή έμφαση στις επιμελείς –και σοκαριστικά απογυμνωμένες από κάθε συναίσθημα– προετοιμασίες, ο Σαμπρόλ υφαίνει μια ανατριχιαστική παραβολή για το σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την πατριαρχική εξουσία, αλλά και τη γενικευμένη απληστία μιας κοινωνίας ιδιώτευσης και ιδιοτέλειας. Παράλληλα, χτίζει μια ασυναίσθητη γέφυρα ανάμεσα στις δύο βασικές περιόδους του έργου του, σαν μια ομαλή μετάβαση από το Νέο Κύμα στην περίοδο των ψυχολογικών θρίλερ.
Όταν διασταυρώνονται οι τροχιές ενός από τα πιο συνταρακτικά δυστοπικά μυθιστορήματα στην ιστορία της λογοτεχνίας και η ματιά του ανθρώπου που άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα στο θέατρο του 20ού αιώνα, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως το αποτέλεσμα θα είναι κοσμογονικό. Στην ταινία Ο άρχοντας των μυγών / Lord of the Flies (1963) του Πίτερ Μπρουκ, που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο (1954) του νομπελίστα συγγραφέα Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, μια ομάδα νεαρών αγοριών εγκλωβίζεται σε ένα ερημονήσι ύστερα από ένα αεροπορικό δυστύχημα. Τα παιδιά-ναυαγοί θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν μια μικρογραφία της οργανωμένης κοινωνίας, αναθέτοντας ρόλους και απονέμοντας αξιώματα, με απώτερο σκοπό την επιβίωση. Ωστόσο το όραμα της δημοκρατίας και της τάξης θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, πυροδοτώντας αλυσιδωτές εκρήξεις βίας και αποκτήνωσης. Η ταινία του Πίτερ Μπρουκ –ελεύθερη «μετάφραση» της δικής του περίφημης θεατρικής παράστασης–, διερευνά τα πιο σκοτεινά ανθρώπινα ένστικτα που ξεπροβάλλουν όποτε βρουν χώρο και αφορμή, την υπόγεια ροπή μας προς την ανισορροπία και το χάος, αλλά και τον πάντα εύκολο πειρασμό της βαρβαρότητας, παρασέρνοντας τον θεατή σε μια άγρια κατηφόρα που οδηγεί από την ελπίδα στην καταστροφή.
Με προϋπολογισμό που μετά βίας άγγιζε τις 100.000 δολάρια και εισπράξεις που ξεπέρασαν τα 12 εκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ και τα 18 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, Η νύχτα των ζωντανών νεκρών / Night of the Living Dead (1968) του Τζορτζ Ρομέρο πυροδότησε μια αληθινή επανάσταση στο κινηματογραφικό είδος του τρόμου, χαρίζοντας στα ζόμπι περίοπτη θέση στην underground κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής. Γυρισμένη σε συνθήκες guerilla cinema, η ταινία του Ρομέρο βρίθει από πολιτικο-κοινωνικές αναφορές, λειτουργώντας ως υποδόρια και ανατριχιαστική αλληγορία για την ταραχώδη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ. Ο βαθιά ριζωμένος φυλετικός ρατσισμός, ο τρόμος του πυρηνικού ολέθρου, ο ασφυκτικός συντηρητισμός της πυρηνικής αμερικανικής οικογένειας, καθώς και η αναταραχή που συνόδευσε μια περίοδο ριζοσπαστικών αλλαγών στο υπογάστριο της αμερικανικής κοινωνίας, είναι μονάχα ορισμένες από τις θεματικές που αναδύονται σε μια πλοκή με πολλαπλά υποστρώματα νοημάτων και αναφορών. Τοποθετώντας τον θεατή in medias res μιας ουρανοκατέβατης και εξωφρενικής συνθήκης, όπου ορδές απέθαντων πτωμάτων σκορπούν τον τρόμο στην επαρχία της Πενσιλβάνια, Η νύχτα των ζωντανών νεκρών προκάλεσε σάλο μέσα από τις σοκαριστικά βίαιες και βέβηλες εικόνες της (πχ κανιβαλισμός γονέων), ενώ με την πάροδο του χρόνου εδραιώθηκε ως ανεξάντλητο σημείο αναφοράς για τo horror cinema και την gore αισθητική.
Το εκκωφαντικό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τώνιας Μαρκετάκη, με τίτλο Ιωάννης ο βίαιος (1973), αντλεί έμπνευση από αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, σε ένα πρωτοποριακό (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα) δικαστικό δράμα: μια ταινία που αναμοχλεύει ψήγματα και θραύσματα από διάφορες αλήθειες, πιστοποιώντας πως η μία και μοναδική αλήθεια ισοδυναμεί με κυνήγι χίμαιρας. Ο Ιωάννης Ζάχος, ένας διαταραγμένος νεαρός χωρίς ψυχική και σεξουαλική ισορροπία, ζει τις ερωτικές φαντασιώσεις του μέσα από την εξαγνιστική βία, παλεύοντας να καλύψει με αυτό τον νοσηρό τρόπο το έλλειμμα ανδρισμού και την απουσία σεβασμού που αισθάνεται. Όταν συλλαμβάνεται, ομολογεί τα εγκλήματά του, προς μεγάλη ανακούφιση της αστυνομίας, που έχει κατηγορηθεί από τον Τύπο για αναποτελεσματικότητα. Διερευνώντας σε βάθος την εγγενή θεατρικότητα που κρύβει μέσα της κάθε απόπειρα απονομής δικαιοσύνης και αναπαράστασης εγκλημάτων, η ταινία της Μαρκετάκη ανατέμνει μια σειρά από ανελέητες συγκρούσεις (κοινωνία-άτομο, πνεύμα του νόμου-γράμμα του νόμου), σκιαγραφώντας παράλληλα ένα ασφυκτικό και δυσοίωνο πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής. H ταινία θα προβληθεί με όρους καθολικής προσβασιμότητας για όλους τους θεατές στο πλαίσιο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Alpha Bank, Χορηγού Προσβασιμότητας του Φεστιβάλ.
Tο μεγάλο φαγοπότι / The Big Feast (1973) του Μάρκο Φερέρι μάς προσκαλεί στο πιο ασύδοτο και εξωφρενικό γεύμα στην ιστορία του κινηματογράφου, σε μια βιτριολική πολιτική σάτιρα που καυτηριάζει αλύπητα την απληστία, τον καταναλωτισμό και την πνευματική αλλοτρίωση της αστικής ελίτ. Πάνω απ’ όλα, και χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά το φαγητό ως σύμβολο και προέκταση της ανθρώπινης αποκτήνωσης, η ταινία φέρνει στο προσκήνιο την ανομολόγητη και ενδογενή επιθυμία αυτοκαταστροφής που κατατρύχει τον σύγχρονο άνθρωπο. Τέσσερεις επιτυχημένοι μεσήλικες που αντανακλούν τους βασικούς πυλώνες της μεταμόρφωσης του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού τοπίου, τους οποίους υποδύονται τέσσερα ιερά τέρατα του σινεμά (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Μισέλ Πικολί, Φιλίπ Νουαρέ και Ούγκο Τονιάτσι), καταλύουν στη βίλα του ενός, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοτιμωρίας χωρίς επιστροφή, αποφασισμένοι να φτάσουν μέχρι το τέλος της διαδρομής. Επιτελώντας ένα ευτελές αυτοκτονικό τελετουργικό, όπου το φαγητό μετατρέπεται σε όργανο αυτοχειρίας, μας παρασύρουν σε ένα κοιλιόδουλο κινηματογραφικό έπος, σε μια πρωτοφανή άσκηση λαιμαργίας και αμετροέπειας που σόκαρε κοινό και κριτικούς, διχάζοντας το Φεστιβάλ Καννών του 1973.
Το κτήνος / The Beast (1975) του Βαλέριαν Μπορόφτσικ ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του από την πρώτη κιόλας στιγμή, αφήνοντας έξω από την πόρτα κάθε ευπρέπεια, συστολή και ταμπού. Ο επικεφαλής μιας οικογένειας ευγενών που καταρρέει οικονομικά θεωρεί πως η τύχη του άλλαξε όταν η Λουσί, η κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, δέχεται –για τους δικούς της λόγους– να παντρευτεί τον παραμορφωμένο και με νοητική αναπηρία γιο του. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως μετά την πρώτη γνωριμία των δύο οικογενειών, και καθώς μια σειρά από απαγορευμένες φαντασιώσεις επισκέπτονται τη Λουσί στα όνειρά (;) της, τα σκοτεινά μυστικά της αριστοκρατίας θα γίνουν ένα με τους αρχέγονους μύθους, συνυφαίνοντας τα όνειρα με την πραγματικότητα. Σεξουαλικές σκηνές που προκάλεσαν σάλο, αμηχανία και έκπληξη, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για ταινίες όπως το Μια γυναίκα δαιμονισμένη του Αντρέι Ζουλάφσκι, ευφυής μείξη της γοτθικής παράδοσης και της γαλλικής ερωτικής φάρσας, αδυσώπητος σαρκασμός απέναντι στην καταπίεση της σαρκικής επιθυμίας, τα πνιγηρά χρηστά ήθη και την έμφυτη υποκρισία του καθωσπρεπισμού είναι μονάχα ορισμένα από τα γαλόνια που συνοδεύουν μια ταινία που δεν θα πάψει ποτέ να προβοκάρει και να πυροδοτεί αντιδράσεις.
Όταν ο Ντέιβιντ Λιντς πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με το ακραία πειραματικό και πέρα για πέρα αντισυμβατικό Eraserhead, ελάχιστοι θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι ο ίδιος σκηνοθέτης θα κατακτούσε με τη δεύτερη ταινία του το ευρύ κοινό, φτάνοντας μέχρι τα Όσκαρ. Ο άνθρωπος ελέφαντας / The Elephant Man (1980), με το χαρισματικό καστ (Άντονι Χόπκινς, Τζον Χερτ, Αν Μπάνκροφτ, Γουέντι Χίλερ) και την εμβυθιστική ασπρόμαυρη φωτογραφία του σπουδαίου Φρέντι Φράνσις, απέσπασε τελικά οκτώ οσκαρικές υποψηφιότητας (λειτουργώντας μάλιστα και ως το έναυσμα για την καθιέρωση του Όσκαρ Καλύτερου Μακιγιάζ την επόμενη χρονιά), διέπρεψε στα BAFTA και απέσπασε το Βραβείο Σεζάρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Αντλώντας έμπνευση από την απίθανη αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Μέρικ, ο Ντέιβιντ Λιντς ξεδιπλώνει μια ιστορία ενσυναίσθησης και αποδοχής του διαφορετικού, υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο τερατώδες από μια (υψηλή) κοινωνία που απολαμβάνει δίχως αιδώ τα freak shows, αλλά δεν βρίσκει ποτέ το θάρρος να κοιτάξει τα εσωτερικά της τέρατα στον καθρέφτη.
Η μύγα / The Fly (1986) είναι μια απολαυστική συρραφή από όλα τα θέλγητρα που συναντά κανείς στο σινεμά του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, συνδυάζοντας την επιστημονική φαντασία, το υπο-είδος του body horror, το ερωτικό δράμα και τη μελλοντολογική δυστοπία. Ενόσω προσπαθεί να τελειοποιήσει τα πειράματά του στην τηλεμεταφορά της ύλης, ο φυσικός Σεθ Μπραντλ γνωρίζεται με τη δημοσιογράφο Βερόνικα Κουέιφ. Οι δυο τους γίνονται εραστές και η Βερόνικα αρχίζει να παρακολουθεί από κοντά την εργασία του Σεθ, ο οποίος αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τον εαυτό του ως πειραματόζωο. Μια ατυχία της στιγμής, όμως, έχει ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία γενετική του μετάλλαξη σε μια τεράστια μύγα με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Η θεματική της μεταμόρφωσης, ίσως η πιο σταθερή αναφορά στο έργο του Κρόνενμπεργκ, με τις αμέτρητες αλληγορικές της διακλαδώσεις, γίνεται εδώ όχημα για μια συναρπαστική μεταφορά για το γήρας, τη θνητότητα και το αναπόδραστο του θανάτου, το ανέφικτο του έρωτα και τη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, σε μια ταινία που ξεδιπλώνεται σαν καφκικό ονειρο, δίχως αφετηρία αλλά με βέβαιο προορισμό.
Οι πολυφορεμένοι κολακευτικοί χαρακτηρισμοί της «ταινίας χαμηλού προϋπολογισμού» και του «ανεξάρτητου φιλμ» μοιάζουν να ωχριούν μπροστά στο Τετσούο: Ο σιδερένιος άνθρωπος / Tetsuo: The Iron Man (1989), το ντελιριακό μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σίνια Τσουκαμότο, μια ταινία που έχει εξασφαλίσει στο διηνεκές τη θέση της στο cult-exploitation πάνθεον. Σε μια από τις εξωφρενικές πλοκές επιστημονικής φαντασίας που έχουμε συναντήσει ποτέ, ένας νεαρός φετιχιστής των μεταλλικών αντικειμένων, σε κατάσταση αμόκ από την πληγή που έχει προκαλέσει στον εαυτό του με σκοπό να εμφυτεύσει μια μεταλλική πλάκα στον μηρό του, πέφτει θύμα εγκατάλειψης ενός τροχαίου ατυχήματος. Ο οδηγός του αυτοκινήτου υπόκειται σταδιακά σε μια επώδυνη και μυστηριώδη μεταμόρφωση, κατά την οποία η ανθρώπινη σάρκα αντικαθίσταται από παλιοσίδερα, την ίδια στιγμή που τον κατακλύζουν σεξουαλικές φαντασιώσεις με αλλόκοτα μεταλλικά όντα. Καβαλώντας το κύμα του cyberpunk που είχε κάνει θραύση στην ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’80, το Τετσούο –τέκνο μιας σύζευξης ανάμεσα στο Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ και το Videodrome του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη– παιχνιδίζει με το χάος και την καταστροφή, σατιρίζει ανελέητα τη white-collar πειθαρχία αλλά και το σύγχρονο οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας, και μας ταξιδεύει στα πιο ανίερα μονοπάτια της ερωτικής έλξης.
H εικαστικός, φωτογράφος, multimedia artist και σκηνοθέτις Τρέισι Μόφατ είναι ίσως η πιο επιδραστική και πολυσχιδής φωνή στον καλλιτεχνικό κόσμο των Αβορίγινων, ενώ έργα και εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί σε οργανισμούς όπως η Tate και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Άντζελες. Στο beDevil (1993), την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε γυναίκα Αβορίγινας ξεδιπλώνονται τρεις ιστορίες όπου κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο, η ανεπαίσθητη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ορατό και το ανοίκειο, αλλά και η αιώνια επιστροφή στις ρίζες. Ο Ρικ, ένα αβορίγινο αγόρι που ζει κοντά σε έναν βάλτο, στοιχειώνεται από την εφιαλτική εικόνα ενός αμερικανού στρατιώτη που πνίγηκε στην κινούμενη άμμο. Η Ρούμπι (που την ενσαρκώνει η ίδια η Μόφατ) και η οικογένειά της μένουν σε ένα σπίτι δίπλα σε εγκαταλειμμένες σιδηροδρομικές γραμμές, όπου μπορεί κανείς να δει φαντάσματα να κόβουν βόλτες. Ένας σπιτονοικοκύρης δυσκολεύεται να κάνει έξωση στους ενοίκους μιας παλιάς αποθήκης – ένα ζευγάρι νεκρό εδώ και χρόνια. Η σύγχρονη πραγματικότητα μιας αχανούς χώρας γεμάτης θαύματα και τραύματα, το οδυνηρό αποικιοκρατικό παρελθόν, οι ανοιχτές πληγές της ιστορίας, οι θρύλοι και οι δοξασίες ενός απομονωμένου και άγριου τόπου συνενώνονται σε μια δημιουργία μυσταγωγική και παραισθησιογόνα.
Στο Μέντα καραμέλα / Peppermint Candy (1999), τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, ο Λι Τσανγκ-ντονγκ υφαίνει μια περίτεχνη αφήγηση που κινείται αντίστροφα στον χρόνο, σκιαγραφώντας ένα πορτρέτο των δραματικών γεγονότων που βίωσε η Νότια Κορέα τα τελευταία είκοσι χρόνια του 20ού αιώνα. Χωρισμένο υποδειγματικά σε επτά κεφάλαια κλιμακούμενης έντασης, το Μέντα καραμέλα ιχνηλατεί την προδιαγεγραμμένη πορεία αποκτήνωσης και κατάρρευσης του Κιμ Γουόνγκ-χο, ενός (κάποτε) ρομαντικού νεαρού φοιτητή που ονειρευόταν να γίνει φωτογράφος. Η στρατιωτική δικτατορία και η αιματοβαμμένη εξέγερση της Γκουάνγκτζου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η ανελευθερία και η καταστολή που σημάδεψαν την κορεατική κοινωνία των επόμενων ετών, ο βίαιος οικονομικός μετασχηματισμός και η ασιατική οικονομική κρίση του 1997 διαθλώνται μέσα από την ιστορία ενός απλού ανθρώπου που βρέθηκε παγιδευμένος σε συμπληγάδες δυνάμεων που τον ξεπερνούσαν. Οι μονίμως ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, οι προσωπικές ιστορίες που συνθλίβονται κάτω από το βάρος της Ιστορίας, οι ενοχές που δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο στη λήθη και η αμετάκλητη απώλεια κάθε αθωότητας φέρνουν στην επιφάνεια το πιο αδυσώπητο τέρας που παραμονεύει εκεί έξω: τη ζωή που ξοδεύτηκε, την αγάπη που ξεγλίστρησε, τον χρόνο που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
To ανεκτίμητο αρχειακό υλικό 350 ωρών από τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ το 1961 αλλά και το διάσημο βιβλίο της Χάνα Άρεντ Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού (1963) είναι τα δομικά συστατικά της σοκαριστικής ταινίας Ο σπεσιαλίστας, το πορτρέτο ενός σύγχρονου εγκληματία / The Specialist, Portrait of a Modern Criminal (1999) του Εγιάλ Σιβάν, η οποία συνθέτει το ανατριχιαστικό πορτρέτο ενός αμείλικτου γραφειοκράτη, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τον πιο σκοτεινό καφκικό εφιάλτη. Ο Άντολφ Άιχμαν, γνωστός και ως «Αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος», αποτέλεσε τη ζωντανή απόδειξη πως ορισμένες φορές τα τέρατα δεν διαθέτουν γαμψά νύχια, κοφτερά δόντια και τρομακτική όψη. Αντιθέτως, δείχνουν, φέρονται, κινούνται και μιλούν ως απόλυτα συνηθισμένοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, φαινομενικά ανίκανοι να διαπράξουν οποιοδήποτε κακό, επιτελώντας με απαράμιλλο ζήλο και υπευθυνότητα όποιο καθήκον κι αν τους ανατεθεί – ακόμη και τη μαζική και απάνθρωπη εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων στο πιο ειδεχθές έγκλημα της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας.
Το Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων / Spirited Away (2001) του Χαγιάο Μιγιαζάκι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ιαπωνικού box office για σχεδόν μία εικοσαετία, έγινε το πρώτο μη αγγλόφωνο animation που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, μα πάνω απ’ όλα υπήρξε η ταινία που έφερε για πρώτη φορά σε τόσο κοντινή επαφή το δυτικό κοινό με τη μαγεία του Studio Ghibli. Η δεκάχρονη Τσιχίρο παγιδεύεται σε μια παράλληλη διάσταση όπου βασιλεύουν τα πνεύματα, τα στοιχειά και τα μυστηριώδη πλάσματα, την ίδια στιγμή που οι γονείς έχουν μεταμορφωθεί σε γουρούνια σε ένα απόκοσμο εγκαταλειμμένο λούνα παρκ. Στο Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων η διάκριση ανάμεσα στο ορατό και το αδιόρατο, στο σώμα και το πνεύμα, στο απτό και το άυλο είναι σχεδόν σαν να μην υπήρξε ποτέ, απελευθερώνοντας την επαφή με το ανοίκειο και το αλλόκοσμο από κάθε εξ ορισμού κακόβουλη διάσταση. Κάπως έτσι, αυτή η έκρηξη χρωμάτων και ρυθμών μάς μυεί σε μια διαδικασία ωρίμανσης που ταυτίζεται με την αυτογνωσία και τη βελτίωση και όχι με τους διδακτικούς κανόνες και την πιεστική εξιλέωση για παλιά σφάλματα. Κάπως έτσι, ακόμη και το πιο αποκρουστικό τέρας ενδέχεται να κρύβει μέσα του απέραντη ομορφιά, έχοντας πέσει θύμα της ανθρώπινης απληστίας και αδιαφορίας. Στον κόσμο του Μιγιαζάκι ό,τι σε τρομάζει σε κάνει πιο δυνατό: γιατί σου μαθαίνει πώς να αγαπήσεις ακόμη και τους πιο μύχιους φόβους σου.
Το United Red Army (2007) του Κότζι Γουακαμάτσου μάς μεταφέρει στην καρδιά μιας ταραγμένης περιόδου στην ιαπωνική κοινωνία, αναπλάθοντας μια σειρά από δραματικά αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, η ταινία ακολουθεί την πορεία της ομώνυμης φοιτητικής φράξιας από την ιδεαλιστική στράτευση και τη στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση, μέχρι τον ηθικό ευτελισμό και το αιματοβαμμένο εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, έως την τελική πράξη μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας που ξεδιπλώνεται σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Διαπλέκοντας αρχειακό υλικό, voice-over αφήγηση και μυθοπλασία, ο Γουακαμάτσου σκιαγραφεί μια ιστορία παρακμής και απομάγευσης όπου τα πιο τρομακτικά τέρατα κρύβονται πίσω από τις πιο αγνές προθέσεις, αποτυπώνοντας παράλληλα το μούδιασμα και τον συναισθηματικό κλονισμό μιας ολόκληρης χώρας.
Καλώς ήρθατε Στη χώρα των μαγικών πλασμάτων / Where the Wild Things Are (2009), έναν κόσμο απρόσιτο από τα κοινότοπα μάτια της ενήλικης ζωής και φιλόξενο στο περιπετειώδες ταξίδι της παιδικότητας, με τελικό προορισμό την ακριβοθώρητη ενηλικίωση. Εκεί, θα βρει καταφύγιο ο Μαξ, ένα εννιάχρονο πληγωμένο αγόρι νιώθει την απόρριψη της οικογένειας και αναζητεί τη θέση του στο μεγάλο παλκοσένικο της ζωής που ξανοίγεται μπροστά του. Μεταφορά του διάσημου ομότιτλου παιδικού βιβλίου από τον Μορίς Σέντακ (τα δικαιώματα του οποίου για τον κινηματογράφο είχαν αγοραστεί από τη Walt Disney ήδη από τη δεκαετία του ’80) και συναρπαστική μείξη live-action, animatronics και CGI εφέ, η ταινία του Σπάικ Τζόνζι συνδυάζει την τρυφερότητα ενός χαμένου παραδείσου με την επώδυνη συνειδητοποίηση πως τίποτα δεν μπορεί να μείνει άσπιλο από την ίδια τη ζωή, ξεφεύγοντας από το σύνηθες καταστατικό ενός παιδικού παραμυθιού. Αυτή τη φορά, είναι τα τέρατα που έχουν ανάγκη την καθοδήγηση και ενθάρρυνση που μονάχα ένα παιδί μπορεί να προσφέρει.
Με μια εναρκτήρια σκηνή σαν βλάσφημο φόρο στη Γλυκιά ζωή του Φελίνι και με απολαυστικό deadpan χιούμορ που φέρνει αυτόματα στο μυαλό τον Άκι Καουρισμάκι, ο γεννημένος προβοκάτορας Μπρούνο Ντιμόν καινοτομεί χωρίς ωστόσο να ξεστρατίζει από τη βασική του φιλοσοφική ρότα. Το P’tit Quinquin (2014), που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες ως ταινία διάρκειας 205 λεπτών αλλά κατέληξε να προβληθεί στη γαλλική τηλεόραση ως μίνι-σειρά τεσσάρων επεισοδίων (κάτι που θα συμβεί και στο πλαίσιο του 65ου ΦΚΘ), βρέθηκε στην κορυφή της λίστας με τις καλύτερες ταινίες του 2014, καθώς και στην τρίτη θέση της λίστας με τις κορυφαίες ταινίες της δεκαετίας που μας πέρασε για το εμβληματικό περιοδικό Cahiers du Cinéma. Στο γνώριμο σκηνικό της φιλμογραφίας του Ντιμόν, στην επαρχία της βόρειας Γαλλίας, το πτώμα μιας δολοφονημένης γυναίκας βρίσκεται καταχωνιασμένο στα σωθικά μιας νεκρής αγελάδας. Ένας αδέξιος και γκρινιάρης επιθεωρητής αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την περίεργη υπόθεση, έχοντας συνεχώς μέσα στα πόδια του τον μικρό Κενκέν, ένα φωνακλάδικο αγόρι με ρατσιστικά ξεσπάσματα. Ο Ντιμόν, σταθερά προσηλωμένος στις θεματικές της υποδόριας βίας, της απάθειας απέναντι στο κακό και της απομάγευσης του θανάτου, αναρωτιέται για πολλοστή φορά αν ο διάβολος ζει ανάμεσά μας – μόνο που αυτή τη φορά διατυπώνει την ερώτηση με ακαταμάχητα διασκεδαστικό τρόπο. Και για πρώτη φορά αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας: αν αυτοί οι δύο δυσλειτουργικοί ήρωες ξέρουν τι να κάνουν όταν βρεθούν αντιμέτωποι με το τέρας, τότε υπάρχει όντως ελπίδα για όλους μας.
Ένα από τα πιο τολμηρά και εφευρετικά δείγματα κοινωνικής σάτιρας που έχουμε δει στο σινεμά τα τελευταία χρόνια, το Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό / Bad Luck Banging or Looney Porn (2021) του Ράντου Ζούντε, που απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι μία από τις πρώτες ταινίες που ενσωμάτωσε στην πλοκή της τη δυστοπία που βιώσαμε την εποχή του κορωνοϊού σχεδόν συγχρόνως με το ξέσπασμα της πανδημίας. Η Έμι, καθηγήτρια ιστορίας σε ένα σχολείο υψηλού κύρους στη Ρουμανία, βλέπει το επαγγελματικό της μέλλον να κρέμεται από μια κλωστή όταν διαρρέει ένα προσωπικό της βίντεο ερωτικού περιεχομένου στο διαδίκτυο. Έχοντας περάσει μια εξοντωτική μέρα, κατά την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με αμέτρητες σεξιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές, αλλά και με τις άβολες καταστάσεις που προέκυψαν ως επακόλουθο από τα μέτρα κατά της πανδημίας, η Έμι καλείται να απολογηθεί ενώπιον μιας ομάδας αγανακτισμένων και οπισθοδρομικών γονέων, σε μια διαδικασία που θυμίζει τερατώδες κακέκτυπο Ιεράς Εξέτασης. Εξαπολύοντας ευθεία επίθεση σε κάθε συντηρητικό αντανακλαστικό του θεατή και παιχνιδίζοντας με την αίσθηση του απαγορευμένου και του ιερόσυλου μέσα από εμβόλιμα επεισόδια –άλλοτε σαρκαστικά και άλλοτε ευθέως προκλητικά– που διακόπτουν τη βασική πλοκή, το Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό επιφυλάσσει την πιο meta πινελιά στο άκρως απρόβλεπτο, θεοπάλαβο και ανοιχτό φινάλε του.
Στο Sasquatch Sunset (2024) των Ντέιβιντ και Νέιθαν Ζέλνερ, δύο από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, τέσσερις νομάδες μεγαλοπόδαροι περιπλανιούνται για έναν χρόνο στα άγρια δάση της βόρειας Καλιφόρνιας, ελπίζοντας να συναντήσουν άλλους επιζώντες από το είδος τους και πασχίζοντας να επιβιώσουν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, γεμάτο κινδύνους και απειλές. Με πρώτη ύλη έναν από τους πιο δημοφιλείς και διαχρονικούς μύθους της Βόρειας Αμερικής, οι αδελφοί Ζέλνερ χαρτογραφούν ένα επικό ταξίδι επιβίωσης και ανθεκτικότητας, άλλοτε χιουμοριστικό κι άλλοτε σπαρακτικό, σε μια ταινία χωρίς διαλόγους, όπου οι ερμηνείες βασίζονται εξ ολοκλήρου στην κινησιολογία και στη μη λεκτική εκφραστικότητα. Στο τέλος της διαδρομής, το επιμύθιο είναι πλέον σαφές: τα πιο απειλητικά τέρατα είναι εκείνα που κατασκευάζει το μυαλό μας για να ξορκίσει και να εξοστρακίσει οτιδήποτε του φανεί ακατανόητο και απωθητικό.
Το The Devil’s Bath (2024) από το αυστριακό σκηνοθετικό δίδυμο των Βερόνικα Φραντς και Σεβερίν Φιάλα (συνεργάτιδα του Ούλριχ Ζάιντλ και ανιψιός του, αντίστοιχα) αντικρίζει κατάματα τα αμέτρητα τέρατα που διαφέντευαν την άγραφη ευρωπαϊκή ιστορία για αιώνες ολόκληρους. Στην επαρχιακή Αυστρία των μέσων του 18ου αιώνα, η Άγκνες (την οποία υποδύεται με σωματική ρώμη στα όρια της μέθεξης η Άνια Πλασγκ, η οποία υπογράφει ως Soap&Skin και το υποβλητικό soundtrack της ταινίας) βυθίζεται χωρίς επιστροφή στα θολά νερά της κατάθλιψης και της απελπισίας, διολισθαίνοντας σταδιακά στην αλόγιστη βία. Σε ένα μυσταγωγικό σκηνικό γοτθικής εικονογραφίας, η θρησκευτική καταπίεση, ο άτεγκτος δογματισμός, η ψυχική ασθένεια και η θεσμοθετημένη βία κατά των γυναικών συνενώνονται σε έναν δαίδαλο που δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο διαφυγής.
Λίγα λόγια για τον Κάρλο Σατριάν
O Κάρλο Σατριάν (1971) σπούδασε Λογοτεχνία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Έχει επίσης πτυχίο στις κινηματογραφικές σπουδές, με διπλωματική στο κινηματογραφικό έργο του Ζακ Ριβέτ. Έχει εργαστεί ως προγραμματιστής στο Alba Iulia Music & Film Festival στη Ρουμανία, στο Festival dei Popoli στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπως και στο Visions du Réel στη Νιόν της Ελβετίας. Έχει οργανώσει εργαστήρια με κινηματογραφιστές όπως ο Γιόχαν φαν ντερ Κέκεν, ο Φρέντερικ Γουάιζμαν και ο Έρολ Μόρις, έχοντας παράλληλα επιμεληθεί εκδόσεις για σκηνοθέτες όπως ο Νάνι Μορέτι, ο Νικολά Φιλιμπέρ και η Κλερ Σιμόν. Εργάστηκε για δεκαπέντε χρόνια στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, από το 2003 έως το 2018, όπου επιμελήθηκε ένα ειδικό πρόγραμμα με θέμα το ιαπωνικό animation, καθώς και ρετροσπεκτίβες στους Ερνστ Λούμπιτς, Βινσέντε Μινέλι και Ότο Πρέμινγκερ, προτού αναλάβει τον ρόλο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή (από το 2013 έως το 2018), οργανώνοντας αφιερώματα σε σπουδαίες φιγούρες της γαλλικής Nouvelle League και στο σινεμά της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Το 2018 ανέλαβε χρέη Καλλιτεχνικού Διευθυντή στην Μπερλινάλε για πέντε συναπτά φεστιβάλ (από το 2020 έως το 2024). Από τον Ιούνιο 2020 είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών.