Ας πάρουμε μια γεύση από όλες τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν την Παρασκευή 5 Ιουλίου, τέταρτη ημέρα του 3ου Evia Film Project, σε Αιδηψό, Αγία Άννα και Λίμνη:
Masterclass Εμίν Αλπέρ – Γιώργου Τσούργιαννη
Ο σκηνοθέτης Εμίν Αλπέρ, ένας από τους σημαντικότερους τούρκους σκηνοθέτες της εποχής μας, βρέθηκε στη Βόρεια Εύβοια για την προβολή της ταινίας του Μέρες ξηρασίας που απέσπασε το Βραβείο Κοινού Fischer για ταινία του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια» του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στο πλαίσιο της παρουσίας του στο 3ο Evia Film Project, ο Εμίν Αλπέρ παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 5 Ιουλίου, στην Αγία Άννα, μαζί με τον διακεκριμένο έλληνα παραγωγό Γιώργο Τσούργιαννη, συμπαραγωγό της ταινίας του Μέρες ξηρασίας. Μίλησαν για το τι σημαίνει να κάνει κανείς σινεμά σε καιρούς και τόπους αβεβαιότητας και να σκέφτεται εναλλακτικάπροκειμένου να προσπεράσει απρόβλεπτους περιορισμούς.
Το masterclass προλόγισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, μιλώντας για την πρώτη φορά που ήρθε το Φεστιβάλ στη Βόρεια Εύβοια πριν τρία χρόνια και τη διαδικασία αναζήτησης χώρου για τη διεξαγωγή των σεμιναρίων στα οποία θα συμμετείχαν οι φοιτητές του ΕΚΠΑ: «Όταν επιλέξαμε τα Κανατάκια, πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί κάνουμε τα σεμινάρια σε μια ταβέρνα. Εμείς σκεφτήκαμε όμως κάτι το οποίο γνωρίζουν καλά οι καθηγητές και φυσικά η Πρόεδρος του Φεστιβάλ, Ελευθερία Θανούλη, καθηγήτρια Θεωρίας Κινηματογράφου στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ: ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν έχει να κάνει με τα ντουβάρια, αλλά με το πάθος και την αγάπη για μάθηση», τόνισε. Συνεχάρη τους φοιτητές και τους καθηγητές για το εξαιρετικά υψηλό γνωστικό επίπεδο και καλωσόρισε και 12 φοιτητές από τη σχολή του ΑΝΤ1, σε μια πρωτοβουλία του Φάνη Μουρατίδη.
Αμέσως μετά, καλωσόρισε τον «γενναίο μας γείτονα και φίλο του Φεστιβάλ», Εμίν Αλπέρ, τον σπουδαίο παραγωγό Γιώργο Τσούργιαννη που έχει στο ενεργητικό του ταινίες όπως ο Κυνόδοντας, αλλά και τον συντονιστή της συζήτησης, συνεργάτη του Φεστιβάλ και συγγραφέα, Γιάννη Παλαβό.
Ο Γιάννης Παλαβός ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του και έκανε μια συνοπτική παρουσίαση της δουλειάς του Εμίν Αλπέρ, αναφέροντας ότι έχει κάνει τέσσερις ταινίες που έχουν ταξιδέψει στα μεγαλύτερα Φεστιβάλ του κόσμου, έχοντας κερδίσει έναν αριθμό βραβείων. Αρχικά, ρώτησε τους δύο ομιλητές πώς γνωρίστηκαν, και ο Εμίν Αλπέρ διηγήθηκε την γνωριμία τους σε ένα pitching platform το 2016, όπου παρουσίαζε το Tale of Three Sisters. O Γιώργος Τσούργιαννης θυμήθηκε πως είχαν αμέσως χημεία μεταξύ τους και πως την εποχή εκείνη η Ελλάδα δεν ήταν μια προφανής επιλογή για χώρα συμπαραγωγής. «Οι ταινίες του Εμίν ήταν για μένα μια φοβερή ανακάλυψη, κάτι φοβερό, στο οποίο ήθελα να λάβω μέρος», δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Συναντάς πολλούς παραγωγούς, αλλά με ελάχιστους από αυτούς έχεις καλή χημεία», συμφώνησε ο Εμίν Αλπέρ. Ανέφερε πως με τον Γιώργο Τσούργιαννη μοιράζονται παρόμοια οπτική στα πράγματα και έχουν εξαιρετική σχέση. Η επαγγελματική αυτή σχέση διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια, παρά τις τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών. Και οι δύο συμφώνησαν πως αυτό δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο σχολιασμού. Μάλιστα, ο Γιώργος Τσούργιαννης σχολίασε πως οι δύο αυτές κοινωνίες έχουν πολλά κοινά σημεία και πως οι δύο λαοί ταυτίζονται σε πολλά πράγματα ο ένας με τον άλλον.
Σχετικά με τον ρόλο του παραγωγού, ο Γιώργος Τσούργιαννης ανέφερε ότι στόχος είναι «να βοηθήσει το έργο να καρποφορήσει και, ειδικά στο arthouse σινεμά, να προστατέψει το όραμα του δημιουργού. Ο ρόλος του παραγωγού έχει σχέση με τη δημιουργία ενός κοινού λεξιλογίου και διευκολύνει την ουσιαστική επικοινωνία με τους δημιουργούς».
Ο Εμίν Αλπέρ δήλωσε πως η μόνη ευκαιρία να απομακρυνθείς πραγματικά από το σενάριο της ταινίας σου, είναι να δεχτείς μια ουσιαστική κριτική: «Είναι κρίσιμο αυτή η κριτική να προέρχεται από άτομα που εμπιστεύεσαι. Τα πολλά λόγια πολύ νωρίς μπορεί να μπερδέψουν τους νέους κινηματογραφιστές. Ο Γιώργος Τσούργιαννης είναι ένας από τους ανθρώπους που εμπιστεύομαι. Διαβάζω πάντα τα λεπτομερή σχόλιά του, κι ύστερα κάνω διορθώσεις». Στη συνέχεια, αστειεύτηκε με τις προσπάθειες του AI να γράψει ένα σενάριο στο δικό του ύφος: «Παρά τις προσπάθειές μου, η τεχνητή νοημοσύνη δυστυχώς έδωσε χαρμόσυνο τέλος στην ιστορία».
Τόνισε πως η διαδικασία του σεναρίου έχει να κάνει κυρίως με την υπομονή. Σημείωσε ότι ο ίδιος γράφει το πρώτο προσχέδιο πολύ γρήγορα, μέσα σε 2-3 εβδομάδες. Στη συνέχεια, ξεκινάει τις διορθώσεις. Κάνει ένα διάλειμμα δύο μηνών για να απομακρυνθεί από αυτό που έχει γράψει και επιστρέφει με νέα οπτική. «Το σενάριο συνεχίζει να αλλάζει και στη διαδικασία του μοντάζ. Νιώθω πως το μόνο που σταματά πραγματικά τις αλλαγές σε μια ταινία, είναι η πρόσκληση από ένα Φεστιβάλ», σχολίασε. Πρόσθεσε πως, συνήθως μετά από 4-5 μήνες αλλαγών, νιώθει πως επιτέλους έχει εξαντλήσει όλες τις πιθανές εναλλακτικές ενός σεναρίου.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στα προβλήματα που είχε με το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας, για τα γυρίσματα για τις Μέρες ξηρασίας. Είπε ότι αναγκάστηκε να δώσει πίσω τα χρήματα που του χορηγήθηκαν, επειδή το υπουργείο δεν ήταν ευχαριστημένο με τις αλλαγές που έγιναν στην ταινία μετά το αρχικό προσχέδιο: «Κατηγορήθηκα για το ομοερωτικό περιεχόμενο της ταινίας μου, γιατί η ομοφοβία στην Τουρκία είναι πλέον η επίσημη πολιτική πρακτική», σχολίασε, σημειώνοντας, όμως, ότι η υποδοχή της ταινίας από το κοινό ήταν ιδιαίτερα συγκινητική.
Σχετικά με τις δυσκολίες στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή, ο Γιώργος Τσούργιαννης σχολίασε πως, σε γενικές γραμμές, τα πράγματα κυλάνε ομαλά, αλλά νιώθει πως μπορούν να εκτροχιαστούν ανά πάσα στιγμή: «Συχνά παλεύω με αλλόκοτες διατάξεις του νόμου και ζηλεύω τους δυτικούς ομόλογούς μου. Η Δύση ήταν ανέκαθεν μια φαντασίωση στην οποία υπέκυπτα. Αναγκάστηκα, όμως, να δουλέψω τόσο σκληρά για να ξεπεράσω διάφορα εμπόδια, που πλέον έχω γίνει πεισματάρης και αναρωτιέμαι: αν φύγουμε όλοι, ποιος θα μείνει πίσω;» Προσέθεσε πως αναζητεί συνεχώς συμπαραγωγούς γιατί οι δυνατότητες χρηματοδότησης στην Ελλάδα είναι περιορισμένες.
Ο Εμίν Αλπέρ σχολίασε πως κάθε χώρα έχει τα προβλήματά της, αλλά στην Τουρκία τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά: «Μερικές φορές, από τις διάφορες καθυστερήσεις και τα εμπόδια, καταλήγω να αισθάνομαι σαν επενδυτής ή γραφειοκράτης. Συχνά σταματώ να αισθάνομαι καλλιτέχνης και αυτό είναι εξαντλητικό. Έχω φτάσει στο κατώφλι νευρικού κλονισμού πολλές φορές», δήλωσε. Και πρόσθεσε: «Έχω σκεφτεί να φύγω από την Τουρκία. Υπάρχουν, όμως, δύο τύποι ανθρώπων: αυτοί που μπορούν και αυτοί που δεν μπορούν να ζήσουν στο εξωτερικό. Εγώ ανήκω στους δεύτερους».
Ο Γιώργος Τσούργιαννης συμβούλεψε τους νέους εκκολαπτόμενους κινηματογραφιστές να παίρνουν τον χρόνο τους στη δημιουργία μιας ταινίας και να μην αποθαρρύνονται από τις δυσκολίες αυτής της δουλειάς. Τόνισε την ανάγκη να αναζητήσουν καταφύγιο στους συμφοιτητές τους και μελλοντικούς συνεργάτες τους. Με την ανθρωποκεντρική αυτή προσέγγιση συμφώνησε και ο Εμίν Αλπέρ, τονίζοντας πως η αλληλεγγύη είναι τρομερά σημαντική σε αυτή τη δουλειά: «Βρείτε φίλους και όχι συνεργάτες. Προετοιμάστε τον εαυτό σας για μια αναπόφευκτη απογοήτευση. Οι ταινίες σας μπορούν να εξαφανιστούν ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Μην πτοείστε. Αν είστε ιδιαίτερα εύθικτοι και ευάλωτοι, μην κάνετε αυτή τη δουλειά. Και το χειρότερο, το οποίο δυστυχώς έχω παρατηρήσει σε ανθρώπους που γεύτηκαν την αποτυχία, είναι ότι γέμισαν κακία. Σας παρακαλώ, μην γίνετε μοχθηροί. Μην αφήσετε την απογοήτευση να σας πικράνει με τρόπο μη αναστρέψιμο». Σχετικά με το τι αναζητεί σε έναν σκηνοθέτη, ο Γιώργος Τσούργιαννης είπε ακολουθεί την ανθρωποκεντρική προσέγγιση που ανέφερε και νωρίτερα: «Χωρίς να υποτιμώ τη σημασία του περιεχομένου μιας ιδέας, είναι πολύ σημαντικό για εμένα τι άνθρωπο έχω απέναντί μου και πώς μου επικοινωνεί την ιδέα του», τόνισε.
Ο Εμίν Αλπέρ έδωσε ορισμένες συμβουλές στους φοιτητές: «Να είστε ρεαλιστές με τα σενάριά σας, ειδικά στην αρχή. Εγώ έχω πάντα 2-3 σενάρια ως εναλλακτική, ακόμη και τώρα. Συχνά αισθάνομαι σαν εργολάβος με όλα αυτά τα σχέδια που καταστρώνω, αλλά δυστυχώς είναι κομμάτι της δουλειάς», αστειεύτηκε. «Τα τελευταία χρόνια, το στοίχημά μας ως κινηματογραφιστές, αλλά και ως μέλη της κοινωνίας είναι να προστατεύσουμε τη Δικαιοσύνη. Το πρώτο πράγμα στο οποίο επιτίθενται όλα τα καταπιεστικά καθεστώτα είναι η Δικαιοσύνη. Ο νόμος βάζει εμπόδια στο δρόμο τους. Στη χώρα μου είμαστε συνεχώς μάρτυρες κατάφωρων αδικιών. Εγώ με το σινεμά μου θέλω να είμαι κομμάτι αυτού του σεμνού αγώνα κατά των καταπιεστών», τόνισε.
«Έκρυβα για πολλά χρόνια τα όνειρά μου», δήλωσε λίγο πριν το τέλος, σχετικά με τη δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες καλλιτέχνες. «Έκανα μια κανονική δουλειά, αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ο μόνος τρόπος να γίνω πραγματικά ευτυχισμένος ήταν να γυρίσω μια ταινία. Από μικρός ονειρευόμουν να φτιάχνω ιστορίες και ταινίες», παραδέχτηκε.
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στην αξία του pitching στη δουλειά του, σημειώνοντας ότι, αν και ο ίδιος δεν το απολαμβάνει, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο: «Όταν ακούς την ίδια σου την ιστορία, παρουσιάζοντάς τη σε άλλους, καταλαβαίνεις αν έχεις δημιουργήσει κάτι πραγματικά βαρετό, ή, αντιθέτως, κάτι πραγματικά συναρπαστικό».
Masterclass Κατερίνας Μπέη
Η Κατερίνα Μπέη, αγαπημένη σεναριογράφος μεγάλων επιτυχιών του κινηματογράφου όπως Φόνισσα, Ευτυχία, αλλά και της τηλεόρασης όπως Τα καλύτερά μας χρόνια κ.ά. παρέδωσε ένα masterclass στην Αγία Άννα για το πόσο εύκολο είναι να βάλεις στο χαρτί τις σκέψεις σου και πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύεις ότι αυτό αρκεί. Μίλησε για τη συνεργασία σεναριογράφου, σκηνοθέτη/-ριας και παραγωγού, ενώ αναφέρθηκε και στις ομοιότητες και τις διαφορές που έχει ένα σενάριο γραμμένο για την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο.
Το masterclass προλόγισε η Ελένη Ανδρουτσοπούλου, επικεφαλής του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου: «Φιλοξενούμε μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες σεναριογράφους, τόσο του κινηματογράφου όσο και της τηλεόρασης, με πολλές συνεργασίες με καταξιωμένους σκηνοθέτες και παραγωγούς», είπε, καλωσορίζοντας την Κατερίνα Μπέη.
Η Κατερίνα Μπέη καλωσόρισε τους φοιτητές. Αρχικά, είπε πως η ίδια είναι αυτοδίδακτη και δεν είχε την τύχη να σπουδάσει σενάριο. Αναφερόμενη στα όσα είναι σημαντικά για εκείνη για να ξεκινήσει να γράφει ένα σενάριο, είπε ότι υπάρχουν τέσσερις βασικοί πυλώνες: η ιδέα, οι χαρακτήρες, το κρυμμένο νόημα και το τέλος.
Τόνισε τη σημασία του να έχει κανείς τα αυτιά του ανοιχτά και να ακούει, καθώς και τη σημασία του να επικοινωνεί με κάθε τρόπο με το περιβάλλον. «Πλέον, εξαιτίας του διαδικτύου, έχουμε πρόσβαση σε συνθήκες και ανθρώπους που δεν θα συναντούσαμε αλλιώς. Είναι δώρο αυτό για εμάς που γράφουμε», υπογράμμισε. Συμβούλεψε τους φοιτητές να παρακολουθήσουν σειρές ριάλιτι για να παρατηρήσουν τις κινήσεις και τις αντιδράσεις των παικτών για το χτίσιμο ενός χαρακτήρα και τους πρότεινε να διαβάσουν βιβλία ψυχολογίας για τον ίδιο λόγο. «Οτιδήποτε σχετικό με τον άνθρωπο είναι πολύ σημαντικό για τη δουλειά αυτή», τόνισε.
Σχετικά με τους χαρακτήρες μιας ταινίας ή μιας σειράς, είπε: «Δεν θέλουμε χαρακτήρες χάρτινους, αλλά ολοκληρωμένους. Πολλές φορές ο ίδιος ο χαρακτήρας γεννάει τη δράση και την πλοκή και αν τον γνωρίζεις καλά, τότε σου ανοίγει το πεδίο». Παρακίνησε τους φοιτητές να αναρωτιούνται συνεχώς τι ακριβώς μπορεί να ξυπνάει σε κάθε άνθρωπο το σενάριο που γράφουν και να προσπαθούν να συνδέονται ψυχικά με την ιστορία τους.
Δήλωσε, επίσης, πως, αν και η ίδια ακολουθεί τους τέσσερις πυλώνες που προαναφέρθηκαν για να ξεκινήσει το γράψιμο, υπάρχουν άλλοι σεναριογράφοι που δεν γράφουν έτσι. Σημείωσε ότι κάποιοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο και περισσότερα στοιχεία και τόνισε ότι όταν κάποιος ξεκινά να γράφει σενάρια, είναι καλύτερο να έχει πολλά στοιχεία που θα τον βοηθήσουν στον σχηματισμό της ιστορίας.
Σχετικά με το πότε τελειώνει μια ιστορία, μοιράστηκε με τους φοιτητές ένα κόλπο που θα τους βοηθήσει να δουν εάν είναι άρτιο αυτό που έχουν γράψει και αν είναι σωστά δομημένο: «Αφού τελειώσετε το σενάριο, κάντε μια τυχαία επιλογή σκηνής, διαβάστε την αποκομμένη και αναρωτηθείτε: αν έφευγε από το σενάριο, θα υπήρχε τρύπα; Αν όχι, πρέπει να το ξαναδουλέψετε». Τόνισε την παράμετρο αυτή, σημειώνοντας ότι πιστεύει σθεναρά πως κάθε λεπτομέρεια στο σενάριο πρέπει να εξυπηρετεί την εξέλιξη της δράσης, διαφορετικά, δεν έχει ρόλο εκεί.
Αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία του να μην περιμένει κανείς την έμπνευση. Είπε ότι όσο την κυνηγάς, τόσο πιο γρήγορα έρχεται, όσο τη σκέφτεσαι το βράδυ στον ύπνο σου και της αφιερώνεις χρόνο, τόσο κατεβαίνουν οι ιδέες: «Βάλτε πρόγραμμα στον εαυτό σας. Αποφασίστε έναν αριθμό σελίδων και γράψτε τόσες κάθε μέρα. Φροντίστε την έμπνευση για να σας φροντίσει κι αυτή». Διαβεβαίωσε τους παρευρισκόμενους πως με τη δουλειά, μπορούν να εξελίσσουν αυτό που κάνουν.
Στο σημείο αυτό, έδειξε ορισμένα αποσπάσματα από τις ταινίες Ευτυχία και Φόνισσα και αναφέρθηκε στις αλλαγές από το αρχικό κείμενο του Παπαδιαμάντη, ή ορισμένα στοιχεία της ζωής της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, για να τα μεταφέρει καλύτερα στη σημερινή εποχή και να διευκολύνει τις ανάγκες της ταινίας. Τόνισε πως η βιογραφία είναι ένα φοβερά δύσκολο είδος, κυρίως γιατί καλείσαι να στριμώξεις μια ολόκληρη ζωή μέσα σε λίγες ώρες. Είναι δύσκολη και γιατί κάθε άνθρωπος που βιογραφείται έχει συγγενείς, οι οποίοι έχουν μνήμες και διαφορετικές θεωρήσεις της πραγματικότητας: «Στη βιογραφία νιώθω πως βρίσκομαι συνεχώς σε απολογητική θέση», δήλωσε.
Συμβούλεψε τους μελλοντικούς σεναριογράφους να είναι έτοιμοι να κάνουν πίσω, να κρατάνε τις ισορροπίες και να μην προτάσσουν ακραία το «εγώ» τους: «Να είστε έτοιμοι να διαπραγματευτείτε για πέντε, αλλά να έχετε στο νου σας να κρατήσετε δύο. Δεν γίνεται να μην κοπεί τίποτα. Δεν είναι έτοιμος ο κόσμος να δεχτεί τα αριστουργήματα ατόφια», αστειεύτηκε.
Στη συνέχεια, μίλησε για τις περιπτώσεις όπου ο σεναριογράφος υπηρετεί το όραμα ενός σκηνοθέτη, δουλεύοντας με ανάθεση. Εκεί, ο σεναριογράφος πρέπει να βρει τρόπους να τον ικανοποιήσει, χωρίς να προσβληθεί η αισθητική του, είπε. «Σε αυτή τη δουλειά, συχνά καλούμαστε να απολογηθούμε -σε παραγωγούς και σε κανάλια. Ωστόσο, μάθετε να κάνετε πίσω σε κάποια πράγματα» συμβούλεψε τους φοιτητές. «Δεν είναι μόνο δικό σας παιδί -υπάρχουν πολλές “μητέρες”. Πολλά από τα σχόλια που θα ακούσετε θα είναι αναξιόλογα, αλλά κάποια θα είναι χρήσιμα», τόνισε.
Δήλωσε πως η ίδια δεν διαχωρίζει τον κινηματογράφο από την τηλεόραση και πρόσθεσε πως «η τηλεόραση σε ενηλικιώνει, είναι μεγάλο σχολείο». Στην τηλεόραση υπάρχει πίεση χρόνου και φοβερές απαιτήσεις και ο/η επαγγελματίας σεναριογράφος καλείται να αναπτύξει ταχύτητα και επικοινωνιακές δεξιότητες.
Τόνισε πόσο σημαντικό είναι να γίνεται ο διαμερισμός των ειδικοτήτων και ανέφερε πως τα τελευταία χρόνια φαίνεται να πηγαίνουν καλύτερα οι ταινίες που έχουν ξεχωριστό σκηνοθέτη και σεναριογράφο. Παραδέχτηκε, επίσης, πως, συχνά δανείζεται στοιχεία από άτομα στην προσωπική της ζωή και τα προσθέτει στους χαρακτήρες της. Ανέφερε πως οι καλύτεροι χαρακτήρες δεν είναι ένα copy-paste πραγματικών ανθρώπων, αλλά αντιθέτως δανείζονται στοιχεία από πολλά μέτωπα για να γίνουν πολυσχιδείς και ενδιαφέροντες.
Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το αν συμφωνεί με τον Θάνατο του Συγγραφέα του Ρολάν Μπαρτ, την θεωρία που υποστηρίζει ότι, αφού κάτι ολοκληρωθεί στην κειμενική του μορφή από τον συγγραφέα και κυκλοφορήσει, οι αναγνώσεις του ανήκουν αποκλειστικά στο αναγνωστικό κοινό και φεύγει από τον έλεγχό του, η κυρία Μπέη συμφώνησε. «Μου είναι φοβερά ευχάριστο γιατί όλες οι διαφορετικές αναγνώσεις με κάνουν να αισθάνομαι πως η γραφή μου είναι πολυδιάστατη. Η μόνη αποτυχία που αναγνωρίζω είναι η περίπτωση στην οποία κάτι φοβερά δομικό στο σενάριο δεν γίνεται κατανοητό. Η διαφορετική κατανόηση μιας πράξης ενός ήρωα είναι, φυσικά, καλοδεχούμενη».
Τέλος, προέτρεψε τους φοιτητές να χτυπάνε πόρτες και να στέλνουν άφοβα τη δουλειά τους σε εταιρείες παραγωγής: «Ίσως να μην σας επιλέξουν αμέσως, αλλά θα κρατήσουν τα στοιχεία σας και ίσως σας προτιμήσουν όταν ψάχνουν μια σεναριακή ομάδα στο μέλλον». Ολοκληρώνοντας, είπε πως για την ίδια «η επιμονή είναι πιο σημαντική από το ταλέντο».
Masterclass Παντελή Παντελόγλου
Ο Παντελής Παντελόγλου, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Παιδικού Κινηματογράφου παρέδωσε την Παρασκευή 5 Ιουλίου masterclass στην Αγία Άννα, επιχειρώντας μια διαδρομή στον κινηματογράφο από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα, με στόχο τον εντοπισμό των κεντρικών και αμετάβλητων σημείων αυτής της σχέσης, αλλά και των ριζικών αλλαγών που δεν σταματούν ποτέ, εστιάζοντας κυρίως στην ελληνική πραγματικότητα.
Αρχικά, ο κύριος Παντελόγλου καλωσόρισε τους φοιτητές και το κοινό στην εκδήλωση και αμέσως ρώτησε ποια ήταν η πρώτη τους αμιγώς κινηματογραφική εμπειρία. Οι περισσότεροι ανέφεραν κάποια παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων και ο κ. Παντελόγλου είπε πως αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς υπάρχει ένα ισχυρό κομμάτι της αγοράς, το οποίο τροφοδοτείται από τα παιδιά ως θεατές και συνδέεται με το mainstream του κινηματογράφου και το Hollywood.
Πηγαίνοντας πίσω στις απαρχές του κινηματογράφου, είπε πως είναι μια τέχνη σχετικά καινούργια, περίπου 130 χρόνων και σημείωσε ότι δεν επικρατούσε ανέκαθεν η σημερινή αντίληψη για αυτήν. Ο κινηματογράφος απέκτησε πρόσφατα μια δική του γλώσσα, τόνισε. Αρχικά, ήταν ένα προϊόν, ένας διάλογος μεταξύ των δημιουργών που πειραματίζονταν τεχνικά και εμπορικά και του κοινού που πρωτοβίωνε την εμπειρία της θέασης στα νέα φορμάτ. Το σινεμά των αδελφών Lumiere περιλάμβανε είτε ρεαλιστικές απεικονίσεις, είτε οπτικά τρικ και οφθαλμαπάτες. Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή μαγεύονταν από αυτές τις πρακτικές, οι θεατές είχαν ατόφια την παιδικότητά τους, ήταν ανοιχτοί στην εμπειρία του κινηματογράφου. Ο κ. Παντελόγλου τόνισε ότι εμείς είμαστε υποψιασμένοι, λόγω εμπειρίας στα οπτικοακουστικά μέσα. Τα παιδιά όμως όχι.
«Η συζήτηση για το παιδί και το σινεμά περιλαμβάνει τη συζήτηση για τη μαγεία του σινεμά. Το σινεμά είναι κατασκευή. Έχει απήχηση, επηρεάζει τις αντιλήψεις του κόσμου, ακόμη και τον παραπλανεί. Μεταβάλλει μια στατική κοινωνία σε μια πιο δυναμική», σχολίασε.
Ο κ. Παντελόγλου ανέφερε πως αμέσως με το ξεκίνημα του σινεμά, πολλοί συνέδεσαν το νέο μέσο και ειδικά τις πιο «ρεαλιστικές» παραγωγές του με την εκπαίδευση και με τη μόρφωση ευρύτερα. Στην Ελλάδα, πρόσωπα όπως ο Κωστής Παλαμάς ή ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψαν για τον κινηματογράφο και την προοπτική της σύνδεσής του με τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας (κυρίως την εκπαίδευση) ήδη στα 1915-16. Ανέφερε πως το πρώτο καταγεγραμμένο ελληνικό σχολείο που οργάνωσε προβολές για παιδιά το 1916 ήταν το ιδιωτικό «Πρότυπον Εκπαιδευτήριον Κωνσταντινίδου» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας των Αθηνών, όπου εργαζόταν πλήθος προοδευτικών εκπαιδευτικών. Οι πρώτες αυτές οργανωμένες προσπάθειες για να δοθεί στα παιδιά αξιόλογο περιεχόμενο, ήρθαν σε τριβή με τις «τάσεις της αγοράς», το mainstream της εποχής, αλλά και την λογοκρισία.
Στο θέμα παιδί και σινεμά, ειδικότερη σημασία στα χρόνια του μεσοπολέμου είχε το γυναικείο κίνημα, το οποίο δεν είχε ακόμη δικαίωμα ψήφου, σημείωσε. Αυτό το σύμπλεγμα ενδιαφερόμενων, το γυναικείο κίνημα, οι δημοτικιστές, οι σοσιαλιστές και οι προοδευτικοί εν γένει, βρισκόταν σε επαφή με το εξωτερικό, μεταφέροντας εμπειρία από και προς τα έξω.
Πρόσθεσε πώς το σινεμά κέρδισε κατά κράτος, παρά τις συντηρητικότερες αντιδράσεις. Επί δικτατορίας Παγκάλου, το 1926, η Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας οργάνωνε παιδικές κινηματογραφικές παραστάσεις. Το μοντέλο επαναλαμβάνεται σε διάφορες στιγμές πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το οργανωμένο σχολείο επιχείρησε να βρει λύσεις πρόσβασης σε κινηματογραφικές μηχανές και ταινίες εκπαιδευτικού περιεχομένου. Την μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα, υπήρξε μια εγχώρια βιομηχανία με αξιόλογη ελληνική παραγωγή. Το σινεμά ψυχαγωγούσε άπαντες, αλλά δεν βρήκε χώρο στο σχολείο (αν και αντλούσε θεματικές από την ελληνική σχολική ζωή).
Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε στην εκατέρωθεν καχυποψία του κρατικού μηχανισμού εκπαίδευσης από τη μία και των καλλιτεχνών του κινηματογράφου από την άλλη, η οποία κράτησε μέχρι και πολύ πρόσφατα, στη δεκαετία του ’90: «Η καχυποψία αυτή καταλήγει στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της αποσύνδεσης εκπαίδευσης και σινεμά την εποχή της πρώτης μεταπολίτευσης. Οι μεν δεν ενδιαφέρονται για τους δε, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων που προσπαθούν να σπάσουν τα αόρατα τείχη της εκπαίδευσης», σχολίασε. Ανέφερε, επίσης, πως η τηλεόραση και το βίντεο δεν μπήκαν ποτέ στο ελληνικό σχολείο και πως οι σημαντικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’90 (πρόγραμμα Μελίνα, Πάμε Σινεμά;) δεν ήταν εφικτό να φτάσουν σε όλους τους μαθητές, ελλείψει πόρων.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη δράση του Φεστιβάλ Ολυμπίας, οι άνθρωποι του οποίου έστησαν τη δική τους δραστηριότητα πάνω σ’ αυτό το γιγαντιαίων διαστάσεων έλλειμμα και κατάφεραν, τελικά, να χτίσουν έναν οργανισμό με άποψη για το ζήτημα της σύνδεσης της τέχνης του σινεμά με τα παιδιά και με την εκπαίδευση. Ο κύριος Παντελόγλου αναφέρθηκε στην ανάγκη να δουν τα παιδιά δημιουργικό σινεμά και να αποκτήσουν μια αισθητική αγωγή. Στη συνέχεια, έκανε μια σύντομη παρουσίαση των δράσεων του Φεστιβάλ Ολυμπίας αλλά και των δυνατοτήτων συνεργασίας με αυτό.
Ο κύριος Παντελόγλου αναφέρθηκε, έπειτα, στα σημερινά οπτικοακουστικά μέσα και τις καταιγιστικές τους εξελίξεις: «Σήμερα τα περισσότερα πράγματα καθορίζονται από τους πολύ μεγάλους παίκτες, τόσο στην παραγωγή (κυρίως τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο), όσο και στη διανομή (οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους απ’ τις Big Tech). Καθημερινές χρήσεις των οπτικοακουστικών ελέγχονται από αλγορίθμους και οι εμπορικοί πειραματισμοί έχουν πολύ άμεσες συνέπειες σε μεγάλα ακροατήρια. Τα οπτικοακουστικά έργα που παρακολουθούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα φτιάχνουμε οι ίδιοι, τα διανέμουμε χωρίς να πληρωνόμαστε και μάλιστα πληρώνουμε οι ίδιοι για να τα δούμε», σχολίασε.
Κατέληξε στο συμπέρασμα πως το προοδευτικό αίτημα του μεσοπολέμου για συνεκτική προσφορά και χρήση του σινεμά στην παιδική ηλικία παραμένει και γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο: «Θα ήταν λάθος να βλέπουμε τη νέα κατάσταση ως πρωτοφανή, γιατί τα κίνητρα της ύπαρξής της δεν είναι και τόσο διαφορετικά από τα ιστορικά κίνητρα της εμπορικής κινηματογραφικής παραγωγής, ούτε οι φορείς που υλοποιούν τη σημερινή συνθήκη διαφέρουν ριζικά ως προς τις προθέσεις τους», είπε.
Τέλος, σε ερώτηση του ακροατηρίου σχετικά με το αν έχει πέσει το επίπεδο της παραγωγής παιδικών ταινιών σε σχέση με παλιά και αν η γλώσσα επικοινωνίας με τα παιδιά έχει απλοποιηθεί, ο κύριος Παντελόγλου απάντησε πως αυτό όντως ισχύει: «Τα ευρωπαϊκά στούντιο προσπαθούν να μιμηθούν τα αμερικανικά και καταλήγουν με ένα ανάλογο αποτέλεσμα, με πολύ μικρότερο μπάτζετ. Αντί να διαφοροποιηθούν, δυστυχώς ομογενοποιούνται», ολοκλήρωσε, καταδεικνύοντας την ανάγκη να πάρουμε το παιδί στα σοβαρά.