Οι ταινίες του διεθνώς αναγνωρισμένου δημιουργού Δημήτρη Παπαϊωάννου, Nowhere (Director’s Cut) και Πρώτη ύλη, ολόκληρο το έργο σε δεκαεπτά λεπτά, προβλήθηκαν την Τετάρτη 13 Μαρτίου, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο του spotlight που φιλοξενεί το 26ο ΦΝΘ στον σπουδαίο έλληνα καλλιτέχνη. Μετά την προβολή ακολούθησε Q&A με το κοινό. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υπογράφει το σχέδιο της αφίσας της φετινής διοργάνωσης και παρουσιάζει τη βίντεο εγκατάσταση Inside, καθώς και το backstage video Backside, στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών. Στο Φεστιβάλ προβλήθηκε, επίσης, το ντοκιμαντέρ Η καρδιά του ταύρου της Εύας Στεφανή, σε παραγωγή Onassis Culture ως work-in-progress, το οποίο ακολουθεί τη θεατρική παράσταση Εγκάρσιος Προσανατολισμός του Δημήτρη Παπαϊωάννου στις ευρωπαϊκές σκηνές, σε παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση.
Η ταινία Nowhere, σε σύλληψη, κινηματογράφηση και μοντάζ Δημήτρη Παπαϊωάννου, είναι μία κινηματογραφική εκδοχή της ομώνυμης θεατρικής παραγωγής, ανάθεση και παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου για τα εγκαίνια της ανακαινισμένης Κεντρικής Σκηνής το 2009, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του spotlight του 26ου ΦΝΘ. Το Primal Matter αποτελεί συμπυκνωμένη κινηματογραφική περίληψη της πρωτότυπης παραγωγής του Δημήτρη Παπαϊωάννου, Primal Matter, που παρουσιάστηκε το 2023 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Σε αυτή τη ζωντανή παράσταση, που είχε αρχική διάρκεια 1 ώρα και 15 λεπτά, συμμετείχαν οι Δημήτρης Παπαϊωάννου και Μιχάλης Θεοφάνους. Την κινηματογράφηση της παράστασης ανέλαβε ο Στέφανος Σιταράς, ενώ το μοντάζ της δεκαεπτάλεπτης εκδοχής είναι του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Πριν ξεκινήσει η προβολή των δύο ταινιών, τον λόγο πήρε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Καλησπέρα, σας καλωσορίζουμε σε ακόμα μια προβολή που αφορά αυτόν τον σημαντικό και καταπληκτικό καλλιτέχνη. Ένα αφιέρωμα που ξεκίνησε με την αφίσα του Φεστιβάλ και σήμερα θα αποκαλύψει άλλη μια πλευρά του πολύπλευρου ταλέντου του, εκτός από την εικαστική, τη σκηνοθετική, τη χορογραφική και την κινηματογραφική. Χωρίς περισσότερα λόγια, υποδεχόμαστε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου».
Παίρνοντας τον λόγο, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ανέφερε: «Υπάρχουν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, τρεις απόπειρες να αποθησαυριστεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα ζωντανό γεγονός, ώστε να μπορέσει κανείς να το ξαναζήσει διαφορετικά. Υπάρχει το Inside, το οποίο είναι ένα ακίνητο εξάωρο μονοπλάνο. Τώρα θα δείτε το Nowhere, μια 35λεπτη παράσταση που γύρισα με μια ερασιτεχνική κάμερα, από πολλές διαφορετικές γωνίες, στη διάρκεια διαφόρων παραστάσεων. Eπέλεξα τελικά να τις συνθέσω μόνο με μακρινά πλάνα, καταργώντας πλήρως τη μετωπική αντιμετώπιση που έχει ο θεατής και επιχειρώντας μια κυβιστική προσέγγιση του χώρου. Στη συνέχεια, θα παρακολουθήσουμε και ένα τρίτο δείγμα, το οποίο είναι από το Primal Matter, την αγαπημένη μου δουλειά. Την κινηματογράφηση έχει κάνει ο Στέφανος Σιταράς, με τη συμμετοχή του Νίκου Νικολόπουλου, ενώ το μοντάζ είναι δικό μου. Πρόκειται για μια δεκαεπτάλεπτη περίληψη της παράστασης που λειτουργεί ως συνεπτυγμένη εκδοχή. Υπάρχει και ένα τέταρτο δείγμα, δίπλα από το Inside, το Backside, όπου δεν υπάρχει η δέσμευση της αποτύπωσης ενός ζωντανού γεγονότος όπως στα άλλα τρία δείγματα. Το Βackside είναι γυρισμένο με μια κάμερα χειρός στον εξάωρο άθλο που έκαναν οι ερμηνευτές στο Inside, και εκεί βλέπει κανείς το γούστο μου στην κινηματογραφική γλώσσα».
Μετά την προβολή των ταινιών ακολούθησε συζήτηση με το κοινό. Σε ερώτηση του Ορέστη Ανδρεαδάκη για το πώς σχετίζεται η ανθρώπινη φιγούρα με το φόντο και πώς αυτό αποτυπώθηκε στη σκηνή, αλλά και κατά πόσο επηρεάστηκε από τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Τσαρούχη, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είπε: «Στο Εθνικό Θέατρο, που ξεκινούσε την καινούργια του εποχή, φαντάστηκα ότι χρειαζόταν ένα έργο για το ίδιο το θέατρο. Και επειδή εγώ δεν χρησιμοποιώ λόγο, αυτό που φαντάστηκα ότι είναι χρήσιμο ήταν η ίδια η μηχανή του θεάτρου, σαν ένα σύστημα καθρεφτίσματος της κοινωνίας στην σκηνή. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να προσπαθήσω να προσεγγίσω αυτό το θέμα ήταν αυτό που ονομάζουμε ανθρωπομετρία. Η ανθρωπομετρία εκφράζεται πολύ ωραία στα ιαπωνικά τετραγωνικά μέτρα, που ονομάζονται τατάμι, ένα μικρό ορθογώνιο στο οποίο χωράει μια ανθρώπινη φιγούρα. Πόσα τατάμι υπάρχουν σε ένα δωμάτιο; Προσπαθήσαμε να μετρήσουμε τον χώρο με βάση τον ανθρώπινο βηματισμό, το ξαπλωμένο ανθρώπινο σώμα, τη σχέση συσσώρευσης και απομονωσης, την πτωση. Το θέατρο έχει μαύρο φόντο, και όταν αποφασίζεις να μη χρησιμοποιήσεις σκηνικά, όπως στο Εθνικό Θέατρο, ως σκηνικό χρησιμοποιείται η μηχανή του θεάτρου. Τα πράγματα γίνονται τότε κυριολεκτικά σκούρα, διότι τα θέατρα είναι μαύρα. Έτσι, ανακύπτουν πολλά προβλήματα. Κινηματογραφώντας, ανακάλυψα ότι τα φώτα αντανακλούν στο πάτωμα με έναν τέτοιο τρόπο που, από άλλες γωνίες, οι σκιές και οι φιγούρες έγραφαν στην κάμερα και δημιουργούσαν μια αίσθηση που με ενδιέφερε περισσότερο. Δηλαδή, του ανώνυμου πλήθους, των μονάδων μέσα στον χώρο. Αυτό το στοιχείο συγγενεύει και με τα ζωγραφικά έργα του Ζάφου Ξαγοράρη, που ήταν ο εικαστικός μου συνεργάτης στο Nowhere».
Σχετικά με το κίνητρο που τον έκανε να αφήσει τη ζωγραφική και να προχωρήσει στο θέατρο, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε: «Για μένα, το κίνητρο έγινε πολύ σαφές όταν ήμουν γύρω στα 18 και είχα φύγει από το σπίτι μου, ζώντας στην Αθήνα και πουλώντας τα έργα ζωγραφικής μου. Σε μια τάξη και σε μία ηλικία στην οποία δεν ανήκα, δεν είχα κανέναν τρόπο να έχω επαφή με τους συνανθρώπους μου. Τα κόμικς ήταν το πρώτο βήμα να αποκτήσω άμεση επικοινωνία με τη γενιά μου. Να κάνω, δηλαδή, μια τέχνη που από τη φύση της είναι φτηνή και να μπορέσω, εκτός από την αναζήτηση της φόρμας, να μοιραστώ και κάποιες ιστορίες. Ήμουν τυχερός που έζησα την εποχή αυτών των περιοδικών, γιατί όταν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά οι ιστορίες μου, άρχισα να νιώθω ότι αποκτώ μια σύνδεση. Μέχρι που βρήκα το θέατρο, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό και άμεσο». Για τη σχέση του με την κίνηση σημείωσε ότι «κατάγεται από έναν καταπιεσμένο παιδικό-εφηβικό αθλητισμό. Στα δεκαεννιά μου συνάντησα τη Μαίρη Τσούτη, τη δασκάλα χορού μου, και όλη αυτή η ανεσταλμένη σωματικότητα βρήκε μια πόρτα και ελευθερώθηκε. Δεν έγινα ποτέ χορευτής, αλλά τη βιολογική ορμή και την πτυχή της φύσης μου να εκφράζομαι μέσα από την κίνηση, τη διοχέτευσα στη δουλειά μου. Ωστόσο, η δουλειά μου δεν είναι να κάνω κίνηση, είναι να δημιουργώ αυτά τα έργα ως δραματουργίες. Είμαι απλώς ο χορογράφος της δουλειάς μου».
Σε επόμενη ερώτηση, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε σχετικά με τον τρόπο που χτίζει ένα έργο: «Η διαδικασία της δημιουργίας είναι ένας χαοτικός αυτοσχεδιασμός μιας ομάδας ανθρώπων σε μερικές ιδέες. Η ευθύνη του σκηνοθέτη είναι να κάνει τους ανθρώπους να αισθανθούν πιο άνετα. Είμαστε, λοιπόν, μια ομάδα από τρελούς, που ασχολούμαστε με το πώς ακούγεται, για παράδειγμα, ένα χαρτάκι. Όλα αυτά τα βιντεοσκοπούμε και μαζεύουμε σιγά σιγά οτιδήποτε είναι κάπως ενδιαφέρον. Έπειτα από δύο μήνες ενός τέτοιου χαοτικού παιχνιδιού πλησιάζει η προθεσμία, και πρέπει να αποφασίσω, ως σκηνοθέτης, ότι κάτι πρέπει να φτιάξω με αυτά τα κομμάτια που έχω. Κάπως έτσι, αρχίζει για μένα η πιο δυσάρεστη διαδικασία, που έγκειται στο να προσπαθήσω να τα συνθέσω, αλλά και η ακόμα πιο δυσάρεστη διαδικασία: να αποφασίσω ότι αυτό το παιχνίδι της σύνθεσης έχει φτάσει στο τέλος του. Αυτό που είναι αληθινά δύσκολο είναι να παραδεχτώ ότι, δυστυχώς, και πάλι δεν είναι καλύτερο από αυτό που μπορώ να κάνω».
Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης επισήμανε ότι τα έργα του Δημήτρη Παπαϊωάννου είναι τρομερά ανοιχτά, ρωτώντας αν είναι κάτι που το επιδιώκει. «Το έργο είναι πολύ συγκεκριμένο. Το τι σημαίνει και το τι προκαλεί στον καθένα είναι κάτι το οποίο δεν θέλω να ελέγξω. Μάλιστα, θεωρώ ότι είμαι λίγο πιο συμβολικός απ’ όσο μου αρέσει στα έργα μου. Θα ήθελα να είμαι ακόμα πιο πολυδιάστατος. Μου αρέσει να είναι πολύ συγκεκριμένο αυτό που κάνω, για να είναι ανοιχτό. Να είναι μανιωδώς καθαρό, για να μπορέσει να καθρεφτίζει μέσα του τον κάθε άνθρωπο. Δεν θέλω να σημαίνει κάτι, δεν θέλω να διδάσκει κάτι. Δεν θέλω να έχω απόψεις, θέλω να έχω γυαλίσει απόλυτα αυτό που κάνω, για να μπορέσει να λειτουργεί ως καθρέφτης».
Σχετικά με την Πίνα Μπάους και το πώς αισθάνθηκε με το έργο που έφτιαξε, απάντησε: «Δυο φορές στη ζωή μου χρειάστηκε να απαντήσω θετικά σε κάτι επειδή θα το μετάνιωνα στο νεκροκρέβατό μου. Το πρώτο είναι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων και το άλλο είναι η Πίνα Μπάους. Αυτά είναι θανατικές καταδίκες. Μου μιλάτε για την Πίνα Μπάους, ενώ έχω κάνει άλλα δεκαεπτά έργα. Και όλοι οι Έλληνες μου λένε “τι ωραία τα έργα σας, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την Ολυμπιάδα”. Αυτή είναι ευλογία μεν, καταδίκη δε. Είναι κάποια πράγματα που, όταν η μοίρα σου σε φέρνει μπροστά τους, δεν μπορείς να μην πάρεις το ρίσκο. Το έργο με την ομάδα της Πίνα Μπάους ήταν δύσκολο, ιδιαίτερα ψυχοφθόρο, αλλά στο τέλος μεταλλάχθηκε σε μια αγαπητική εμπειρία τεραστίων διαστάσεων για εμάς και την ομάδα με την οποία δουλέψαμε. Είμαστε όλοι ευγνώμονες που το κάναμε. Είναι ένα έργο που δεν τελείωσε ποτέ, παρουσιάστηκε, όμως, πολλές φορές. Non Finito!». Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Με ρωτάτε προϋποθέτοντας ότι μου άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή καριέρα που απολαμβάνω τωρα. Σας ρωτω: ονομάστε μου έναν από τους καλλιτέχνες που έκαναν τελετή έναρξης. Το αντίθετο μάλιστα. Το παγκόσμιο σύστημα σύγχρονης τέχνης σνομπάρει οποιονδήποτε ασχολείται με τόσο εμπορικά θέματα. Δεν μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία για να κάνω καριέρα. Δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Πριν είκοσι χρόνια που συνέβη αυτό, αλλά και πριν από είκοσι τρία χρόνια, που μου έγινε η πρόταση, δεν είχε καμία σχέση ο κόσμος της βιομηχανίας του θεάματος με το σύστημα στο οποίο εγώ δούλευα. Εκείνος ο κόσμος χρειάζεται πάντα καλλιτέχνες για να κάνουν τη δουλειά, που είναι κανονική κρατική προπαγάνδα. Κάθε κράτος πουλάει τον πολιτισμό του, είναι μια ευκαιρία να κάνει ένα διαφημιστικό σποτ για το τι θέλει να είναι στον κόσμο. Απόλυτα θεμιτό, αλλά είναι μόνο αυτό. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την κάνει μόνο καλλιτέχνης, αλλά τέχνη δεν είναι».
Για την κινηματογραφική διάσταση του έργου του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου απάντησε: «Έχω γίνει ένας μανιώδης μοντέρ, προσπαθώ να δημιουργήσω μαρτυρίες της δουλειάς μου, οι οποίες να μην είναι τόσο βαρετές όσο μια απλή καταγραφή της παράστασης». Όσο για τη σχέση του με τον Γιώργο Λάνθιμο τόνισε τα εξής: «Τον Γιώργο τον εκτιμώ απεριόριστα, είμαι περήφανος που είμαι φίλος του. Όταν ήμασταν πολύ νεότεροι, γνωριστήκαμε μέσω του Κωνσταντίνου Ρήγου. Σε τέσσερις δικές μου παραστάσεις, την κινηματογράφηση την έχει κάνει ο ίδιος (Μήδεια, Δράκουλας, Ανθρώπινη Δίψα και Καταιγίδα)».
Για τον τρόπο που η φωνή του βοήθησε τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα να αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα, ο κ. Παπαϊωάννου απάντησε: «Δεν είχα ποτέ καμία πρόθεση να αφιερώσω τη ζωή μου στο να γίνω μία ακτιβιστική προσωπικότητα. Το έσκασα από το σπίτι μου δεκαοκτώ χρονών, γιατί ήθελα να γίνω καλλιτέχνης, που ήταν η φύση μου, και γιατί ήθελα να είμαι ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας, που είναι επίσης η φύση μου. Ηταν ζήτημα καθαρά προσωπικής αξιοπρέπειας. Έχω, επίσης, μια δυσκολία να με περιορίζουν. Από τη στιγμή που το έσκασα από το σπίτι μου και έγινα οικονομικά ανεξάρτητος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να βρεθώ σε κανένα περιβάλλον που να χρειάζεται να πω ψέματα για το ποιος είμαι. Και τα πράγματα ήταν πιο εύκολα από όσο νόμιζα. Εκτός από λίγο bullying σε καποιες περιπτωσεις, δεν συνάντησα κανένα ουσιαστικο πρόβλημα. Εκ των υστέρων, υπάρχουν γενιές και γενιές ανθρώπων που έρχονται -και με συγκινούν βαθύτατα- και μου εξηγούν ότι βοηθήθηκαν από την ύπαρξη της εργασίας μου και της προσωπικότητάς μου ώστε να αποδεχτούν τον εαυτό τους και να φανταστούν ότι μια τέτοια ζωή μπορεί να συμβεί χωρίς ενοχή. Η δημοφιλία μου έφτασε στο απόγειό της, όταν την επόμενη της τελετής έναρξης έγινα ένα είδος εθνικού ήρωα. Αποφάσισα να τοποθετήσω την ενέργεια αυτής της, άχρηστης κατά τα άλλα, φήμης σε κάτι που θεώρησα χρησιμο: Έδωσα την πρωτη συνεντευξη στο 10%, ένα περιοδικό της ομοφυλόφιλης κοινότητας. Σκέφτηκα ότι αν ψάχνει ένα παιδί στην επαρχία κάτι να του δώσει χαρά, θα νιώσει κάτι όμορφο αν αυτός που θεωρείται τώρα σταρ πανελλήνιας εμβέλειας θυμίσει ότι είναι ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος άνδρας. Δεν ήθελα ποτέ η δουλειά μου να χαρακτηριστεί ομοφυλόφιλη εργασία. Δεν ήθελα ποτέ η τέχνη μου να θεωρηθεί queer art. Ειδικά τώρα που είναι ιδιαίτερα της μόδας. Υπήρξα πάντοτε ανοιχτός και περήφανος ομοφυλόφιλος, δεν ήθελα όμως ποτέ να αναμείξω τον φυσικό ομοερωτισμό των έργων μου, με την παρεξήγηση ότι δουλεύω για ένα τμήμα της κοινωνίας, ενώ εγώ λαχταρώ να εργάζομαι για όλους τους συνανθρώπους μου. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του μεγάλου ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος είπε κάποτε: “Είμαι ερωτικός ποιητής και ασχολούμαι με το χωράφι του έρωτα που μου αναλογεί. Αν είμαι καλός ποιητής, η ποίηση θα το μεγαλώσει”. Αυτό τα έχει πει όλα. Σε αυτή την ηλικία που βρίσκομαι, έχω συγκινηθεί πολλές φορές από γενιές παιδιών που έρχονται και με ευχαριστούν για αυτό το πράγμα. Δεν το είχα ποτέ σκοπό. Ήθελα να ζήσω μια ζωή με αξιοπρέπεια. Εγώ έχω αφιερώσει τη ζωή μου στη δημιουργία, αλλά υπάρχει και αυτό το παράλληλο χωράφι του έρωτα, και νιώθω ευγνώμων που τα ’φερε έτσι η ζωή και προσέφερα ανακούφιση».