Στο πλαίσιο αφιερώματος του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο Storytelling, o σεναριογράφος Παναγιώτης Χριστόπουλος παρέδωσε masterclass την Κυριακή 5 Νοεμβρίου στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, με τίτλο «More is more: Χτίζοντας τον αφηγηματικό κόσμο μιας σειράς», όπου ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο χτίζονται ο κόσμος και η δομή μιας σειράς.
Ο Παναγιώτης Χριστόπουλος καλωσόρισε αρχικά το κοινό που βρέθηκε στην αίθουσα Παύλος Ζάννας: «Σήμερα, θα μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου όσον αφορά το πώς χτίζουμε τον αφηγηματικό κόσμο μιας σειράς, αλλά θα συζητήσουμε και για τις διαφορές που μπορεί να έχει η δουλειά που κάνουμε για να δομήσουμε την πλοκή μιας σειράς από την αντίστοιχη δουλειά που κάνουμε για μια ταινία. Αυτές οι σκέψεις προέκυψαν μέσα από την εμπειρία μου στο σινεμά και στις σειρές τα τελευταία χρόνια και είναι μια ευκαιρία να τις συζητήσουμε».
Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στο πώς διδάσκεται το μάθημα του σεναρίου στις σχολές κινηματογράφου, διευκρινίζοντας πως τα τελευταία χρόνια έχει ενταχθεί στο ακαδημαϊκό πρόγραμμα ειδικό μάθημα για το πώς γράφεται μια σειρά, πέρα από τα μαθήματα για τα σενάρια ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους. «Φυσικά, υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, αλλά εμείς θα εντοπίσουμε κυρίως τις διαφορές. Θα μιλήσουμε για κάποιες σειρές, αλλά και για τη δικιά μου σειρά και θα σας πω πώς προσέγγισα το γράψιμο και τη δομή της».
Στη συνέχεια, μίλησε για τις διαφορές ανάμεσα στο κινηματογραφικό σενάριο και το τηλεοπτικό σενάριο. «Η ταινία, όπως ξέρετε, ξεκινά συνήθως από μια επιθυμία, μπορεί να είναι κάποιος που θέλει να αποκτήσει κάτι, να απεγκλωβιστεί από κάπου, από ένα μέρος, από μια κατάσταση, από τον ίδιο του τον εαυτό, κάποιος θέλει να πάει κάπου, όπως στις ταινίες δρόμου, κάποιος θέλει να αποδείξει κάτι, να εξιλεωθεί ή απλώς να αναζητά τι θέλει να κάνει στη ζωή. Κάπως έτσι ξεκινάμε να γράφουμε, σχεδιάζουμε το περίφημο character arc, που αφορά τη διαδικασία την οποία θα ακολουθήσει ο ήρωας και πώς αυτή θα τον αλλάξει ή δεν θα τον αλλάξει και φυσικά εκεί αρχίζουν να μπαίνουν και κάποια επιμέρους στοιχεία, όπως άλλοι χαρακτήρες, ανταγωνιστικές δυνάμεις, σύμμαχοι, μέντορες, ήρωες με τις δικές τους υποπλοκές, που είτε υποβοηθούν την κυρίως πλοκή είτε φέρνουν εμπόδια. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις».
Επιπλέον, εξήγησε πως η κινηματογραφική αφήγηση έχει ως στόχο το «less is more», καθώς οτιδήποτε δεν είναι απολύτως απαραίτητο για την ιστορία πρέπει να κοπεί γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποπροσανατολιστεί ο θεατής, τονίζοντας παράλληλα πως σε μια ταινία πρέπει να υπάρχει συνοχή. Ωστόσο, οι εκδοχές της ιστορίας, χαρακτήρες, οι υποπλοκές που κόπηκαν από το τελικό σενάριο συγκροτούν κάτι μεγαλύτερο από την ίδια την πλοκή μιας ταινίας: τον αυτόνομο κόσμο που ο σεναριογράφος έχτισε με αγάπη. «Πολλά σενάρια καταλήγουν να έχουν περισσότερες κομμένες σκηνές από τις σκηνές που υπάρχουν όντως στο σενάριο. Μερικές φορές φτιάχνουμε περιφερειακούς χαρακτήρες που τους αφαιρούμε τελείως ή μερικώς από την ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι όταν φεύγει ένας τέτοιος περιφερειακός χαρακτήρας από το τελικό σενάριο, ο σεναριογράφος που τον έχει δημιουργήσει βιώνει ένα ιδιόρρυθμο πένθος».
Αμέσως μετά, εξήγησε πως το τηλεοπτικό σενάριο έρχεται για να προσφέρει καταφύγιο σε όλα αυτά τα «περιττά», τα οποία έχει ανάγκη. «Η σειρά είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από μια ταινία, οπότε πρακτικά πρέπει να γεμίσουμε αυτόν τον χρόνο με κάτι και θέλει πολύ μεγαλύτερη προετοιμασία για να γραφτεί. Συνεχίζοντας, άλλη μια διαφορά στην οποία έδωσε έμφαση ο Παναγιώτης Χριστόπουλος είναι ο επεισοδιακός χαρακτήρας μιας σειράς, καθώς τα επεισόδια είτε διαθέτουν αυτοτέλεια, είτε ένα cliffhanger, είτε έναν συνδυασμό των δύο. «Με βάση, λοιπόν, αυτές τις διαφορές ο σεναριογράφος αρχίζει και γράφει. Φυσικά, όπως και με το σινεμά, η κυρίως δουλειά που κάνει ένας σεναριογράφος όταν ξεκινάει να γράφει μια σειρά περιλαμβάνει μια πολύ μεγάλη προετοιμασία. Χρειάζεται μια προετοιμασία, να μελετήσουμε τη δομή, τους χαρακτήρες και επειδή η τηλεοπτική σειρά διαρκεί περισσότερο από μια ταινία χρειάζεται πολύ υλικό. Ο κάθε ήρωας έχει τη δική του ιστορία. Μπορούμε να έχουμε πολλαπλά point of views της αφήγησης. Εξαίρεση αποτελεί η σειρά Fleabag, όπου η ηρωίδα βιώνει όλη την ιστορία μέσα από το δικό της πρίσμα».
Ξεχωριστή αναφορά έκανε στην σειρά Μια νύχτα του Αυγούστου, που έγραψε για λογαριασμό της ΕΡΤ. «Ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για μένα, γιατί η σειρά βασίζεται σε ένα βιβλίο, το οποίο δεν είχε πολύ υλικό να δώσει. Είναι μια νουβέλα αρκετά μικρή που δεν γέμιζε με τίποτα τον αριθμό επεισοδίων που χρειάζονταν. Δημιούργησα, λοιπόν, εγώ κάποιους χαρακτήρες που δεν υπήρχαν στο βιβλίο και προσπάθησα να βρω έναν κοινό παρονομαστή που θα έδινε ένα ενοποιημένο υλικό. Ένα κοινό θέμα, δηλαδή. Υπάρχει η κεντρική ιστορία ενός φυλακισμένου γυναικοκτόνου, όπου η παραμονή στη φυλακή μπορεί να μην τον εξιλεώνει για αυτό που έπραξε, αλλά τον οδηγεί σε κάποια επίγνωση. Αυτό που επιχείρησα ήταν να φτιάξω διαφορετικών ειδών φυλακές για τα υπόλοιπα πρόσωπα της σειράς, με τη μεταφορική έννοια. Κάπως έτσι, ένα υλικό που έμοιαζε ετερόκλητο απέκτησε έναν κοινό παρονομαστή».
Έπειτα, αναφέρθηκε στις σειρές, I May Destroy You, Sex Education και Mad Men, υπογραμμίζοντας για μια ακόμη φορά το πώς το θέμα της σειράς λειτουργεί ως κοινός παρονομαστής μεταξύ των ηρώων. Συγκεκριμένα, στη σειρά I May Destroy You οι ήρωες είχαν να διαχειριστούν ένα τραύμα, στοιχείο που κράτησε ενωμένες τις ιστορίες τους. «Η Μικαέλα Κόελ είναι η σεναριογράφος, πρωταγωνίστρια και εν μέρει σκηνοθέτις της συγκεκριμένης σειράς του BBC/HBO, ενώ υποδύεται και μία από τις πρωταγωνίστριες. Το τραύμα που έχει να διαχειριστεί, και το οποίο μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, είναι ότι πέφτει θύμα βιασμού, αλλά δεν κάνει απολύτως τίποτα μόλις το συνειδητοποιήσει γιατί αυτό που την απασχολεί είναι να παραδώσει το πρώτο draft του επόμενου βιβλίου της. Παρόλα αυτά, αυτό που συνέβη είναι μια ανοιχτή πληγή για την ίδια». Όσο για τη σειρά Sex Εducation τα μηνύματα που περνάει δίνονται με πολύ όμορφο τρόπο. Το κεντρικό μήνυμα είναι ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και η πραγματικότητα μπορεί να αποδειχθεί πολύ διαφορετική από τις αρχικές προσδοκίες. Με άλλα λόγια, οι ήρωες χτίζουν αρχικά μια ολόκληρη πραγματικότητα που αποδεικνύεται ψεύτικη. «Για παράδειγμα, ένας από τους έφηβους πρωταγωνιστές σκηνοθετεί μια ολόκληρη σκηνή στο δωμάτιό του για να δείξει στην μητέρα του, έμπειρη θεραπεύτρια του σεξ, ότι αυτοικανοποιείται, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο».
Στη συνέχεια, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος αναφέρθηκε στη σειρά Mad Men, μία από τις αγαπημένες του: «Είναι μια βραδυφλεγής σειρά, καθώς το μήνυμα που θέλει να περάσει έρχεται προς το τέλος της. Πρόκειται για διαφορετικές ιστορίες που εντάσσονται σε ένα κοινό θέμα. Οι πράξεις, δηλαδή, του ενός ήρωα θα επηρεάσουν τις ενέργειες του άλλου. Το κοινό θέμα είναι η ικανότητα προσαρμογής των ηρώων σε κάθε αλλαγή που συμβαίνει στη ζωή τους και τις συνέπειες που προκύπτουν. Η σειρά προσπαθεί να δείξει τη μετάβαση από την πιο συντηρητική δεκαετία του ’60 προς την πιο προοδευτική δεκαετία του ’70. Η σειρά, αναπτύσσοντας τους χαρακτήρες της, αγγίζει θέματα όπως η πάλη ενός ανθρώπου για την αναζήτηση της ταυτότητας, η γυναικεία χειραφέτηση, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και πολλά άλλα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στη δεκαετία του 1960. Πάνω απ’ όλα όμως, ασχολείται κυρίως με το πώς οι ήρωες προσαρμόζονται σε αυτές τις αλλαγές. Τέτοιες σειρές, με τόσο πλούτο και τόση έκταση, δύσκολα βλέπουμε στο σινεμά».
Σε ερώτηση του κοινού για τον βαθμό που ένας σεναριογράφος είναι ταυτόχρονα και σκηνοθέτης, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος απάντησε ως εξής: «Σε πολύ μεγάλο βαθμό ο σεναριογράφος λειτουργεί παράλληλα και ως σκηνοθέτης. Καταρχάς, είσαι ο πρώτος θεατής της ταινίας ή της σειράς σου. Και αν δεν είσαι από τους τυχερούς που σκηνοθετούν το δικό τους, τότε πολύ πιθανόν να δεις το έργο σου σε τελείως διαφορετική μορφή από αυτό που φαντάστηκες».