Φαντάσματα αόρατα αλλά και ορατά, τρομακτικά αλλά και οικεία, πραγματικά αλλά και αλληγορικά θα πρωταγωνιστήσουν στο μεγάλο αφιέρωμα του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το οποίο επιμελείται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και διεθνούς φήμης κριτικός κινηματογράφου, Ντένις Λιμ, ως guest curator.
Το Φεστιβάλ, το οποίο θα πραγματοποιηθεί από τις 2 έως τις 12 Νοεμβρίου 2023, φέρνει στο προσκήνιο ένα από τα πιο δυνατά σύμβολα στην ιστορία του κόσμου και του σινεμά: τα φαντάσματα, τις μορφές που μας στοιχειώνουν και κατοικούν εκεί που η σφαίρα της φαντασίας συναντά δοξασίες, ανομολόγητους φόβους και τη διαχρονική έλξη του ανθρώπου προς το μεταφυσικό.
«Τέχνη της ψευδαίσθησης και της αναζωογόνησης, το σινεμά είναι ίσως το πιο στοιχειωτικό από όλα τα μέσα. Τα φαντάσματα είναι κινηματογραφικά στην ουσία τους, αυτόματες διαταραχές στον χώρο και τον χρόνο. Είμαι ενθουσιασμένος που συνεργάζομαι με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε ένα πρόγραμμα που συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές κινηματογραφικές απεικονίσεις που μας στοιχειώνουν και ελπίζω το αφιέρωμα να φωτίσει τη βαθιά συγγένεια μεταξύ φαντασμάτων και ταινιών» σημειώνει ο Ντένις Λιμ.
Τα φαντάσματα γεννήθηκαν και ταξίδεψαν ανά τους αιώνες μέσα από τις λαϊκές ιστορίες και τους μύθους, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι μιας οικουμενικής παράδοσης. Ισορροπώντας ανάμεσα στον αόρατο κόσμο και στο βλέμμα του ορατού, τα φαντάσματα μοιάζουν με προσπάθεια του ανθρώπινου μυαλού να κατανοήσει το άυλο, το άρρητο και το μεταφυσικό. Τα φαντάσματα της σκοτεινής αίθουσας μάς προσκαλούν σε έναν κόσμο μαγικό και μαγεμένο, όπου κυριαρχούν οι σκιές, οι ψευδαισθήσεις και οι οπτασίες.
Με το αφιέρωμα, το Φεστιβάλ εξερευνά τους βαθύτερους συμβολισμούς και τις κρυμμένες αλληγορίες πίσω από την απεικόνιση των φαντασμάτων στον κινηματογράφο. Τα φαντάσματα της Ιστορίας, που κρατούν ανεπούλωτα τα συλλογικά τραύματα. Τα φαντάσματα της πολιτικής, που καθορίζουν ακόμη και σήμερα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Τα φαντάσματα της πίστης, που ανατρέχουν στις βαθύτερες αγωνίες μας. Τα προσωπικά μας φαντάσματα, που καθρεφτίζουν τις απώλειες του χθες και την προσδοκία του αύριο.
Το αφιέρωμα εμπνέει και τη μεγάλη έκθεση του Φεστιβάλ, με τίτλο «ΦΑΝΤ ΣΜ ΤΑ», η οποία φιλοξενεί έργα τεσσάρων σπουδαίων ελλήνων εικαστικών, των Νίκου Κεσσανλή, Βλάση Κανιάρη, Σίλειας Δασκοπούλου και Ιάσονα Μολφέση, οι οποίοι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή τέχνη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η έκθεση θα φιλοξενηθεί στο Glass House (Προβλήτα 1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης), με δωρεάν είσοδο για το κοινό, στη διάρκεια του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Επίσης, η καθιερωμένη δίγλωσση ειδική θεματική έκδοση του Φεστιβάλ είναι φέτος αφιερωμένη στα φαντάσματα και θα περιλαμβάνει κείμενα και αναλύσεις από θεωρητικούς του σινεμά και δημιουργούς, ένα επιμελητικό κείμενο από τον ίδιο τον Ντένις Λιμ, καθώς και παρουσίαση των ταινιών του αφιερώματος.
Ανακαλύψτε τις ταινίες του αφιερώματος:
Decasia (2002) του Bill Morrison
Η πρώτη ταινία του 21ου αιώνα που κέρδισε μια θέση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, καθώς αξιολογήθηκε από το National Film Registry ως ναυαρχίδα της αμερικανικής κινηματογραφικής κληρονομιάς, είναι ένα φασματικό αρχείο μοναδικής αισθητικής. Ένας αρχαιολόγος του σινεμά παραδίδει ένα έργο συμφωνικό, μια ρυθμική σύνθεση από κομμάτια φιλμ σε πρώιμο ή ύστερο στάδιο αποσύνθεσης, όπου τα σημάδια της φθοράς πάνω στο σελιλόιντ γίνονται στοιχεία της αφήγησης, περικλείοντας όλη την ιστορία της εμπειρίας του σινεμά και υποκαθιστώντας την ακρίβεια της ιστοριογραφίας του με την έκσταση του εφήμερου. Ένα έργο κυκλικό σαν τον χορό του δερβίση στο κάδρο που ανοίγει και κλείνει την ταινία, σαν την μπομπίνα που στροβιλίζεται σταθερά στη μηχανή προβολής, σαν τον ίδιο τον βιωμένο ανθρώπινο χρόνο. Το πρώτο «πιστοποιημένο» σύγχρονο αριστούργημα της νέας χιλιετίας είναι χτισμένο πάνω στα λαμπρά, ξεχασμένα ερείπια του παρελθόντος. Έπεισε ακόμα και τον Κένεθ Άνγκερ να το βαφτίσει το πιο επιβλητικό και τρομακτικό θέαμα που έχει δει ποτέ, ενώ ο ντοκιμαντερίστας Έρολ Μόρις παραδέχτηκε πως είναι η καλύτερη ταινία στην ιστορία.
Inland Empire (2006) του David Lynch
Καθώς μια αφοσιωμένη στην τέχνη της ηθοποιός αρχίζει να υιοθετεί την περσόνα του χαρακτήρα που πρόκειται να υποδυθεί σε μια νέα ταινία, η πραγματικότητά της αποσαθρώνεται κι ο εσωτερικός της κόσμος μετατρέπεται σε εφιάλτη. Μόνο ένας μείζων καλλιτέχνης του σινεμά όπως ο Ντέιβιντ Λιντς θα μπορούσε να οραματιστεί και να αποδώσει κατ’ αυτόν τον –ασύλληπτα πρωτότυπο– τρόπο τα μαρτύρια της ολοκληρωτικής καταβύθισης ενός ηθοποιού στην ουσία της υποκριτικής (του). Το Inland Empire, ένα από τα πλέον ακραία μοντερνιστικά, δύσκολα στην αποκρυπτογράφηση και απολύτως συγκλονιστικά έργα που μας έχει δώσει ποτέ ο σύγχρονος κινηματογράφος, είναι παράλληλα και μια ευφυέστατη παραβολή για το σινεμά ως φάντασμα του συλλογικού ασυνείδητου. Ό,τι είναι η Αγρύπνια των Φίνεγκαν του Τζέιμς Τζόις για τη λογοτεχνία είναι και το Inland Empire για τον κινηματογράφο: Το σημείο καμπής, πέρα απ’ το οποίο η τέχνη αδυνατεί να προχωρήσει χωρίς να διακινδυνεύσει τη φαντασμαγορική αυτοκατάργησή της.
Meshes of the Afternoon (1943) των Maya Deren & Alexander Hammid
Μία από τις σημαντικότερες ταινίες του αμερικανικού πειραματικού κινηματογράφου, η πρώτη ταινία της Μάγια Ντέρεν έχει ασκήσει βαθιά επιρροή στους δημιουργούς του κινηματογράφου. Η Ντέρεν δημιούργησε το Meshes of the Afternoon (1943) σε συνεργασία με τον σύζυγό της, Alexander Hammid. Γυρισμένη με μια 16άρα κάμερα και 270 δολάρια προϋπολογισμό, η ταινία είναι ένα 14λεπτο σουρεαλιστικό οπτικό δοκίμιο, στο οποίο πρωταγωνιστεί η ίδια η Ντέρεν. Χωρίς πλοκή ή διαλόγους, η ταινία αναδεικνύει τον ονειρικό χαρακτήρα του σινεμά, χρησιμοποιώντας αντισυμβατικές γωνίες λήψης, σε μία προσπάθεια «καταγραφής» του υποσυνείδητου.
Mothlight (1963) του Stan Brakhage
Το καλοκαίρι του 1963, ενώ ο Σταν Μπράκατζ γύριζε το επικό Dog Star Man φτιάχνοντας τη δική του κοσμολογία, μάζευε μανιωδώς σκόρπια απομεινάρια από νυχτοπεταλούδες, ξερόκλαδα, σπόρους, φύλλα χλόης και άλλα δείγματα οργανικής ύλης, τα οποία και κρατούσε σαν φυλαχτά, τοποθετώντας τα με ευλάβεια ανάμεσα σε κομμάτια από Mylar 16 χιλιοστών – τις «καθαρές» πολυεστερικές λωρίδες που χρησιμοποιούνταν στο μοντάζ. Όταν όμως ο καλλιτέχνης εξάντλησε το στοκ του και ξέμεινε από φιλμ, αποφάσισε να δουλέψει με τις πρώτες ύλες της πραγματικότητας και να «αναστήσει» την προσωπική του νεκρή φύση, θέτοντας σε κίνηση τα μικροσκοπικά κολάζ του μπροστά στο φως. Πότε ως μετάφραση της ιεροτελεστίας της κινηματογραφικής θέασης (με τα όντα που έλκονται και χορεύουν μπροστά από τη μηχανή προβολής), άλλοτε ως μεταφορά για την εύθραυστη (και αδιαμεσολάβητα ταπεινή) φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πάντοτε σαν ένα παιχνίδι για το «μάτι που πρέπει να ξέρει πως κάθε αντικείμενο αυτού του κόσμου υπόκειται σε μια περιπέτεια της αντίληψης», με τα λόγια του ίδιου του Μπράκατζ, το εργόχειρο με τον αρχικό τίτλο «Νεκρή άνοιξη» αντικρίζει και νικάει τον θάνατο σε κάθε καρέ, 24 φορές το δευτερόλεπτο.
Rouge (1987) του Stanley Kwan
Η Φλερ, μια εταίρα, ερωτεύεται τον πλούσιο κληρονόμο Τσεν Μπονγκ εν μέσω της –εμποτισμένης με όπιο– ευωχίας των 30s στο Χονγκ Κονγκ. Έχοντας απορριφθεί από τους γονείς του, που αποδοκιμάζουν τη σχέση τους, οι εραστές σχεδιάζουν να αυτοκτονήσουν μαζί προκειμένου να ενωθούν ξανά στη μετά θάνατον ζωή. Πολυβραβευμένο και εκθειασμένο απ’ την παγκόσμια κριτική, το θαυμάσιο φιλμ του Στάνλεϊ Κουάν (βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της συγγραφέα Λίλιαν Λι) εμπνέεται από το κλασικό θέμα του ρομαντισμού (σύμφωνα με το οποίο ο τρελός έρωτας δεν χωράει στα μέτρα της πραγματικότητας και νομοτελειακά δραπετεύει από τους περιορισμούς της ζωής μέσω του θανάτου), για να το ανατρέψει με τον πιο ευφάνταστο, ευρηματικό και κινηματογραφικά πρωτότυπο τρόπο. Συνδυάζοντας τον μύθο, το χιτσκοκικό σασπένς, την παθιασμένη σινεφιλία κι ένα εξαιρετικά εύστοχο σχόλιο για τους τρόπους με τους οποίους ο μεταμοντέρνος πραγματισμός στειρώνει τα πάθη, το Rouge, 36 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, εξακολουθεί να ασκεί μια ακαταμάχητη σαγήνη.
The Capsule (2012) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη
Σε μια πολυτελή έπαυλη στην κόψη ενός βράχου που τον δέρνει η θάλασσα, έξι γυναίκες περνούν τις μέρες τους επαναλαμβάνοντας τις παράδοξες τελετουργίες που ενορχηστρώνει μια υποβλητική μητριάρχης. Σε αυτό το εκλεκτό δείγμα «ελληνικού γοτθικού μυστηρίου» –μια ανάθεση από το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ στα πλαίσιo του Deste Fashion Collection 2012, η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα ως κινηματογραφική ταινία και ως εγκατάσταση για τη βιτρίνα του Barney’s στη Νέα Υόρκη)– η κυκλικότητα της ζωής και τα πολλαπλά πρόσωπα της θηλυκότητας αναδεικνύονται σχεδόν ανιμιστικά από το μη ανθρώπινο: από τις πτυχώσεις ενός διαδραστικού φορέματος που «ζωντανεύει» με το φως, από την αυστηρή μαύρη στολή (μια ανοιχτή αναφορά στο Κορίτσι με τα μαύρα του Μιχάλη Κακογιάννη), τους γιακάδες από ύφασμα ή από κάποιο ευγενές μέταλλο· απ’ όλα αυτά που φοράμε πάνω από σώματα που ανήκουν ήδη στο παρελθόν για να δώσουμε σχήμα σε έτοιμες ταυτότητες.
Από τ' ανατολικά / From the East (1993) του Chantal AKERMAN
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού»: Το ταξίδι που ξεκινά λίγο μετά την Πτώση του Τείχους («προτού να είναι αργά», με τα λόγια της Σαντάλ Ακερμάν), από τη Δυτική Ευρώπη στην Ανατολική (από την Πολωνία στην καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης), από το καλοκαίρι στον βαρύ χειμώνα και από το ερμητικό παρόν στο σύνθετο συλλογικό και προσωπικό παρελθόν –μιας που η μητέρα της σκηνοθέτιδας ήταν Πολωνοεβραία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος– δεν είναι μια αναμέτρηση με την πρώτη αράδα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Είναι ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο που διαρθρώνεται με ελεγειακά tracking shots, περνώντας αέρινα από τους δημόσιους χώρους στους ιδιωτικούς και από τα μοναχικά εσωτερικά τοπία στην ερημιά του πλήθους. Διατηρώντας ανέπαφη την πολύτιμη εσωτερικότητά του, το αριστούργημα της Ακερμάν ζωντανεύει έναν ανοίκειο και επίμονο κόσμο που δεν υπάρχει πια, βυθίζοντάς μας σε έναν στοχασμό (ή διαλογισμό) για το τέλος της ιδεολογίας, της ιστορίας ή και του κόσμου όπως τον ξέραμε.
Ατλαντικοί / Atlantics (2009) της Mati Diop
Μια φωτιά που ανάβει στην καρδιά της νύχτας μαζεύει γύρω της τρεις άνδρες που μοιράζονται το βίωμα της αναγκαστικής μετακίνησης, αλλά και τα χιλιάδες πνεύματα των ανθρώπων που χάθηκαν στα ανοιχτά της θάλασσας, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στον ορίζοντα. Ανοίγοντας με μια υπαινικτική σκηνή που συνδέει τους τροχούς της μηχανής του πλοίου με την ανέμη που ξετυλίγει τον μίτο της ιστορίας, η Ματί Ντιόπ μιλά με αξιοθαύμαστη αφηγηματική οικονομία για τα θραύσματα των ψυχών που ξυπνούν από τον πυρετό της φυγής, που είναι πάντα «ένας νυχτερινός εισβολέας που πιάνει τον ασθενή σε βαθύ ύπνο». Το Atlantiques, μια κάψουλα πυκνού κινηματογραφικού χρόνου, μοιάζει με spin-off ή προοίμιο της ταινίας Atlantique (2019), η οποία έχρισε τη σκηνοθέτιδα την πρώτη μαύρη γυναίκα που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Σε αυτό το πέρασμα του ωκεανού από τον πληθυντικό αριθμό στον ενικό θυμόμαστε πόσο συχνά βρέθηκε η λέξη «φαντάσματα» (spooks) στα χείλη ρατσιστών, αλλά και ότι η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι παρά μια ιστορία της μετανάστευσης.
Βαμπίρ / Vampyr (1932) του Carl Dreyer
Άλλοτε εφιάλτης κι άλλοτε νανούρισμα, το Βαμπίρ είναι μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ιστορία είναι αποσπασματική και σύνθετη: οι χαρακτήρες (ένας άντρας, μια γυναίκα, η αδελφή της, μία κατάρα) στοιχειώνουν ο ένας τον άλλο, συνιστώντας διαφορετικά ορχηστρικά μέρη σε ένα έργο για την ελευθερία, τη λαγνεία και το πεπρωμένο. Εικόνες-φαντάσματα, η σύνθεση και ο φωτισμός των οποίων καλύπτουν όλο το εύρος της ασπρόμαυρης φωτογραφίας: υποφωτισμένα δωμάτια που κρύβουν μυστικά στις σκιές τους, γκρίζα τοπία της εξοχής που μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από την περίοδο τρόμου του Μονέ, εκτυφλωτικές εικόνες ενός ζωντανού-νεκρού σώματος. Ένα απολαυστικό κράμα εξπρεσιονισμού, παραμυθιού και λαχτάρας, όπου όλα είναι πιθανά και όλα οριστικά ανεκπλήρωτα, μια κατ’ ουσίαν κινηματογραφική πράξη, η οποία αποκαλύπτει όλες τις φυσικές και μεταφυσικές δυνάμεις του σινεμά.
Γέλλα / Yella (2007) του Christian Petzold
Ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του ρεύματος που αποτυπώθηκε στην παγκόσμια κινηματογραφική κριτική ως «Σχολή του Βερολίνου», για να προσδιορίσει ένα ετερογενές σύνολο κινηματογραφιστών της Γερμανίας μετά την Πτώση του Τείχους, ολοκληρώνει την «Τριλογία των φαντασμάτων» με μια ταινία που παίρνει τον τίτλο της από το όνομα της κεντρικής ηρωίδας. Το πορτρέτο της Γέλλα, μιας γυναίκας που φεύγει από την Ανατολική Γερμανία για να δοκιμάσει την τύχη της στη Δυτική πλευρά και στον παράδεισο της «ανάπτυξης», ταυτίζεται εδώ με το πορτρέτο μιας χώρας που συναντάει έπειτα από καιρό το άλλο της μισό, μόνο που έχει ακόμη πιο έντονη τη συλλογική αίσθηση του ανολοκλήρωτου και του μη πραγματικού. Ξεκινώντας μ’ έναν πάταγο –με μια γυναίκα που βγαίνει αιμόφυρτη από ένα τροχαίο ατύχημα, σε μια σκηνή-αναφορά στη θρυλική ταινία τρόμου Το καρναβάλι των ψυχών (1962)– και τελειώνοντας με έναν λυγμό, η κάμερα του Πέτσολντ χαρτογραφεί τις κούφιες επιθυμίες και τις ματαιώσεις που στοιχειώνουν το τοπίο της Ευρώπης στο γύρισμα του αιώνα, λίγο πριν από την οριστική οικονομική, πολιτική και κοινωνική του μεταμόρφωση.
Γυναίκα χωρίς κεφάλι / The Headless Woman (2008) της Lucrecia Martel
Από την πρώτη κιόλας σεκάνς της ταινίας που ολοκληρώνει την «Τριλογία της Σάλτα» της Λουκρέσια Μαρτέλ –μια τριλογία αφιερωμένη στην πόλη της Αργεντινής όπου μεγάλωσε η σκηνοθέτιδα και αφοσιωμένη στην αμείλικτη κριτική στη μεγαλοαστική τάξη για τον ρόλο της στην παραγραφή των εγκλημάτων του παρελθόντος– γινόμαστε μάρτυρες ενός φρικτού hit-and-run, αλλά ξέρουμε ποιος το έχει διαπράξει: Οδηγός είναι μια λευκή, ξανθιά, καταφανώς πλούσια γυναίκα, σωσίας, θαρρείς, της θεατρικής ηθοποιού Μιρτλ Γκόρντον (της Τζένα Ρόουλαντς στη Νύχτα πρεμιέρας), η οποία κατατρύχεται επίσης από την ανάμνηση μιας θαυμάστριας που πάτησε ο σοφέρ της μετά από μια επιτυχημένη παράσταση. Ποιο είναι όμως εδώ το θύμα της εγκατάλειψης; Ένα σκυλάκι ή ένα παιδάκι από την κοινότητα των αυτοχθόνων; Καθώς η ηρωίδα χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του κύκλου της να την παρηγορήσει για την έκταση της καταστροφής, το ιδιοφυές καδράρισμα και το ελλειπτικό μοντάζ υπογραμμίζουν πως, όταν υπάρχει η βεβαιότητα ότι η βροχή θα σβήσει τα ίχνη των θυτών και η αναμέτρηση με τα φαντάσματα της αποικιοκρατίας θα καταλήξει σε μια στημένη περφόρμανς, η λευκή ενοχή δεν είναι παρά μια εκδοχή του λευκού προνομίου.
Δίλημμα / Duvidha (1973) του Mani Kaul
Βασισμένη σε ένα λαϊκό παραμύθι από την Ινδία, η ταινία του Μάνι Κάουλ είναι μια μεταφυσική ιστορία αγάπης. Την ημέρα του γάμου ενός ζευγαριού, ένα πνεύμα ερωτεύεται τη νεαρή νύφη και, εκμεταλλευόμενο την απουσία του συζύγου της, αποφασίζει να πάρει τη μορφή του και να μείνει μαζί της. Συνδυάζοντας τον μαγικό ρεαλισμό με την κοινωνική κριτική, η ταινία κάνει ένα επίκαιρο σχόλιο για τη θέση της γυναίκας σε μία φεουδαρχική κοινωνία και αποτελεί μία από τις πιο πρωτότυπες δημιουργίες φαντασμάτων στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά.
Εικόνες φαντασμάτων / Pictures Of Ghosts (2023) του Kleber Mendonça Filho
Οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί, σε διαρκή εξέλιξη, κίνηση, μεταμόρφωση, αλλαγή∙ ταυτόχρονα, βέβαια, οι πόλεις είναι και ακίνητες στον χρόνο αποτυπώσεις αυτού που υπήρξε και δεν υπάρχει πια, αυτού που παρήλθε, που κάποτε σταμάτησε. Οι πόλεις φέρουν κάθε στιγμή του παρόντος του το παρελθόν τους, κουβαλούν τα ίδια τους τα «φαντάσματα» σε όλες τις γωνίες τους. Σε αυτό το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ η πόλη Ρεσίφε της Βραζιλίας, μια υλική και άυλη σύνθεση που αναπτύσσει τις μυριάδες εκδοχές της, συνομιλεί με τις μνήμες της μέσα από τον φακό και την ποιητική ματιά του κινηματογραφιστή. Μια αφήγηση της διαρκούς μεταμόρφωσης ενός τόπου και των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτόν: φαντάσματα ορατά και αόρατα σε αέναη αναζήτηση ταυτότητας.
Ένα γράμμα στον θείο Μπούνμι / A Letter to Uncle Boonmee (2009) του Apichatpong Weerasethakul
Γυρισμένο στη Ναμπούα, τον τόπο μιας αιματηρής μάχης του 1965 μεταξύ κομμουνιστών αγροτών και της ολοκληρωτικής κυβέρνησης, ο σκηνοθέτης Απιτσατπόνγκ Βιρασέτακουν σχολιάζει με τη μικρού μήκους του τους επικίνδυνους κύκλους βίας και καταστολής.
Η παράξενη υπόθεση της Αντζέλικα / The Strange Case of Angelica (2010) του Manoel De Oliveira
Ένας νεαρός φωτογράφος αναλαμβάνει μια ιδιαίτερη δουλειά για μια πλούσια οικογένεια: να φωτογραφίσει την κόρη τους, την Αντζέλικα, η οποία πέθανε λίγο μετά τον γάμο της και πλέον βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της χαμογελώντας. Η τριακοστή ταινία του σπουδαίου Μανουέλ ντε Ολιβέιρα είναι μια θαυμάσια αλληγορία για τη μαγική δύναμη του κινηματογράφου να «ανασταίνει», να δίνει ζωή, να θριαμβεύει επί του θανάτου. Μοντέρνα ανάγνωση του μύθου της «ωραίας κοιμωμένης», γράμμα αγάπης στο σινεμά και στην ιστορία του (οι υπέροχες σκηνές των ονείρων ξαναζωντανεύουν τον βωβό κινηματογράφο), υπερρεαλιστικό φιλμικό ποίημα, Η περίεργη υπόθεση της Αντζέλικα καλύπτει την απόσταση από το όνειρο έως την πραγματικότητα και αντιστρόφως, με σκοπό να μας υπενθυμίσει ότι πρέπει να νιώθουμε ευγνώμονες για το θεϊκό φάντασμα που λέγεται έβδομη τέχνη.
Η πτώση του Οίκου των Άσερ / The Fall of the House of Usher (1928) του Melville Webber & J.S. Watson Jr.
Βασισμένο σε ένα από τα πιο γνωστά διηγήματα τρόμου του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα και ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε, το συγκεκριμένο φιλμ μικρού μήκους θεωρείται –όχι άδικα– εμβληματικό για τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο. Με αφήγηση θραυσματική και ομιχλώδη, ανάλογη με αυτή που υιοθετεί το ασυνείδητο όταν σκηνοθετεί τα όνειρά μας, Η πτώση του Οίκου των Άσερ παρακολουθεί έναν ταξιδιώτη να φτάνει στην παραμελημένη έπαυλη των Άσερ, όπου τα δίδυμα αδέρφια Ρόντερικ και Μαντλέιν μοιάζουν να έχουν βαλσαμωθει εν ζωή. Η ταινία των Γουότσον και Γουέμπερ (οι οποίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν το διήγημα στον κινηματογράφο έχοντας χρόνια να το ξαναδιαβάσουν, αντλώντας την ουσία του όπως αυτή κατοικούσε –ή μάλλον στοίχειωνε– τη μνήμη τους) μεταδίδει αυτούσια σε 13 μόλις λεπτά την ατμόσφαιρα νοσηρότητας, θανάτου, καταραμένης ομορφιάς και γοτθικού μεγαλείου που κάνει το έργο του Πόε διαχρονικό.
Η Σελίν και η Ζιλί πάνε βαρκάδα / Celine and Julie Go Boating (1974) του Jacques Rivette
Σε έναν κόσμο οργανωμένο σε ζεύγη αντιθέτων, μια βιβλιοθηκονόμος που λατρεύει τα μεταφυσικά πειράματα γνωρίζει τυχαία μια περφόρμερ που βιοπορίζεται κάνοντας μαγικά κόλπα. Οι δυο τους θα γίνουν κολλητές φίλες και θα αλωνίσουν το Παρίσι αναζητώντας στα πιο απίθανα μέρη τη λύση του γρίφου που στοιχειώνει μια απόκοσμη έπαυλη – το σπίτι της μυθοπλασίας, εκεί όπου κάθε μέρα εκτυλίσσεται ένα μυστηριώδες θέαμα που κρατάει όμηρο ένα μικρό κορίτσι. Χειμαρρώδες σαν την κοίτη του Σηκουάνα, ψυχοτροπικό κι ευφάνταστο, ντελιριακό κι όμως περίτεχνα δομημένο και υπολογισμένο ως το τελευταίο του ρακόρ, ονειρικό και σάρκινο, αυτό το συναρπαστικό κινηματογραφικό παιχνίδι του πιο παραγνωρισμένου σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ μάς ξανασυστήνει γνώριμα φαντάσματα, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να μας ξεναγεί στον έξω κόσμο για πρώτη φορά. Ένα εντελώς μοναδικό κινηματογραφικό παιχνίδι, μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του σινεμά, συνεχίζει να εμπνέει νέες αφηγήσεις ενώ αναπαράγεται σαν ματριόσκα από τα σπλάχνα της σε κάθε καινούρια θέαση.
Μπλε / Blue (2018) του Apichatpong Weerasethakul
Μια γυναίκα μένει ξύπνια τη νύχτα. Σε κοντινή απόσταση, θεατρικές σκηνές διαλύονται, αποκαλύπτοντας δύο εναλλακτικά τοπία. Πάνω στο μπλε σεντόνι της γυναίκας, η αντανάκλαση του φωτός τρεμοπαίζει, φωτίζοντας το βασίλειο της αϋπνίας της.
Νοσταλγία (Άπαξ λεγόμενα Ι) / Nostalgia (Hapax Legomena I) (1973) της Hollis Frampton
Παίζοντας με αμείωτο κέφι με μια δομική αρχή του κινηματογραφικού μέσου (τον συγχρονισμό εικόνας και ήχου), αλλά και με μια βασική του ιδιότητα (να λειτουργεί ως μηχανή αναπαραγωγής φαντασμάτων), ο πολυμαθέστερος των εκπροσώπων της νεοϋορκέζικης αβάν γκαρντ της δεκαετίας του ’70 αφιερώνει το πρώτο μέρος του κύκλου Hapax Legomena στη νοσταλγία. Τη βάζει όμως σε παρένθεση και διερωτάται ανοιχτά: Μπορούμε άραγε να νοσταλγήσουμε το παρόν; Μέσα από μια αλληλουχία 13 πλάνων, στο καθένα εκ των οποίων μια φωτογραφία του Χόλις Φράμπτον από την καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης καίγεται μυσταγωγικά στη θράκα ενώ ο αφηγητής ήδη περιγράφει το επόμενο ενσταντανέ, αυτός ο κλασικιστής ποιητής, φωτογράφος, ζωγράφος, γλύπτης, κριτικός και κινηματογραφιστής που καθόρισε το σινεμά διερευνά τα όρια της αναπαράστασης, καταργώντας και ανασταίνοντας την ιδιότητα της εικόνας να αναφέρεται στην πραγματικότητα.
Ο νεκρός / Dead Man (1995) του Jim Jarmusch
Προσπαθώντας να διαφύγει τις συνέπειες του νόμου, αφού έχει σκοτώσει έναν άντρα όντας σε άμυνα, ο λογιστής Γουίλιαμ Μπλέικ συναντά έναν Ινδιάνο ποιητή που ονομάζεται «Κανένας», ο οποίος τον προετοιμάζει για το πέρασμα στον άλλο κόσμο. Το αργό σβήσιμο ενός ανθρώπου, που απογυμνώνεται σταδιακά απ’ το φθαρμένο ένδυμα της ζωής του, μετατρέπεται από τον μεγάλο Τζιμ Τζάρμους σ’ ένα ανατριχιαστικό κινηματογραφικό ποίημα. Συνεπικουρούμενος από τα υπέροχα ηλεκτροακουστικά ακόρντα του Νιλ Γιανγκ, το αριστουργηματικό φιλμ του Τζάρμους λιτανεύει μια ψυχή που απιθώνει στη γη το βάρος της, ρίχνοντας την αυλαία στην αυτοσχέδια παράσταση της ύπαρξης του Γουίλιαμ Μπλέικ (ενός καταπληκτικού Τζόνι Ντεπ στον ίσως κορυφαίο ρόλο της καριέρας του) με μια σκηνοθεσία ονειρικά μεγαλοπρεπή∙ κι είναι σαν να οδηγεί στην έξοδο και να αποχαιρετά μέσω αυτού του παράξενου «κανένας» οποιοδήποτε ον σε αυτό το αλύπητο σύμπαν που, εφόσον έζησε, πρέπει και να πεθάνει. Κάθε ζωντανός είναι ένα επικείμενο φάντασμα; Για τον Νεκρό, ναι.
Οι κυνηγοί / The Hunters (1977) του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977 μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου μέσα στο χιόνι. Θα μεταφέρουν το σώμα του νεκρού άντρα στο ξενοδοχείο τους και εκεί θα βρεθούν υπόλογοι στο δικαστήριο της ιστορίας. Αν ένας άνθρωπος ήταν αρμόδιος να μιλήσει για τα φαντάσματα της ιστορίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας, της επανάστασης και των προδομένων ονείρων, αυτός ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Στους Κυνηγούς, ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα της φιλμογραφίας του, θέτει αντιμέτωπα όλα αυτά τα φαντάσματα, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι καταλληλότερο –λόγω της ίδιας του της φύσης– να αφηγηθεί τις συγκρούσεις τους είναι ένα άλλο φάντασμα: ο κινηματογράφος. Ίσως γιατί στον πυρήνα της ιστορίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας, της επανάστασης, των ονείρων υπάρχουν κατά βάση εικόνες∙ εικόνες που στοιχειώνουν, μαγεύουν, υποτάσσουν, εμπνέουν, παρακινούν. Κι ο κινηματογράφος με αυτές φτιάχνει τον κόσμο του.
Ουγκέτσου μονογκατάρι / Ugetsu (1953) του Kenji Mizoguchi
Στις αρχές της άνοιξης, την περίοδο των ιαπωνικών εμφύλιων πολέμων του 16ου αιώνα, στη λίμνη Μπίβα της επαρχίας Όμι, ο οικογενειάρχης αγρότης και τεχνίτης Γκενζούρο ταξιδεύει στη Ναγκαχάμα για να πουλήσει τα προϊόντα του και αποκτά μια μικρή περιουσία. Ο γείτονάς του, ο Τομπέι, ονειρεύεται να γίνει σαμουράι, αλλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει την απαραίτητη στολή. Οι άπληστοι Γκενζούρο και Τομπέι συνεργάζονται κατασκευάζοντας πήλινα αγγεία, που προσδοκούν να πουλήσουν και να πλουτίσουν. Τι να πεις για το αριστούργημα του Κέντζι Μιζογκούτσι που να μην έχει ήδη γραφτεί; Έχοντας εξασφαλίσει εδώ και χρόνια περίοπτη θέση στην ιστορία του κινηματογράφου, θεωρούμενο –απολύτως εύλογα– μια απ’ τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αγαπημένο έργο του Μάρτιν Σκορσέζε και του Αντρέι Ταρκόφσκι, το Ουγκέτσου Μονογκατάρι δεν είναι απλώς μια κλασική ιαπωνική ιστορία με φαντάσματα, αλλά ένα ασπρόμαυρο διαμάντι μεγάλου σινεμά που εξακολουθεί να μαγεύει με την εξπρεσιονιστική ομορφιά και την ποιητική θλίψη του.
Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ / Last Year at Marienbad (1961) του Alain Resnais
Ένας ανώνυμος άντρας πολιορκεί μια ανώνυμη γυναίκα σ’ έναν πύργο στο Μαρίενμπαντ γεμάτο αργόσχολους αριστοκράτες. Εκείνος επιμένει ότι είχαν γνωριστεί στο ίδιο μέρος έναν χρόνο νωρίτερα, όπου και έζησαν έναν σύντομο αλλά σφοδρό έρωτα. Της λέει πως τότε του είχε υποσχεθεί ότι θα ξανασυναντιούνταν έναν χρόνο μετά. Εκείνη το αρνείται, επιμένοντας πως δεν θυμάται τίποτα τέτοιο. Ο άντρας κάνει ό,τι μπορεί για να την πείσει κατακλύζοντάς τη με λεπτομέρειες που σχετίζονται με το υποτιθέμενο ειδύλλιό τους, προκειμένου να την καθυποτάξει στη δική του αλήθεια. Στο αθάνατο φιλμικό αίνιγμα που λέγεται Πέρσι στο Μαρίενμπαντ, ένα από τα αειθαλή μνημεία του κινηματογραφικού μοντερνισμού, ο Αλέν Ρενέ στοχάζεται τις έννοιες της μνήμης, της αλήθειας και της ταυτότητας και μας καλεί να σκεφτούμε αν –όπως έλεγε ο Πόε– αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα δεν είναι τελικά παρά ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο, αν ό,τι αποκαλούμε «εαυτό» δεν είναι παρά ένα φάντασμα. Παράλληλα αναρωτιέται: αν οι εραστές είναι αντικριστοί καθρέφτες, ποιο είδωλο αντανακλούν στο διηνεκές;
Σακντά (Ρουσό) / Sakda (Rousseau) (2012) του Apichatpong Weerasethakul
Ένα αμυδρό φως, μερικά ακόρντα κιθάρας, ένας άντρας που ψιθυρίζει στο μικρόφωνο και η φωνή του ακούγεται από ένα μαγνητόφωνο στις όχθες του ποταμού Μεκόνγκ. Με αυτό το αινιγματικό δοκίμιο ο σκηνοθέτης επισκέπτεται ξανά τα αγαπημένα του θέματα, όπως τα υποκείμενα της μετενσάρκωσης, της μνήμης και της φαντασίας.
Σάρα Ουίντσεστερ, όπερα φαντασμάτων / Sarah Winchester, Phantom Opera (2016) του Bertrand Bonello
Ο Μπερτράν Μπονελό, ένας γητευτής των νυκτόβιων genii loci και πλοηγός του κόσμου των σκιών του παρελθόντος και του μέλλοντος, ανταποκρίθηκε σε μια πρόσκληση της Όπερας του Παρισιού με ένα κινηματογραφικό νεύμα που περιέχει τη μεταφυσική του χώρου και των «νεκρών» χρόνων, ενώ ξορκίζει την κατάρα ενός θρύλου: της Σάρα Ουίντσεστερ, χήρας του κληρονόμου της ομώνυμης κατασκευαστικής εταιρείας όπλων που έδωσε στον κόσμο την πρώτη επαναληπτική καραμπίνα, η οποία δούλευε υπερωρίες στον Αμερικανικό Εμφύλιο οδηγώντας στον αφανισμό των αυτόχθονων πληθυσμών. Σύμφωνα με την ιστορία, όταν η Σάρα έχασε το παιδί της από μια εκφυλιστική νόσο και τον άντρα της από φυματίωση, επισκέφθηκε ένα μέντιουμ που τη συμβούλευσε να χτίσει ένα σπίτι για να στεγάσει τα πνεύματα των αγαπημένων της – ένα σχέδιο στο οποίο αφιέρωσε όλη την περιουσία της, αλλά και την ίδια της τη ζωή, αφού πέθανε τη μέρα που μπήκε το τελευταίο λιθαράκι. Σύμφωνα με την ιστορία του Μπονελό, το σινεμά και οι παραστατικές τέχνες δεν προσφέρουν παρά πρόβες εξοικείωσης με την αρχιτεκτονική του ανεκπλήρωτου, μια διακεκομμένη γνωριμία με τις ψυχές που μας παρακολουθούν πίσω από την αυλαία, ακόμα κι όταν αυτή πέσει οριστικά.
Σμαράγδι / Emerald (2007) του Apichatpong Weerasethakul
Το Morakot είναι ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο στην καρδιά της Μπανγκόκ που άνοιξε τις πόρτες του τη δεκαετία του 1980: μια εποχή οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών για την Ταϊλάνδη. Όταν χτύπησε η οικονομική κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997, οι ονειροπολήσεις των κατοίκων της Μπανγκόκ κατέρρευσαν. Ο σκηνοθέτης συνεργάζεται με τρεις ηθοποιούς, οι οποίοι αφηγούνται τα όνειρά τους, τη ζωή τους, τις κακές και τις καλές στιγμές τους, σε μια προσπάθεια να ανατροφοδοτήσουν το ξενοδοχείο με νέες αναμνήσεις.
Σφυγμός / Pulse (2001) του Kiyoshi Kurosawa
Μια δυστοπική αλληγορία (ή ίσως σκοτεινή προφητεία) για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την τεχνολογία και για τις ιστορίες που κρύβονται υπομονετικά στο back end κάθε οnline συναλλαγής μας ώσπου να κυριεύσουν κάθε σπιθαμή της ύπαρξής μας, ξετυλίγεται γύρω από ένα ανατριχιαστικό εύρημα: Πνεύματα από έναν άλλο κόσμο εξαπλώνονται σαν ιός μέσω δικτύων και τερματικών οθονών, στοιχειώνοντας τους χρήστες και μετουσιώνοντάς τους σε φαντάσματα που μοιάζουν με σκιές από στάχτη. Σχολιάζοντας τη νεότευκτη, εν έτει 2001, παράδοση του j-horror και απαντώντας στις ποπ εμμονές αυτού του είδους με μια ρευστή, σχεδόν υπερβατική εικονογραφία, ένας από τους πιο σημαντικούς Ιάπωνες σκηνοθέτες αναψηλαφεί τον μύχιο φόβο του ανθρώπου για τις μηχανές για να καταλήξει σε μια δική του φασματική ποιητική υπαρξιακών αποχρώσεων.
Σχετικά με το μπλε / On Blue (2012) του Apichatpong Weerasethakul
«Το 2018 γύρισα μια ταινία με τίτλο Σχετικά με το μπλε. Σε αυτήν, η καθιερωμένη ηθοποιός μου Jenjira Pongpas Widner δεν μπορεί να κοιμηθεί. Βρίσκεται σε ένα κρεβάτι περιτριγυρισμένο από μπανανιές. Κοντά της ξετυλίγεται ένα σετ από παραδοσιακά θεατρικά σκηνικά, αποκαλύπτοντας δύο εναλλακτικά τοπία: ένα ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα και το φουαγιέ ενός βασιλικού παλατιού. Αργότερα, η έλλειψη ύπνου της δείχνει να προκαλεί πυρκαγιά στο χώρο. Ένα τρεμόπαιγμα προσωπικών και κοινωνικών αναμνήσεων παραμένει καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Φαντάζομαι ότι η φλόγα της αϋπνίας της Jenjira θα σβήσει τελικά και θα μπορέσει να κοιμηθεί. Παρομοίως αναλογίζομαι τα προηγούμενα χρόνια, καθώς όπως φαίνεται κοιμόμασταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ίσως τώρα είμαστε έτοιμοι να ξυπνήσουμε. Το Σχετικά με το μπλε δημιουργήθηκε με έμπνευση τις στιγμές της αφύπνισης, της ανατολής του ήλιου. Καθώς η αβεβαιότητα γίνεται ο κανόνας, εκτιμώ τη συνέπεια αυτού του φαινομένου. Είναι προβλέψιμο αλλά ταυτόχρονα επιφέρει τρομερές αλλαγές. Ανατρέχοντας πίσω στην συγκεκριμένη ταινία, ήταν σαν να ξαναπαρακολουθώ και να αναδιατάσσω ένα όνειρο προτού ξημερώσει. Ίσως ο εγκέφαλός μας να αποσύρει βιαστικά τις αποσπασματικές σκηνές του, αποθηκεύοντάς τες στις σκιές πριν αναδυθεί η συνείδηση. Είδα ένα μπλε σεντόνι να καταρρέει σαν όνειρο. Ένα παλιό κινηματογραφικό σκηνικό αναβίωσε για την τελευταία παράσταση. Όταν το πρώτο φως της ημέρας φτάσει στα μάτια, υπάρχει μια βαθιά αίσθηση διαύγειας. Το μπλε χρώμα παραχωρούσε τη θέση του στο χρυσό του πρωινού. Το όνειρο και η πραγματικότητα συνυπάρχουν, οι αναμνήσεις και οι προϋποθέσεις ξεθωριάζουν. Ακόμη και η λέξη μπλε έχει χάσει το νόημά της. Σε μια στιγμή, είμαστε νεογέννητοι χωρίς δεσμούς με τίποτε» Α. Β.
Το πνεύμα του μελισσιού / The Spirit of the Beehive (1973) του Victor Erice
Σε ένα χωριό της Καστιλιάς το 1940, μια νεαρή κοπέλα παρακολουθεί την ταινία Frankenstein που προβάλλεται στο δημαρχείο της περιοχής. Επηρεασμένη από την ταινία, αρχίζει να βλέπει το τέρας παντού και, θεωρώντας το φίλο, σφυρηλατεί σιγά σιγά έναν παραμυθένιο κόσμο με τη φαντασία της που γίνεται το καταφύγιό της, μακριά από την πραγματικότητα. Μια φανταστική αλληγορία για τη Ισπανία του Φράνκο (όπου ο φασισμός σηματοδοτεί τον θάνατο της αθωότητας, την καταστροφή της φαντασίας). Η ταινία του σπουδαίου Βίκτορ Ερίθε καταργεί τις λογικές συνδέσεις μεταξύ των εικόνων προς όφελος μιας συνειρμικής αφήγησης που θυμίζει τις επινοήσεις που φτιάχνουν τα όνειρα. Σε αυτό το μοναδικό αριστούργημα, ο σκηνοθέτης προσκαλεί το κοινό να τον ακολουθήσει σε μια εξερεύνηση των αρχέγονων πηγών της ποίησης: αθωότητα, όνειρα και φαντασία. Θέλει να ξαναγίνουμε παιδιά, για να ανακτήσουμε την ικανότητά μας να εκπλαγούμε μπροστά στο άφατο, το μυστηριώδες, το μαγικό. Γιατί μόνο τα παιδιά είναι αθάνατα.
Το σανατόριο κάτω απ’ την κλεψύδρα / The Hourglass Sanatorium (1973) του Wojciech Jerzy Has
Ο νεαρός Τζόζεφ αποφασίζει να επισκεφτεί ένα ερειπωμένο σανατόριο για να δει τον πατέρα του. Όταν φτάνει εκεί, μαθαίνει ότι ο πατέρας του έχει πάψει να αναπνέει αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα, ίσως λόγω της άφιξης του Τζόζεφ που μπορεί να έχει σταματήσει τον χρόνο στο σανατόριο. Ο νεαρός άντρας ξεκινάει ένα αναπάντεχο ταξίδι στα δωμάτια του ιδρύματος, καθένα από τα οποία ζωντανεύει κόσμους προερχόμενους κατευθείαν απ’ το πανδαιμόνιο της ψυχής του. Βασισμένο σε μια συλλογή διηγημάτων του Πολωνοεβραίου συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς, το Σανατόριο της κλεψύδρας αποτελεί τον ορισμό της ταινίας-ονείρου. Καθώς το παρακολουθείς έχεις την αίσθηση πως το δημιουργεί μάλλον το υποσυνείδητό σου σε πραγματικό χρόνο παρά η –εκπληκτικά έκκεντρη και γοητευτικά παράδοξη– ματιά του σκηνοθέτη. Ένα οπτικοακουστικό ψηφιδωτό υπερρεαλιστικών εικόνων, το οποίο στη δημοσκόπηση του 2015 που διεξήγαγε το Πολωνικό Μουσείο Κινηματογράφου στο Λοτζ κατατάχθηκε ως η πέμπτη καλύτερη πολωνική ταινία όλων των εποχών.
Το φάντασμα / Phantom (2000) του João Pedro Rodrigues
Ο Σέρτζιου είναι ένας ομοφυλόφιλος νέος άντρας που εργάζεται τις νύχτες ως ρακοσυλλέκτης σε μια μεγάλη πόλη. Ζει με τον σκύλο του, είναι μοναχικός, δεν έχει εραστή, οικογένεια ή φίλους. Ωστόσο, δίνει την εντύπωση ότι συμβιώνει μονίμως με μια τεράστια επιθυμία, η οποία νομοτελειακά θα ανατρέψει την ηθελημένη απομόνωσή του. Ή μήπως όχι; Κάπου ανάμεσα στον Πιερ Πάολο Παζολίνι (χωρίς την έντονη πολιτική/μαρξιστική διάσταση), τον Πέδρο Αλμοδόβαρ (χωρίς το έντονο εικαστικό στιλιζάρισμα), τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και την οριακή λογοτεχνία του Ζαν Ζενέ, το φιλμ του Ζουάου Πέντρου Ροντρίγκες βυθίζεται στην άβυσσο της αστικής μοναξιάς για να ανακαλύψει εκεί ανθρώπους στοιχειωμένους από την ανάγκη για επικοινωνία, τραυματισμένους ανεπανόρθωτα από την αποτυχία να συνδεθούν πραγματικά με τους άλλους ώστε να ξεφύγουν από τη φυλακή του εαυτού τους: το μέρος όπου το κτηνώδες μοιάζει με μοναδική δυνατότητα αντιμετώπισης των «φαντασμάτων» της σάρκας.
Φάντασμα της Ασίας / Ghost of Asia (2005) των Apichatpong Weerasethakul & Christelle Lheureux
Ένα φάντασμα τριγυρνά στις ακτές ενός νησιού της Ταϊλάνδης. Τρία παιδιά ζητούν από έναν ηθοποιό να λειτουργήσει σαν ανδρείκελο και να εκτελέσει τις εντολές τους. Μια ταινία - εορτασμός της ζωής και των απολαύσεών της, γυρισμένη έναν χρόνο μετά το καταστροφικό τσουνάμι.
Φωτεινοί άνθρωποι / Luminous People (2007) του Apichatpong Weerasethakul
Ένα ταξίδι κατά μήκος του ποταμού Μεκόνγκ (στα σύνορα μεταξύ Ταϊλάνδης και Λάος) για να σκορπιστούν οι στάχτες ενός νεκρού πατέρα. Ένας άνδρας θυμάται πώς τον επισκέφτηκε ο αείμνηστος πατέρας του σε ένα όνειρο. Η παρουσία των νεκρών, οι αναμνήσεις των ζωντανών.