Το ντοκιμαντέρ Τα χρόνια των Super 8 των Ανί Ερνό και Νταβίντ Ερνό-Μπριό, μια αναδρομή στις αναμνήσεις και στα βιώματα της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Ανί Ερνό, προβλήθηκε την Παρασκευή 10 Μαρτίου, στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, παρουσία του σκηνοθέτη και γιου της, Νταβίντ Ερνό-Μπριό.
Η γαλλίδα συγγραφέας, η οποία διακρίθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2022, δοκιμάζει με την ταινία τα αφηγηματικά της εργαλεία σε ένα άλλο μέσο και μας προσκαλεί σ’ ένα κυνήγι κρυμμένου θησαυρού μέσα από μια τρυφερή διαδρομή στα ενδότερα της οικογενειακής της μνήμης.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλωσόρισε τον συν-σκηνοθέτη Νταβίντ Ερνό-Μπριό. «Πριν ενάμιση περίπου χρόνο, είχαμε ανοίξει το Φεστιβάλ με την εξαιρετική ταινία Το γεγονός, η οποία ήταν βασισμένη σε ένα βιβλίο της Ανί Ερνό. Στη συνέχεια η κ. Ερνό βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ και τώρα παρουσιάζουμε μια ταινία που έχει γυρίσει με τον γιο της για τη ζωή τους».
Τον λόγο πήρε στη συνέχεια ο Νταβίντ Ερνό-Μπριό. «Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ σήμερα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά το Φεστιβάλ για την πρόσκληση και όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ. Τέσσερα με πέντε χρόνια πριν, ο γιος μου ζήτησε να δει σκηνές από τη ζωή μας όταν ήμουν εγώ μικρός. Με τον πατέρα μου κάναμε γυρίσματα με μια κάμερα Super 8. Καθίσαμε και είδαμε όλες αυτές τις σκηνές που είχε γυρίσει ο μπαμπάς μου με την κάμερα. Η μητέρα μου τότε αποφάσισε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ταινία, η οποία θα εξιστορούσε τη ζωή μας. Επιθυμούσα να δημιουργήσω κάτι ποιοτικό, καθώς είχα στην διάθεσή μου καλό υλικό για να το καταφέρω. Η μητέρα μου δημιούργησε το κείμενο που είναι η αφήγηση που ακούμε στην ιστορία. Το καταγράψαμε στις αρχές του πρώτου lockdown, το 2020. Οι σκηνές προέρχονται μόνο από υλικό που είχε καταγράψει ο πατέρας μου. Η φωνή που θα ακούσετε είναι της μητέρας μου και ειλικρινά ελπίζω να σας αρέσει».
Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε Q&A με τον κ. Ερνό-Μπριό. Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το μοντάζ, ο σκηνοθέτης ανέφερε: «Το μοντάζ είναι προϊόν του κειμένου που έγραψε η μητέρα μου. Το κείμενο που ακούσαμε δεν είναι σχολιασμός των εικόνων, αλλά το αντίστροφο. Στην αρχή η μητέρα μου έγραψε ένα κείμενο, για μία ταινία διάρκειας μιας ώρας. Εμείς είχαμε συνολικά υλικό πέντε ωρών στην κατοχή μας. Τελικά η ταινία πράγματι διαρκεί μία ώρα. Φυσικά έπρεπε να οργανώσουμε όλες αυτές τις εικόνες με συγκεκριμένο τρόπο και η αλήθεια είναι ότι αναγκαστήκαμε να αφήσουμε κάποιες σκηνές εκτός της ταινίας, αν και μπορεί να ήταν σημαντικά σχόλια και πληροφορίες. Βασίζεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, οπότε κόπηκε το υλικό που δεν ταίριαζε με την αφήγηση και την εικόνα. Είμαι δημοσιογράφος και αυτό ακριβώς κάνω στη δουλειά μου. Έχω πρώτα ένα κείμενο και μετά προσπαθώ να ταιριάξω εικόνες πάντα με βάση και γνώμονα το κείμενο. Σε αυτό το πλαίσιο δουλέψαμε. Σαν να ήταν ένα ρεπορτάζ. Προσπαθήσαμε η αφήγηση να μη διακόπτεται από τις εικόνες».
Όσο για το αν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος να οργανωθεί η ταινία, ο Νταβίντ Ερνό-Μπριό, είπε: «Όχι, ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Η δομή της ταινίας ήταν πολύ συγκεκριμένη και ήταν προβλεπόμενη από την αρχή. Ήθελα να πετύχω μια αυτονομία στο κείμενο και στην εικόνα και να επιτύχω και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω μια συνέντευξη από τη μητέρα μου. Αυτό που ήθελα ήταν ένα δικό της λογοτεχνικό κείμενο, που όπως σας είπα, έγραψε στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας στο σπίτι της. Δεν υπάρχουν άλλες εξωτερικές εικόνες, για παράδειγμα τηλεοπτικές εικόνες της εποχής, και δεν έχουμε προσθέσει άλλη μουσική. Ήθελα την αλληλεπίδραση εικόνας και φωνής».
Σε ερώτηση για ποιο λόγο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει ιδιωτικές στιγμές της οικογένειάς τους μέσω της ταινίας, ο κ. Ερνό-Μπριό εξήγησε: «Η ταινία έχει ως αφετηρία τη μητέρα μου. Τις επιθυμίες της, τη μάχη που έδινε εκείνη την εποχή και η αλήθεια είναι πως συνέπεσε με την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας». Και πρόσθεσε: «Δεν έχω την εντύπωση ότι μοιράζομαι πολύ ιδιωτικές στιγμές με τον κόσμο, ειδικά δικές μου. Ίσως λίγες περισσότερες της μητέρας μου. Εκείνη είχε τον έλεγχο και αποφάσιζε πού θα εστιάσουμε σε σχέση με το υλικό που είχε τραβήξει ο πατέρας μου. Κάτι που μου άρεσε πολύ στη ταινία, και είχε ενδιαφέρον για μένα ήταν η θεία μου. Ζούσε στη φύση με έναν πιο απλοϊκό τρόπο ζωής και δεν ήθελε να επιστρέψει σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Μακάρι να είχαμε περισσότερο υλικό μαζί της. Για μένα αυτή η ταινία είναι ένα παράδειγμα για το πώς ζούσε μια οικογένεια τη δεκαετία του ’70. Βλέπουμε τον αδερφό μου, τη μαμά μου, εμένα, αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα και αν χρησιμοποιούσα υλικό από άλλα αρχεία, μιας άλλης οικογένειας, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο».
Κλείνοντας την παρουσίαση της ταινίας, ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Είναι υπέροχο το ότι βλέπω νεαρό κόσμο σήμερα στην αίθουσα. Είναι πολύ σημαντικό να μεταφέρουμε αυτά τα απομνημονεύματα της δεκαετίας του ’70, τα οποία εκφράζουν την ανάγκη για χειραφέτηση, για κοινωνική πρόοδο και για δημιουργία ενός καλύτερου και πιο δίκαιου κόσμου για το μέλλον. Ο πολιτικός αγώνας είναι έντονος το ’70 και αυτός ο αγώνας συνεχίζεται ακόμη και σήμερα».