Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 20/3
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Νικολά Φιλιμπέρ, στο έργο του οποίου πραγματοποιεί αφιέρωμα η φετινή διοργάνωση, Νίνα Μαρία Πασχαλίδου (Κismet), Σίρλι Μπέρκοβιτς (O καλός γιος), Άλισον Μπεργκ (Ο σκύλος), Ζαν-Μισέλ Ντισάρ (Μαθαίνω στην Αμερική) και Ντρου Τέιλορ (Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη).
Αρχικά οι δημιουργοί έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Ο Ζαν-Μισέλ Ντισάρ αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ Μαθαίνω στην Αμερική, το οποίο σκηνοθέτησε μαζί με τον Γκίτε Πενγκ, υπογραμμίζοντας ότι «είναι η ιστορία πέντε νεοφερμένων στην Αμερική παιδιών που φοιτούν στο δημόσιο σχολείο Λαφαγιέτ στο Μπρούκλιν και πραγματοποιεί ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο 16ο Φεστιβάλ». Στην ταινία O καλός γιος η Σίρλι Μπέρκοβιτς αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού αγοριού που επιστρέφει στην οικογένειά του ως γυναίκα. «Ο πρωταγωνιστής πήρε εκατό χιλιάδες δολάρια από τους γονείς του, οι οποίοι νόμιζαν ότι με αυτά θα σπούδαζε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, για να κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην Ταϊλάνδη. Περισσότερο πρόκειται για μία ταινία με θέμα τα μυστικά που όλοι έχουμε», δήλωσε η σκηνοθέτιδα. Ζητήματα φύλου τίθενται και στο ντοκιμαντέρ Ο σκύλος της Άλισον Μπεργκ (συν-σκηνοθεσία με τον Φρανκ Κερόντρεν). Η δημιουργός αναφέρθηκε στον κεντρικό χαρακτήρα, στον οποίο βασίστηκε η ταινία μυθοπλασίας Σκυλίσια μέρα με τον Αλ Πατσίνο: «Πρόκειται για τον Τζον Ουόιτογουιτς, ο οποίος το 1972 έκανε μία ληστεία για να πληρώσει την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του, όμως τα πράγματα πήγαν στραβά και κατέληξε να κρατήσει ομήρους τους υπαλλήλους για πάνω από δεκατέσσερις ώρες».
Σε διαφορετικά μονοπάτια κινείται το ντοκιμαντέρ Kismet της Νίνας Μαρίας Πασχαλίδου, η οποία επεσήμανε σχετικά: «Ο τίτλος της ταινίας σημαίνει ‘’μοίρα’’ και αφορά στις τούρκικες σαπουνόπερες, οι οποίες επηρεάζουν τις γυναίκες που τις παρακολουθούν στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, δίνοντάς τους την έμπνευση να αλλάξουν ριζικά τη ζωή τους και τη σχέση τους με τους άνδρες». Και από το σήμερα, στο χθες μεταφέρει το θεατή το ντοκιμαντέρ Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη του Ντρου Τέιλορ (συν-σκηνοθεσία με τον Λάρι Ουάινσταϊν), το οποίο χρονολογεί τα αληθινά γεγονότα που αποτύπωσε η ταινία μυθοπλασίας Επιχείρηση: Argo του Μπεν Άφλεκ. «Το ντοκιμαντέρ διερευνά την ιστορία επαναπατρισμού έξι αμερικανών ομήρων το 1979 από το Ιράν, με σχέδιο της CIA. Επίσης, αποκαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία γι’ αυτή την ιστορία, τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στο Argo, όπως την εμπλοκή και βοήθεια του Καναδά και της καναδικής πρεσβείας προς τη CIA, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι γεγονός ότι η ταινία μας τράβηξε πολλή προσοχή επειδή συνέπεσε χρονικά με την ταινία του Μπεν Άφλεκ, η οποία όμως περιείχε αρκετά στοιχεία μη πραγματικά και κατακρίθηκε επειδή δεν έθιξε καθόλου την εμπλοκή του Καναδά στην ιστορία. Ο Άφλεκ, μάλιστα, προσφέρθηκε να κάνει την αφήγηση της ταινίας μας, για να βελτιώσει την εικόνα του στον Καναδά. Ωστόσο, οι δύο ταινίες είχαν διαφορετικό σκοπό: το Argo να διασκεδάσει το κοινό, ενώ το ντοκιμαντέρ μας να παρουσιάσει την ιστορία και την κρυφή της πλευρά».
Στη συνέχεια της συζήτησης, ο γάλλος δημιουργός Νικολά Φιλιμπέρ μίλησε για το ξεκίνημά του στον κινηματογράφο: «Μεγάλωσα σε μία οικογένεια σινεφίλ, ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και λάτρευε το σινεμά. Συμμετείχε στην κινηματογραφική λέσχη της Γκρενόμπλ, όπου σε ηλικία δέκα-δώδεκα χρόνων ξεκίνησα κι εγώ να βλέπω ταινίες. Βλέποντας Μπέργκμαν και Ροσελίνι, μεταξύ άλλων, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το σινεμά δεν είναι μόνο χόμπι, αλλά ένας τρόπος για να γνωρίσεις τον κόσμο. Χωρίς τηλεόραση τότε και χωρίς τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια, μέσω των ταινιών μπορούσα να καταλάβω τον κόσμο, να δω πρόσωπα και τοπία που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Γι’ αυτό το λόγο θέλησα να κάνω ταινίες, λοιπόν. Δεν γνώριζα ακόμη το ντοκιμαντέρ. Δούλεψα αρχικά για δύο-τρία χρόνια σαν βοηθός σε ταινίες μυθοπλασίας. Στην πρώτη μου ταινία με τίτλο Η φωνή του αφέντη του, ιδιοκτήτες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών μιλούσαν κατά μέτωπο στην κάμερα για το όραμά τους για τον κόσμο. Δεν γνώριζα ακόμη σχεδόν τίποτα για το ντοκιμαντέρ, μέχρι που είδα ταινίες σκηνοθετών όπως ο Φρεντ Γουάισμαν και κατάλαβα ότι ο κόσμος του ντοκιμαντέρ είναι τόσο μεγάλος όσο και αυτός της μυθοπλασίας, με πολλές προσεγγίσεις και στυλ». Ο κ. Φιλιμπέρ σχολίασε επίσης: «Δεν μου αρέσει ο όρος ντοκιμαντερίστας, γιατί είναι περιοριστικός. Θεωρώ ότι το ντοκιμαντέρ είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να δημιουργήσεις μυθοπλασία».
Αναφερόμενος στο δικό του ξεκίνημα, ο κ. Ντισάρ επεσήμανε: «Πριν από είκοσι χρόνια βρέθηκα στην Αριζόνα, ως βοηθός στα γυρίσματα της ταινίας Ο νεκρός του Τζιμ Τζάρμους, μία εξαιρετική πρώτη εμπειρία. Ακολούθησα τον Τζάρμους στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησα να δουλεύω χωρίς να ξέρω τι ακριβώς κάνω, ενώ ασχολιόμουν τόσο με το ντοκιμαντέρ όσο και με τη μυθοπλασία. Μου αρέσει πολύ αυτό που είπε ο Νικολά, ότι κάνουμε μυθοπλασία. Εξαρτάται από τι επιλογές κάνουμε και πώς προσκαλούμε αυτούς που κινηματογραφούμε να εισέλθουν στην ταινία, πώς αφήνουμε χώρο και χρόνο γι’ αυτούς και για την ίδια η ζωή». Η κ. Μπέρκοβιτς κατέθεσε τη δική της εμπειρία, λέγοντας: «Δεν έχω δουλέψει πότε σε ταινία μυθοπλασίας. Για εμένα το στοιχείο της πραγματικότητας είναι πολύ δυνατό, η φαντασία δεν το ξεπερνά. Ακόμα κι αν η κάμερα τρέμει ή δεν έχεις το τέλειο φως, η ενέργεια και η στιγμή είναι εκεί. Για παράδειγμα, όταν ο χαρακτήρας της ταινίας μου καλεί με πρόσχημα τον αδερφό του στο αεροδρόμιο όπου επιστρέφει ως γυναίκα και υπάρχει η στιγμή της αναγνώρισης, αυτή είναι μία στιγμή που δεν μπορείς να αναπλάσεις». Από την άλλη, η κ. Μπεργκ εξήγησε: «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα κάνω ταινίες, καθώς σπούδασα Κοινωνιολογία και Διεθνείς Σχέσεις. Μετά το κολέγιο, βοήθησα έναν φίλο μου να κάνει μία ταινία μικρού μήκους. Τότε κατάλαβα ότι αυτό ήταν που ήθελα να κάνω: να αφηγούμαι ιστορίες με ένα δημιουργικό τρόπο, να ικανοποιώ την περιέργεια και τις εμμονές μου. Με το ντοκιμαντέρ δε μοιράζεσαι μόνο την ιστορία που αφηγείσαι, αλλά και τη δική σου εμπειρία μέσα από αυτή. Είναι μία πολύτιμη διαδικασία». Παρομοίως, ούτε και ο Ντρου Τέιλορ είχε φανταστεί ότι θα ασχολούνταν επαγγελματικά με τον κινηματογράφο. Ο ίδιος παρατήρησε: «Μέχρι πρόσφατα δεν είχα φανταστεί ότι θα σκηνοθετήσω. Πριν από το ντοκιμαντέρ Ο άνθρωπός μας στην Τεχεράνη, δεν είχα καμία άλλη σκηνοθετική εμπειρία. Ήμουν αθλητής του μπέιζμπολ και στη συνέχεια σπούδασα βιομετρική τεχνολογία. Νομίζω όμως ότι υπάρχει μία παράλληλη πορεία ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει κανείς και στους δύο τομείς. Όταν γράφεις διδακτορική διατριβή σε τέτοιες επιστήμες, πρέπει να βρεις αυτό το μικρό κομμάτι αλήθειας, τις αποδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία σου. Στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις λεπτομέρειες. Κάναμε εξονυχιστικό έλεγχο των γεγονότων, εξετάζαμε κάθε στοιχείο από διαφορετικές σκοπιές και η εμπειρία μου στις θετικές επιστήμες βοήθησε σε αυτό». Μιλώντας για τον επαγγελματικό δρόμο που διάλεξε, η κ. Πασχαλίδου εξήγησε: «Από μικρή ήμουν ντροπαλή, όμως επειδή με την οικογένειά μου ταξιδεύαμε πολύ, ο πατέρας μου πάντα με έβαζε στη δύσκολη θέση να βρίσκομαι στο επίκεντρο της προσοχής. Μιλώντας με ανθρώπους, λοιπόν, άρχισε να καλλιεργείται η περιέργειά μου γι’ αυτούς. Έχοντας ζήσει σε πολλές διαφορετικές χώρες, διευρύνθηκε η αντίληψή μου ως προς την ανθρώπινη επικοινωνία. Επίσης, το ντοκιμαντέρ αποτελεί για μένα μία πρόκληση. Δούλεψα αρχικά ως δημοσιογράφος, μετά ως παραγωγός και όταν η οικονομική κρίση χτύπησε την Ελλάδα σκέφτηκα ότι θα σκηνοθετήσω η ίδια το ντοκιμαντέρ που θέλω. Στη συνέχεια, παρακολούθησα κάποια μαθήματα κινηματογράφου για να μάθω τα απαραίτητα. Το να γυρίζω ντοκιμαντέρ είναι το μόνο που θέλω να κάνω».
Αμέσως μετά, οι δημιουργοί κατέθεσαν τις απόψεις τους όσον αφορά στις επιλογές των θεμάτων των ταινιών τους. Ο κ. Φιλιμπέρ διευκρίνισε: «Παρατηρώ τους ανθρώπους, την ‘’ανθρώπινη κωμωδία’’. Kάθε ταινία είναι και μία καινούρια περιπέτεια, μία καινούρια σχέση με τους ανθρώπους. Ίσως θεωρήσετε το σχόλιό μου προκλητικό, αλλά νομίζω ότι το θέμα μιας ταινίας είναι κάτι δευτερεύον, σχεδόν ένα πρόσχημα. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καλό και κακό θέμα και η ποιότητα μίας ταινίας δεν εξαρτάται από αυτό. Η ομορφιά δεν συνδέεται με το μήνυμα. Σπουδαίες ταινίες μπορούν να γίνουν από κάτι μικροσκοπικό, σχεδόν ανύπαρκτο. Η καθημερινή ζωή είναι ένα πολύ καλό θέμα, για παράδειγμα το διπλανό μπαρ, όπου άνθρωποι δουλεύουν, πίνουν τον καφέ τους και κουβεντιάζουν. Οι ταινίες μου αφορούν στον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν μαζί. Βρίσκομαι ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων, σε κοινότητες και προσπαθώ να καταλάβω και να δείξω πώς συνυπάρχουν. Η πολιτική διάσταση των ταινιών μου δεν είναι επιφανειακή».
Από την πλευρά του, ο κ. Ντισάρ σχολίασε τη σχέση του με τους ήρωές του ως εξής: «Στην αρχή απλά παρατηρούσα και θεωρούσα ότι η ταινία δε θα έχει συνεντεύξεις. Τις έκανα περισσότερο για να συμπεριλάβω τα παιδιά στην διαδικασία. Παρατήρησα ότι όσο περισσότερο συμμετείχαν, τόσο βελτιωνόταν το αποτέλεσμα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν παρατηρούσα, αλλά κινηματογραφούσα τη μεταξύ μας σχέση. Αυτή τη σχέση παρακολουθούν οι θεατές». Με τη σειρά της, η κ. Μπέρκοβιτς παρατήρησε χαρακτηριστικά: «Καταλαβαίνω ότι μόνο οι πολιτικοί και οι πόλεμοι αλλάζουν τον κόσμο και ότι μάλλον οι ταινίες μου δε θα το καταφέρουν αυτό. Εάν όμως κάποιος που δει την ταινία μου γυρίσει σπίτι του και τη σκεφτεί, εάν πάρει τηλέφωνο τη μητέρα του να της πει ότι την αγαπά, εάν κοιτάξει από άλλη οπτική γωνία τη ζωή του, τότε κάτι θα έχει επιτευχθεί. Αυτά τα μικρά πράγματα είναι σημαντικά για μένα». Η κ. Μπεργκ αναφέρθηκε στο στοιχείο του άγνωστου και της έκπληξης κατά τη δημιουργία μίας ταινίας: «Αγαπώ τις στιγμές όπου δεν ξέρεις τι να περιμένεις και ξεδιπλώνεται μπροστά σου η πραγματικότητα όπως δεν την περίμενες. Τέτοιες στιγμές σου δίνουν χαρά για καιρό». Από την πλευρά της, η κ. Πασχαλίδου διευκρίνισε: «Με ενδιαφέρει να παρατηρώ πώς διαφορετικοί άνθρωποι επηρεάζονται από μια κατάσταση. Eπίσης μου αρέσει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ενώ παρατηρώ κάτι, σε δεύτερο επίπεδο παρατηρώ κάτι άλλο. Το Kismet στην πραγματικότητα αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Υπάρχουν τόσες διαφορετικές διαστάσεις στο θέμα. Είχα διαβάσει για τις γυναίκες στη Σαουδική Αραβία που αντιδρούν με ποικίλους τρόπους στην οικογενειακή τους ζωή, για παράδειγμα χωρίζουν αφού είδαν το βιασμό της Φατμαγκιούλ. Ωστόσο, πριν τις γνωρίσω από κοντά δε μπορούσα να φανταστώ την δύναμη των ιστοριών τους και πόσο θα με ενέπνεαν». Ο Ντρου Τέιλορ σημείωσε με τη σειρά του: «Στο ντοκιμαντέρ μας θα θέλαμε να υπάρχουν στιγμές αυθορμητισμού, αλλά στην πραγματικότητα οι ατομικές συνεντεύξεις δόμησαν την ταινία. Σχεδιάζαμε να συναντηθούν ξανά στη Ουάσιγκτον οι όμηροι και οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην επιχείρηση διάσωσης, θεωρώντας ότι μετά από τόσα χρόνια θα είναι μία μαγική στιγμή, αλλά δεν ήταν έτσι. Οι πολιτικοί και οι πρέσβεις έδειξαν πολύ περισσότερο συναίσθημα μπροστά σε εμάς και την κάμερα στις ατομικές συνεντεύξεις. Μαγικές ήταν τελικά οι στιγμές που για πρώτη φορά οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνταν μπροστά στην κάμερα τι συνέβη. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση, λοιπόν».
Κλείνοντας, ο Νικολά Φιλιμπέρ συνέδεσε τα δύο θέματα που προαναφέρθηκαν, την παρατήρηση και τις απρόσμενες στιγμές, σχολιάζοντας: «Όταν μιλάμε για παρατήρηση θεωρούμε ότι ο κινηματογραφιστής είναι παθητικός, αλλά ποτέ δεν είναι έτσι. Από τη στιγμή που υπάρχει η κάμερα, αλλάζουμε ακόμη και αν δεν το θέλουμε. Όσο αυθόρμητοι κι αν θέλουμε να είμαστε, υπάρχει η κάμερα. Μερικές φορές όντως συμβαίνουν πράγματα που δεν περιμένουμε και θα θέλαμε να συμβούν. Στο ντοκιμαντέρ μου Να είσαι και να έχεις με ρωτούσαν πόσο χρόνο πέρασα παρατηρώντας τα παιδιά στην τάξη. Στην πραγματικότητα βρεθήκαμε στην τάξη και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα από την πρώτη μέρα. Νομίζω ότι η δουλειά μου, μεταφράζοντας από τα γαλλικά, είναι να προγραμματίζω το τυχαίο, να κάνω πράγματα να συμβούν».