16ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 18/3

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
 
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 18/3


Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τρίτη 18 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Γιαέλ Αντρέ (Όταν θα γίνω δικτάτορας), Ίβα Ραντιβόγιεβιτς (Εξατμιζόμενα σύνορα), Έμιλυ Γιαννούκου και Αλέξανδρος Παπανικολάου (Στο νήμα), Νικόλαος Βεντούρας (Παλικάρι-Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου), Έρικ Φίλιπς-Χορστ, Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ (Άρχισαν τα όργανα) και Τιερί Μισέλ (Η ακαταμάχητη άνοδος του Μοΐζ Κατούμπι).
 
Οι δημιουργοί κατέθεσαν τις απόψεις τους για το ρόλο του σεναρίου στη δημιουργία των ταινιών τους. Το λόγο πήραν αρχικά η Έμιλυ Γιαννούκου και ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, οι οποίοι στο ντοκιμαντέρ Στο νήμα παρακολουθούν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, στην προεκλογική του εκστρατεία. Η κ. Γιαννούκου σημείωσε: «Ζούμε στο Παρίσι και θέλαμε να δούμε τι συνέβαινε προεκλογικά στην Ελλάδα από κοντά. Ξεκινήσαμε άμεσα. Γράφαμε και γυρίζαμε ταυτόχρονα. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να παρακολουθήσουμε την προεκλογική καμπάνια εκ των έσω. Είχαμε πολλές διαφωνίες, κάναμε πολλές συζητήσεις, γράφαμε και ξαναγράφαμε, προσπαθούσαμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις σκηνές και να είμαστε όσο πιο ουδέτεροι γίνεται. Νομίζω ότι το κύριο μέρος του σεναρίου διαμορφώθηκε στο μοντάζ». Ο κ. Παπανικολάου συμπλήρωσε: «Όσον αφορά στο σχεδιασμό, κάναμε τα γυρίσματα άμεσα. Γνωρίσαμε τον Αλέξη Τσίπρα την 31η Μαΐου στο Παρίσι και δύο ημέρες μετά, κάναμε γυρίσματα στην Ελλάδα. Αποφασίσαμε να ολοκληρώσουμε τα γυρίσματα όταν θεωρήσαμε ότι έκλεισε ένας κύκλος, ένα χρόνο μετά. Αφού ο Τσίπρας έχασε τις εκλογές, πιστέψαμε ότι είναι άδικο να σταματήσουμε τα γυρίσματα και συνεχίσαμε να τον παρακολουθούμε ως αντιπολίτευση».
 
Πολιτικής υφής είναι και το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ Παλικάρι-Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου του Νικόλαου Βεντούρα, το οποίο εστιάζει στο εν λόγω ιστορικό γεγονός που σημάδεψε το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ, με ήρωα τον Λούι Τίκα, έναν έλληνα μετανάστη, συνδικαλιστή και επικεφαλής των εργατικών αγώνων των ανθρακωρύχων στο Λάντλοου του Κολοράντο το 1914. «Η ταινία αφηγείται την ιστορία αυτού του ανθρώπου, των συναδέλφων του και της κληρονομιάς που άφησαν πίσω. Από πλευράς παραγωγής, είναι μία ‘’χειροποίητη ταινία’’, όπως την αποκαλούμε, καθώς ο προϋπολογισμός ήταν ο μικρότερος δυνατός και κάναμε τα πάντα οι ίδιοι - γυρίσματα, μοντάζ και μουσική. Δεν περίμενα ότι θα βρεθεί η ταινία στο Φεστιβάλ, είχε καλή υποδοχή στην πρεμιέρα της και ελπίζω ότι αυτή είναι μια καλή αρχή για επόμενες ταινίες», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος επεσήμανε για το υλικό του ντοκιμαντέρ: «Εξαιτίας της έλλειψης οπτικού υλικού λόγω της παλαιότητας των γεγονότων, η ταινία βασίστηκε πολύ σε συνεντεύξεις. Είχαμε γράψει το σενάριο και η παραγωγός Λαμπρινή Χ. Θωμά συμμετείχε στη διεξαγωγή της ιστορικής έρευνας της εποχής, έτσι ώστε να θέσουμε τα ερωτήματα και τα ζητήματα των συνεντεύξεων. Και στην περίπτωσή μας, το βασικό γράψιμο έγινε στο στάδιο του μοντάζ, όπου έπρεπε να συμπυκνώσουμε το υλικό μας».
 
Σε εκρηκτικές μουσικές διαδρομές μυεί το θεατή το ντοκιμαντέρ Άρχισαν τα όργανα της κολεκτίβας «Meerkat Media», τρία μέλη της οποίας –οι Έρικ Φίλιπς-Χορστ, Άνταμ Πογκόφ και Μπράιαν Τσανγκ- έδωσαν το παρών στο «Κουβεντιάζοντας». Η ταινία ακολουθεί τρεις μπάντες -μια αμερικανική, μια σέρβικη και μια ρουμάνικη-, ενώ διαγωνίζονται στο μουσικό φεστιβάλ στη Γκούτσα της Σερβίας. «Eίμαστε από τη Νέα Υόρκη, μέλη της κολεκτίβας «Meerkat Media», η οποία αποτελείται από δέκα σκηνοθέτες-συγγραφείς. Η ταινία μας δημιουργήθηκε με αντισυμβατικό τρόπο: Πέντε από εμάς πήγαμε στη Σερβία, φέραμε το υλικό, το είδαμε όλοι μαζί, πήραμε τις αποφάσεις όσον αφορά στην αφήγηση και την πλοκή και ανάλογα έγινε και το μοντάζ. Ο τρόπος που δουλεύουμε δεν είναι παραδοσιακός, αλλά είναι ο τρόπος που αναπτύξαμε τα τελευταία χρόνια για να δημιουργούμε ταινίες», σημείωσε ο κ. Τσανγκ. Από την πλευρά του, ο κ. Φίλιπς-Χορστ μίλησε για τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας: «Αφού καταλήξαμε στην αμερικάνικη μπάντα και διακρίναμε σε αυτή τους πιο δυνατούς χαρακτήρες που θα ήταν ανοιχτοί σε εμάς, ακολουθήσαμε το συγκρότημα για περίπου εννέα μήνες». Ο κ. Πόγκοφ συμπλήρωσε: «Κινηματογραφήσαμε για τέσσερις-πέντε εβδομάδες στη Σερβία και είχαμε στρατηγικό σχέδιο. Κάναμε επαφές με την τοπική κοινότητα και με μπάντες, η μία εκ των οποίων τελικά πήγε καλά στο φεστιβάλ, οπότε καλώς της είχαμε δώσει προσοχή. Στο μικρό δωμάτιο όπου μέναμε, κάναμε ό,τι θα κάναμε στο στούντιο μοντάζ, συγκεντρώναμε υλικό για τους χαρακτήρες και συζητούσαμε, ενώ επίσης κάναμε τα γυρίσματα σε βάρδιες γιατί το φεστιβάλ είναι 24ωρο. Γενικά, ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Καλούμασταν να γράφουμε στη στιγμή, ο χρόνος μας πίεζε γιατί το φεστιβάλ είχε δεδομένη διάρκεια και όλη διαδικασία ήταν σαν ένα τεστ».
 
Στη συνέχεια, πήρε το λόγο η Ίβα Ραντιβόγιεβιτς, σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ Εξατμιζόμενα σύνορα, το οποίο καταγράφει με ποιητικό τρόπο ιστορίες μεταναστών που ζητούν άσυλο στην Κύπρο. Η ίδια ανέφερε παρουσιάζοντας την ταινία της: «Ζω στη Νέα Υόρκη, αλλά είμαι Γιουγκοσλάβα. Η ταινία μου είναι ένα δοκίμιο για τους αιτούντες ασύλο στην Κύπρο, όπου έχω βρεθεί και η ίδια ως μετανάστρια, άρα πρόκειται για μία προσωπική ματιά επάνω στο θέμα. Γύρισα τα πλάνα και έκανα το μοντάζ μόνη μου, καθώς εργάζομαι και ως μοντέρ στη Νέα Υόρκη. Είναι ένα αργό, μη παραδοσιακό, ποιητικό οπτικά ντοκιμαντέρ, που απαιτεί υπομονή. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το τρίτο στο οποίο συμμετέχω με αυτή». Αναφερόμενη στη διαδικασία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ, η κ.  Ραντιβόγιεβιτς επεσήμανε: «Ευτυχώς λατρεύω το να κινηματογραφώ και να μοντάρω. Για εμένα τα γυρίσματα είναι μία διαισθητική διαδικασία, καθώς οι εικόνες δεν είναι κυριολεκτικές, αλλά υπονοούν πράγματα. ‘’Χάνομαι’’ στην κινηματογράφηση και κρατάω σημειώσεις. Πριν το μοντάζ, έγραψα το σενάριο με τη μορφή γράμματος σε ένα φίλο, περιλαμβάνοντας τις συνεντεύξεις των προσώπων που κινηματογράφησα».
 
Ο Μοΐζ Κατούμπι, μια ξεχωριστή περίπτωση ηγέτη, πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ Η ακαταμάχητη άνοδος του Μοΐζ Κατούμπι του Τιερί Μισέλ. Ο σκηνοθέτης σημείωσε σχετικά: «Εδώ και είκοσι χρόνια έχω κάνει πολλές ταινίες σε διάφορες χώρες, με θέμα την κρατική εξουσία. Το ντοκιμαντέρ για τον Κατούμπι διαφέρει γιατί αυτός ανέλαβε την εξουσία μέσω εκλογών, κάτι νέο στις αφρικανικές χώρες. Πρόκειται για έναν Αφρικανό επιχειρηματία, ο οποίος κατάφερε να αποκτήσει εξουσία ως κυβερνήτης και παράλληλα να είναι πρόεδρος μίας ποδοσφαιρικής ομάδας. Επίσης, η περιοχή στην οποία ασκεί εξουσία είναι πλούσια σε μεταλλεύματα, συγκεντρώνοντας το 80% του πλούτου του Κονγκό. Η ταινία αναφέρεται στη χειραγώγηση των μαζών και το δημοκρατικό μακιαβελισμό. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς προκύπτει αυτή η καινούρια μορφή διακυβέρνησης στην Αφρική, γνωρίζοντας ότι τέτοιοι ισχυροί άνθρωποι υπάρχουν και σε άλλα μέρη του κόσμου και εκμεταλλεύονται την οικονομική τους δύναμη για να αναλάβουν την κρατική εξουσία». Ο σκηνοθέτης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς σε γυρίσματα ταινιών, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ο κογκολέζος βοηθός μου, που είναι δημοσιογράφος, ετέθη υπό την προστασία των Ηνωμένων Εθνών. Εκεί τελείωσαν τα γυρίσματα και αναγκάστηκα να ολοκληρώσω την ταινία με πλάνα που απέκτησαν διακριτικά οι συνεργάτες μου εκεί. Σε μία άλλη ταινία, είχα συλληφθεί στην Κινσάσα και μου είχε αφαιρεθεί η βίζα. Ήταν πολύ δύσκολα. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Κονγκό μου απάγγειλε κατηγορίες και προσπάθησε να σταματήσει τη διανομή της ταινίας μου. Ο Υπουργός Εξωτερικών με συμβούλευσε να μη διανείμω την ταινία και όταν αρνήθηκα, με απείλησε ότι θα καταστρέψει την καριέρα μου. Το παράξενο είναι ότι πλήρωσαν τον Τύπο, όχι μόνο στο Κονγκό αλλά και στην Ευρώπη για να γράψει τις κριτικές της ταινίας».
 
«Ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας» χαρακτηρίζει η Γιαέλ Αντρέ την ταινία της Όταν θα γίνω δικτάτορας. Η ίδια σημείωσε χαρακτηριστικά: «Συγκέντρωσα υλικό σε κάμερα super 8 μαζί με φιλμ, όπου κινηματογραφούσα τον εαυτό μου επί δέκα χρόνια. Έγραψα μία ιστορία μυθοπλασίας και προσπάθησα να ενσωματώσω σε αυτή την εικόνα. Είναι δύσκολο να μιλήσω γι’ αυτή την ταινία, γιατί πρόκειται για δέκα ταινίες σε μία, αφού κάθε εικόνα αφηγείται την ιστορία της. Αποκαλώ αυτές τις εικόνες ‘’άγριες’’, γιατί είναι εικόνες που είχαν χαθεί και βρέθηκαν σε μία υπαίθρια αγορά. Επίσης, το ντοκιμαντέρ είναι κατά μία έννοια και μία ιστορία αγάπης, καθώς αναφέρεται σε ένα φίλο μου που δεν ζει πια». Όπως είπε η ίδια, η δυσκολία που αντιμετώπισε κάνοντας την ταινία, αφορούσε κυρίως στο μοντάζ και ειδικότερα στην τοποθέτηση των σωστών εικόνων στο σωστό σημείο της ιστορίας.
Στη συνέχεια οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στη σχέση του ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αλλά και τη δημοσιογραφία. Η κ. Ραντιβόγιεβιτς παρατήρησε χαρακτηριστικά: «Όπως έγραψε ο κριτικός Λουτσιάνο Μπαρισόνε υπάρχουν δύο τρόποι να δεις το ντοκιμαντέρ: σαν φορμάτ, δηλαδή για την πληροφοριακή του αξία ή ως κινηματογραφική έκφραση, δηλαδή για τη συναισθηματική του δυναμική. Το ντοκιμαντέρ εξαρτάται από τον προσωπικό τρόπο έκφρασης του δημιουργού». Ο κ. Μισέλ σημείωσε: «Το ζητούμενο είναι να βρεις την καλή αφήγηση, την αληθινή μυθοπλασία μέσα στην πραγματικότητα. Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία, αντλούσα την έμπνευσή μου από το Σαίξπηρ. Ήταν σαν να κινηματογραφώ πολιτική κωμωδία, πολιτικό θέατρο και έπρεπε να βρω την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό και την τραγωδία του θέματος. Το ντοκιμαντέρ δείχνει αυτό που δεν μπορείς να δεις κανονικά. Βρίσκει την πτυχή που οι άνθρωποι δε θέλουν να δείξουν. Ανθρωπολογική τέχνη». Στο ίδιο θέμα, ο κ. Τσανγκ τόνισε: «Οι κατηγοριοποιήσεις μυθοπλασία-ντοκιμαντέρ είναι χρήσιμες, αλλά εάν κοιτάξεις πολύ κοντά αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή. Σε κάθε είδους ταινία παίρνεις υλικό πολλών ωρών και το συμπυκνώνεις σε μία-δύο ώρες. Λειτουργούμε με κάποιες συμβάσεις των ταινιών τεκμηρίωσης και ελπίζουμε να παρουσιάζουμε όσο καλύτερα αυτό που θέλουμε. Συνέχεια πρέπει να αναρωτιέσαι αν παραπλανάς το κοινό σου». Από την πλευρά της, η κ. Ραντιβόγιεβιτς επεσήμανε: «Είναι πάντα θέμα πλαισίου και εξαρτάται από το ποιος λέει κάτι. Το ντοκιμαντέρ είναι εξίσου μυθοπλασία ή η μυθοπλασία είναι εξίσου αληθινή». Ο κ. Βεντούρας διευκρίνισε ως προς αυτό: «Έχοντας εμπειρία ως φωτορεπόρτερ, είμαι επηρεασμένος από το είδος. Με ενδιαφέρει να παίρνω την αλήθεια από την πραγματικότητα, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς επιπρόσθετη ποίηση ή τέχνη. Το σημαντικό είναι να αποκαλύψεις στο θεατή την ποίηση που ήδη υπάρχει. Τα πάντα είναι υποκειμενικά, όπως και η αντίληψή μας. Ωστόσο, δεν είναι η υποκειμενικότητα έννοια αντίθετη με την αλήθεια». Από την σκοπιά του πολιτικού ντοκιμαντέρ, ο κ. Μισέλ παρατήρησε: «Κάθε είδος διαθέτει διαφορετικές πτυχές. Υπάρχει μεγάλη ηθική υποχρέωση στο πολιτικό ντοκιμαντέρ. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη δημοσιογραφία αλλά όχι μόνο, καθώς υπάρχουν επίσης πολλές άλλες πτυχές: η δραματουργία, η ψυχανάλυση, η ανθρωπολογία. Δε συμφωνώ απολύτως με αυτή τη διχοτομία μεταξύ δημοσιογραφίας και ντοκιμαντέρ. Μεγάλοι δημοσιογράφοι όπως ο Άλμπερτ Καμί, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Βίκτωρ Ουγκώ χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο για να είναι ακριβείς και να γράψουν για την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Οι δημοσιογράφοι τώρα όμως δεν έχουν το χρόνο να αναπτύξουν το θέμα τους και να το ερευνήσουν γι’ αυτό και προκύπτουν καρικατούρες. Πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα και να δείξουμε την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, προσωπικά είμαι ιδιαίτερα θυμωμένος με τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι μεταδίδουν την κατάσταση στην Ουκρανία. Χρειάζεται έρευνα για την ιστορία της χώρας και αυτής της διαμάχης».
 
Αμέσως μετά, οι δημιουργοί σχολίασαν το θέμα των προσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στον ντοκιμαντερίστα και τους χαρακτήρες που κινηματογραφεί. Ο κ. Φίλιπς-Χορστ εξήγησε: «Θέτω όρια μεταξύ μας, για να μη γίνουμε φίλοι και να μην μάθω εκ των προτέρων για το παρελθόν του. Επίσης, θέλω την πρώτη φορά που μου διηγείται κάτι να κινηματογραφείται, γιατί νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη φορά. Επιδιώκω να υπάρχει απόσταση μεταξύ μας και ως δημιουργοί να μένουμε στο παρασκήνιο». Ο κ. Πόγκοφ συμπλήρωσε: «Προσωπικά, μου αρέσει η στιγμή στην οποία μόλις έχει ολοκληρωθεί η ταινία κι επιτέλους μπορείς να είσαι ο εαυτός σου με τους ανθρώπους που κινηματογραφείς». Αναφερόμενη στην επαφή με έναν πολιτικό, η κ. Γιαννούκου εξήγησε: «Ήταν μία πρόκληση να έρθουμε κοντά στον Αλέξη Τσίπρα, γιατί ως πολιτικός ξυπνά το πρωί και φορά το κουστούμι του πολιτικού. Ελέγχει την εικόνα του. Προσπαθήσαμε να δείξουμε λίγο παραπάνω από όσα βλέπουμε στις ειδήσεις και να είμαστε δίκαιοι με ό,τι βλέπαμε. Δεν σαγηνευτήκαμε από αυτόν, αλλά η αλήθεια είναι ότι μπορείς να παρασυρθείς από τον τρόπο που παρουσιάζεται, γι’ αυτό και μεταξύ μας είχαμε πολλές διαφωνίες και συζητήσεις και προσέξαμε πολύ πώς θα τοποθετήσουμε τις σκηνές».