16ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 16/3

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα

14-23 Μαρτίου 2014
 
KOYBENTIAZONTAΣ 16/3

 
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Αλεξάνδρα Άνθονυ (Lost in the Bewilderness), Ντέμπορα Πέρκιν (Μπάσταρδα), Σόνι Κόεν (Η έπαυλη), Οράθιο Αλκαλά (Ακουμπώντας τον ουρανό), Άξελ Σαλβατόρι–Σινς (Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ), Μπιλ Σίγκελ (Οι δοκιμασίες του Μοχάμεντ Αλί) και Μπέρναρντ Ντίτσεκ (Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα).
 
Στο ξεκίνημα της συζήτησης, την οποία συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου, οι κινηματογραφιστές έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Αρχικά το λόγο πήρε ο Σόνι Κόεν, ο οποίος αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ του Η Έπαυλη, που εκτυλίσσεται στην ομώνυμη οικογενειακή επιχείρηση: ένα επαρχιακό στριπτιζάδικο, το οποίο ο πατέρας του αγόρασε όταν εκείνος ήταν έξι ετών. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο δημιουργός άρχισε να κινηματογραφεί την οικογένειά του και το κατά πόσο η συγκεκριμένη επαγγελματική ενασχόληση έχει επηρεάσει τον τρόπο ζωής τους. Ο ίδιος κατέληξε σχολιάζοντας: «Μέσα από αυτή την ταινία ήρθαμε πιο κοντά ως οικογένεια. Νιώθω περήφανος για τους γονείς μου». 
 
Από την πλευρά του, ο Οράθιο Αλκαλά στο ντοκιμαντέρ Ακουμπώντας τον ουρανό εστιάζει στον κόσμο του τσίρκου, όχι όμως σε αυτό που περιλαμβάνει ζώα, αλλά σε θιάσους τσίρκου και ιστορίες ακροβατών. Αυτό που τράβηξε το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη ήταν το «πώς συνηθισμένοι άνθρωποι φτάνουν να κάνουν υπεράνθρωπες πράξεις», όπως σημείωσε. Για τον ίδιο, η ταινία περιέχει έναν συμβολισμό για το πώς οι άνθρωποι μπορεί να προσεγγίσουν ακόμη και τα πιο άπιαστα όνειρά τους. Ο σκηνοθέτης είπε ότι για να γυρίσει την ταινία χρειάστηκε να κάνει έρευνες επί δύο χρόνια, αναζητώντας ακροβάτες σε έντεκα χώρες, ενώ η κινηματογράφηση του ντοκιμαντέρ διήρκεσε άλλα πέντε χρόνια.
 
Για τον Μπιλ Σίγκελ, ο Μοχάμεντ Αλί ήταν ένας παιδικός ήρωας. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ του Οι δοκιμασίες του Μοχάμεντ Αλί παρακολουθεί τον διάσημο πυγμάχο έξω από το ρινγκ, ως αγωνιστή που αρνήθηκε να πάει στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και ως έναν άνθρωπο που μίλησε ανοιχτά κατά του πολέμου και του ρατσισμού. «Η ταινία τελικά αναφέρεται στο πώς αυτός ο άνθρωπος έγινε αυτό που ήταν, δηλαδή ο Μοχάμεντ Αλί», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
 
H Ντέμπορα Πέρκιν αποφάσισε έπειτα από 25 χρόνια στη τηλεόραση του BBC να κάνει μια ταινία όπως η ίδια την ονειρευόταν, χωρίς περιορισμούς και προδιαγραφές που έθεταν άλλοι αντί για εκείνη. Το ντοκιμαντέρ της με τίτλο Μπάσταρδα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα  στο 16ο ΦΝΘ. Ηρωίδα του ντοκιμαντέρ είναι μια κοπέλα από το Μαρόκο που παντρεύτηκε στα 14 της χωρίς τη θέλησή της, εκδιώχθηκε ενώ ήταν έγκυος και ανακάλυψε ότι  ο γάμος της –και το παιδί της- δεν αναγνωρίζονταν για τυπικούς λόγους. Τελικά, έκανε έναν δικαστικό αγώνα 18 μηνών προκειμένου να αναγνωριστεί το παιδί της. «Ήταν σαν σαπουνόπερα, μόνο που πρόκειται για αληθινή ιστορία», υπογράμμισε η δημιουργός. 
 
Το ντοκιμαντέρ Lost in the Bewilderness της Αλεξάνδρας Άνθονυ αφηγείται μια επίσης ασυνήθιστη ιστορία: Την περιπέτεια του ξαδέλφου της σκηνοθέτιδας, του Λουκά, ο οποίος απήχθη από τη μητέρα του σε ηλικία 5 ετών από την Ελλάδα, και εντοπίστηκε λίγο πριν από τα 16α γενέθλιά του στις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, ο πατέρας του Λουκά δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την μητέρα του παιδιού και πήγε στις ΗΠΑ για να τον πάρει πίσω. Μαζί του ήταν και η δημιουργός, η οποία κινηματογραφούσε τα γεγονότα. Τα γυρίσματα κράτησαν 18 χρόνια, καταγράφοντας την πορεία του Λουκά προς την ενηλικίωση και την αυτογνωσία, με αποκορύφωμα τη στιγμή που γίνεται ο ίδιος πατέρας.
 
Μια προσωπική οικογενειακή ιστορία πρωταγωνιστεί και στο ντοκιμαντέρ Το Καλούς που νόμιζα πως ήξερα του Μπέρναρντ Ντίτσεκ. Ο πατέρας του σκηνοθέτη μετανάστευσε στον Καναδά το 1949 και δεν επέστρεψε ποτέ στη γενέθλια πόλη του, το Καλούς της Πολωνίας, το οποίο υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν ήταν παιδί, ο σκηνοθέτης άκουγε συνεχώς ιστορίες για το Καλούς και όταν ο πατέρας του πέθανε, αποφάσισε να κάνει για λογαριασμό του το ταξίδι της επιστροφής. «Άκουγα για αυτό το μέρος όλη μου τη ζωή και η εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου ήταν διαφορετική από την πραγματικότητα. Νομίζω ότι η ταινία άγγιξε το κοινό γιατί πολλοί άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη έχουν τα ίδια βιώματα. Νιώθω σαν να υπάρχει κι εδώ ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν έχει ειπωθεί», τόνισε ο δημιουργός.  
 
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των ντοκιμαντέρ, ο Άξελ Σαλβατόρι-Σινς αναφέρθηκε στο ντεμπούτο φιλμ του Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ, το οποίο εστιάζει σε μια μικρή ομάδα νεαρών παλαιστινίων προσφύγων που ζουν στο στρατόπεδο Γιαρμούκ στη Συρία και καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην επιθυμία τους να ρισκάρουν και στην προοπτική μιας τακτοποιημένης ζωής.
 
Με αφορμή τη ρήση του Πίτερ Ουιντόνικ ότι ο κινηματογραφιστής θα πρέπει να τιμά ό,τι αρχικά τον ενέπνευσε, οι δημιουργοί κλήθηκαν να μιλήσουν για τη δική τους πηγή έμπνευσης. Για τον Μπιλ Σίγκελ, το γοητευτικό στην ιστορία του Μοχάμεντ Αλί είναι η διαδρομή, το ταξίδι που ακολουθεί κανείς μέχρι να εξελιχθεί ως άτομο. «Ως παιδί, ο Αλί ήταν ήρωας μου. Νόμιζα ότι ήξερα ποιος ήταν, αλλά μου έδειξε πόσο δρόμο είχα μέχρι να τον μάθω. Αυτό είναι το νόημα της ζωής, να βρεις πώς θες να αποτυπωθεί η πορεία της ζωής σου και να μείνεις πιστός στις αρχές σου» είπε ο σκηνοθέτης. Για την Ντέμπορα Πέρκιν, είναι σημαντικό να αγωνίζεσαι για να κάνεις τη διαφορά. «Μετά από τόσα χρόνια, νομίζω ότι έκανα τη διαφορά, όταν έφυγα από το BBC. Αυτό ήταν ένα τεράστιο ταξίδι, έκανα εν τέλει κάτι για μένα και αυτό ήταν απελευθερωτικό» είπε η σκηνοθέτιδα. Από τη μεριά του, ο Μπέρναρντ Ντίτσεκ άντλησε έμπνευση από το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκε στην ταινία έδειχναν ενδιαφέρον για έναν τόπο για τον οποίον δεν είχαν ακούσει ποτέ, όπως ο ίδιος που μεγάλωσε με τις αναμνήσεις του πατέρα του. «Ήξερα ότι αν δεν έκανα εγώ αυτή την ταινία δεν θα την έκανε κανείς» είπε ο  Οράθιο Αλκαλά, σημειώνοντας ότι αν και πραγματικές, οι ιστορίες των ανθρώπων που αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ του, μοιάζουν σαν να είναι μυθοπλασία. Πηγή έμπνευσης για τον Άξελ Σαλβατόρι-Σινς ήταν οι πρωταγωνιστές της ταινίας του, συνομήλικοι με τον ίδιο, με το ίδιο πάθος για ζωή, αν και ζουν σε ένα τόσο διαφορετικό περιβάλλον. «Οι αληθινές ιστορίες είναι πιο περίεργες από τη μυθοπλασία» σχολίασε η Αλεξάνδρα Άνθονυ, η οποία εμπνεύστηκε από τα βιώματα της οικογένειάς της αλλά και από την ελληνική της καταγωγή. «Έχοντας τους ελληνικούς μύθους στο DNA μου, είχα την ελευθερία να κάνω μεταφορές που παραπέμπουν στον Ορφέα», σημείωσε η ίδια. 
 
Στη συνέχεια της συζήτησης, οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο τι ανακάλυψαν για τον εαυτό τους, μέσα από τη δημιουργία των ντοκιμαντέρ. «Έμαθα ότι πρέπει να συνεχίζεις, όποιο πρόβλημα κι αν συναντήσεις, να προσπαθείς όπως οι ακροβάτες, ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσεις εκεί που θες», είπε ο κ. Αλκαλά. «Έμαθα κάτι για τη ζωή του πατέρα μου, κι ας κατέληξα κάπου διαφορετικά από εκεί που νόμιζα όταν ξεκινούσα να κάνω την ταινία», σημείωσε ο κ. Ντίτσεκ. Για τον κ. Σίγκελ, το ντοκιμαντέρ του ήταν το μέσο για να διηγηθεί μια ιστορία την οποία διαφορετικά θα αγνοούσαν οι επόμενες γενιές. «Θα ήθελα να πολεμήσω την εξαφάνιση της ιστορίας», υπογράμμισε ο ίδιος. «Έμαθα να είμαι καλύτερος άνθρωπος, έμαθα για την οικογένειά μου και νομίζω ότι η ταινία μου ήταν σαν ένα είδος ψυχοθεραπείας», είπε ο κ. Κόεν. Για τον κ. Σαλβατόρι-Σινς η ταινία ήταν ένα  μάθημα για το πώς κάποιος που δεν έχει τις ευκαιρίες όσων ζουν στην Ευρώπη, προσπαθεί να εκπληρώσει τα όνειρά του και να διαμορφώσει ο ίδιος τη ζωή του. Όσο για την Αλεξάνδρα Άνθονυ, «Η αγάπη μπορεί να θεραπεύσει. Αυτό ήταν που έμαθα μέσα από την ταινία μου».
 
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τους δημιουργούς να μοιράζονται το προσωπικό και κινηματογραφικό του μότο τους. «Μην το κάνεις για λεφτά, μη σε σταματήσει το ότι δεν έχεις λεφτά» είπε ο κ. Σίγκελ. «Λατρεύω την ιδέα να πάρω μια κάμερα και να πω την ιστορία μου. Τα λεφτά δεν θα μου δώσουν αυτή τη χαρά», συμπλήρωσε ο κ. Κόεν, ενώ ο κ. Ντίτσεκ σημείωσε: «Πρέπει να παίρνεις ρίσκα, να ακολουθείς το ένστικτό σου, να επενδύεις σε νέους ανθρώπους». Για την κ. Πέρκιν, ισχύει το εξής: «Να κάνεις κάτι που πιστεύεις, να ανάβεις ένα φως στους θεατές για έναν κόσμο που δεν ξέρουν ή δεν καταλαβαίνουν. Δεν είμαστε ποιητές, αφηγούμαστε ιστορίες και οι θεατές είναι μέρος αυτού του συνεχιζόμενου διαλόγου». Από την πλευρά της, η κ. Άνθονυ επεσήμανε: «Να μη χάνεις τη χαρά του να κρατάς την κάμερα, να μη χάνεις την έκπληξη της αρχής. Είμαι μαγικό το να κρατάς μια εικόνα στο χρόνο». Ο κ. Αλκαλά τόνισε: «Πρέπει να μπαίνεις ολόκληρος μέσα στην ιστορία σου με πάθος και γενναιότητα», ενώ ο κ. Σαλβατόρι-Σινς ανέφερε: «Το σημαντικό είναι να πιστεύεις στη δουλειά σου και να φτάνεις μέχρι το τέλος».