Αgora Talks: «Σταμάτα να είσαι κονφορμιστής. Μέθοδοι και εργαλεία για το πώς να εξασφαλιστεί ένας ασφαλέστερος χώρος εργασίας για όλους»

62ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ||

4-14/11/2021

 

Αgora Talks: «Σταμάτα να είσαι κονφορμιστής. Μέθοδοι και εργαλεία για το πώς να εξασφαλιστεί ένας ασφαλέστερος χώρος εργασίας για όλους»

 

Στο πλαίσιο των Agora Talks του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, στην Αποθήκη Γ του Λιμανιού, η συζήτηση με θέμα «Σταμάτα να είσαι κονφορμιστής. Μέθοδοι και εργαλεία για το πώς να εξασφαλιστεί ένας ασφαλέστερος χώρος εργασίας για όλους», με συντονίστρια την Υπεύθυνη Ανάπτυξης του Mega Channel, Κατερίνα Κακλαμάνη.

 

Η πρώτη ομιλήτρια της βραδιάς, Jenny Koski (Γενική Διευθύντρια του European Women’s Audiovisual Network, EWA, της Φινλανδίας), παρουσίασε στοιχεία ερευνών με βάση τα οποία, η οπτικοακουστική βιομηχανία είναι εκείνη που έχει δεχθεί τα βαρύτερα πλήγματα στην πανδημία, με τις εργασιακές συνθήκες να έχουν χειροτερέψει αισθητά. Ταυτόχρονα, η παρενόχληση στον χώρο εργασίας και η άσκηση βίας με κριτήριο το φύλο έχουν πολλαπλασιαστεί αυτό το διάστημα, ενώ η ανισότητα κατά των γυναικών και των μειονοτικών ομάδων έχει αυξηθεί ακόμα περισσότερο σε σχέση με την προ-Covid εποχή.

 

Η ίδια κάλεσε σε δράση, εξηγώντας πως δεν αρκούν πλέον τα λόγια και οι συζητήσεις. «Δυστυχώς, παρά τα περίπλοκα και μεγάλα λόγια που έχουν ειπωθεί πάνω στο θέμα, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Χρειαζόμαστε πράξεις και σοβαρά μέτρα για ένα πιο δίκαιο μέλλον και ένα ασφαλές περιβάλλον εργασίας για όλους. Έχουμε δυστυχώς υιοθετήσει τη συνήθεια της σιωπής. Αυτός είναι ο λόγος που δεν γίνονται πολλές καταγγελίες γι’ αυτά τα ζητήματα. Φοβόμαστε να μιλήσουμε και πολεμάμε συνεχώς για τη θέση μας. Πρέπει να μιλάμε. Αυτό είναι ένα ζήτημα που μας αφορά όλους», εξήγησε σχετικά.

 

Στη συνέχεια, επισήμανε πως δεν επαρκούν μόνο τα κατασταλτικά μέτρα. «Για να επιτύχουμε την αλλαγή κουλτούρας, πρέπει η εκπαίδευση για τέτοια ζητήματα να ξεκινάει από τη μικρή ηλικία και να φτάνει μέχρι και την εξουσία. Πρέπει στο εργασιακό περιβάλλον να υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς. Να υπάρχει συγκεκριμένος γραπτός κώδικας και οι διευθύνοντες να πραγματοποιούν συναντήσεις για τέτοια θέματα σε καθημερινή βάση», σημείωσε χαρακτηριστικά.

 

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η Διευθύντρια Επικοινωνίας και Διεθνών σχέσεων του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), κ. Βασιλική Διαγουμά, η οποία επισήμανε τη μεγάλη σημασία του ζητήματος για τον ΕΚΟΜΕ, το οποίο και τοποθέτησε σε δύο άξονες, της εξέλιξης και της ανάπτυξης. «Πρέπει να φροντίσουμε τα άτομα να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες για εξέλιξη. Δεύτερον, πρέπει να δώσουμε βάση στην εκπαιδευτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα. Ξεκινάμε από τη νεαρή ηλικία των 5-6 ετών, συνεχίζουμε με τους μαθητές, οι οποίοι θα γίνουν οι νέοι επαγγελματίες. Στη συνέχεια, προχωράμε στους εργαζόμενους. Είναι μια μακρά διαδικασία. Η επιμόρφωση σε αυτά τα θέματα είναι ό,τι πιο σημαντικό. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση», σημείωσε σχετικά.

 

Η κ. Διαγουμά επισήμανε όμως και την ανάγκη αλληλοϋποστήριξης, στη δύναμη της οποίας απέδωσε την επιτυχία του κινήματος ΜeToo. «Το κίνημα MeΤoo δημιούργησε την αίσθηση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, στο οποίο τα άτομα αισθάνονταν αρκετά ασφαλή ώστε να εκφραστούν. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί ποτέ σε απόλυτο βαθμό, αλλά αν θέλουμε να δούμε την αλλαγή κουλτούρας που επιθυμούμε πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον και να χρησιμοποιούμε τη φωνή μας για να εκφράσουμε τα προβλήματα των άλλων», κατέληξε.

 

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η εκπρόσωπος του Creative Europe Media Desk, κ. Άννα Κασιμάτη, εξηγώντας αρχικά ότι ειδικά στην οπτικοακουστική βιομηχανία το ζήτημα συναντάει ακόμα μεγαλύτερες προκλήσεις. «Στη δική μας βιομηχανία, εξαρτόμαστε σε μεγάλο βαθμό από ευέλικτες μορφές εργασίας. Το περιβάλλον εργασίας είναι, επίσης, δύσκολο και αγχωτικό, ενώ και το εργατικό δυναμικό μεταβάλλεται συνεχώς, δεν είναι σταθερό. Αυτοί οι παράγοντες περιπλέκουν το ζήτημα», τόνισε. H κ. Κασιμάτη διαχώρισε το bullying από την παρενόχληση, δίνοντας ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες. «Η παρενόχληση είναι ένας όρος με νομική υπόσταση, το bullying βρίσκεται σε μία γκρίζα ζώνη. Το 25% των εργαζομένων βιώνει bullying στον χώρο εργασίας, το οποίο δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα πεδία. Στην Ελλάδα συχνά λέμε ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο το σφάλμα βρίσκεται και στις δυο πλευρές. Δεν είναι έτσι. Το bullying ξεκινάει από τη μία πλευρά και πρέπει να σταματάει εκεί».

 

Έπειτα, αναφέρθηκε στο τι ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αντιμετωπίζει το ζήτημα πιο δυναμικά. «Στην Αγγλία, το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου συνεργάστηκε με τα BAFTA και δημιούργησαν έναν πρακτικό οδηγό για την αντιμετώπιση ζητημάτων παρενόχλησης και bullying στον χώρο εργασίας. Μεταξύ άλλων μάς συμβουλεύει να εκπαιδευόμαστε στα ζητήματα αυτά, να συντάσσουμε κανονιστικά πλαίσια και κώδικες συμπεριφοράς στο χώρο εργασίας, να μιλάμε γι’ αυτά τα ζητήματα ανοιχτά και να τα καταγγέλλουμε».

 

Τέλος, εξήγησε πως η φύση του ζητήματος είναι πολύπλοκη και πως για την επίλυσή του οφείλουν να συμβάλουν και τα άτομα που βρίσκονται σε ηγετικές θέσεις. «Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Επίσης, δεν είναι πάντοτε δυνατό να υπάρχει ξεχωριστό τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού, που θα ασχολείται με τέτοια θέματα. Όσον αφορά τους team leaders, οι ίδιοι πρέπει να αντιδρούν άμεσα στις καταγγελίες, να δίνουν ξεκάθαρες κατευθύνσεις. Υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε», σημείωσε.

 

Μετά την ολοκλήρωση της τοποθέτησης από την κ. Κασιμάτη, τον λόγο πήρε η Επίτροπος για Θέματα Ισότητας Φύλων στον Έλληνα Συνήγορο του Πολίτη (Ombudsman), Καλλιόπη Λυκοβάρδη, η οποία ενημέρωσε το κοινό για τον ρόλο του Ombudsman στο πλαίσιο της παρενόχλησης και του bullying, αλλά και άλλων διακρίσεων. «Η παρενόχληση είναι ένα είδος διάκρισης. Ο Ombudsman ασχολείται με διακρίσεις σε πολλά επίπεδα, όπως  αυτά της εθνικότητας, του φύλου, της ταυτότητας φύλου, της θρησκευτικής πίστης, της ηλικίας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της οικογενειακής κατάστασης, της αναπηρίας». Η ίδια παραδέχτηκε ότι δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένος ως φορέας και πως οι καταγγελίες που λαμβάνουν, ειδικά από την οπτικοακουστική βιομηχανία, είναι περιορισμένες. «Δυστυχώς, δεν είναι πολύ γνωστός ως φορέας και είναι καθήκον μας να αυξήσουμε την ενημέρωση του κοινού για το έργο και τη δικαιοδοσία του. Πέρυσι είχαμε 20 υποθέσεις. Οι υποθέσεις που αναλαμβάνουμε από την οπτικοακουστική βιομηχανία είναι πολύ περιορισμένες. Δεν είναι αντιπροσωπευτικές του προβλήματος. Ο κόσμος φοβάται να μιλήσει και ειδικά οι γυναίκες. Συχνά για λόγους οικονομικής ή οικογενειακής πίεσης ανακαλούν τις μαρτυρίες τους. Τους τελευταίους μήνες, πάντως, λόγω του κινήματος MeToo παρατηρούμε μια αύξηση στις υποθέσεις που έρχονται στα χέρια μας».

 

Στη συνέχεια, πληροφόρησε το κοινό σχετικά με τις δυνατότητες δράσης τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. «Αν αντιμετωπίζετε ένα τέτοιο θέμα και δεν ξέρετε πού να απευθυνθείτε, επικοινωνήστε με τον Ombudsman. Θα σας βοηθήσουμε και θα σας κατευθύνουμε στη σωστή λύση. Αν το ζήτημα άπτεται του δημόσιου τομέα, μπορούμε να δράσουμε συμβουλευτικά, να ζητήσουμε από τις αντίστοιχες αρχές να πάρουν μέτρα, να παρακολουθήσουμε στενά τη διαδικασία. Όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα μπορούμε να συμμετάσχουμε στις συναντήσεις, να βοηθήσουμε στην ομαλή επίλυση του ζητήματος, να κάνουμε τη δική μας έρευνα για το περιστατικό, αλλά και να προτείνουμε στην επιθεώρηση εργασίας την απόδοση κυρώσεων».

 

Παράλληλα, εξήγησε και τι δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του Ombudsman. «Δεν μπορούμε να εκπροσωπήσουμε ένα θύμα στο δικαστήριο ή να δώσουμε αποζημίωση. Επίσης, οι αποφάσεις μας δεν είναι δεσμευτικές, έχουν όμως τη δύναμη της πειθούς. Είναι σημαντικό να έχουμε αποδείξεις, γραπτές ή οπτικές. Να κρατούμε ημερολόγιο με τα γεγονότα και τους μάρτυρες. Στο πλαίσιο του εργασιακού περιβάλλοντος είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει ένας συγκεκριμένος και γραπτός κώδικας συμπεριφοράς με κανόνες που να εφαρμόζουν όλοι. Πρέπει επίσης να ενημερώσουμε τον κόσμο. Ο κόσμος αντιμετωπίζει τέτοια ζητήματα και δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί». Κλείνοντας τη συζήτηση, επεσήμανε ότι το ζήτημα της παρενόχλησης και του bullying στην εργασία δεν είναι απλώς ηθικής τάξης, αλλά ένα ζήτημα ασφάλειας και υγείας, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυτούς τους όρους.