21ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ [1-10/3/2019]
Market Talks της Αγοράς Doc Market: Ας μιλήσουμε για programming
Η δράση «Market Talks» της Αγοράς Doc Market του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019, στην Αποθήκη Γ’, εστιάζοντας αυτή τη φορά στον προγραμματισμό ταινιών ενός φεστιβάλ (festival programming).
Τα «Market Talks» είναι μια επιτυχημένη σειρά συζητήσεων όπου διακεκριμένοι επαγγελματίες του κινηματογραφικού χώρου δίνουν χρηστικές πληροφορίες και πρακτικές συμβουλές στους Έλληνες και ξένους ντοκιμαντερίστες, αλλά και στο κοινό που παρευρίσκεται στη φετινή διοργάνωση.
Στην εκδήλωση της Τετάρτης μίλησαν οι Emmanuel Chicon (Visions du Reel, Ελβετία), Miguel Ribeiro (DocLisboa, Πορτογαλία) και Elena Subira (Docs Barcelona, Ισπανία), προγραμματιστές σε σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ ντοκιμαντέρ. Τη συζήτηση συντόνισε ο Υπεύθυνος Προγράμματος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Κερκινός.
Στο ξεκίνημα της δράσης, ο Emmanuel Chicon αναφέρθηκε στην ιστορία του παλαιότερου από τα τρία εν λόγω φεστιβάλ, του ελβετικού Visions du Reel. Ο ίδιος είναι προγραμματιστής σε αυτό τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά ο συγκεκριμένος θεσμός υπάρχει από το 1969, ξεκινώντας κυρίως ως ένα «αριστερό» Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, όπου οι θεατές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν φιλμ από την ανατολική Ευρώπη και την πρώην Ανατολική Γερμανία. Ένας θεσμός αφιερωμένος σε ισχυρά πολιτικοκοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά του καπιταλισμού και του φεμινισμού, ο οποίος μετά την αλλαγή της καλλιτεχνικής του διεύθυνσης στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, διαφοροποιήθηκε ριζικά, εστιάζοντας σε δημιουργικά ντοκιμαντέρ (σημ.: φιλμ που δεν είναι συμβατικά ως προς την αφήγησή τους), κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. «Αυτό το ύφος προσπαθούμε να διατηρήσουμε ακόμη, υπερασπιζόμενοι τις δημιουργικές κινηματογραφικές προσεγγίσεις ταινιών μεγάλου και μικρού μήκους. Κάθε χρόνο προβάλλουμε 180 ταινίες, αλλά λαμβάνουμε περίπου 2.000 - 3.000 υποψηφιότητες, κάνοντας καλέσματα για συμμετοχές κάθε Σεπτέμβριο και Νοέμβριο. Στα masterclasses που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια του φεστιβάλ προσπαθούμε να έχουμε έμπειρους μαζί με πιο νέους δημιουργούς – φέτος λόγου χάρη υποδεχόμαστε τον Βέρνερ Χέρτζογκ. Υπολογίζουμε ότι περίπου 40.000 θεατές έρχονται στο Φεστιβάλ, μέσω του οποίου προσπαθούμε να θεμελιώσουμε μια ισχυρή σχέση ανάμεσα σε επαγγελματίες και κοινό», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Chicon. Ο ίδιος, αφού επισήμανε ότι δεν αναζητά μονίμως κάτι συγκεκριμένο στις ταινίες που επιλέγει, σημείωσε ότι η ομάδα του Φεστιβάλ αποτελείται από έξι προγραμματιστές οι οποίοι ειδικεύονται σε διαφορετικές θεματικές ενότητες του Φεστιβάλ, αλλά όλοι μαζί συναντώνται δύο φορές το χρόνο βλέποντας μαζί τις ταινίες που έχουν προ-επιλέξει και διαμορφώνοντας το τελικό πρόγραμμα.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε ο Miguel Ribeiro του DocLisboa, ο οποίος, αφού σημείωσε ότι το συγκεκριμένο Φεστιβάλ διανύει την 17η χρονιά του, πρόσθεσε ότι ο σκοπός του θεσμού δεν είναι να δει το ντοκιμαντέρ κάτω από καθιερωμένα πλαίσια, αλλά να προβληματιστεί σχετικά με την σχέση των ταινιών τεκμηρίωσης με την αλήθεια και την πραγματικότητα, είτε αυτή είναι αντικειμενική είτε υποκειμενική, όπως για παράδειγμα τα όνειρα. «Είμαστε ένα Φεστιβάλ που προσπαθεί να αψηφά την κατηγοριοποίηση, προβάλλοντας ταινίες που δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια, την θεματική ή την προσέγγισή τους. Δημιουργώντας μικρές ενότητες μέσα σε μεγαλύτερες, επιχειρούμε να προβληματιστούμε σχετικά με το σύγχρονο και το διαχρονικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το προσωπικό. Επιπλέον, έχουμε κι ένα τμήμα αφιερωμένο σε σπουδαστικά φιλμ, το οποίο θα ανακοινώσουμε για πρώτη φορά φέτος, αλλά και ένα άλλο τμήμα το οποίο ονομάζουμε “Cinema of Urgency” αφιερωμένο στον βίντεο-ακτιβισμό, δηλαδή σε βίντεο που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και φτιάχνονται για ακτιβιστικούς σκοπούς», υπογράμμισε ο ίδιος. Σε ερώτηση σχετική με την σχέση που το Φεστιβάλ επιδιώκει να θεμελιώσει με το κοινό, ο κ. Ribeiro απάντησε ότι η Λισσαβόνα ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη προϊστορία στις προβολές ντοκιμαντέρ. «Αυτό λοιπόν προσπαθούμε να αλλάξουμε, θεωρώντας ότι αυτές οι ταινίες που προβάλλουμε δημιουργούν εύφορο έδαφος για συζήτηση και προβληματισμό. Συνεργαζόμενοι και με διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, θέλουμε να μυήσουμε το κοινό στον κόσμο του ντοκιμαντέρ. Προβάλλουμε μάλιστα και ταινίες εκτός Φεστιβάλ, μια φορά το μήνα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και πραγματοποιούμε επίσης θερινές προβολές σε πανέμορφες τοποθεσίες μέσα στην πόλη», πρόσθεσε. Αναφερόμενος στη διαδικασία επιλογής των ταινιών, υπογράμμισε ότι η ομάδα των έξι προγραμματιστών του φεστιβάλ επιμελείται όλες τις θεματικές ενότητες ταινιών. Αφού κάθε προγραμματιστής προ-επιλέξει έναν αριθμό φιλμ από τα 3.000 περίπου που κατατίθενται, στη συνέχεια συγκεντρώνονται όλοι μαζί στο Πορτογαλικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο και βλέπουν όλα τα ντοκιμαντέρ σε μεγάλη οθόνη. Στη συνέχεια, κάνουν άφθονο brainstorming προσπαθώντας να αναδείξουν τον πλουραλισμό και τη διαφορετικότητα των επιλογών τους. «Οι συγκρούσεις προφανώς δεν λείπουν, αλλά τελικά αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της διαδικασίας», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Στο τέλος της συζήτησης, η Elena Subira, προγραμματίστρια του Docs Barcelona, δήλωσε ότι το εν λόγω φεστιβάλ είναι σίγουρα το πιο νέο, αφού μόνο τα τελευταία 12 χρόνια παρουσιάζεται ολοκληρωμένο διότι οι προηγούμενες 10 διοργανώσεις του απευθύνονταν αποκλειστικά σε επαγγελματίες. «Ο στόχος μας είναι να μπορούμε να αφουγκραζόμαστε και να ανακαλύπτουμε τολμηρές δημιουργίες, τις οποίες εντάσσουμε στο τμήμα μας με τίτλο “What the Doc?”. Ενδιαφερόμαστε κυρίως για ντοκιμαντέρ από την ιβηρική χερσόνησο και τη Λατινική Αμερική, χωρίς βεβαίως να αποκλείουμε άλλες παραγωγές. Προβάλλουμε τελικά περίπου 40 μεγάλου μήκους φιλμ, από τα 500 και πλέον που δεχόμαστε ως αιτήσεις κάθε φορά. Εκτός από το τμήμα Πανόραμα, έχουμε κι ένα τμήμα που λέγεται “Latitude” και αφορά, όπως σημείωσα προηγουμένως, μόνο Ισπανία, Πορτογαλία και Λατινική Αμερική. Εκτός από αυτά τα βασικά προγράμματα, έχουμε και άλλα τμήματα εκτός διαγωνισμού, με σημαντικότερο ένα σπουδαστικό τμήμα που συγκεντρώνει περίπου 4.000 μαθητές-θεατές κάθε χρόνο», εξήγησε η κα Subira. Σε ερώτηση που αφορούσε τη σχέση του Φεστιβάλ με το κοινό, υποστήριξε ότι ο θεσμός προσπαθεί να περιλαμβάνει πληθώρα επιλογών, που αφορούν τόσο πιο εξοικειωμένους θεατές και επαγγελματίες όσο και ένα πιο ευρύ κοινό, ενώ αναφέρθηκε και στην προσπάθεια που γίνεται να συνδεθεί το Φεστιβάλ με θεατές που έχουν συνηθίσει να βλέπουν ντοκιμαντέρ online. «Για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προβάλλουμε ντοκιμαντέρ και σε μια δική μας online πλατφόρμα. Έχουμε παρατηρήσει ότι το κοινό δεν διχάζεται ανάμεσα στους δύο τρόπους θέασης, αλλά μετακινείται εύκολα από τον ένα στον άλλο, από μια συλλογική και δημόσια θέαση σε μια πιο ιδιωτική εμπειρία», επισήμανε σχετικά. Όσο για τη διαδικασία επιλογής των ταινιών, η κα Subira απάντησε ότι η ομάδα του Φεστιβάλ απαρτίζεται από έξι προγραμματιστές, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο ομάδες με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. «Στο τέλος, από τα 500 περίπου φιλμ που προανέφερα, επιλέγουμε τα 150 τα οποία ξαναβλέπουμε μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ, προχωρώντας στις τελικές συζητήσεις για την επιλογή και τον διαχωρισμό τους σε τμήματα», κατέληξε η ίδια.