Γιορτάζοντας φέτος τα είκοσι χρόνια του, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κοιτά πίσω στην πρώτη διοργάνωσή του το 1999, αναζητώντας τους δημιουργούς και τους ήρωες δύο ταινιών που προβλήθηκαν τότε, στο 1ο ΦΝΘ, για να ανακαλύψει την πορεία τους μέσα στις δύο δεκαετίες που πέρασαν. Στο πλαίσιο αυτής της επετειακής δράσης, προβλήθηκε την Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018 το ντοκιμαντέρ Στο σπίτι του πατέρα μου της Φάτιμα Τζέμπλι Ουαζάνι στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ, παρουσία της σκηνοθέτιδας.
Η ταινία Στο σπίτι του πατέρα μου, η οποία είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο 1ο ΦΝΘ, μιλά για τη θέση της γυναίκας στη μαροκινή κοινωνία μέσα από την προσωπική ιστορία της σκηνοθέτιδας και την άρνησή της να αποδεχτεί έναν καταπιεστικό γάμο, αλλά και μέσα από την ιστορία μιας άλλης γυναίκας, της Ναϊμά Σεντίκις, που επέλεξε μια διαφορετική διαδρομή. Το φιλμ θίγει θέματα όπως η παρθενία στην ισλαμική παράδοση, η κυριαρχία του συζύγου και του πατέρα και η ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.
Στη συζήτηση με το κοινό που ακολούθησε μετά την προβολή, η σκηνοθέτιδα μίλησε για την εμπειρία του να παρακολουθεί την ταινία της δύο δεκαετίες μετά την πρώτη παρουσίασή της στο φεστιβάλ. Η ίδια δεν έκρυψε την απογοήτευσή της για το πόσο λίγα πράγματα άλλαξαν από τότε όσον αφορά στο ρόλο των γυναικών σε σχέση με την ισλαμική παράδοση: «Είχα την ελπίδα ότι με τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης θα βελτιωνόταν η θέση της γυναίκας, θα γίνονταν κάποια βήματα προς την ισότητα. Όχι μόνο δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε σε Αίγυπτο και Λιβύη. Η μόνη αραβική χώρα στην οποία γυναίκες και άνδρες έχουν ισότητα απέναντι στο νόμο είναι η Τυνησία. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες οι άνδρες είναι οι 'προστάτες' των γυναικών. Καταλαβαίνω ότι οι παραδόσεις είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν, αγκιστρώνονται στα κορίτσια από πολύ μικρή ηλικία. Αυτό φαίνεται στην ταινία. Όμως, ο νόμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Και θέλω να βρίσκομαι στη ζωή όταν θα γίνει αυτό. Άλλωστε, γι’ αυτό έκανα το ντοκιμαντέρ. Για να βοηθήσω να αλλάξει η κατάσταση».
Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε και στη δύσκολη σχέση με τον πατέρα της, την οποία επίσης πραγματεύεται το φιλμ, υπογραμμίζοντας: «Επέλεξα να ζήσω τη δική μου ζωή γιατί πιστεύω ότι το κορμί μου μού ανήκει. Ανήκει σε μένα, ούτε στον άνδρα μου, ούτε στον αδερφό μου, ούτε σε κανέναν αφέντη. Όμως μου έλειπε ο πατέρας μου. Δεν μπορούσα να κλείσω αυτήν την πόρτα. Είχα ημικρανίες, κατάθλιψη εξ αιτίας αυτής της κατάστασης. Έτσι αποφάσισα να αντιμετωπίσω τους δαίμονές μου και να προχωρήσω κάνοντας την ταινία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το φιλμ ήταν η 'δικαιολογία' για να προσεγγίσω τον πατέρα μου. Βέβαια, το ντοκιμαντέρ ήμουν αποφασισμένη να το γυρίσω είτε ο πατέρας μου δεχόταν να με δει είτε όχι. Και στην περίπτωση που δεν δεχόταν, κι αυτό θα το έδειχνα στην ταινία».
Ένα εγχείρημα όπως είναι αυτό το ντοκιμαντέρ, που καταπιάνεται με τόσο βιωματικό, αυτοβιογραφικό υλικό πάνω σε ένα ευαίσθητο θέμα-ταμπού για ορισμένες κοινωνίες, δε θα μπορούσε να μη συναντήσει εμπόδια ή δυσκολίες στην ολοκλήρωσή του. «Ήθελα να κάνω μια ταινία για την παράδοση της παρθενίας και φυσικά δεν ήθελα να παντρευτώ σύμφωνα με αυτήν την παράδοση. Όμως όλες οι ιστορίες της οικογένειας μου, τόσο της μητέρας μου όσο και η δική μου όταν ήμουν παιδί και άρχιζα να καταλαβαίνω τι σημαίνει παρθενία, συνέβησαν στο παρελθόν. Για να αφηγηθώ, λοιπόν, εκείνα τα πραγματικά γεγονότα χρειάστηκα τους ηθοποιούς και τη δραματοποίηση που υπάρχει στην ταινία, ώστε να οπτικοποιήσω την αφήγηση. Η ιστορίας της νεαρής Ναϊμά, που τη βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ να επιλέγει μόνη της να ακολουθήσει την παράδοση της παρθενίας και να κάνει ένα τέτοιο γάμο, είναι αληθινή, δεν είναι δραματοποιημένη. Η ίδια σήμερα παραμένει παντρεμένη με τον άνδρα της και έχουν αποκτήσει δύο αγόρια. Το πιο δύσκολο ήταν να βρω ένα χαρακτήρα σαν εκείνη που θα μου έδινε τη συγκατάθεση να κινηματογραφήσω την ιστορία και το γάμο της. Μου πήρε δύο χρόνια να την εντοπίσω», υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα.
Ένα άλλο θέμα που αγγίζει βαθιά την κινηματογραφίστρια είναι η μετανάστευση, καθώς με την οικογένειά της μετανάστευσε στην Ολλανδία στην ηλικία των 7 ετών, κι από τότε ζει εκεί. «Είμαι μετανάστρια και χάρη σε αυτό μπόρεσα να αλλάξω τη ζωή μου. Πήγα από το Μαρόκο στην Ολλανδία και χρειάστηκε μόλις μία γενιά για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου μια Μαροκινή γυναίκα μπορεί φεύγει από το σπίτι της χωρίς να έχει παντρευτεί και να κάνει ντοκιμαντέρ με αυτό το θέμα», επισήμανε η δημιουργός. Και πρόσθεσε σχετικά: «Πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμπεριφέρεται έτσι όπως οφείλει στην Ελλάδα και στην Ιταλία, που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα μετανάστευσης. Η φτώχεια είναι αυτή που κάνει την κατάσταση εκρηκτική και οξύνει το μεταναστευτικό. Δε λέω ότι συμφωνώ με αυτό, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Πιστεύω ότι οι Έλληνες πρέπει να αγωνιστείτε, να διεκδικήσετε πρώτα από τους πολιτικούς την αλλαγή της κατάστασης». Η σκηνοθέτιδα κατέληξε: «Ερχόμενη από το Άμστερνταμ στο αεροπλάνο άκουγα παντού ελληνικά. Πολλές οικογένειες Ελλήνων επέστρεφαν στη χώρα τους. Κι ένιωσα κι εγώ κομμάτι αυτών των ανθρώπων που άφησαν τη δική τους χώρα για την Ολλανδία, όπως κι εγώ, μια μετανάστρια ανάμεσά τους».
Η ταινία δεν έχει προβληθεί ποτέ σε αίθουσα ισλαμικής χώρας μέχρι σήμερα, αλλά η δημιουργός ελπίζει ότι αυτό θα αλλάξει το ερχόμενο καλοκαίρι. «Το 1998 η ταινία κέρδισε το Κρατικό Βραβείο στην Καζαμπλάνκα και βρήκα δύο διανομείς για να προβληθεί και στο Μαρόκο. Ο παραγωγός μου, όμως, που είχε και τα αποκλειστικά δικαιώματα διανομής, δε θέλησε να προχωρήσουμε με αυτό, γιατί φοβόταν ότι η κόπια θα μπορούσε να κλαπεί. Είχε μια αντίστοιχη εμπειρία στη Ρωσία και δεν ήθελε να ρισκάρει να χάσει χρήματα. Ίσως όμως φέτος, επιτέλους έπειτα από 20 χρόνια, καταφέρω το καλοκαίρι να πάω στο Μαρόκο και γίνει μια τέτοια προβολή. Θα το παλέψω με όλες τις δυνάμεις μου» τόνισε η σκηνοθέτιδα.