15ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 23/03

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 23/3

O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Νίκος Νταγιαντάς (Little Land), Γιάνους Μροζόβσκι (Βad Βoy - Κελί υψίστης ασφαλείας), Τινατίν Γουρτσιάνι (Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται) και Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ (Στο λύκο).

Τη συζήτηση άνοιξαν οι σκηνοθέτες Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ, κάνοντας μια μικρή εισαγωγή για την ταινία τους Στο λύκο. «Η ταινία πραγματοποιήθηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ελλάδας και επικεντρώνεται στη ζωή δύο οικογενειών, στις σχέσεις τους και στο πώς παλεύουν για την επιβίωση», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Κουτσοσπύρου. Ο κ. Χιουζ συμπλήρωσε: «Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που περιέχει κατά κάποιο τρόπο στοιχεία μυθοπλασίας. Αυτή η ταινία ήταν το προσωπικό μας εγχείρημα για δυόμισι χρόνια και τώρα χαίρομαι που προβάλλεται στο κοινό και έχουμε τη δυνατότητα να δούμε σχόλια και αντιδράσεις».
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Νίκος Νταγιαντάς, ο οποίος ανέφερε σχετικά με την επιλογή του θέματος της ταινίας του Little Land: «Πήγαμε στην Ικαρία για να καταγράψουμε το γεγονός ότι το νησί αυτό είναι ένα από τα τέσσερα μέρη του κόσμου όπου οι άνθρωποι ξεπερνούν τα 90 χρόνια ζωής. Τελικά η ταινία μας δεν είναι για τη μακροβιότητα, αλλά τη χρησιμοποιήσαμε ως συνδετικό κρίκο, δίνοντας μια διαφορετική οπτική για την Ελλάδα». Από την πλευρά της, η Τινατίν Γουρτσιάνι ανέφερε ότι η ταινία της Η μηχανή που κάνει τα πάντα να εξαφανίζονται, η οποία διαδραματίζεται στη Γεωργία, εστιάζει στους νέους ανθρώπους, τη χώρα και την ίδια τη ζωή. «Στην οντισιόν κάλεσα ανθρώπους ηλικίας 15 έως 23 ετών για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Στη συνέχεια, ακολούθησα τις ιστορίες που βρήκα πιο ενδιαφέρουσες», είπε η δημιουργός.
Με τη σειρά του, ο Γιάνους Μροζόβσκι εξήγησε γιατί στο ντοκιμαντέρ Βad Βoy - Κελί υψίστης ασφαλείας επέλεξε να ασχοληθεί με μια φυλακή υψίστης ασφαλείας: «Με ενδιαφέρει το θέμα των φυλακών εδώ και πολλά χρόνια και η συγκεκριμένη ταινία ολοκληρώνει μια τριλογία για τις φυλακές. Το 1999 διάβασα μια ανοιχτή επιστολή γραμμένη από κρατούμενους σε μια γαλλική εφημερίδα, η οποία ασκούσε σκληρή κριτική στην ‘’πολιτιστική ερημοποίηση’’ των γαλλικών φυλακών. Επικοινώνησα μαζί τους κι έτσι ξεκίνησα».

Στη συνέχεια, η συζήτηση στράφηκε στο ζήτημα των στερεοτύπων και το πώς αυτά επηρεάζουν την προσέγγιση των σκηνοθετών. Ο κ. Χιουζ, ανέφερε σχετικά: «Συνήθως έχουμε μια βιβλική, ρομαντική εικόνα για τη ζωή των βοσκών. Εμείς στην ταινία θελήσαμε να προσεγγίσουμε διαφορετικά το θέμα, να μην ωραιοποιήσουμε τη ζωή, η οποία στην πραγματικότητα είναι δύσκολη και σκληρή». Η κ. Κουτσοσπύρου συμπλήρωσε: «Τέτοια στερεότυπα αναπαράγονται και σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ με θέμα την αγροτική ζωή στην Ελλάδα, τα οποία λειτουργούν ως μια στιγμιαία φωτογραφία της ζωής τους χωρίς όμως να εμβαθύνουν. Εμείς θέλαμε να εμπλακούμε με τους ανθρώπους, να εμβαθύνουμε στις σχέσεις τους». Ο Νίκος Νταγιαντάς από την πλευρά του, εκμεταλλεύθηκε τα στερεότυπα για να τα καταρρίψει. «Η ταινία μου ξεκινά από τα στερεότυπα γιατί νομίζω ότι παρουσιάζοντάς τα, μπορείς να αρχίσεις στη συνέχεια να τα αποδομείς και σε αυτό το κομμάτι το ντοκιμαντέρ έχει τεράστιες δυνατότητες. Όταν φτιάχνεις ένα ντοκιμαντέρ, η ίδια η ζωή ξεπερνά τα στερεότυπα, συνεχώς σε εκπλήσσει». Η Τινατίν Γουρτσιάνι απέφυγε τα στερεότυπα: «Δεν δουλεύω με τα κλισέ, τα θεωρώ βαρετά. Μπορείς να βρεις τέτοιες πληροφορίες για μια χώρα διαβάζοντας το wikipedia. Για μένα έχει αξία να προσεγγίζεις μια χώρα μέσα από ανθρώπινες ιστορίες που σε συγκινούν. Είναι ο μόνος τρόπος».
Για το ίδιο θέμα τοποθετήθηκε και ο Γιάνους Μροζόβσκι: «Όταν συνάντησα φυλακισμένους ένιωσα ότι συναντούσα ανθρώπους με τραγική μοίρα. Στη φυλακή ο χρόνος σταματά και μπορείς να γνωρίσεις αληθινά τους ανθρώπους και να μάθεις τις προσωπικές τους ιστορίες. Στην πρώτη ταινία της τριλογίας βρισκόμουν σε ένα κελί 15 τ.μ. για δύο ώρες με επτά κρατουμένους, για τους οποίους το κοινό δεν έμαθε γιατί βρίσκονταν στη φυλακή. Δέχτηκα κριτική στην Πολωνία γι’ αυτό. Εάν όμως ανέφερα τι είχε κάνει ο καθένας, δεν θα μπορούσε πια ο θεατής να δει σ’ αυτούς τους ανθρώπους τον αδερφό αλλά τον εγκληματία. Με ενδιαφέρει να δημιουργώ γέφυρες ανάμεσα στον μέσα και έξω κόσμο». Ο ίδιος συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: «Έκανα τα γυρίσματα στη Πολωνία με μια κάμερα που μου είχε παραχωρηθεί από τη Γαλλία, αλλά στη Γαλλία ποτέ δε μου επέτρεψαν να τραβήξω σε φυλακή. Τώρα, το ρητό μου είναι: ‘’δείξτε μου τις φυλακές σας να σας πω ποιοι είστε’’».

Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες μοιράστηκαν τα όσα έζησαν επιλέγοντας τους χαρακτήρες τους. «Ήξερα από την αρχή ότι η διαδικασία της οντισιόν θα συμπεριλαμβανόταν στην ταινία. Αν και το συνεργείο μου δεν ήξερε γεωργιανά, όλοι μας συμφωνήσαμε στο ποιους ανθρώπους έπρεπε να επιλέξουμε. Ήταν ανοιχτοί, ειλικρινείς και αυθεντικοί», ανέφερε η κ. Γουρτσιάνι. Ο κ. Νταγιαντάς είπε: «Ήταν σαφές ότι μέρος της ταινίας θα ήταν για τον κόσμο της Ικαρίας, γι’ αυτό επιλέξαμε τον μελισσοκόμο κ. Γιώργο, μιας πολύ ισχυρή προσωπικότητα, που επιπλέον κρατά ζωντανό τον ικαριώτικο τρόπο ζωής. Το άλλο μέρος του φιλμ θα αφορούσε στους νέους που έρχονται από τα αστικά κέντρα στην Ικαρία: έτσι επιλέξαμε τον Θοδωρή, που ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί στο νησί από την Αθήνα και να αρχίσει να καλλιεργεί τη γη».
Από τη μεριά της, η Χριστίνα Κουτσοσπύρου επεσήμανε: «Γνωρίζαμε τη μία από τις δύο οικογένειες. Αμέσως όμως μόλις γνωρίσαμε και τη δεύτερη, θελήσαμε να τη συμπεριλάβουμε στην ταινία γιατί η σχέση τους είχε μεγάλη ένταση. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο σπίτι τους με την κάμερα, βρεθήκαμε μπροστά σε μια δραματική στιγμή, όπου τσακωνόταν το ζευγάρι. Ήταν σαν να είμαστε αόρατοι. Δεν τους ένοιαζε η παρουσία μας». Ο Άραν Χιουζ πρόσθεσε: «Σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι οι άνθρωποι που διαλέξαμε δεν είχαν φύγει ποτέ από τον τόπο τους, ήταν αυθεντικοί και δεμένοι με το τοπίο».
Ο Γιάνους Μροζόβσκι εξήγησε ότι την πρώτη φορά που απέκτησε πρόσβαση σε φυλακή υψίστης ασφαλείας δεν μπόρεσε συναισθηματικά να κάνει ταινία. «Ένα χρόνο μετά σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα να έχω την πρόσβαση και να μην την αξιοποιήσω. Αρχικά σκόπευα να κάνω μικρές ιστορίες για όλους, αλλά από την πρώτη μέρα που μίλησα με τον κρατούμενο στο συγκεκριμένο κελί, ήξερα ότι θέλω να κάνω μια ταινία μόνο για αυτόν. Ήταν ήδη στη φυλακή 2,5 χρόνια, δεν είχε σκοτώσει ή τραυματίσει κανένα κι αυτό με διευκόλυνε να επικοινωνώ μαζί του, ήταν νέος και αστείος τύπος».

Πώς εξελίχθηκε όμως η σχέση των σκηνοθετών με τους χαρακτήρες των ταινιών τους; «Συνδέομαι συναισθηματικά μαζί τους και κρατώ επαφή. Σε προηγούμενη ταινία μου, πλήρωσα για να έρθει ο πρωταγωνιστής μου στις Κάννες, συνοδεία φρουρού. Σε αυτή την ταινία, προσπάθησα μήνες για να μεταφέρουν τον ίδιο σε καλύτερη φυλακή. Για μένα, η σχέση δεν τελειώνει με το πέρας της ταινίας» ανέφερε ο Γιάνους Μροζόβσκι. Στο ίδιο κλίμα, ο Άραν Χιουζ είπε: «Έχουμε επιστρέψει πολλές φορές στο χωριό να δούμε τις δύο οικογένειες και θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε. Η σχέση δεν τελειώνει, η επαφή είναι αμοιβαία ευχάριστη και έχουμε γίνει φίλοι. Ακόμα και χωρίς να μιλάω ελληνικά, μπορώ να κάθομαι για ώρες μαζί τους». Με τη σειρά του ο Nίκος Νταγιαντάς ανέφερε: «Πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι αυτό που κινηματογραφώ είναι οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους, γι’ αυτό και τελικά προσέθεσα το δικό μου voice over στην ταινία - ένιωσα ότι έλειπα από αυτή». Η Τινατίν Γουρτσιάνι κρατά επαφή με όλους τους χαρακτήρες της και όπως είπε, αυτό την εμποδίζει από το να ξεκινήσει ένα άλλο πρότζεκτ. «Είναι η πρώτη μου ταινία και δεν ξέρω πώς να θέσω όρια. Επίσης επειδή η ταινία γίνεται μέρος και της ζωής των χαρακτήρων, πρέπει να υπάρξει κάποια απόσταση για να μπορέσουν και αυτοί να συνεχίσουν τη ζωή τους πλέον χωρίς την ταινία».

Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.