ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΣΤΟ ΛΥΚΟ / ΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΤΕΡΟ ΑΚΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ) / FOOD FOR LOVE
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαριάννα Οικονόμου (Food for Love), Γιώργος Μουστάκης και Νίκος Labot (Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης) και Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ (Στο λύκο).
Αρχικά, τον λόγο πήραν οι Γιώργος Μουστάκης και Νίκος Labot, δημιουργοί της ταινίας Οι αθάνατοι στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, όπου εστιάζουν σε μια ιδιότυπη κοινότητα που συγκροτήθηκε και λειτούργησε για περίπου 15 χρόνια στη Γαύδο. Μέλη της, επτά Ρώσοι επιστήμονες, που έφτασαν εκεί μετά την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ το 1986, ίδρυσαν Σχολή Αποκρυφισμού στα χνάρια της πυθαγόρειας σκέψης και καλλιέργησαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Ο Νίκος Labot στάθηκε στον τρόπο με τον οποίο η κοινότητα αυτή προσεγγίζει το θέμα της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, τονίζοντας: «Μάθαμε ότι είχαν φτιάξει αυτοσχέδιους μηχανισμούς ενέργειας με μπουκάλια μπύρας και άλλα παρόμοια αντικείμενα. Εκείνη την εποχή έλεγαν ότι είχαν καταφέρει να είναι αυτάρκεις κατά 90% σε ενέργεια, ενώ μόνο κατά 10% χρησιμοποιούσαν γεννήτρια. Μας είπαν μάλιστα ότι το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να διαθέτουν κάποια τεχνογνωσία και λίγη θέληση». Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μουστάκης συμπλήρωσε σχετικά: «Τα μέλη αυτής της κοινότητας πίστευαν ότι οι φυσικοί πόροι σταδιακά εξαντλούνται και ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η ανθρωπότητα είναι η πυρηνική ενέργεια. Αυτή είναι μία από τις αντιφάσεις που εντοπίσαμε στη θεωρία τους και μας προβλημάτισε». Όσο για τις σχέσεις των ξένων επιστημόνων με τους κατοίκους της Γαύδου, ο κ. Μουστάκης επεσήμανε: «Στα 15 χρόνια που έζησαν στο νησί, οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν καλές σχέσεις με όλους. Αυτό έγινε πιο εύκολο χάρη στην τεχνογνωσία τους, γιατί έκαναν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει άλλος. Επιπλέον, το σπίτι τους ήταν ανοιχτό, έκαναν συνέχεια συναντήσεις, τραπέζια. Οι σχέσεις με τους ντόπιους ψυχράθηκαν όταν αποφάσισαν να χτίσουν ναό στο νησί, με σκοπό να κάνουν μυστήρια που τελούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Έτσι ήρθε το τέλος μίας περιόδου αθωότητας».
Σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η ταινία Food for Love της Μαριάννας Οικονόμου, στην οποία πρωταγωνιστεί η Ελληνίδα μάνα και η αγάπη της για τα παιδιά της, με επίκεντρο τα τάπερ με σπιτικό φαγητό που στέλνουν οι μητέρες στα παιδιά που βρίσκονται μακριά από την οικογενειακή εστία. Αναφερόμενη σε αυτό το οικείο σε όλους τους Έλληνες μητρικό πρότυπο που την ενέπνευσε για να γυρίσει την ταινία της, η κ. Οικονόμου εξήγησε: «Η Ελληνίδα μάνα έχει λατρεία για τα παιδιά της, τα οποία τής είναι αδύνατον να αποχωριστεί, θεωρώντας ότι δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμη κι όταν τα στέλνει στο πανεπιστήμιο, επινοεί ένα σύστημα για να τα κρατήσει κοντά της, κι εδώ παίζει σημαντικό ρόλο το φαγητό». Η δημιουργός διευκρίνισε ότι δε βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα, είχε όμως να αντλήσει έμπνευση από πολλά παραδείγματα στον φιλικό της περίγυρο. «Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία έβλεπα για χρόνια τους φίλους μου να παραλαμβάνουν ταπεράκια με φαγητό από τη μητέρα τους. Το ενδιαφέρον για μένα ήταν να δω τι εμπεριείχαν αυτά, να διερευνήσω τον συμβολικό ρόλο του φαγητού». Πώς αντιδρούν τα παιδιά στη διαδεδομένη αυτή μητρική πρακτική; Η κ. Οικονόμου σχολίασε σχετικά: «Τα παιδιά δείχνουν γενικά να ντρέπονται, δεν θέλουν και πολύ να φαίνεται ότι παραλαμβάνουν φαγητό από το σπίτι. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που το απολαμβάνουν. Πιστεύω λοιπόν ότι όλη αυτή η ιστορία έχει να κάνει και με τις δύο πλευρές και το πώς αντιλαμβάνονται το θέμα του τάπερ. Τα παιδιά, δηλαδή, μπορεί να ντρέπονται, αλλά παράλληλα τα βολεύει όλη αυτή η διαδικασία». Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, η συνεχής τροφοδοσία από τη μητέρα στο παιδί δείχνει και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας. «Αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα ωθεί την ελληνική κοινωνία να ενταχθεί στο δυτικό μοντέλο ζωής και η Ελληνίδα μάνα βρίσκεται σε διχασμό. Όπως η κοινωνία μας βρίσκεται σε κρίση, έτσι και η ελληνική οικογένεια περνάει κι αυτή τη δική της κρίση», τόνισε η δημιουργός.
Το μοντέλο της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αλλά μέσα από μια διαφορετική διαδρομή, ακολουθεί και η ταινία Στο λύκο των Χριστίνα Κουτσοσπύρου και Άραν Χιουζ. Με φόντο ένα απομακρυσμένο χωριό στα βουνά της Ναυπακτίας, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη ζωή δυο βοσκών και των οικογενειών τους, που μάχονται για επιβίωση. Η κ. Κουτσοσπύρου εξήγησε πώς βρέθηκε στη δυσπρόσιτη αυτή ορεινή περιοχή: «Καθώς κατάγομαι από τη Ναυπακτία, έκανα συχνά διακοπές σε αυτό το μέρος. Την αρχική έμπνευση μάς έδωσε το καφενείο του χωριού. Μας άρεσε ο τρόπος που βλέπαμε να χτίζονται εκεί οι ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κάποια στιγμή έκλεισε το καφενείο, τα πράγματα άλλαξαν. Οι άνθρωποι δεν είχαν πλέον πού να πάνε εκτός σπιτιού. Βρήκαμε ότι είχε ενδιαφέρον αυτός ο αποκλεισμός και έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, η ίδια παρατήρησε: «Τον Γιώργο και την οικογένειά του τους γνώριζα από μακριά. Τον Πάχνη τον βρήκα τυχαία μαζί με τη γυναίκα του. Είναι τρομερές οι φυσιογνωμίες τους - άνθρωποι επιθετικοί στον τρόπο που μιλούν, κάπως άγριοι, που κρύβουν όμως ομορφιά κι αγάπη. Τους γνωρίσαμε και μας άρεσε ο τρόπος που επικοινωνούσαν με την κάμερα». Από την πλευρά του, ο ιρλανδικής καταγωγής συν-σκηνοθέτης της ταινίας Άραν Χιουζ θυμήθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκε στο χωριό της Ναυπακτίας: «Έφτασα εκεί πριν από τρία χρόνια για διακοπές. Μου άρεσε ο κόσμος του χωριού. Για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωσα οικεία». Η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της κρίσης που πλήττει την ελληνική κοινωνία, όπως εξήγησαν ωστόσο οι δύο δημιουργοί προτεραιότητά τους δεν ήταν να κάνουν ένα άμεσο σχόλιο πάνω στο σοβαρό αυτό φαινόμενο. «Μας ενδιέφερε περισσότερο να εστιάσουμε στους ανθρώπους και τη ζωή τους. Η κρίση στη ταινία ‘’βγαίνει’’ μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από τη χρήση της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου περνά στο κοινό», τόνισε η κ. Κουτσοσπύρου. Η ταινία διαδραματίζεται στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των σπιτιών του χωριού, παράλληλα όμως, στα πλάνα βάζει τη σφραγίδα της η δραματική φωτογραφία. «Το διάστημα που κάναμε τα γυρίσματα, η περιοχή έζησε έναν από τους πιο βροχερούς Απριλίους των τελευταίων 20 ετών. Αντιμετωπίσαμε ένα βρεγμένο χωριό και για το λόγο αυτό βγαίνει κάτι ποιητικό στην εικόνα που μας άρεσε και το κρατήσαμε. Όταν ξεκινήσαμε τις δοκιμές είδαμε ότι το φως, τόσο το εξωτερικό όσο και μέσα στα σπίτια, δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα από μόνο του, είχε κάτι μεσαιωνικό που μας άρεσε και πρόσθετε βαρύτητα στους χαρακτήρες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Σε ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχτηκαν οι ντόπιοι στο χωριό τους, ο Άραν Χιουζ απάντησε: «Υπήρξε από την αρχή μία σύνδεση. Δεν νιώθω πλέον καθόλου ξένος εκεί, συνήθισα. Μου άρεσε μάλιστα τόσο πολύ η ζωή στο χωριό που θα έπαιρνα ίσως μερικές κατσίκες και θα ζούσα εκεί». Για το θέμα αυτό, η κ. Κουτσοσπύρου πρόσθεσε: «Οι Έλληνες είμαστε ζεστοί άνθρωποι. Οι ντόπιοι δεν άργησαν να καλέσουν τον Άραν στα σπίτια τους. Στην αρχή έπαιζα εγώ το ρόλο του διερμηνέα, σύντομα όμως βρήκαν το δικό τους τρόπο επικοινωνίας, αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα είδος κατανόησης όπου δεν χρειαζόταν τη δική μου παρέμβαση».
Το σύνολο των ελληνικών ταινιών του προγράμματος του 15ου ΦΝΘ χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων της φετινής διοργάνωσης, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.