ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
«Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης:
Λάθη, διδάγματα και ελπίδες»
Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Από τη Μάχη της Χιλής στην Ευρώπη της κρίσης: Λάθη, διδάγματα και ελπίδες», με αφορμή το αφιέρωμα που πραγματοποιεί η φετινή διοργάνωση στον χιλιανό ντοκιμαντερίστα Πατρίσιο Γκουσμάν. Ο δημιουργός, ο οποίος δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη λόγω πρόσφατου ατυχήματος, συμμετείχε μέσω Skype στο πάνελ, το οποίο αποτελούνταν από τον σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Γιώργο Αυγερόπουλο, τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιάννη Σταυρακάκη και τον μεξικανό δημοσιογράφο και ακαδημαϊκό Φερνάντο Μορένο.
Στο ξεκίνημα της συζήτησης, ο συντονιστής Δημήτρης Κερκινός ανέφερε: «Το έργο του Πατρίσιο Γκουσμάν είναι συνυφασμένο με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα στη Χιλή από τις αρχές του 1970 και μετά. Η πεμπτουσία του έργου του είναι η διάσωση της μνήμης. Σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία της χώρας, τα ντοκιμαντέρ του διαφυλάσσουν τη μνήμη και λειτουργούν ως αντίβαρο στη μεθόδευση της αμνησίας». Με αφετηρία την εμπειρία της διακυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε και τις συνέπειες της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή, γεγονότα τα οποία καταγράφουν τα ντοκιμαντέρ του Π. Γκουσμάν, η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, την ιστορική μνήμη, την οικονομική κρίση, τη δημοκρατία και τη στάση των λαών.
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν αρχικά αναφέρθηκε στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που οδήγησε στην άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία. «Τη δεκαετία του '60 και του '70, η Χιλή ήταν μια φτωχή χώρα, δεν υπήρχε ανάπτυξη ούτε στη γεωργία ούτε στη βιομηχανία. Ο Αλιέντε πρότεινε εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, που θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στη φτώχεια. Επίσης, πρότεινε να ανακτηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, όπως ο χαλκός και ο σίδηρος, καθώς και η ιδιοκτησία της γης να μην παραμείνει στα χέρια των λίγων. Όλες αυτές οι αλλαγές πρότεινε να γίνουν μέσω της συνταγματικής οδού. Στις εκλογές του 1972 έλαβε το 36% των ψήφων κι έτσι ξεκίνησε τις μεταρρυθμίσεις. Δύο χρόνια μετά κι ενώ οι ΗΠΑ του Κίσινγκερ τον χτυπούσαν ανελέητα, σταμάτησαν οι εισαγωγές πρώτων υλών, η αστική τάξη μποϊκόταρε τη διανομή τροφίμων και πλήρωσε τους οδηγούς φορτηγών για να κάνουν απεργίες, ενώ ο λαός είχε μείνει χωρίς τρόφιμα, θέρμανση και μέσα μεταφοράς. Στις εκλογές του 1972 ο Αλιέντε έλαβε το 43,4% των ψήφων, δηλαδή ψηφίστηκε σχεδόν από τον μισό πληθυσμό. Οι ΗΠΑ πανικοβλήθηκαν όταν θριάμβευσε, φοβήθηκαν μήπως μεταδοθεί αυτή η “συνταγματική επανάσταση”, η οποία δεν περνούσε μέσα από εμφύλιο και δεν κατέστρεφε τον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν αντάρτικο, όπως στο Περού, τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Η συμμετοχή ήταν ανοιχτή για όλους, είτε ήταν μέλη του κόμματος είτε όχι», αφηγήθηκε ο κ. Γκουσμάν. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι εκείνη η εποχή τον σημάδεψε: «Ήταν μια εξαιρετική στιγμή λαϊκής κινητοποίησης γύρω από μια λαϊκά εκλεγμένη κυβέρνηση, με στόχο να χτυπήσει τον κοινό εχθρό. Μια χώρα βιώνει κάτι τέτοιο μια φορά στα 100 χρόνια».
Πόσο σημαντική είναι η ιστορική μνήμη για την κοινωνία στη Χιλή σήμερα; Ο Πατρίσιο Γκουσμάν επεσήμανε: «Η ιστορική μνήμη δεν είναι μια αφηρημένη, θεωρητική έννοια, δεν είναι μόδα, αλλά κατάκτηση της κοινωνίας, όπως ήταν κάποτε τα δικαιώματα των γυναικών, των αυτοχθόνων και των ομοφυλοφίλων». Όπως πρόσθεσε ο δημιουργός, μετά από τόσα χρόνια το 60% των υποθέσεων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή εξακολουθεί να μην έχει εκδικαστεί: «Γιατί η δικαιοσύνη δεν κινείται πιο γρήγορα; Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αυτή είναι μια ανοιχτή πληγή στη Χιλή, αλλά όλοι κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα, ο κόσμος λέει ‘’εγώ δεν ξέρω, δεν είδα’’. Είμαστε ένας λαός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρελθόν του». Ο ρόλος του ντοκιμαντέρ στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, είναι θεμελιώδης, σύμφωνα με τον κ. Γκουσμάν: «Αυτό συμβαίνει επειδή το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως αντιπληροφόρηση, μπορεί να πει ελεύθερα τα πράγματα που το κράτος και οποιοσδήποτε κύκλος εξουσίας αποσιωπά. Πολλά θέματα που η χιλιανή τηλεόραση δεν τολμά να θίξει –τις εκτρώσεις, την εκκλησία, κ.ο.κ.- μπορεί να τα αναδείξει μια ομάδα ντοκιμαντεριστών. Δεν αναφέρομαι στο ποιητικό ντοκιμαντέρ, αλλά για στο ντοκιμαντέρ άμεσης κινηματογράφησης, που μπορεί να γίνει με λίγα μέσα και να υπερβεί τα ΜΜΕ».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν η Ευρώπη και η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από την περίπτωση Αλιέντε, ο Πατρίσιο Γκουσμάν τόνισε: «Η διακυβέρνηση του Αλιέντε ήταν μια μοναδική στο είδος της εμπειρία, είναι πολύ δύσκολο να εξαχθεί ένα συμπέρασμα πιο γενικό. Κάθε χώρα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο. Ο Αλιέντε αναζήτησε τη δημοκρατική οδό, τη συναίνεση. Ήθελε να αποφύγει τις ρήξεις, προσπάθησε να συνενώσει όλες τις δυνάμεις, γιατί ήξερε ότι αν διαρραγεί ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει κρατική επανάσταση. Από την άλλη, η δεξιά ήθελε εμφύλιο. Το έσχατο μέσο του ήταν ένα λαϊκό δημοψήφισμα και τότε συνέβη το πραξικόπημα».
Το λόγο πήρε αμέσως μετά ο δημοσιογράφος Φερνάντο Μορένο, ο οποίος σημείωσε: «Όταν μιλάμε για μνήμη μπορούμε να πέσουμε στην κοινοτοπία ότι το παρελθόν ήταν καλύτερο. Όσο μεγαλώνει κανείς, γίνεται δέσμιος της νοσταλγίας. Ένα ‘’αντίδοτο’’ για αυτό είναι να δουλεύεις με νέους ανθρώπους, γιατί μαθαίνεις από αυτούς. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μνήμη είναι κάτι που διαμορφώνεται καθημερινά». Όπως είπε ο ίδιος, το Μεξικό δεν βίωσε πραξικόπημα, αλλά την κυριαρχία ενός κόμματος που ήταν στην εξουσία 70 χρόνια χωρίς καμία πολιτική εναλλαγή. Επίσης, παρέθεσε και ένα πρόσφατο γεγονός, ενδεικτικό του πώς η μνήμη ασκείται και βιώνεται από τους νέους: Το κίνημα ‘’Εγώ είμαι ο 132ος’’, που ξεκίνησε από τη διαμαρτυρία 131 φοιτητών κατά του τότε υποψήφιου –και νυν- προέδρου του Μεξικό, το οποίο εξαπλώθηκε ραγδαία με μαζικές διαδηλώσεις και αίτημα την ισότιμη πρόσβαση στην πληροφόρηση και τη διαφάνεια.
Με τη σειρά του, ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Γιώργος Αυγερόπουλος σχολίασε ότι εάν υπάρχει μια αόρατη γραμμή που συνδέει τη χούντα του Πινοσέτ με την Ευρώπη της κρίσης, αυτή ονομάζεται «νεοφιλελευθερισμός». «Ό,τι έζησε η Χιλή, που ήταν πειραματόζωο του Φρίντμαν και των ‘’παιδιών του Σικάγο’’, το ζει τρεις δεκαετίες μετά η Ευρώπη. Το 2008, η τόσο άπληστη νεοφιλελεύθερη οικονομία πυροβόλησε το ίδιο της το πόδι και για να γιατρευτεί αποφάσισε ότι χρειάζεται περισσότερος νεοφιλελευθερισμός», παρατήρησε. Και ανέφερε ως παράδειγμα την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων, που το νεοφιλελεύθερο δόγμα αντιμετωπίζει ως προϊόν και όχι κατ' ανάγκη ως δημόσιο αγαθό. Όπως είπε ο ίδιος, μεταξύ άλλων, το 1981 ο Πινοσέτ υπέγραψε τον λεγόμενο «κώδικα του νερού» που θεμελίωνε το νερό ως ιδιωτικό προϊόν και όχι ως δημόσιο αγαθό. «Έτσι κατέληξαν ιδιωτικές εταιρείες να κατέχουν ποτάμια και λίμνες, καθώς και τα ισόβια δικαιώματα χρήσης τους. Μπορεί οποιοσδήποτε ιδιώτης αν θέλει, να αγοράσει μια λίμνη και να μη αντλήσει καθόλου νερό, παρά να κερδοσκοπήσει μέχρι η τιμή του να ανέβει», εξήγησε.
Αμέσως μετά, ο Γιάννης Σταυρακάκης, ανατρέχοντας στους λόγους επικράτησης του πρώιμου καπιταλισμού, σημείωσε ότι ήταν εξαρχής πολιτικοί και όχι οικονομικοί, ενώ πρόσθεσε ότι το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του Αλιέντε, θέτοντας σε κίνδυνο συμφέροντα του διεθνούς συστήματος και των εγχώριων ελίτ. «Δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ο Πινοσέτ ασπαζόταν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά τον χρησιμοποίησε για να αναδιατάξει τα πάντα στη χώρα, μέσω της δικτατορίας. Πολλές χώρες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, από την αντίστροφη, δηλαδή ξεφεύγοντας από μια δικτατορία. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε μια οριακή περίπτωση. Θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις η σχέση δημοκρατίας και καπιταλισμού. Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά που συνέβησαν στη Χιλή ακούγονται οικεία. Είναι το ίδιο πλαίσιο, μόνο που αντί για τα ‘’παιδιά του Σικάγο’’ εδώ έχουμε τους τεχνοκράτες, με μπροστάρη το ΔΝΤ. Μέσα από το έργο του Π. Γκουσμάν, αναρωτιόμαστε μήπως τα πειραματόζωα του σήμερα έχουν κάτι από τα πειραματόζωα του χθες», επεσήμανε ο κ. Σταυρακάκης.
Στη συνέχεια της ανοιχτής συζήτησης, το κοινό συμμετείχε διατυπώνοντας ερωτήματα. Το πρώτο από αυτά αφορούσε στο εάν είναι πιθανή σήμερα μια δικτατορία λατινοαμερικάνικού τύπου στην Ελλάδα, όπου εντείνονται οι ταξικές διαμάχες, δημιουργούνται νέες αντιδράσεις και νέα κόμματα. «Νομίζω ότι δύσκολα θα υπάρξει δικτατορία στην Ευρώπη όπως αυτή του Πινοσέτ», εκτίμησε ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος όμως επεσήμανε ότι το έλλειμμα ηγεσίας της Ε.Ε. που παραβλέφθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια οδηγεί σε οικονομική και πολιτική καταστροφή. «Δεν πρέπει να περιμένουμε από το κράτος, πρέπει οι πολίτες να βγούμε μπροστά και να παλέψουμε για καλύτερο κόσμο. Να μην κάτσουμε περιμένοντας την κ. Μέρκελ να διαχειριστεί την οικονομία, να βγούμε στους δρόμους» τόνισε χαρακτηριστικά. Από την πλευρά του, ο κ. Μορένο υποστήριξε ότι «είναι απίθανο να δούμε ίδιες δικτατορίες με αυτές του παρελθόντος, γιατί είναι διαφορετική η ιστορική στιγμή». Από την πλευρά του, ο κ. Αυγερόπουλος είπε: «Δεν χρειάζεται μια δικτατορία, γιατί ήδη το σύστημα έχει κάνει τη δουλειά του. Ο φόβος έχει απλωθεί παντού στη μεσαία τάξη, σε αυτούς που τρώνε αλύπητο ξύλο όταν διαμαρτύρονται. Εάν διαφωνήσεις με κυρίαρχη ιδέα, είσαι ‘’προδότης’’ της πατρίδας». Ο κ. Σταυρακάκης συμπλήρωσε: «Μιλάμε για το δίπολο δικτατορία-δημοκρατία, όμως δεν είναι όλες οι δημοκρατίες ίδιες. Θα πρέπει να δούμε και την ποιότητα της δημοκρατίας, αν δηλαδή διολισθαίνει και δεν διαφέρει πολύ από άλλους είδους πολιτεύματα».
Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση ερωτήθηκαν για το εάν τελικά το ντοκιμαντέρ συμβάλλει στο να περάσουμε στη δράση ή απλώς ενημερώνει για όσα αποκρύπτει η εξουσία. «Βλέπουμε πολλά ντοκιμαντέρ π.χ. για το ζήτημα του νερού ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία είναι κακής ποιότητας, είναι βαρετά και τελικά δεν συγκινούν το κοινό», απάντησε ο κ. Γκουσμάν. Δεν μπορείς να κάνεις ντοκιμαντέρ μόνο με καλές προθέσεις, πρέπει να συγκινήσεις το κοινό, να χτίζεις την αφήγηση, να βρίσκεις χαρακτήρες που να συγκινούν το κοινό. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ παρουσιάζουν απλά μια θέση, χωρίς ουσία. Το θέμα αυτό καθαυτό δεν εγγυάται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πρέπει να κάνουμε ποιητικά, δημιουργικά ντοκιμαντέρ, με φαντασία. Αυτό είναι το καθήκον μας», πρόσθεσε. Για τον Γιώργο Αυγερόπουλο, «το ντοκιμαντέρ είναι μια αμιγώς πολιτική πράξη. Είναι ουτοπικό να περιμένουμε όλοι να βγουν στο δρόμο μέσα από την προβολή ενός ντοκιμαντέρ, αλλά πιστεύω πως ναι, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, γιατί αλλάζει τον άνθρωπο, τη σκέψη».
Στην κουβέντα τέθηκε επίσης και το επίκαιρο ζήτημα για όσα συμβαίνουν τώρα στην Κύπρο. «Θα τη δούμε να ηγείται της απελευθέρωσης από την κακή Ευρώπη; Ή να υφίσταται δεινά που προαναγγέλλουν όσοι στηρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική μνημονίων;» ρώτησε ένας θεατής. Ο Πατρίσιο Γκουσμάν συνέδεσε κατά μία έννοια τη Χιλή με την Κύπρο μέσα από την τέχνη του ντοκιμαντέρ, παρατηρώντας ότι στην ταινία Η μάχη της Χιλής υπήρχε έμπρακτη δράση, όπως υπάρχει δράση και στην περίπτωση της Λευκωσίας. «Όταν υπάρχει δράση και ο λαός είναι στους δρόμους, πρέπει να βγεις και εσύ στο δρόμο να κάνεις αυτό που λεμε άμεσο κινηματογράφο, αφήνοντας όμως χώρο στο θεατή για αντιληφθεί μόνος του τα πράγματα. Εγώ μπήκα στον πειρασμό, αλλά δεν έφτασα ποτέ να στρατευτώ σε κόμμα. Βέβαια, αντιμετωπίζω το ντοκιμαντέρ ως χώρο στοχασμού. Ας είναι υποκειμενικό, ποτέ δεν ήμουν αντικειμενικός, αλλά έδωσα λόγο και στους αντιπάλους. Όσο πιο υποκειμενικό, τόσο καλύτερο, πιο παθιασμένο και πειστικό. Αλλιώς δεν θα διαφέρει από τα πλάνα που τραβούν οι κάμερες στις τράπεζες».
Το αφιέρωμα στον Πατρίσιο Γκουσμάν χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.