KOYBENTIAZONTAΣ 20/3
O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Στεφανί Άργκεριχ (Παλιοκόριτσο), Ηλίας Χωραφάς (ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας), Τζέι Πι Πάσι (Το σύνδρομο του πανκ), Ντίτερ Ζάουτερ (Αντίο Κωνσταντινούπολη), Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον (Στάχτη) και Μπρινό Σουινάρ (Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής).
Τη συζήτηση άνοιξε η Στεφανί Άργκεριχ, η οποία αναφέρθηκε στην απόφασή της να καταγράψει με την κάμερα τη μητέρα της, τη διεθνούς φήμης πιανίστρια Μάρτα Άργκεριχ, στην ταινία της Παλιοκόριτσο. «Με ενδιέφερε πέρα από την σπουδαία καλλιτέχνιδα, την οποία γνωρίζει πολύς κόσμος, να δείξω τον άνθρωπο, τη μητέρα και να εστιάσω στις οικογενειακές σχέσεις, στη σχέση της μαζί μου», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.
Κεντρικοί ήρωες στην ταινία του Ηλία Χωραφά ΑΔΕΣΠΟΤΑ, στην καρδιά της Αθήνας, είναι τα τετράποδα της πρωτεύουσας. «Περισσότερο από τα ίδια τα ζώα, με ενδιέφερε να εστιάσω σε αυτό που συμβολίζουν τα αδέσποτα, την ανάγκη να μην σε κρατάει κανείς από ένα λουρί και να σε καθοδηγεί. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια διαδήλωσαν πολλές φορές υπέρ της απελευθέρωσής τους από διάφορες δεσμεύσεις και τα αδέσποτα που διακρίνουμε συχνά να συμμετέχουν με τον τρόπο τους σ' αυτές τις πορείες, αντιπροσωπεύουν αυτό το αίσθημα», ανέφερε σχετικά ο σκηνοθέτης.
Για τον καναδό σκηνοθέτη Μπρινό Σουινάρ, η έμπνευση για το ντοκιμαντέρ Πάολο ο καπνοδοχοκαθαριστής κρυβόταν σε μία... καμινάδα. «Ο ήρωάς μου είναι καπνοδοχοκαθαριστής, ένας ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος. Τον ακολούθησα με την κάμερα για περίπου 15 μέρες, κατέγραψα συναντήσεις του με πελάτες, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο τον σέβονται. Όταν τον πρωτοείδα να δουλεύει ανεβαίνοντας σε μια καμινάδα, καθηλώθηκα. Αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου ήταν σαν εικαστική τέχνη», σημείωσε ο κ. Σουινάρ.
Στις στάχτες, αυτή τη φορά όμως από ένα ηφαίστειο, επικεντρώνεται και ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον στο ντοκιμαντέρ Στάχτη. «Παρακολουθώ τρεις οικογένειες αγροτών που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις στη ζωή τους από την ηφαιστειακή έκρηξη στην Έιγιαφιαλαγέκουλ της Ισλανδίας το 2010», ανέφερε ο ισλανδός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Γύρισα την ταινία για να εστιάσω το ενδιαφέρον μου όχι στο ίδιο το γεγονός της έκρηξης, αλλά στους ανθρώπους. Τους παρακολούθησα με την κάμερα για περίπου ένα χρόνο, τους γνώρισα, τους αγάπησα και κατέληξα με 90 ώρες υλικού. Ολοκλήρωσα την ταινία πριν από λίγους μήνες και εδώ, στη Θεσσαλονίκη, προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα, πράγμα το οποίο βρίσκω υπέροχο».
Το φινλανδικό πανκ συγκρότημα Pertti Kurikan Nimipaivat, τα μέλη του οποίου αντιμετωπίζουν διανοητικά προβλήματα, είναι οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ Το σύνδρομο του πανκ. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι σκηνοθέτησε την ταινία από κοινού με τον Γιούκα Κάρκαϊνεν και παρατήρησε: «Καταγράφουμε την πορεία της μπάντας για περίπου 18 μήνες, περισσότερο όμως μας ενδιέφερε να δείξουμε στην οθόνη τις προσωπικές ιστορίες των μελών της, την ξεχωριστή ενέργεια καθενός από τους μουσικούς».
Ο γερμανός σκηνοθέτης Ντίτερ Ζάουτερ συμμετέχει στο 15ο ΦΝΘ με το φιλμ Αντίο Κωνσταντινούπολη. «Ζω στην Κωνσταντινούπολη πάνω από 20 χρόνια και θέλησα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ για να παρουσιάσω την ιστορία της εκεί ελληνικής κοινότητας, που ήταν πολύ ισχυρή μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Σήμερα δεν απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη παρά 600 οικογένειες Ελλήνων, που κι αυτές σταδιακά λιγοστεύουν. Με ενδιέφερε να δω πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι αυτοί που απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη και παράλληλα να διερευνήσω την ιστορία των Ελλήνων που ζούσαν εκεί».
Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ερώτημα εάν αλλάζουν οι αντιδράσεις των προσώπων που βρίσκονται μπροστά στην κάμερα όταν αρχίζει η κινηματογράφηση. «Όταν μπαίνει η κάμερα, πράγματι οι συμπεριφορές αλλάζουν», επισήμανε ο Χέρμπερτ Σβέινμπγιορνσον και πρόσθεσε: «Το πιο σημαντικό είναι να αφηγηθείς μέσα από την ταινία την αλήθεια σου. Αν υπάρχουν δέκα πρόσωπα σε μία ιστορία, θα εντοπίσεις δέκα διαφορετικές εμπειρίες και δέκα διαφορετικές αλήθειες. Εγώ, όταν γυρίζω μία ταινία, ξέρω ότι λέω τη δική μου αλήθεια». Με τη σειρά της, η Στέφανι Άργκεριχ παρατήρησε: «Διαπίστωσα ότι ακόμη κι όταν ξέρεις καλά ένα πρόσωπο, όπως εγώ τη μητέρα μου, όταν το παρακολουθείς με τον κινηματογραφικό φακό, το βλέπεις διαφορετικά, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν είχες προσέξει μέχρι τότε». Ο Ντίτερ Ζάουτερ συμφώνησε: «Όταν γνωρίζεις καλά τα πρόσωπα που είναι μπροστά στην κάμερα, μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι από όσα δείχνουν είναι ψεύτικο και τι αληθινό. Μερικές φορές πάντως το πιο δύσκολο είναι να δεις την πραγματικότητα όπως συμβαίνει γύρω σου και όχι όπως την έχεις φτιάξει από πριν στο μυαλό σου».
Ιδιαίτερη σχέση ανέπτυξε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας του και ο Ηλίας Χωραφάς. «Όταν γύριζα την ταινία ξυπνούσα πολύ νωρίς το πρωί και ακολουθούσα για ώρες τα αδέσποτα σκυλιά στο κέντρο της Αθήνας. Στην αρχή αυτά με κοίταζαν παραξενεμένα, όσο περνούσαν οι ώρες όμως, κατάλαβα ότι όχι μόνο με είχαν συνηθίσει, αλλά με έψαχναν με τα μάτια να δουν ότι συνέχιζα να τα ακολουθώ», επεσήμανε ο σκηνοθέτης.
Από την άλλη, εντελώς ανεπηρέαστα από την κάμερα ήταν τα μέλη της πανκ μπάντας στην ταινία Το σύνδρομο του πανκ, ωστόσο αυτός που κάποιες φορές είχε πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο δημιουργός, Τζέι Πι Πάσι. «Για έναν σκηνοθέτη συχνά είναι δύσκολο να παρακολουθεί ένα πρόσωπο με την κάμερα, να βρίσκεται τόσο κοντά του. Καμιά φορά μπορεί να νιώσεις άβολα, μπορεί να ντραπείς. Οι μουσικοί πάντως στην ταινία δεν είχαν κανένα πρόβλημα», είπε ο σκηνοθέτης.
Στη συζήτηση παρενέβη από το κοινό η σκηνοθέτιδα Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), που θέλησε να μάθει εάν οι σκηνοθέτες του πάνελ χρησιμοποιούν κάποια τρικ για να καθοδηγούν τα πρόσωπα που καταγράφουν. Οι περισσότεροι δημιουργοί απάντησαν αρνητικά. «Η μέθοδος που ακολουθώ είναι να κάνω πολλές ερωτήσεις στα πρόσωπα, αλλά να παραμένω διακριτικός ως παρουσία, να με αγνοούν σταδιακά», είπε ο κ. Σβέινμπγιορνσον. Με τη σειρά του, ο Ντίτερ Ζάουτερ υπογράμμισε: «Όταν γυρίζεις μία ταινία δεν υπάρχουν κανόνες και τρικ. Αυτό κάνει το ντοκιμαντέρ τόσο δύσκολο, αλλά και τόσο ενδιαφέρον». Από την πλευρά της, η Στεφανί Άργκεριχ εξήγησε ότι ένα τέχνασμα που χρησιμοποίησε όταν κινηματογράφησε την αδελφή της ήταν να ανατρέξει στο προσωπικό της άλμπουμ αναμνήσεων. «Αυτή ήταν η πιο οδυνηρή στιγμή της ταινίας για μένα, καθώς η αδερφή μου εγκαταλείφθηκε από τους γονείς μας όταν ήταν παιδί. Ήταν δύσκολο να αφηγηθώ την ιστορία της και αυτό που έκανα στην ταινία ήταν να θυμηθώ πώς εγώ η ίδια έμαθα την ιστορία της, να ανασύρω το δικό μου χρονολόγιο, τις δικές μου αντιδράσεις. Τελικά, όταν η αδερφή μου είδε την ταινία συγκινήθηκε, της άρεσε».
Στη συνέχεια, το ερώτημα που έθεσε η κ. Άργκεριχ στους συναδέλφους της είναι ο τρόπος που χειρίζονται στις ταινίες τους τα «αρνητικά» πρόσωπα ή τα δυσάρεστα θέματα. Ο Τζέι Πι Πάσι σημείωσε ότι το πρόσωπο που επέλεξε για την πρώτη ταινία του ήταν ένας άθλιος αν και δημοφιλής παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής. «Διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν απίστευτα ρατσιστής, σεξιστής και προκλητικός. Για να τον προσεγγίσω του είπα ότι με ενδιέφερε ως αμφιλεγόμενο πρόσωπο», είπε. Με τη σειρά του, ο Ηλίας Χωραφάς υπογράμμισε: «Το 2004, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, εξαφανίστηκαν από την Αθήνα τα αδέσποτα. Υπήρχαν φήμες ότι κάποιοι τα δηλητηρίασαν ή ότι τους έγινε ευθανασία. Θέλησα να εξετάσω και την πλευρά των ανθρώπων που δεν ήθελαν τα σκυλιά μέσα στην πόλη, κανείς όμως δεν ήθελε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο μπροστά στην κάμερα. Τελικά βρήκα κάποιον, με έντονα ρατσιστικό λόγο εναντίον των ζώων, δε θέλησα όμως να τον βάλω στην ταινία. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν τα σκυλιά στις πόλεις, δεν ήθελα όμως να τους εκπροσωπεί ένας τέτοιος άνθρωπος, ούτε ήθελα να δώσω φωνή σε κάποιον που δεν σέβομαι».
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.