Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 17 Μαρτίου 2013, παρουσία του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρη Εϊπίδη, με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Τζον Άπελ (Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή), Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε (Τα λουλούδια της οικογένειάς μου), Ευηρούλας Δούρου (Camino Musical: 9 ημέρες γαλιθιάνικης μουσικής), Παναγιώτη Ευαγγελίδη (They Glow In The Dark), Ρομπ Φρούκτμαν (Όνειρα γλυκά), Μαργκρέτ Ολίν (Δίχως σπίτι) και Ανδρέα Σιαδήμα (Μουσικό χωριό). Τη συζήτηση συντόνισε ο σκηνοθέτης και παραγωγός Πίτερ Ουιντόνικ.
Παίρνοντας πρώτος το λόγο, ο Τζον Άπελ αναφέρθηκε στο θέμα της ταινίας του Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή: «Πρόκειται για τη βομβιστική επίθεση που συνέβη τον Ιούλιο του 2011 στο Όσλο και τις εν ψυχρώ δολοφονίες στο νησί Ουτόγια, γεγονότα τα οποία μου φαίνεται ήδη σαν να έχουν γίνει πολύ παλιά, όμως στην πραγματικότητα είναι πολύ πρόσφατα. Η ταινία, ωστόσο, είναι για το απρόσμενο, για τα πράγματα που δε μπορείς να ελέγξεις, την ευθραυστότητα της ζωής και το καθοριστικό λεπτό ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Κάποιες φορές είσαι τυχερός και άλλες άτυχος. Μπορεί να είσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή ή στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή». Συνδέοντας την έννοια του τυχαίου με την προηγούμενη ταινία του The Player, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Ήταν μια προσωπική ταινία για τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν τζογαδόρος και έχασε το μεγαλύτερο στοίχημα όλων, αυτό της ζωής του. Όταν κινηματογραφώ είμαι εξαιρετικά ανοιχτός - φυσικά και γράφω το σενάριο, δε θέλω όμως η ταινία να αναφέρεται σε όσα ήδη ξέρω. Όταν ξεκίνησα το The Player δεν ήξερα ποιοι θα είναι οι χαρακτήρες, παρά μόνο η ιδέα, την οποία και εξέλιξα. Το ίδιο έκανα και στο ντοκιμαντέρ Στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Ίσως στην επόμενη ταινία μου να βασιστώ ακόμη περισσότερο στις συμπτώσεις».
Στη συνέχεια, η νορβηγίδα σκηνοθέτιδα Μαργκρέτ Ολίν εξήγησε για την ταινία της Δίχως σπίτι: «Ξεκίνησα τα γυρίσματα το 2009, όταν στη Νορβηγία επιβλήθηκε μια σειρά νέων πολιτικών μέτρων που έχουν ως στόχο να αποτρέψουν όσους επιθυμούν να εισέλθουν στα σύνορα της χώρας προς αναζήτηση ασύλου. Τα μέτρα αυτά έδειξαν πόσο αυστηρή είναι η χώρα προς τα ασυνόδευτα παιδιά μετανάστες, η πλειοψηφία των οποίων κατάγονται από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία και την Αιθιοπία και έχουν χάσει την οικογένειά τους. Εάν ο μόνος λόγος ασύλου είναι η έλλειψη γονέων, στέλνονται στη χώρα προέλευσής τους μόλις γίνουν 18 ετών, ακόμη κι αν δεν έχουν κανέναν στον οποίο να επιστρέψουν. Είναι κάτι τρομακτικό και γι’ αυτό έκανα την ταινία». Η ίδια πρόσθεσε: «Στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στη Νορβηγία έδωσα την ιστορία των κεντρικών χαρακτήρων μου –δυο αγοριών από το Αφγανιστάν- σε ένα σημαντικό δημοσιογράφο. Χάρη σε αυτή τη δημοσιότητα, ο ένας από αυτούς πήρε άδεια μόνιμης παραμονής στη Νορβηγία, ενώ ο αδερφός του έλαβε μονοετή άδεια, με τη δυνατότητα να μπορεί να ξανακάνει αίτηση μετά. Το ντοκιμαντέρ δημιούργησε πολιτική συζήτηση στη Νορβηγία και τώρα επετράπη στα δύο αδέρφια να μένουν μαζί σε ένα διαμέρισμα και να πηγαίνουν σχολείο, πράγμα πολύ θετικό. Δεν γίνεται όμως η ταινία να λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση μόνο για αυτά τα δύο παιδιά». Σε αυτό το σημείο, ο κ. Ουιντόνικ υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Τότε κάθε πρόσφυγας χρειάζεται ένα κινηματογραφιστή».
Διαφορετική θεματολογικά, αλλά επίσης ιδιαίτερα ανθρώπινη είναι και η ιστορία που αφηγείται το ντοκιμαντέρ They Glow In The Dark του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, με φόντο τη Νέα Ορλεάνη μετά την επέλαση του τυφώνα Κατρίνα. «Και οι δικοί μου χαρακτήρες είναι μετανάστες, εσωτερικοί. Πρόκειται για ένα ζευγάρι μεσήλικων ομοφυλοφίλων, τον Τζιμ και τον Μάικλ, που είναι φορείς του AIDS. Έμεινα μαζί τους για ένα μήνα και έγινα μέρος της καθημερινής ρουτίνας τους, κινηματογραφώντας τους. Η ιστορία τους είναι μια προσπάθεια για επιβίωση, ένας αγώνας ενάντια στη φτώχεια, την ασθένειά τους, αλλά και το κράτος. Είναι πράγματι μετανάστες στη χώρα τους, δεν αναγνωρίζονται από κάθε πολιτεία». Ο δημιουργός πρόσθεσε: «Ζουν με αναμνήσεις από το παρελθόν, συχνά οδυνηρές, αλλά νομίζω αυτό τους κρατά ζωντανούς. Παρά τις διαφορές και τους καβγάδες τους, ο Τζιμ λέει στο τέλος ότι το μόνο που θα τους χωρίσει τελικά είναι ο θάνατος. Το ντοκιμαντέρ είναι μια στιγμή στη ζωή τους και αυτό πιστεύω ότι αιχμαλωτίζει το ντοκιμαντέρ, στιγμές».
Σε μια αλλιώτικη γωνιά του κόσμου μας ταξιδεύει το ντοκιμαντέρ Όνειρα γλυκά του Ρομπ Φρούκτμαν, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία με την αδελφή του, Λίσα. Ο δημιουργός παρατήρησε: «Πρόκειται για την ιστορία δύο εξαιρετικών γυναικών από την ύπαιθρο της Ρουάντα, οι οποίες έμαθαν κρουστά και μάλιστα σχημάτισαν το δικό τους πολυμελές μουσικό σχήμα, παρότι εκεί κάτι τέτοιο είναι απαγορευμένο για τις γυναίκες. Η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν περίεργοι για το πώς μια χώρα μετά από μια γενοκτονία μπορεί να επουλωθεί, ειδικά μάλιστα όταν επιζήσαντες και δράστες ζουν δίπλα-δίπλα όπως συμβαίνει στη Ρουάντα». Οι γυναίκες αυτές πήραν την πρωτοβουλία να στήσουν την πρώτη επιχείρηση παγωτού στη χώρα. Ο κ. Φρούκτμαν συμπλήρωσε: «Μία από αυτές τις γυναίκες, γνώρισε δύο νεαρές κοπέλες από το Μπρούκλιν και τους ζήτησε να πάνε στη Ρουάντα με στόχο να βοηθήσουν τις ντόπιες σε αυτό το εγχείρημα. Πρόκειται λοιπόν για την ανάγκη να υπάρχουν νέες ιδέες και η δύναμη να τις κάνεις πραγματικότητα, και όχι για το παγωτό αυτό καθαυτό».
Στη συνέχεια της συζήτησης, ο συντονιστής κ. Ουιντόνικ υπογράμμισε την πτυχή της φαντασίας στην ταινία του Χουάν Ιγνάσιο Φερνάντες Χόπε Τα λουλούδια της οικογένειάς μου. Ο σκηνοθέτης, αναφερόμενος παράλληλα στην έννοια του μοιραίου, εξήγησε σχετικά: «Η ταινία εστιάζει στην 90χρονη τότε γιαγιά μου και την 64χρονη μητέρα μου, οι οποίες έμεναν μαζί, μέχρι που η μητέρα μου γνώρισε έναν άντρα και αποφάσισε να πάει να μείνει μαζί του. Έτσι και οι δύο πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτό το χωρισμό. Η γιαγιά μου στην αρχή της ταινίας προσπαθεί να διώξει κάποια περιστέρια από τον κήπο της, ωστόσο μετά, σε ένα από αυτά ‘’βλέπει’’ το Άγιο Πνεύμα. Από την πλευρά μου, πήρα το ρίσκο να αναπτύξω την ιστορία με τα περιστέρια, κρατώντας αυτό το στοιχείο φαντασίας. Η μητέρα μου μάς είπε τότε ότι ίσως αυτό το περιστέρι να ψάχνει κάπου να κάνει φωλιά για να γεννήσει αβγά, οπότε πήρα επίσης το ρίσκο ότι επρόκειτο για το Άγιο Πνεύμα που είχε έρθει για να βοηθήσει σε αυτό το χωρισμό. Ενώ λοιπόν βρισκόμουν στην Ισπανία για δουλειά και ενώ είχα επισκεφτεί μια εκκλησία, μου τηλεφώνησε η γιαγιά μου για να μου πει ότι το περιστέρι όχι μόνο είχε φτιάξει φωλιά, αλλά υπήρχαν και αυγά σε αυτή. Φυσικά επέστρεψα αμέσως για να κινηματογραφήσω τα αυγά, δηλαδή το ρίσκο που είχα πάρει. Θεωρώ ότι η πίστη και η μοίρα παίζουν σημαντικό ρόλο».
Αλλάζοντας κλίμα, η συζήτηση μετατοπίστηκε στο κεφάλαιο «μουσική», που βρίσκεται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ Camino Musical: 9 ημέρες γαλιθιάνικης μουσικής της Ευηρούλας Δούρου. Η ταινία ξεκίνησε σαν πτυχιακή εργασία, αλλά τελικά εξελίχθηκε σε 80λεπτη ταινία. Η σκηνοθέτιδα επεσήμανε ως προς αυτό: «Ενώ έκανα Erasmus με το Πανεπιστήμιο, έμεινα στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα. Εκεί ήρθα σε επαφή με τους ντόπιους και άκουσα τη γαλιθιάνικη μουσική, η οποία με ενθουσίασε. Όταν επέστρεψα και έπρεπε να κάνω την πτυχιακή μου, άκουγα συνέχεια αυτή τη μουσική και αποφάσισα με τους συμφοιτητές μου από το ΑΠΘ ότι θα ήταν ιδανικό θέμα: ένα δεκαήμερο ταξίδι όπου γνωρίζουμε ντόπιους ανθρώπους, πίνουμε, τρώμε μαζί τους και γιορτάζουμε την καθημερινότητά τους». Η ίδια σημείωσε ότι στα γαλιθιάνικα ο όρος «morina» που αναφέρεται στην ταινία, σημαίνει νόστος και επεσήμανε ότι αυτό ένιωθε και η ίδια όταν επέστρεψε για πρώτη φορά από την περιοχή.
Με τη σειρά του, ο Aνδρέας Σιαδήμας αναφέρθηκε στην ταινία του Μουσικό χωριό, παρατηρώντας: «Δε με ενδιέφερε τόσο να κάνω ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, όσο το ίδιο το χωριό του Άγιου Λαυρέντιου στο Πήλιο, όπου κάθε Αύγουστο δημιουργείται μια μεγάλη μουσική κοινότητα, καθώς και οι ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Επισκέφθηκα το χωριό για να κινηματογραφήσω κάτι άλλο και εντυπωσιάστηκα με όσα είδα εκείνο το βράδυ. Γνώρισα τους διοργανωτές και επέστρεψα για γυρίσματα τον επόμενο χρόνο. Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων με το να τους δείχνουμε αυτά που τραβούσαμε. Η ταινία ήταν μια εξαιρετική εμπειρία και νιώθω ότι κάθε χρόνο θα επιστρέφουμε εκεί γιατί είμαστε μέρος αυτού που συμβαίνει».
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.