O MΠΕΝΓΚΑΛΙ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ / Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ /
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 17 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ντέγιαν Ασίμοβιτς (Ο βασιλιάς), Φίλιπ Κοξ (Ο Μπενγκάλι ντετέκτιβ) και Μίχαελ Γκλάβογκερ (Το μεγαλείο της πόρνης), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Η ταινία Ο βασιλιάς του Ντέγιαν Ασίμοβιτς σκιαγραφεί το πορτρέτο του Ντάρκο Κράλι, ενός από τους σημαντικότερους αθλητές του κόσμου. Ο Κράλι τραυματίστηκε το 1991, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία και, αφού έμεινε σε κώμα και οι γιατροί δεν περίμεναν να επιζήσει, τελικά επέζησε, παρότι χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί. Ο ίδιος αγωνίστηκε στη σφαιροβολία στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνο το 2008 και είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην ιστορία του αθλητισμού που έσπασε πέντε φορές στη σειρά το παγκόσμιο ρεκόρ στην κατηγορία του, στην ίδια διοργάνωση. Όπως ανέφερε ο σκηνοθέτης, με την ταινία του θέλησε να αλλάξει τη στάση του κοινού απέναντι στους αθλητές που αγωνίζονται σε Παραολυμπιακούς αγώνες. «Σήμερα υπάρχει τεράστια ανισοκατανομή τόσο ως προς τη χρηματοδότηση, όσο και ως προς την προβολή τους από τα ΜΜΕ, σε σχέση με τους Ολυμπιακούς αγώνες, παρόλο που και στους Παραολυμπιακούς συμμετέχουν αθλητές μεγάλη διαμετρήματος», επεσήμανε ο δημιουργός. Η μνήμη του πολέμου είναι παρούσα στην ταινία. Ωστόσο, όταν ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για το αν εξακολουθούν να είναι ορατές οι συνέπειές του, ακόμα και 15 χρόνια μετά, δεν θέλησε να απαντήσει. «Θέλω να τα ξεχάσω, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν» είπε χαρακτηριστικά. Από την πλευρά του, ο Ντάρκο Κράλι, ο οποίος έδωσε το παρών στη συνέντευξη Τύπου, σημείωσε ότι αυτό που του δίνει δύναμη να συνεχίζει είναι η αγάπη της συζύγου του και του γιου της, ο οποίος έχασε τον βιολογικό του πατέρα στον πόλεμο. «Είναι τόσο αυθόρμητο και τόσο δυνατό αυτό το συναίσθημα» τόνισε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Μίχαελ Γκλάβογκερ ο οποίος με την ταινία Το μεγαλείο της πόρνης ολοκληρώνει την τριλογία του με θέμα τις εργασιακές συνθήκες στις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, την οποία συμπληρώνουν τα ντοκιμαντέρ Μεγαλουπόλεις και Ο θάνατος του εργάτη. «Το θέμα της πορνείας προέκυψε και στα δυο προηγούμενα ντοκιμαντέρ μου. Στο τελευταίο, πάντως, Το μεγαλείο της πόρνης, προσπάθησα να διερευνήσω τη σχέση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας με τη θρησκεία, γι’ αυτό οι τρεις διαφορετικές πόλεις όπου έχει γυριστεί το φιλμ – η Ταϊλάνδη, το Μπαγκλαντές και το Μεξικό - αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές θρησκείες» εξήγησε ο σκηνοθέτης. Όσο για τον τίτλο της ταινίας, ο ίδιος υπογράμμισε: «Ήταν μια υπενθύμιση στον εαυτό μου. Κατ’ αυτό τον τρόπο έκανα σαν ‘’πλύση εγκεφάλου’’, για να απαλλαγώ από τις προκαταλήψεις μου και να αντιμετωπίζω αυτές τις γυναίκες με σεβασμό. Ξέρετε, όλοι μπορεί να εμφανίζονται ως παντογνώστες για το συγκεκριμένο θέμα, ακόμα και αν δεν έχουν πατήσει το πόδι τους σε πορνείο». Κατά τον ίδιο, το απλούστερο πρόβλημα που έπρεπε να ξεπεράσει ήταν η πρόσβαση στα πορνεία και η συναίνεση των γυναικών αυτών για να τις κινηματογραφήσει. «Ο κόσμος δεν είναι σουπερμάρκετ, όπου ψωνίζεις ιστορίες. Το θέμα είναι να γνωρίσεις τον άλλον. Εγώ αφιερώνω χρόνο για να καταλάβω όποιον έχω απέναντί μου, προσπαθώ να δημιουργήσω μια σχέση μαζί του. Αν αναπτυχθεί αυτός ο δεσμός τα πάντα είναι δυνατά, αν λείπει δεν γίνεται τίποτε», παρατήρησε ο δημιουργός. Προς το τέλος της ταινίας υπάρχει μια σκηνή σεξ ανάμεσα σε μια πόρνη κι έναν πελάτη. «Δεν είναι σκηνή πορνό. Δεν είχα πρόθεση να δείξω σεξ, εγώ ο ίδιος ντράπηκα να είμαι παρών στο γύρισμα, αλλά το σεξ υπάρχει παντού και μου είπαν ότι θα ήταν αλαζονικό να αποκλείσω μια τέτοια σκηνή», τόνισε για την επιλογή του ο δημιουργός. Ερωτώμενος για την έννοια της «αντικειμενικής πραγματικότητας», ο ίδιος επεσήμανε: «Από τη στιγμή που τοποθετείς μια κάμερα μπροστά στους ανθρώπους, αλλοιώνεις την πραγματικότητα που καταγράφεις, την αλλάζεις. Δεν μπορείς να αποφύγεις τη συναίσθηση του ανθρώπου ότι είναι μπροστά στην κάμερα».
Κλείνοντας τη συνέντευξη Τύπου, ο Φίλιπ Κοξ αναφέρθηκε καταρχάς στην αφορμή χάρη στην οποία γύρισε την ταινία του, δηλαδή το γεγονός ότι η μεσαία τάξη στην Ινδία δεν εμπιστεύεται στην Αστυνομία και στρέφεται στους ιδιωτικούς αστυνομικούς. «Σε αυτές τις χώρες υπάρχει μια παραίτηση, κυριαρχεί η αίσθηση ότι δεν θα γίνει τίποτα αν κάποιος δεν έχει λεφτά να εξαγοράσει τη δικαιοσύνη», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Για να εντοπίσει το βασικό χαρακτήρα του, ο δημιουργός έκανε κάστινγκ επί ενάμιση χρόνο: «Έπρεπε να βρω έναν χαρισματικό ηθοποιό, που να βοηθήσει το κοινό να υπεισέλθει στη ζωή των πελατών του, να νιώσει πώς αισθάνεται μια γυναίκα που ο άντρας της την απατά ή ένας άνθρωπος που κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε». Τελικά επέλεξε τον Ρατζές Τζι, για τον οποίο σημείωσε: «Δεν ήταν ο καλύτερος ντετέκτιβ, αλλά ήταν ενδιαφέρων άνθρωπος. Δούλεψα με το ένστικτο, δεν ήξερα πώς θα εξελιχθεί ως χαρακτήρας. Αφού μαλώσαμε πολλές φορές, τώρα γίναμε φίλοι». Εκτός από τις υποθέσεις που χειρίζεται ο ντετέκτιβ, το ντοκιμαντέρ εστιάζει και στην προσωπική του ζωή. Έτσι βλέπουμε τον ίδιο και την ομάδα του να προπονούνται για έναν διαγωνισμό χορού. «Ήθελα να κάνω μια διασκεδαστική ταινία, με κάτι από Μπόλιγουντ, δηλαδή και λίγο χορό και λίγο όνειρο», διευκρίνισε ο σκηνοθέτης. Πέρα από τις έρευνες και την αγάπη του για το χορό, η ζωή του κεντρικού ήρωα κρύβει τα δικά της προβλήματα. «Όταν γνωρίζουμε τη σύζυγο του ντετέκτιβ, τα πράγματα αλλάζουν, οι ισορροπίες γίνονται ευαίσθητες. Μπορεί ως ντετέκτιβ να αισθάνεται λίγο σαν σταρ σε ταινία του Μπόλιγουντ, όταν όμως εισβάλλει η πραγματική ζωή, οι ρόλοι αντιστρέφονται και τότε έρχεται αντιμέτωπος με την αρρώστια, την ερωτική απογοήτευση, την τραγωδία, το έγκλημα», τόνισε ο σκηνοθέτης.
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.