14ο ΦΝΘ: Masterclass Eyal Sivan

MASTERCLASS EYAL SIVAN

Για το ντοκιμαντέρ ως μέσο έκφρασης πολιτικής συνείδησης, τις ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις, το μοντάζ, την Ιστορία και το δίπολο μνήμης – λήθης, μίλησε μεταξύ άλλων ο επίτιμος προσκεκλημένος του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Εγιάλ Σιβάν, στο masterclass που παρέδωσε την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης.

Προλογίζοντας την εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος που φιλοξενεί το 14ο ΦΝΘ στο έργο του ισραηλινού δημιουργού, ο διευθυντής του ΦΚΘ, Δημήτρης Εϊπίδης, ευχαρίστησε θερμά τον Εγιάλ Σιβάν για την παρουσία του στο φεστιβάλ κι έκανε λόγο για έναν πραγματικά κορυφαίο ντοκιμαντερίστα με σημαντικότατο έργο και ιδιαίτερη ικανότητα σε θέματα πολιτικού όσο και κοινωνικού ενδιαφέροντος. «Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη που με αφετηρία τον ανθρωπισμό, ξεπερνά σύνορα και προκαταλήψεις», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Εϊπίδης.

«Είναι εξαιρετική τιμή για μένα να βρίσκομαι εδώ και θέλω να ευχαριστήσω τον διευθυντή του φεστιβάλ απλά και μόνο που υπάρχει», επεσήμανε ο σκηνοθέτης, πριν την εισαγωγή στο έργο του.

Στη συνέχεια, ο Δημήτρης Κερκινός, ο οποίος επιμελήθηκε το αφιέρωμα, έδωσε εν συντομία το στίγμα για το έργο του κινηματογραφιστή: «Έχοντας ως αφετηρία ότι το ντοκιμαντέρ αποτελεί στάση και άποψη για την πραγματικότητα, ο Εγιάλ Σιβάν είναι μία ξεχωριστή περίπτωση στο σινεμά τεκμηρίωσης. Χρησιμοποιώντας το ντοκιμαντέρ ως μέσο έκφρασης ενός κριτικού λόγου και πολιτικής συνείδησης, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τα πράγματα επανεξετάζοντας την πραγματικότητα μέσα από τη γλώσσα του μοντάζ. Τα θέματα που τον απασχολούν είναι οι ισραηλινο-παλαιστινιακές σχέσεις, η πολιτική του Ισραήλ, η αποικοιοποίηση και η από-αποικιοποίηση, ενώ δε διστάζει να σπάει μύθους, γεγονός που τον φέρνει σε ρήξη με την λογική του Ισραήλ».

Ξεκινώντας το masterclass, ο Σιβάν αποκάλυψε πως ανέκαθεν ένιωθε άβολα με την ιδέα του μάστερ, προτιμώντας τον όρο του “αδαούς μάστερ”. «Το μόνο που μπορεί να φέρει κάποιον σε θέση να του γίνονται αφιερώματα είναι η σκληρή δουλειά, τίποτε άλλο. Δεν πιστεύω στο φοβερό ταλέντο, αυτό που οφείλεις είναι να βρίσκεσαι στη θέση του εργάτη και όχι του μάστερ», εξήγησε ο δημιουργός.

Αμέσως μετά, όρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το ντοκιμαντέρ ως όχημα αναθεώρησης της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την Ιστορία. «Αναθεώρηση σημαίνει μία νέα οπτική για κάτι που προϋπάρχει. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να ορίσουμε και το ντοκιμαντέρ, ως την έννοια της αναθεώρησης κάποιου γνωστού πράγματος. Στο ντοκιμαντέρ, το σημαντικό για μένα είναι αυτό που ονομάζω κατασκευή, αυτό που μας βοηθά να δώσουμε δομή στην ιστορία. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε στην επίσημη Ιστορία ότι η Αμερική ανακαλύφθηκε το 1492. Αν μπαίναμε στη διαδικασία να αναθεωρήσουμε αυτή την άποψη, θα βλέπαμε ότι δεν ισχύει για εκείνους που ήδη έμεναν στην Αμερική πριν τον Κολόμβο. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να μετατοπίσουμε την άποψη του κόσμου για τα γεγονότα και να αλλάξουμε την Ιστορία», εξήγησε ο Εγιάλ Σιβάν και συνέχισε, δίνοντας άλλο ένα χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα: «Έχει ενδιαφέρον το πώς χωρίζεται η Ιστορία σε περιόδους. Αμφιβάλλω αν στο Μεσαίωνα υπήρχε κάποιος που περίμενε καρτερικά την Αναγέννηση για να αλλάξουν τα πράγματα. Αν προσπάθησα κάτι να κάνω μέσα από τις ταινίες μου, αυτό είναι μία αναθεώρηση της Ιστορίας. Αυτό προϋποθέτει να αρνηθείς κάτι ιστορικό. Κοινώς, εκείνο που προτείνω είναι μία άλλη Ιστορία, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την επικρατούσα, την οποία ονομάζω αντι-ιστορία (counter-history). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το ζητούμενο στο ντοκιμαντέρ δεν είναι να δοθεί μία ξεκάθαρη απάντηση αλλά να γεννηθούν ερωτήσεις».

Στη συνέχεια ο Σιβάν επικεντρώθηκε στο κάδρο, τη βάση μιας εικόνας: «Το κάδρο εμπεριέχει μία υποκριτική, αλαζονική οπτική, καθώς εντάσσουμε σ’ αυτό κάτι που δε μπορεί να φανεί διαφορετικά. Για μένα όμως το κάδρο είναι λογοκρισία, αφορά αυτό που αποφασίζουμε να μη δείξουμε. Εκεί κάπου ξεκινά και η κουβέντα περί υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας».

«Το ντοκιμαντέρ είναι μία πρόταση να κοιτάμε κάτι από μία ασυνήθιστη οπτική γωνία», παρατήρησε ο Σιβάν, κάνοντας λόγο για την έννοια του «άλλου», ως την εγκαθιδρυμένη οπτική γωνία που επικρατεί στο σινεμά τεκμηρίωσης: «Η παράδοση του ντοκιμαντέρ επιβάλλει τον τρόπο που εμείς κινηματογραφούμε τον “άλλο” ώστε να τον κάνουμε το βασικό χαρακτήρα της ταινίας. Ο “άλλος”, που δε μ’ αρέσει σαν όρος, είναι συνήθως οι φτωχοί, οι πόρνες, τα θύματα, οι φυλακισμένοι. Το σινεμά γίνεται έτσι κάτι σαν μία κοσμική εκκλησία, όπου αντί για τον κρεμασμένο Εβραίο στο σταυρό, βλέπουμε τα θύματα της ζωής και ξαφνικά νιώθουμε ανθρωπιά, συμπόνια, νιώθουμε ανθρώπινοι». Με αφορμή τον «άλλο», ο Σιβάν έδειξε μια σκηνή από το Άκαμπατ-Τζάμπερ: Είμαστε Περαστικοί εξηγώντας πώς χρησιμοποίησε και ο ίδιος αυτή την εγκαθιδρυμένη οπτική γωνία: «Όπως φαίνεται από τη σκηνή, πήγα ως νέος, Ισραηλινός να συναντήσω τον “άλλο”, τον πρόσφυγα, σκεφτόμενος ότι αυτό που πρέπει να κάνω είναι δώσω τη δυνατότητα σε αυτούς του ανθρώπους να μιλήσουν. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν κατέλυα επί της ουσίας καμία εξουσία: Παρέμενα ο λευκός που πήγαινα να δω τους κατώτερους και είναι σαν να τους έλεγα ότι “εγώ θα σας δώσω την ευκαιρία να μιλήσετε”. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Κατάλαβα ότι δεν είμαι εδώ για να δώσω το λόγο στους αδύναμους αλλά να χρησιμοποιήσω την κάμερα προκειμένου να αποδομήσω την έννοια της εξουσίας και να αντιμετωπίσω αυτούς που είναι στο ίδιο επίπεδο με μένα».

Ακολούθησε ένα σύντομο απόσπασμα από την ταινία Ιζκόρ: Οι Σκλάβοι Της Μνήμης. Στο φιλμ αυτό ο Σιβάν θέτει το θεατή εντός της κοσμικής, λαϊκής εκπαίδευσης των Ισραηλινών, ξεκινώντας από την ηλικία των 5-6 ετών και φτάνοντας μέχρι τους στρατιώτες που ορκίζονται στο κράτος του Ισραήλ. «Με το Ιζκόρ εκδικήθηκα τρόπον τινά το εκπαιδευτικό σύστημα και τους φορείς του. Αυτή ακριβώς ήταν για μένα η στιγμή που έγινα αιρετικός, ακόμη και εγκληματίας, καθώς αποκάλυψα το σύστημα αναγιγνώσκοντάς το όχι ως Ιστορία αλλά ως αντι-ιστορία. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και συντηρητικοί Ισραηλινοί αντιμετώπισαν την πρώτη μου ταινία ως μία θετική ενέργεια. Φυσικά δεν ίσχυσε το ίδιο για τη δεύτερη. Είμαι όμως λευκός και προέρχομαι από ένα κράτος Απαρτχάιντ, οπότε το να ασκώ κριτική είναι το στοιχειώδες, το αυτονόητο. Αν δεν το έκανα θα ήμουν δοσίλογος. Κάθε καλλιτέχνης και διανοούμενος οφείλει να περάσει στην αντι-ιστορία, αλλιώς είναι ένας δοσίλογος. Ο Φουκώ είπε ότι η πολιτική έχει να κάνει με λέξεις. Παραφράζοντάς τον εγώ θα πω ότι έχει να κάνει με εικόνες».

Ο Σιβάν ανέπτυξε στη συνέχεια τον τρόπο μέσα από τον οποίο το ισραηλινό σινεμά, ενισχύει τη θυματοποίηση του εθνικού συλλογικού ασυνειδήτου: «Είναι ενδεικτικό αυτό που είχε ειπωθεί κάποτε πως εμείς οι Ισραηλινοί δε θα συγχωρέσουμε ποτέ τους Παλαιστινίους γιατί μας αναγκάζουν να γίνουμε δολοφόνοι!».

Περνώντας στη σχέση μεταξύ Ιστορίας και μνήμης, ο Σιβάν τόνισε: «Είναι βλακεία το πόσο σημαντική θεωρείται η μνήμη. Για να υπάρχει μνήμη πρέπει να υπάρχει λήθη. Αντιστοίχως και με την Ιστορία, όταν μιλάμε για μνήμη το ερώτημα που εγείρεται είναι τι είναι αυτό που έχει ξεχαστεί. Είναι ενδιαφέρον ότι κανένα έθνος δεν θυμάται τον εαυτό του ως δράστη εγκλημάτων, αλλά ως θύμα. Ότι οι Γάλλοι που συνεργάστηκαν με τους Ναζί το έχουν εξαιρέσει από τη συλλογική μνήμη. Οι Κούρδοι θεωρούν εαυτούς θύματα, ξεχνώντας ότι για λογαριασμό των Τούρκων συμμετείχαν στη γενοκτονία των Αρμενίων. Οι Ισραηλινοί, παραδοσιακά θύματα επίσης, ήταν εκείνοι που έδιωξαν τους αυτόχθονες Παλαιστινίους από τον τόπο τους. Θέλω να πω ότι η μνήμη μπορεί κάλλιστα να είναι εργαλείο διάπραξης εγκλημάτων. Μπορεί βέβαια να προτιμούμε να αυτοχαρακτηριζόμαστε θύματα, ωστόσο η αλήθεια είναι πως όλοι μάλλον εν δυνάμει είμαστε θύτες».

Ο Σιβάν χαρακτήρισε το μοντάζ ως την απόλυτη εξουσία, «αφού στο τέλος όλα εκεί καταλήγουν. Αυτό που προτιμώ περισσότερο απ’ όλα άλλωστε είναι το δωμάτιο του μοντάζ και όχι το γύρισμα. Δε μου αρέσει να προσπαθώ να φανώ ευχάριστος ή έξυπνος, ξέρω εξαρχής ότι η απόλυτη εξουσία και ο έλεγχος είναι στα δικά μου χέρια μέσω του μοντάζ».

Αμέσως μετά, προβλήθηκε ένα απόσπασμα από την ταινία Ο Σπεσιαλίστας η οποία παρουσιάζει τη δίκη του ναζιστή Άντολφ Άιχμαν το 1961 στην Ιερουσαλήμ. «Όταν ψάχναμε με τον συνεργάτη μου, τον Ρόνι Μπράουμαν, να βρούμε βιντεοκασέτες με τη δίκη Άιχμαν στα αρχεία, τις βρήκαμε κρυμμένες στις μη χρησιμοποιημένες τουαλέτες του πανεπιστημίου. Κλασσική περίπτωση όπου η ιστορία είχε πεταχτεί στην τουαλέτα. Πήραμε λοιπόν το πρωτότυπο υλικό και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το θέμα του “κακού” στην πολιτική. Δε θέλαμε μία ταινία για το Ολοκαύτωμα αλλά για τη γραφειοκρατία. Προσπαθήσαμε μέσα από τον Σπεσιαλίστα να δώσουμε όχι το πορτρέτο ενός ψυχοπαθούς, αλλά ενός ‘κανονικοπαθούς’» επεσήμανε ο Εγιάλ Σιβάν και συνέχισε: «Στον Σπεσιαλίστα έγινε επανασχεδιασμός των σκηνών. Πρόκειται όντως για βεβήλωση του αρχείου και κάποιοι έθεταν ζήτημα κατά πόσο επιτρεπόταν να κάνω τόσο σημαντικές παρεμβάσεις σε ένα ευαίσθητο για τους Ισραηλινούς ζήτημα».

Σε ερώτηση σχετικά με το αν θα μπορούσε να οδηγηθεί μέσα από το έργο του, στην αντίθετη ακραία άποψη από αυτή που απορρίπτει, ο Σιβάν τόνισε: «Ο στόχος μου είναι ασφαλώς πολιτικός. Η μνήμη, όμως, από μόνη της είναι αναμφισβήτητα επιλεκτική. Όταν μιλάτε για την άλλη πλευρά, για μένα εκεί δε βρίσκονται οι Άραβες. Άλλωστε, δεν προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός. Ό,τι κάνω το κάνω επειδή υπάρχει ένα κράτος στον κόσμο που έκανε όλους τους Εβραίους θύματα του Ολοκαυτώματος και πολίτες του Ισραήλ χωρίς να τους ρωτήσει. Το Ισραήλ έχει προκύψει μέσα από την αντίθεση που γεννήθηκε στην Ευρώπη μεταξύ της Βίβλου και του Άουσβιτς».

Ο Σιβάν δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις κάμερες παρακολούθησης αλλά και γενικότερα τις κάμερες της εξουσίας: «Όταν η εξουσία γυρίζει ντοκιμαντέρ ονομάζεται προπαγάνδα. Ένα ωραίο παράδειγμα για αυτό είναι η Ανατολική Γερμανία, όπου το μόνο που ήθελαν ήταν να παρακολουθούν την αντεπανάσταση και τελικά αυτό ήταν το μόνο που δεν κατέγραψαν. Ποτέ μία κάμερα παρακολούθησης δεν προλαβαίνει το έγκλημα. Ποτέ δε λειτουργούν προληπτικά για αυτόν που έχει αποφασίσει να δράσει».

Το αφιέρωμα στον Εγιάλ Σιβάν χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.