Ο κύκλος συζητήσεων της ενότητας «Κουβεντιάζοντας» του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012 με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Στρατή Βογιατζή και Θέκλας Μαλάμου (Ο τυφλός ψαράς), Χουάν Βαγιέχο (Πλούσιο βουνό, πλούσια γη), Μπράιαν Κάρτερ (Η παγίδα του Δουβλίνου), Αρνό Γκαϊγιάρ (ΜΠΙΠ!) και Γεράσιμου Ρήγα (100 - Αλεξάνδρας 173, Αθήνα).
Η καθημερινότητα του Κέντρου Άμεσης Δράσης καταγράφεται στο ντοκιμαντέρ 100 (Αλεξάνδρας 173, Αθήνα) του Γεράσιμου Ρήγα. «Πρόκειται για ένα πορτρέτο της Αθήνας, καθώς αποτυπώνονται τα προβλήματα των πολιτών που ζητούν κάποιο είδος βοήθειας, αλλά και το τι συμβαίνει καθημερινά στην πόλη. Αυτό που επεδίωξα είναι να μιλήσω για τη συμβίωση των ανθρώπων στην Αθήνα. Είναι ένα υπαρξιακό, φιλοσοφικό φιλμ για τη συνύπαρξη» ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Οι άνθρωποι που τηλεφωνούν στο 100 αισθάνονται μόνοι μέσα σε μια ζούγκλα. Ωστόσο, η αστυνομία προσπαθεί να επέμβει εκ των υστέρων και όχι να προλάβει». Ο δημιουργός έλαβε την άδεια για να κινηματογραφήσει, χωρίς μεγάλη δυσκολία. «Περάσαμε πολλές ώρες στα κεντρικά της Άμεσης Δράσης. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, υπήρχαν άτομα που δεν ήθελαν να τραβάμε κάποιες σκηνές και μάλιστα έπειτα από ορισμένες απαγορεύσεις, προβληματίστηκα για το εάν έπρεπε να τα παρατήσω ή όχι. Όμως ήταν σημαντικό να καταγράψω αυτά τα στιγμιότυπα που βλέπετε στην ταινία, τα οποία μοιάζουν αρκετά με το θέατρο του παραλόγου. Οι άνθρωποι περιμένουν από το 100 ότι κάποιος θα έρθει, αλλά δεν έρχεται. Όπως και στην Ελλάδα, περιμένουμε ότι κάποιος θα έρθει να μας σώσει, μα δεν έρχεται», εξήγησε ο κ. Ρήγας. «Η ταινία μιλά για τη σχέση κράτους και πολιτών, που αυτή τη στιγμή είναι σχιζοφρενής. Περιμένουμε από την αστυνομία να μας λύσει τα προβλήματα, όμως ταυτόχρονα είμαστε καχύποπτοι απέναντί της», κατέληξε ο σκηνοθέτης.
Ο κολομβιανός δημιουργός Χουάν Βαγιέχο ζει τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ και με την ταινία του Πλούσιο βουνό, πλούσια γη επιχείρησε να ανιχνεύσει τον τόπο καταγωγής του, τη νότια Αμερική. Το ντοκιμαντέρ διαδραματίζεται στο βουνό Σέρο Ρίκο στη νοτιοδυτική Βολιβία, από το οποίο εξήχθη το 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων αργύρου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, συντηρώντας την Ισπανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, ενώ εστιάζει στη ζωή των μεταλλωρύχων που εργάζονται εκεί. «Η ταινία αναφέρεται σε θέματα αειφορίας και υπερεκμετάλλευσης των πόρων. Οι άνθρωποι στο Σέρο Ρίκο έχουν την αίσθηση ότι η γη δεν παράγει πια τίποτα, από την άλλη όμως ονειρεύονται με έναν τρόπο ότι και τα παιδιά τους θα γίνουν μεταλλωρύχοι. Είναι μια σχέση αγάπης και μίσους», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
Το ντοκιμαντέρ Ο τυφλός ψαράς των Στρατή Βογιατζή και Θέκλας Μαλάμου παρακολουθεί τη ζωή ενός ηλικιωμένου ψαρά, που έχασε την όραση και το ένα του χέρι όταν ήταν 11 ετών, ωστόσο επί 70 χρόνια ανοίγεται στη θάλασσα και ψαρεύει. «Η ταινία μιλά για έναν διαφορετικό άνθρωπο, για το παράδοξο και την ποίηση της ζωής του. Ο κυρ Γιάννης επιλέγει να ζει στη μοναξιά, είναι επιφυλακτικός με τους ανθρώπους, χτίζει τη ζωή του απομονωμένος. Ταυτόχρονα είναι γεμάτος ενέργεια, ζει το παρόν σαν να είναι παιδί, η ζωή του είναι η θάλασσα και το ταξίδι», εξήγησε ο κ. Βογιατζής για τον κεντρικό ήρωα. «Ιστορίες σαν του κυρ Γιάννη αξίζει να καταγραφούν και να ειπωθούν. Χρειαζόμαστε τέτοιες ιστορίες που να μας εμπνέουν και μας φέρνουν πιο κοντά στη ζωή, ειδικά τώρα που η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη στη χώρα. Έχουμε κατά νου ένα κινηματογραφικό project με αυτό το στόχο, προκειμένου να αναδείξουμε τέτοιες ιστορίες», πρόσθεσε από την πλευρά της η κ. Μαλάμου.
Με εντελώς διαφορετική θεματολογία, το ντοκιμαντέρ ΜΠΙΠ! των Αρνό Γκαϊγιάρ και Φλοράν Βασό, πραγματεύεται ένα σκληρό ζήτημα: τη θανατική ποινή. Η ιδέα για την ταινία προέκυψε όταν ο κοινωνιολόγος Αρνό Γκαϊγιάρ, ο οποίος έδωσε το παρών στο 14ο ΦΝΘ, θέλησε να συνεχίσει τις σπουδές του στις ΗΠΑ, με ειδίκευση στη θέση που έχει η θανατική ποινή στο αξιακό σύστημα της κοινωνίας. Η ταινία παρακολουθεί τρεις χαρακτήρες: έναν πρώην θανατοποινίτη, μια μητέρα θανατοποινίτη και μια σύζυγο που περιμένει τη εκτέλεση του δολοφόνου του άντρα της. «Η θανατική ποινή δεν είναι μόνο μια τιμωρία, είναι θάνατος, ψευδαίσθηση, χιούμορ. Πολλοί αμερικανοί μπορούν να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στην ταινία, ενώ το θέμα παρουσιάζεται από όλες τις πλευρές. Εμείς αποτυπώνουμε τη δική μας άποψη μέσα από τα λεγόμενα ενός αμερικανού ειδικού, γιατί δεν θέλαμε ως ευρωπαίοι να φανεί ότι κάνουμε μαθήματα ηθικής στους αμερικάνους. Είμαστε παρατηρητές, δεν κρίνουμε κανέναν, απλώς εκθέτουμε την αλήθεια και των δυο πλευρών», τόνισε ο κ. Γκαϊγιάρ. Και πρόσθεσε: «Παθιαστήκαμε με τους χαρακτήρες μας, τους αγαπήσαμε. Ο κόσμος μοιράστηκε τις απόψεις του με γενναιοδωρία. Αισθάνθηκαν ελεύθεροι να μιλήσουν, καθώς δεν πρόκειται για κάτι ανήθικο, νιώθουν ελεύθεροι να μιλούν για αυτό. Ένας ανακριτής μας είπε μάλιστα ‘’η θανατική ποινή είναι μέρος της ζωής των ανθρώπων εδώ’’. Αναγκάζεσαι, λοιπόν, να αντιμετωπίσεις αυτή την πραγματικότητα, όσο και αν για έναν ευρωπαίο μοιάζει αδιανόητη».
Μέσα από την ιστορία ενός Αφγανού, ο οποίος ζήτησε άσυλο και κέρδισε μια ιστορική νίκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ταινία Η παγίδα του Δουβλίνου του Μπράιαν Κάρτερ ρίχνει φως στις συνέπειες της μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα. «Επιδίωξα να δείξω ότι ευθύνες για αυτό το πρόβλημα έχει και η Ε.Ε. Η οικονομική κρίση κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για την Ελλάδα, προκαλώντας την εξάπλωση εθνικιστικών ομάδων που στρέφονται κατά των μεταναστών, ενώ η Ε.Ε. κλείνει στα μάτια στο πρόβλημα και επιμένει σε έναν άνισο μηχανισμό επαναπατρισμού, που είναι γνωστός και ως ‘’Δουβλίνο ΙΙ’’. Είναι ένας φαύλος κύκλος», παρατήρησε ο σκηνοθέτης.
Στη συνέχεια, η συζήτηση μετατοπίστηκε στο θέμα της χρηματοδότησης ταινιών. Για τους περισσότερους σκηνοθέτες, επρόκειτο για την πρώτη κινηματογραφική τους απόπειρα, η οποία υλοποιήθηκε με πολύ μικρό προϋπολογισμό. «Δουλέψαμε χωρίς αμοιβή. Μέχρι σήμερα, το σινεμά εξαρτιόταν από την κρατική χρηματοδότηση και τώρα το σινεμά υποφέρει» σημείωσε ο Γεράσιμος Ρήγας. Στην περίπτωση του Στρατή Βογιατζή και της Θέκλας Μαλάμου, η ταινία ξεκίνησε ως πειραματισμός, χάρη στον κεντρικό χαρακτήρα του φιλμ, τον τυφλό ψαρά. «Είμαστε φωτογράφοι. Τις έννοιες του μοντάζ και του post production τις μάθαμε μέσα από τη διαδικασία παραγωγής του ντοκιμαντέρ. Όσο για τη χρηματοδότηση, είχαμε την υποστήριξη φίλων μας και στήσαμε επίσης μια πλατφόρμα χρηματοδότησης, διαπιστώνοντας μέσα από αυτή την εμπειρία ότι υπάρχουν και καλά στην κρίση. Οι άνθρωποι έρχονται κοντά, συνεργάζονται πιο εύκολα, δείχνουν αλληλεγγύη. Φυσικά αυτό δεν είναι το ιδανικό περιβάλλον, αλλά πρέπει να προσαρμόζεσαι», επεσήμαναν οι σκηνοθέτες. Από την πλευρά του, ο Μπράιαν Κάρτερ απευθύνθηκε στην Ένωση Δημοσιογράφων Βελγίου, η οποία χρηματοδοτεί ανάλογα projects δημοσιογράφων. «Από την Ένωση ζήτησα μόνο 8.000 ευρώ έτσι ώστε να μην απορριφθεί η πρότασή μου και συμπλήρωσα το υπόλοιπο μέχρι τις 12.000 ευρώ με δικά μου χρήματα», υπογράμμισε ο βέλγος δημιουργός. Όσο για την ταινία ΜΠΙΠ!, ο Αρνό Γκαϊγιάρ εξήγησε: «Δεν ασχοληθήκαμε με το θέμα της χρηματοδότησης, καθώς από την αρχή είχαμε παραγωγό, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε και συγχρηματοδότης». Με τη σειρά του, ο Χουάν Βαγιέχο δήλωσε σχετικά: «Μια λύση στο θέμα της χρηματοδότησης δίνει η ψηφιακή τεχνολογία, που επιτρέπει να γυριστούν ταινίες με πολύ λίγα χρήματα. Χρωστάω και εγώ λεφτά για την ταινία μου, αλλά είμαι ενθουσιασμένος για την νέα εποχή των ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού. Tο ζήτημα πλέον θεωρώ ότι είναι να βρεις κοινό για την ταινία σου».