ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ / 100 (ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ 173, ΑΘΗΝΑ) / ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ / ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 13 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Δανάη Στυλιανού (Το νησί που μοιραζόμαστε), Γεράσιμος Ρήγας (100 - Αλεξάνδρας 173, Αθήνα), Παναγιώτης Κουντουράς (Αφανείς ήρωες) και Μάνος Παπαδάκης (Απαλλοτρίωση), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Το λόγο πήρε πρώτη η σκηνοθέτιδα Δανάη Στυλιανού με την ταινία Το νησί που μοιραζόμαστε που καταγράφει τη συμβίωση τριών άγνωστων μεταξύ τους Ελληνοκυπρίων και τριών Τουρκοκυπρίων σε ένα σπίτι, για πέντε ημέρες. «Θα έλεγε κανείς ότι όντως μοιάζει με πείραμα. Οι πρωταγωνιστές δεν είναι ηθοποιοί, αλλά επιλέχτηκαν μέσα από διαδικασία casting. Καλέσαμε νέους ηλικίας 20-30 ετών να μας πουν τις απόψεις τους γύρω από τη λύση του κυπριακού ζητήματος, αλλά και τις εμπειρίες τους ως προς την αντίθετη κοινότητα. Μέσα από 150 συνεντεύξεις, καταλήξαμε σε αυτούς τους έξι που συμμετέχουν στην ταινία», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Και πρόσθεσε: «Προσπαθήσαμε έτσι ώστε οι πρωταγωνιστές να αντιπροσωπεύουν το μέσο όρο από τη μία και την άλλη πλευρά τις διαχωριστικής γραμμής, να μην ανήκουν σε κάποια πολιτική παράταξη, καθώς και να μη διαθέτουν προηγούμενη εμπειρία με άτομα από την αντίθετη κοινότητα. Επομένως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή ήταν μια πειραματική συμβίωση, ένα πειραματικό ταξίδι κατά μήκος της διαιρεμένης Κύπρου». Όσο για την συνύπαρξη των χαρακτήρων του ντοκιμαντέρ, η κ. Στυλιανού σημείωσε, μεταξύ άλλων: «Πιστεύω ότι άφησαν την καρδιά και το μυαλό τους ελεύθερο να δει και μια άλλη άποψη μιας αλήθειας, που δεν είχαν υποψιαστεί. Μετά από τη διαφωνία τους σε θέματα Ιστορίας, άρχισαν να βρίσκουν κοινά σε άλλα επίπεδα». Καταλήγοντας, η σκηνοθέτιδα είπε: «Νιώθω ότι η ταινία συμβάλει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Στη σκηνή όπου τα παιδιά συναντούν τον ιμάμη, γίνονται κάπως ο καθρέφτης ο ένας του άλλου και αντιλαμβάνονται το παρασκήνιο που έχει προκαλέσει όλα τα συμβάντα και ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την κοινή συμβίωση. Μέσα από την ταινία μπορείς να δεις τι σκέφτεται ο μέσος νέος, χωρίς να πας ο ίδιος στα κατεχόμενα».
Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης Γεράσιμος Ρήγας μίλησε για την ταινία του 100 Αλεξάνδρας 173, Αθήνα, η οποία αποτυπώνει την καθημερινότητα στο Κέντρο Άμεσης Δράσης. «Με ενδιαφέρει να κάνω ταινίες για την καθημερινότητα σε μικρούς χώρους, όπως άλλωστε έγινε και στις προηγούμενες ταινίες μου», σημείωσε ο σκηνοθέτης, ενώ έπειτα αναφέρθηκε στο θεσμό της αστυνομίας. «Υπάρχει αρνητική προδιάθεση προς την αστυνομία και καχυποψία προς το κράτος γενικότερα, δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου. Όμως πηγαίνοντας κάποιος ως σκηνοθέτης στο Κέντρο Άμεσης Δράσης πρέπει να αποβάλλει ό,τι στερεότυπα έχει και να προσπαθήσει να κινηματογραφήσει το αντικείμενό του με ειλικρίνεια. Θεωρητικά, ρόλος της αστυνομίας και του κράτους είναι να προστατεύει τους ανίσχυρους, στην πραγματικότητα όμως, δυστυχώς νομίζω ότι στην Ελλάδα προστατεύει τους ισχυρούς, αντί να παίζει έναν κοινωνικό ρόλο. Στο ερώτημα ‘’ποιος είναι ο ρόλος της αστυνομίας;’’ νομίζω είναι κάτι που πρέπει να το απαντήσει η ίδια. Είναι πρόληψη του εγκλήματος, είναι καταγραφή του εγκλήματος, είναι εξιχνίαση; Θεωρώ ότι όπως έχει γίνει η ζωή στην Αθήνα αυτή τη στιγμή, η αστυνομία ασχολείται πιο πολύ με την καταγραφή και την εξιχνίαση, οπότε ουσιαστικά στην πόλη αυτή είναι ο καθένας μόνος του, σαν μια ζούγκλα όπου ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει». Ως προς την επιλογή των τηλεφωνημάτων στην ταινία, ο σκηνοθέτης σχολίασε ότι δεν ήταν συνειδητή, καθώς αυτή ακριβώς είναι η πραγματικότητα στο κέντρο επιχειρήσεων, ενώ κλείνοντας, αναφέρθηκε στη διαδικασία της παραγωγής του ντοκιμαντέρ. «Άδεια πήραμε εύκολα, αλλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αντιμετωπίσαμε ορισμένα προβλήματα. Πολλές φορές, ανάλογα με το τι συνέβαινε, μας έλεγαν να σταματήσουμε να γυρίζουμε. Αυτό είναι πολύ δύσκολο σε τέτοιο είδος ντοκιμαντέρ. Παρόλα αυτά, καταφέραμε νομίζω να δείξουμε με ειλικρινή τρόπο τι συμβαίνει στο Κέντρο και να σκιαγραφήσουμε ένα ειλικρινές πορτρέτο της Αθήνας».
Αμέσως μετά, το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Κουντουράς, ο οποίος στο ντοκιμαντέρ Αφανείς ήρωες, εστιάζει στους μηχανικούς προβολής των κινηματογραφικών αιθουσών. «Οι μηχανικοί προβολής έχουν γίνει ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Πλέον όταν πηγαίνω στον κινηματογράφο ‘’απαιτώ’’ από τον εαυτό μου να βρεθώ μέσα στην καμπίνα, κοντά τους. Τους έχω αγαπήσει και είναι τιμή μου που πλέον μπορώ να τους αποκαλώ φίλους μου. Βρεθήκαμε μαζί τους για ένα χρόνο και ο φακός μας αποκάλυψε πράγματα που δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε. Στις καμπίνες προβολής, οι ταινίες δεν παίζουν από dvd ή ψηφιακά μέσα, όπως πιθανώς να γίνεται στο μέλλον, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη δουλειά απαιτεί τέχνη, μεράκι και πάρα πολλή αγάπη για το σινεμά», τόνισε ο σκηνοθέτης. Μιλώντας για τον μηχανικό προβολής του Ολύμπιον είπε: «Σημαντικό ρόλο έπαιξε η γνωριμία μας με τον κ. Μανώλη Ρίζο, ο οποίος μας άνοιξε την πόρτα της καμπίνας του και της καρδιάς του, μας υποδέχτηκε και θέλησε να μοιραστεί μαζί μας όλες αυτές τις εμπειρίες. Του οφείλουμε πολλά». Σχετικά με το διαχωρισμό των μηχανικών προβολής σε δύο κατηγορίες, αυτή των παραδοσιακών κινηματογράφων και αυτή των πολυαιθουσών, ο κ. Κουντουράς υπογράμμισε: «Αναφέρονται στην ταινία και τα multiplex, αλλά το φιλμ είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στους μηχανικούς προβολής των παραδοσιακών κινηματογράφων, οι οποίοι έχουν στιγματίσει τη ζωή της πόλης και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Δεν είναι τυχαίο το ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε μεγάλο αριθμό παραδοσιακών σινεμά, με πάνω από 500 μηχανικούς». Τέλος, ως προς το μέλλον του επαγγέλματος του μηχανικού προβολής ο κ. Κουντουράς σχολίασε: «Το ψηφιακό μέσο έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας και το επάγγελμα του μηχανικού προβολής είναι πιθανό να εκλείψει και μάλιστα πολύ σύντομα. Προσωπικά αυτό με θλίβει. Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούν πολύ τη δουλειά τους και τις ταινίες, έχουν ταξιδέψει, έχουν μάθει πολλά, μεγάλωσαν μέσα στους κινηματογράφους, διαμόρφωσαν ήθος, προσωπικότητα και χαρακτήρα μέσα από τις ταινίες».
Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης Μάνος Παπαδάκης μίλησε για την περιβαλλοντικού χαρακτήρα ταινία του Απαλλοτρίωση, με θέμα την αναγκαστική απαλλοτρίωση της γης όπου λειτουργούν τα ορυχεία της ΔΕΗ στη Δυτική Μακεδονία. «Η ταινία πραγματεύεται τις συνέπειες της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ειδικά στην περιοχή του ατμοηλεκτρικού κέντρου Δυτικής Μακεδονίας. Εκεί συντελείται μια τεράστια καταστροφή. Με την κάμερα διεισδύσαμε βαθιά μέσα στα πράγματα, είδα προσωπικά τι σημαίνει να ξεχνάμε τα φώτα ανοιχτά και να σπαταλάμε ηλεκτρική ενέργεια. Πρόκειται για ένα ντόμινο προβλημάτων, που καταλήγουν στο να διώχνονται οι άνθρωποι από τα σπίτια τους, να πεθαίνουν από καρκίνο και να ανοίγει η όρεξη κάποιων για κέρδη. Η ΔΕΗ ανήκει σε ένα ποσοστό σε μετόχους, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να μας κάνουν να καταναλώνουμε όσο γίνεται περισσότερο», αποκάλυψε ο σκηνοθέτης. Απαντώντας σε ερώτηση για το εάν υπάρχουν εφικτές και απλές λύσεις στο πρόβλημα, ο κ. Παπαδάκης υπογράμμισε: «Αν αντικαθιστούσαμε τους λαμπτήρες σε όλα τα σπίτια της Ελλάδας, θα γλιτώναμε αύριο μια μονάδα 350 μεγαβάτ. Είναι πολύ μεγάλο το μέγεθος της καταστροφής που προκαλεί μια τέτοια μονάδα βαριάς τεχνολογίας και κατ’ επέκταση η μόλυνση που παράγει. Αν ο καθένας από μας αναλάβει την ευθύνη του, αρκούν τα συστήματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που έχουμε. Δε χρειάζονται τεράστια φωτοβολταϊκά πάρκα, ούτε τεράστια αιολικά πάρκα, χρειάζονται μικρά συστήματα κατά τόπους, καλύτερη διαχείριση και διανομή και οικονομία από την πλευρά μας». Σχετικά με τις δυσκολίες προσέγγισης του θέματός του, ο κ. Παπαδάκης είπε: «Δεν είχαμε πρόβλημα στο να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που θέλαμε, αλλά στο να κινηθούμε στην περιοχή, καθώς είναι ιδιωτική, ανήκει στη ΔΕΗ, οπότε υπήρχαν μπάρες, ιδιωτική αστυνομία και η πρόσβαση είναι δύσκολη».
Το σύνολο των ελληνικών ταινιών του προγράμματος του 14ου ΦΝΘ χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.