MASTERCLASS ΤΕΡΕΝΣ ΝΤΕΪΒΙΣ
Για το ξεχωριστό και βαθιά βιωματικό έργο του μίλησε ο βρετανός δημιουργός Τέρενς Ντέιβις, στο masterclass που παρέδωσε την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, παρουσία του προέδρου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργου Χωραφά.
Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας, που αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές του ανεξάρτητου βρετανικού σινεμά, αποκαλύπτεται μέσα από το πλήρες αφιέρωμα στο έργο του, που πραγματοποιεί το τμήμα Ημέρες Ανεξαρτησίας του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Βρετανικού Συμβουλίου.
«Η δουλειά του Τέρενς Ντέιβις τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στους σύγχρονους Βρετανούς σκηνοθέτες. Σκέφτεται με κινηματογραφικούς όρους και καταλαβαίνει το σινεμά με τρόπο μοναδικό. Οι ταινίες του είναι πολύ προσωπικές, επειδή εμπνέεται από τα συναισθήματά του και καταθέτει τα βιώματά του», υποστήριξε στην εισαγωγή του ο Βρετανός κριτικός κινηματογράφου και συντονιστής του masterclass, Τζεφ Άντριου.
Ανοίγοντας το masterclass ο Τέρενς Ντέιβις, μίλησε για την τελευταία του δουλειά, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ για τη γενέθλια πόλη του, το Λίβερπουλ. Το Για Το Χρόνο Και Την Πόλη / Of Time And the City σηματοδοτεί και την επιστροφή του στο σινεμά έπειτα από 8 χρόνια υποχρεωτικής απουσίας, ελλείψει κονδυλίων: «Αν το Για Το Χρόνο Και Την Πόλη αποτελέσει το τελευταίο μου φιλμ, πράγμα που είναι πολύ πιθανό να συμβεί, δεν θα είναι καθόλου άσχημο φινάλε. Είναι μια ταινία που πραγματοποιήθηκε με πολύ ταπεινό προϋπολογισμό και με πολύ ταπεινές προθέσεις. Ήδη, όμως, την έχουν ζητήσει σε 87 φεστιβάλ», τόνισε, αναφερόμενος στη δυσπιστία με την οποία τον αντιμετωπίζουν οι φορείς του βρετανικού κινηματογράφου.
«Με αφορμή το γεγονός ότι το Λίβερπουλ είναι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2008, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν 3 ταινίες σχετικές με την πόλη. Υπήρχαν 157 υποψηφιότητες και δεν πίστευα ότι η δική μου πρόταση θα επιλεγόταν, αλλά τελικά αυτό έγινε», συνέχισε ο Βρετανός δημιουργός και επισήμανε: «Είχα ήδη γυρίσει ταινίες μυθοπλασίας για το Λίβερπουλ, με βάση τις παιδικές μου αναμνήσεις, γι’ αυτό δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι τέτοιο ξανά. Σκέφτηκα λοιπόν να αναπαραστήσω την εποχή χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από τη δεκαετία του 1950, όχι όμως δημιουργώντας ένα συμβατικό ντοκιμαντέρ. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενική παρουσίαση της εποχής».
Ο Βρετανός κινηματογραφιστής, ο οποίος μεγάλωσε σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια αλλά πλέον δηλώνει άθεος, μίλησε και για την επώδυνη σχέση του με τη θρησκεία: «Ήμουν πολύ θρησκευόμενο παιδί. Πίστευα πραγματικά ότι, αν ζω σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, θα οδηγηθώ στην αγιοσύνη. Θεωρούσα μάλιστα ότι κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού, είναι έργο του διαβόλου. Ωστόσο, όταν ήμουν απελπισμένος και πήγαινα συχνά για να προσευχηθώ, δεν είχα από το Θεό καμία απάντηση για να απαλύνει την απελπισία μου. Ένιωθα ολομόναχος σε μία άβυσσο. Ήθελα να είμαι φυσιολογικός, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν ήμουν. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Ήταν απαίσιο», είπε εμφανώς φορτισμένος συναισθηματικά ο 63χρονος Βρετανός δημιουργός και συμπλήρωσε: «Η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει Θεός, μου στοίχισε πολύ όταν έχασα δικούς μου ανθρώπους, καθώς γνώριζα ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή και δεν πρόκειται να τους ξαναδώ. Ειδικά όταν έχασα τη μητέρα μου, η οποία ήταν η αγάπη της ζωής μου. Θα έδινα ό,τι έχω και δεν έχω για να ξανακούσω τη φωνή της μία ακόμη φορά. Αλλά δεν θα την ακούσω ξανά...».
Αναφερόμενος στην αυτοβιογραφική του ταινία Η Μεγάλη Μέρα Τελειώνει / The Long Day Closes (1992), ο Ντέιβις μίλησε για την ανακάλυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας: «Η ιστορία του Η Μεγάλη Μέρα Τελειώνει είναι απλοϊκή, αλλά και επική για εμένα προσωπικά. Η παιδική μου ηλικία τελείωσε στα 11 μου, μέσα σε μια στιγμή, όταν συνειδητοποίησα ότι είμαι ομοφυλόφιλος, πράγμα που εκείνη την εποχή αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Ξέρω πώς είναι να σε απεχθάνονται, επειδή το έχω ζήσει. Γι’ αυτό και νιώθω υπέροχα όταν εισπράττω την αποδοχή κάποιων θεατών. Θέλω οι ταινίες μου να είναι ειλικρινείς και αληθινές», υπογράμμισε και συνέχισε: «Έχω εμμονή με την έννοια του χρόνου και με το πώς παραβιάζεται στο σινεμά. Όταν τελειώνει μια σκηνή, δεν με ενδιαφέρει ποια εξέλιξη ακολουθεί, αλλά ποιο συναίσθημα έρχεται. Στην αφήγηση των ιστοριών μου, προσπαθώ να είναι ισχυρή η συναισθηματική γραμμή». Ο βρετανός σκηνοθέτης ανέφερε επίσης πως δεν παρακολουθεί τις παλαιότερες ταινίες του: «Δεν χρειάζεται να τις ξαναδώ, επειδή υπάρχουν μέσα μου».
Με αφορμή την προηγούμενη ταινία του, Το Σπίτι Της Ευθυμίας / The House Of Mirth (2000), που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ίντιθ Γουόρτον, ο Ντέιβις παραλλήλισε τη Νέα Υόρκη των τελών του 19ου αιώνα, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της ταινίας, με την σύγχρονη πραγματικότητα στην αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία: «Η κοινωνία της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Σε μεγάλο βαθμό, θυμίζει την τυπολατρία και την καταπίεση που χαρακτηρίζουν ένα επαγγελματικό γεύμα στο Λος Άντζελες, μεταξύ ανθρώπων του κινηματογράφου. Υπάρχουν ένας σωρός απαγορεύσεις, που κανείς δεν σου τις λέει, αλλά ξέρεις ότι υπάρχουν. Απαγορεύεται να κάνεις κουβεντούλα για άσχετα θέματα, απαγορεύεται να παραγγείλεις ένα τζιν τόνικ πριν από το γεύμα επειδή θα σε θεωρήσουν αμέσως αλκοολικό, δεν υπάρχει χιούμορ... Είναι μια αφόρητη κατάσταση, που για να την αντέξεις χρειάζεσαι οπωσδήποτε ένα τζιν τόνικ! Αλλά δεν γίνεται να το ζητήσεις...», είπε χαριτολογώντας, και συμπλήρωσε: «Εξίσου ανυπόφορα είναι και τα αντίστοιχα πάρτι, όπου κάθομαι μόνος στη γωνία, αμήχανος... Είναι πραγματικό μαρτύριο. Όλοι οι υπόλοιποι μοιάζουν με κινηματογραφιστές, αλλά εγώ μοιάζω με λογιστή! Οι εύκολες φιλίες που υπάρχουν στον αμερικανικό κινηματογραφικό χώρο είναι τρομακτικές. Βλέπεις εγκάρδιους χαιρετισμούς και φιλιά μεταξύ ανθρώπων που παριστάνουν ότι γνωρίζονται. Η ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε αδίστακτες συμπεριφορές».
Ποιος θα ήθελε, τελικά, να είναι; «Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος. Κάποιος πανέμορφος, με υπέροχο σώμα και ηλίθιος. Πραγματικά ηλίθιος. Αυτός ο συνδυασμός είναι όντως αήττητος, πιστέψτε με!».