18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
11-20 Μαρτίου 2016
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΟΥΤΟΠΙΑ / ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ /
33.333 Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Εικόνες του 21ου Αιώνα
11-20 Μαρτίου 2016
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΟΥΤΟΠΙΑ / ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ /
33.333 Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο του 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Απόστολος Καρακάσης (Επόμενος σταθμός: Ουτοπία), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Σιωπηλός μάρτυρας) και Μένιος Καραγιάννης (33.333 Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη).
Ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Νίκου Καζαντζάκη, η «Οδύσσεια», προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Μένιου Καραγιάννη, ο οποίος ακολούθησε στην έρευνά του μία ιδιαίτερη διαδρομή από την Αθήνα και την Κρήτη ως τη Σουηδία και την Αμερική. Μιλώντας για το ντοκιμαντέρ του 33.333 Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Δύο πράγματα συνέβαλαν ώστε να κάνω την ταινία. Το ένα ήταν το γεγονός ότι ένα τόσο σπουδαίο έργο είναι άγνωστο κι αυτό ήταν κάτι που με προκάλεσε. Το δεύτερο ήταν ότι πληροφορήθηκα ότι ένας ηλικιωμένος στη Σουηδία έμαθε ελληνικά και μετέφρασε την ‘’Οδύσσεια’’ στη γλώσσα του, τη στιγμή που ελάχιστοι αποφασίζουν να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο». Η αναμέτρηση του Καζαντζάκη με το ομηρικό έπος είχε τεράστιο ενδιαφέρον για τον σκηνοθέτη. «Στο μυαλό μας έχουμε την Οδύσσεια και την Ιθάκη ως προορισμό όπου τελειώνει το ταξίδι. Ο Καζαντζάκης παίρνει διαφορετική θέση. Λέει ότι η Οδύσσεια του καθενός μας δεν τελειώνει ποτέ. Παίρνει τον Οδυσσέα και τον στέλνει σε νέες περιπέτειες οδηγώντας στον σε μία διαδρομή πνευματικής και πολιτιστικής αναζήτησης για να τον φέρει στο τέλος να αναμετριέται με τον θάνατο. Είναι ένα δύσκολο ταξίδι, ένα ταξίδι ζωής», είπε ο κ. Καραγιάννης. Σχετικά με το νόημα που αποκτούν τα λόγια του Καζαντζάκη στη σημερινή συγκυρία, ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Τη θέση του συγγραφέα ότι η Οδύσσεια δεν τελειώνει ποτέ υποδηλώνει και ο αριθμός 33.333 των στίχων του έργου, ένας άρρητος αριθμός. Αυτό που ζούμε σήμερα θέτει ξανά το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας, να ξεπεράσουμε τα ατομικά μας συμφέροντα και να συμπάσχουμε με τον συνάνθρωπο». Όσο για τους λόγους για τους οποίους ο ηλικιωμένος Σουηδός αποφάσισε να μεταφράσει το έργο, ο κ. Καραγιάννης εξήγησε: «Κάποια στιγμή ο Γκόντφριντ μου είπε: ‘’βγαίνοντας στη σύνταξη στα 65 θεωρώ ότι τώρα ξεκινάει η Οδύσσεια της ζωής μου, η πραγματική μου ζωή. Από δω και πέρα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω’’. Το πρώτο πράγμα που έκανε λοιπόν είναι ότι. ενώ μέχρι τότε ήταν καθηγητής, ξαναγράφτηκε στο πανεπιστήμιο ως φοιτητής κι έμαθε ελληνικά. Κι επειδή ξέρω πολύ καλά σουηδικά διαπιστώνω ότι είναι καταπληκτική η μετάφρασή του, έχει κρατήσει ακόμη και το μέτρο. Εντέλει, κατάλαβα ότι διαβάζοντας την ‘’Οδύσσεια’’ σε ξένη γλώσσα διαβάζεις την ιστορία κι αυτό είναι πιο απλό, ενώ στα ελληνικά μπαίνεις στην ίδια την περιπέτεια της γλώσσας. Σαν να τρέχεις σε χωράφι με αγκάθια και κάθε λέξη πρέπει να την ανακαλύψεις».
Στο ντοκιμαντέρ Επόμενος σταθμός: Ουτοπία, ο Απόστολος Καρακάσης καταγράφει την περιπέτεια της αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου της ΒΙΟ.ΜΕ. στη Θεσσαλονίκη. Ο σκηνοθέτης εξήγησε σχετικά: «Αρχίσαμε να καταγράφουμε την ιστορία μία – δύο μέρες πριν από την κατάληψη και συνεχίσαμε να την παρακολουθούμε στενά για ενάμιση χρόνο και σποραδικά για άλλο ένα. Επί 2,5 χρόνια μείναμε μαζί με τους εργάτες και κάναμε τα γυρίσματα». Το μοντέλο της αυτοδιαχείρισης είναι ελάχιστα διαδεδομένο στην Ελλάδα. «Στην Αργεντινή υπάρχουν 350 τέτοιες επιχειρήσεις, όπου απασχολούνται 16.000 άνθρωποι. Στην Ελλάδα υπάρχει μόλις ενάμιση εργοστάσιο. Σήμερα το πρωί μάλιστα έμαθα ότι τους έκοψαν το ρεύμα», είπε ο κ. Καρακάσης και πρόσθεσε: «Δεν με ενδιέφερε να κάνω μία ενημερωτική ταινία, να δώσω έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. Η ταινία εστιάζει στις μεταβολές της συνείδησης των ανθρώπων αυτών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γύρω στα 50 και ξαφνικά βρίσκονται μετέωροι. Από ανάγκη οδηγούνται στην ουτοπία, όχι από ρομαντισμό. Δεν έχουν καμία ελπίδα και το μόνο που τους φαίνεται λογικό είναι να ονειρευτούν έναν κόσμο χωρίς κεντρική εξουσία, βασισμένο στην αλληλεγγύη». Στην ταινία αποτυπώνεται αντιστικτικά και η αντίθετη πλευρά, αυτή της πρώην εργοδοσίας. «Στον μικρόκοσμο των ανθρώπων της ΒΙΟ.ΜΕ. συνυπάρχουν διαφορετικές ιδέες, νοοτροπίες και αντοχές, στοιχεία που βλέπουμε στην πορεία. Οι άνθρωποι αυτοί αντικατοπτρίζουν την κοινωνία ευρύτερα και στο δείγμα αυτό του κοινωνικού μωσαϊκού ήθελα και κάποιον από την αστική τάξη, γι’ αυτό εμπλέκεται στην ταινία και η πρώην διευθύντρια του εργοστασίου», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Σχετικά με τις προσδοκίες των εργαζόμενων στη ΒΙΟ.ΜΕ. από την ταινία, ο κ. Καρακάσης επισήμανε: «Σίγουρα υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Όταν ζητάς την εμπιστοσύνη κάποιων ανθρώπων, οφείλεις να είσαι καθαρός και ειλικρινής. Από την αρχή τους είπα την άποψή μου ότι αυτό που κάνουν είναι ένας μαραθώνιος και κάποια στιγμή θα χτυπήσουν τοίχο. Σήμερα που τους έκοψαν το ρεύμα, κάποιοι θα ήθελαν ίσως να πω δημοσίως ‘’συνδέστε το ρεύμα’’, ενώ κάποιοι άλλοι που αποχώρησαν θα ήθελαν να πω ‘’κλείστε το εργοστάσιο’’. Δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των συμμετεχόντων, το θέμα είναι να είμαι ειλικρινής απέναντί τους και να μην το μετανιώσουν που στάθηκαν μπροστά στην κάμερα».
Στη γενέτειρα πόλη του, τα Τρίκαλα, ταξίδεψε ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ Σιωπηλός μάρτυρας. Πρωταγωνιστής στην ταινία είναι η Φυλακή Τρικάλων, που έκλεισε το 2006 ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αφηγήθηκε το χρονικό της κινηματογράφησης: «Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 2011, όταν βρέθηκα να ταξιδεύω συνεχώς στα Τρίκαλα για την ταινία μου Ο μανάβης. Η παλιά φυλακή ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά και ιστορικά κτίρια της πόλης. Το 2010 ο δήμος Τρικάλων αποφάσισε να αλλάξει χρήση στο κτίριο και σε λίγο καιρό θα εγκαινιαστεί εκεί το Μουσείο Βασίλης Τσιτσάνης. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω το πορτρέτο αυτού του κτιρίου». Το 2013 και ενώ ο σκηνοθέτης είχε θεωρήσει ότι τα γυρίσματα τέλειωσαν, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν τα ερείπια ενός οθωμανικού λουτρού στα θεμέλια των παλιών φυλακών. Αναφερόμενος στην απρόσμενη αυτή εξέλιξη, ο ίδιος παρατήρησε: «Η σεναριακή προσέγγιση ήταν να μιλήσει το κτίριο μέσα από τις φωνές επτά χαρακτήρων, πρώην εργαζόμενων ή παλιών κρατουμένων. Καθένας μέσα από τη δική του εμπειρία αποκαλύπτει το παλίμψηστο μνήμης της φυλακής. Το 2013 λοιπόν αποκαλύφθηκε ότι στο ίδιο σημείο βρισκόταν ένα από τα μεγαλύτερα οθωμανικά λουτρά της Ελλάδας, κτίσμα του 16ου αιώνα. Συνεχίσαμε το πρότζεκτ ως μία ταινία πάνω στην διαχείριση της ιστορικής μνήμης. Ένα ερώτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσο στην καινούργια πραγματικότητα η μνήμη ενός κτιρίου που ενοχλεί όπως η φυλακή, θα μπορούσε να έχει θέση. Με λύπη μου και απορία διαπίστωσα ότι δεν υπήρξε προσπάθεια να διασωθεί κάτι από τη φυλακή ως μνήμη. Οι εικόνες που έχουμε είναι από ένα κτίριο που δεν υπάρχει πια. Πιστεύω ότι βοηθήσαμε να ξεκινήσει ένας διάλογος - αντίλογος πάνω σε κάτι που μέλλεται να γίνει». Με έναν περίεργο τρόπο, μέσα από την περιπέτεια του κτιρίου αυτού, ο κ. Κουτσιαμπασάκος είδε την Ιστορία να επαναλαμβάνεται: «Το 1896 η Θεσσαλία είχε απελευθερωθεί. Από τα πρώτα δημόσια έργα που χτίστηκαν ήταν μία φυλακή. Για να γίνει το κτίριο αυτό μετατράπηκε το παλιό λουτρό. Αυτό στην ιστορία εκείνης της περιόδου αποσιωπείται. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια γίνεται το ίδιο. Είδαν την παλιά φυλακή ως κάτι που πρέπει να εξαλειφθεί και όχι να συνυπάρξει με το νέο μουσείο. Αν μάλιστα αυτό έγινε από άγνοια και όχι από πρόθεση, πιστεύω ότι είναι ακόμη χειρότερο».