Εμπειρίες από την πορεία του ως κινηματογραφιστής, καθώς και μυστικά της τέχνης του ντοκιμαντέρ μοιράστηκε με το κοινό του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ο αυστριακός δημιουργός Χούμπερτ Ζάουπερ, στο πλαίσιο της ανοιχτής συζήτησης που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, παρουσία του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δημήτρη Εϊπίδη. Η φετινή διοργάνωση πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο του Χούμπερτ Ζάουπερ. Στο ξεκίνημα της συζήτησης, ο συντονιστής και επιμελητής του αφιερώματος Δημήτρης Κερκινός ανέφερε ότι ο δημιουργός είναι παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ, ήδη από το 1ο ΦΝΘ, όταν προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Το ημερολόγιο του Κισανγκάνι.
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο Χούμπερτ Ζάουπερ εξέφρασε τη χαρά του που βρίσκεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στο Φεστιβάλ το οποίο χαρακτήρισε «γιορτή του κινηματογράφου» και ευχαρίστησε τον διευθυντή του ΦΚΘ Δημήτρη Εϊπίδη για την πρόσκληση. «Φαίνεται ότι με θεωρούν ηλικιωμένο, γιατί τώρα αρχίζουν να μου κάνουν αφιερώματα στα φεστιβάλ», είπε χαριτολογώντας. Στο ερώτημα ποιο ήταν το κίνητρό του για να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ, ο ντοκιμαντερίστας απάντησε ότι κάνει κινηματογράφο για να μην νιώθει μόνος του με όσα βλέπει να τον περιβάλλουν στη ζωή. Όπως είπε, οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ έχουν το τεράστιο προνόμιο να επικοινωνούν με δυναμικό τρόπο ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις, καθώς και να δημιουργούν συναισθηματική σύνδεση με τα ερωτήματα του κόσμου. Ο ίδιος μίλησε και για την ανθρώπινη ανάγκη του να μοιράζεται κανείς όσα ζει, από τη χαρά μέχρι το θρήνο, «γιορτάζοντας» όλα όσα συμβαίνουν μαζί με άλλους ανθρώπους.
«Η εποχή μας κατακλύζεται από μια πληθώρα εικόνων που δεν είναι μυθοπλαστικές. Στο διαδίκτυο και την τηλεόραση υπάρχει μια τρομακτική χιονοστιβάδα ερεθισμάτων, τέτοια που δεν βγάζεις εύκολα νόημα. Μια ταινία προσπαθεί να βγάλει νόημα, μπορεί να μην το πετυχαίνει πάντα, αλλά σε ιδεώδεις συνθήκες μπορείς να δημιουργήσεις μια σπίθα ανάμεσα στην ταινία και το κοινό. Είναι μια όμορφη σύμβαση», τόνισε ο σκηνοθέτης. Ο Ζάουπερ έχει γίνει διεθνώς γνωστός χάρη στα ντοκιμαντέρ που έχει γυρίσει με θέμα την Αφρική. Στο ερώτημα εάν οι ταινίες του ξεπερνούν τα σύνορα της Αφρικής, ο δημιουργός απάντησε: «Δεν αφορούν την Αφρική οι ταινίες μου. Η ευρωπαϊκή και η αφρικανική ιστορία έχουν μια αμφίδρομη σχέση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μέσα από τρία στάδια: το δουλεμπόριο, την αποικιοκρατία και την παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται για τρία επώδυνα στάδια της ιστορίας, εξευτελιστικά για Αφρική». Ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε και στη νέα μορφή αποικιοκρατίας που λαμβάνει χώρα στην Αφρική εκ μέρους των Ευρωπαίων και εν γένει της Δύσης: «Όταν έκανα τον Εφιάλτη του Δαρβίνου, σε μια πολύ μικρή περιοχή της Τανζανίας, επικεντρώθηκα σε δύο τομείς: το εμπόριο όπλων και αλιευμάτων. Τα όπλα ερχόταν από το Βορρά στο Νότο, ενώ τα αλιεύματα ακολουθούσαν αντίστροφη πορεία. Το φιλμ Ερχόμαστε εν ειρήνη μιλά για τις νέες μορφές αποικιοκρατίας». Όπως είπε ο ίδιος, στην πραγματικότητα τα σύνορα χαράσσονται επί κοιτασμάτων πετρελαίου. «Ήθελα να κάνω μια ταινία για ένα μείζον φαινόμενο στο σημείο όπου συγκρούονται σήμερα η Κίνα με τις ΗΠΑ και παλιότερα η Γαλλία με τη Βρετανία. Είναι σαν ένα αισχρό ανέκδοτο που επανέρχεται και το αρνούμαστε. Λέμε ότι στην Αφρική οι άνθρωποι είναι απολίτιστοι, ότι σκοτώνονται μεταξύ τους και ο ΟΗΕ πηγαίνει να τους βοηθήσει. Στην ουσία πρόκειται για πόλεμο δια αντιπροσώπων, υπέρ της μιας ή της άλλης πετρελαϊκής εταιρείας», εξήγησε ο κ. Ζάουπερ.
Αναφορικά με την ταινία του Ο Εφιάλτης του Δαρβίνου ο σκηνοθέτης είπε μεταξύ άλλων: «Όταν η ταινία πήρε δημοσιότητα, ειδικά όταν κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ, βρέθηκα προσκεκλημένος στο γραφείο του προέδρου της Τανζανίας. Φυσικά η ταινία δεν του άρεσε καθόλου και στράφηκε εναντίον της ταινίας, εναντίον του και όσων εμφανίζονται σε αυτήν. Η “μαφία των όπλων” με καταδίωκε νομικά και επί 3 χρόνια ήμουν στα δικαστήρια για να αποδείξω ότι όσα έδειχνα ήταν πραγματικά γεγονότα. Έγινε εκστρατεία σπίλωσης του ονόματός μου, δέχτηκα απειλές για ζωή μου, ενώ και άνθρωποι που μίλησαν στην κάμερα φυλακίστηκαν και καταδιώχθηκαν» εξομολογήθηκε ο δημιουργός. Συνέδεσε μάλιστα την ταινία με το επόμενο project του που έχει ως τίτλο Αυτοψία ενός εφιάλτη, και θα κυκλοφορήσει «αφού μεριμνήσω πρώτα για την ασφάλεια των ανθρώπων που εμφανίζονται σε αυτή», σημείωσε ο ίδιος. Και συμπλήρωσε: «Στον Εφιάλτη του Δαρβίνου οι άνθρωποι στους οποίους ασκήθηκε δίωξη μιλούσαν για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο. Δεν έκαναν καταγγελίες. Πλέον, πάντως, δεν αναφέρω τα πραγματικά ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους μιλώ για να μην τους ασκηθούν διώξεις. Όταν όμως μιλώ με κάποιον διεφθαρμένο που κάνει συμφωνίες για εμπόριο καλάσνικοφ δεν με απασχολεί η προστασία του και σε αυτή την περίπτωση η κάμερα είναι αντι-όπλο καταστροφής».
Μιλώντας για τη δεοντολογία και τα ηθικά ζητήματα στην δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ, ο κ. Ζάουπερ σχολίασε ότι πρόκειται για ένα μπερδεμένο ζήτημα. Η παραδοχή του σκηνοθέτη ότι μια ταινία μπορεί να έχει “ τρομερά πλάνα, αλλά δεν μπορώ να τα κυκλοφορήσω, γιατί είναι ‘’ωρολογιακή βόμβα’’ και άρα θα το κάνω στο σωστό πλαίσιο τη σωστή στιγμή», πυροδότησε το ενδιαφέρον του κοινού που ρώτησε τον σκηνοθέτη αν αυτολογοκρίνεται. Μπορεί λοιπόν ο κινηματογραφιστής να αντιμετωπίσει τέτοια διλήμματα; «Πρέπει» ήταν η απάντηση του κ. Ζάουπερ. Πάντως, κατά τον ίδιο, υπάρχει πολύ περισσότερη αυτολογοκρισία στους δημοσιογράφους, οι οποίοι πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την πολιτική του μέσου όπου εργάζονται. «Έχω εκατοντάδες φίλους δημοσιογράφους που έχουν άγχος να συμμορφωθούν με τη γραμμή του μέσου που εκπροσωπούν για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες του κοινού. Το δημιουργικό ντοκιμαντέρ, όμως, είναι το απόλυτο βήμα ελεύθερου λόγου της εποχής μας. Στο ντοκιμαντέρ είμαι ελεύθερος να πω ό,τι θέλω», παρατήρησε σχετικά ο σκηνοθέτης.
Σχολιάζοντας το ντοκιμαντέρ του Ερχόμαστε εν ειρήνη ο Ζάουπερ εξήγησε ότι «υπάρχουν δυο σκηνές με τη Χίλαρι Κλίντον και τα όσα λέει δεν είναι κολακευτικά. Φαντάζεστε να είμαι εγώ υποψήφιος για Όσκαρ και αυτή πρόεδρος των ΗΠΑ; Νομίζω ότι θα έχω πρόβλημα».
Αυτό το διάστημα ο σκηνοθέτης προετοιμάζει εκτός από το επόμενο ντοκιμαντέρ του και μια ταινία μυθοπλασίας που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά. Όπως είπε, στο πανδοχείο των γονιών του, στο ορεινό Τιρόλο της Αυστρίας, την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ έρχονταν για να ανακτήσουν δυνάμεις «οι πιλότοι που βομβάρδισαν με ναπάλμ το Βιετνάμ. Κι εγώ μεγάλωνα με αυτούς τους ανθρώπους, με έπαιρναν αγκαλιά αυτοί που βομβάρδιζαν με 12 εκατομμύρια εκρηκτικά. Επειδή πέρασαν τόσα χρόνια από τότε η ταινία δεν μπορεί παρά να είναι μυθοπλασίας. Τώρα γράφω το σενάριο και είναι αγχωτική εμπειρία να βλέπεις τους τόπους που βομβαρδίστηκαν».