Η συζήτηση με τίτλο «Η εισβολή του Πάνου Χ. Κούτρα στην ελληνική κινηματογραφία» πραγματοποιήθηκε το πρωί της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, ανοίγοντας τον κύκλο των εκδηλώσεων της ημερίδας «Η επίθεση του γιγαντιαίου σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα», σε επιμέλεια της Εύας Στεφανή. Οι επίκουρες καθηγήτριες στο ΕΚΠΑ, Ρέα Βαλντέν, Αφροδίτη Νικολαΐδου και Άννα Πούπου, μαζί με τους φοιτητές του ΕΚΠΑ, Έρη Πασαλιμανιώτη, Κωνσταντίνο Σαράντη και Ραφαήλ Σουλιώτη, συζήτησαν για το έργο του Πάνου Χ. Κούτρα, εξετάζοντας τις θεματικές του, καθώς και την προσφορά και επιρροή του στο ελληνικό σινεμά τού αύριο, μέσα από τέσσερα βίντεο-κολάζ. Η ημερίδα διοργανώνεται από το Φεστιβάλ σε συνεργασία με το Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εντάσσεται στο συνολικό αφιέρωμα που φιλοξενεί το 65ο ΦΚΘ στον Έλληνα δημιουργό, με τίτλο «Το αληθινό σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα». Τη συζήτηση συντόνισε ο Βασίλης Τερζόπουλος, συντονιστής του Ελληνικού Προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλωσόρισε το κοινό, προλογίζοντας τη συζήτηση: «Αρχίζουμε τον σημερινό μαραθώνιο, μια ημέρα εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα. Θα προσπαθήσουμε, μέσα από μια σειρά εκδηλώσεων, προβολών και συζητήσεων, να συμπορευτούμε με την εναλλακτική πορεία του καλλιτέχνη, να διαπιστώσουμε, να μάθουμε, να (ξανά)θυμηθούμε όλες αυτές τις υπέροχες στιγμές που έχει καταγράψει στο σελιλόιντ αυτός ο τολμηρός δημιουργός. Το αφιέρωμα πραγματοποιείται σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ, και πιο συγκεκριμένα τα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στην Αθήνα και Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου στα Ψαχνά, καθώς και με την Εύα Στεφανή, η οποία δυστυχώς λόγω ασθένειας δεν μπορούσε να είναι σήμερα εδώ μαζί μας», ανέφερε αρχικά, απευθύνοντας στη συνέχεια ένα προσωπικό μήνυμα στον Πάνο Χ. Κούτρα: «Όλα αυτά τα χρόνια, όλη αυτή η διαδρομή με έχει αγγίξει, με έχει καθορίσει, με έχει συγκινήσει, και για άλλη μια φορά σε ευχαριστώ», κατέληξε σχετικά.
Ο συντονιστής της συζήτησης, Βασίλης Τερζόπουλος, μοιράστηκε αμέσως μετά το μήνυμα της Εύας Στεφανή, η οποία δεν κατάφερε να είναι παρούσα, καλωσορίζοντας παράλληλα τους ομιλητές: «Μια συνομιλία με λέξεις και εικόνες για το έργο του Πάνου Χ. Κούτρα. Συναντήσεις του ρεαλισμού με το αλλόκοτο, queer φροντιστικότητα, καρναβαλικές αντιστροφές και διακειμενικοί διάλογοι είναι ορισμένες από τις θεματικές που θα θέσουμε σήμερα», δήλωσε αρχικά. Στη συνέχεια, έδωσε τον λόγο στους φοιτητές που παρουσίασαν στο κοινό τη δουλειά που είχαν ετοιμάσει: «Είναι πολύ μεγάλη μας χαρά που βρισκόμαστε εδώ, σε αυτή την τόσο ιδιαίτερη ημέρα, και θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα την Εύα Στεφανή και τις καθηγήτριές μας, Ρέα Βαλντέν, Αφροδίτη Νικολαΐδου και Άννα Πούπου. Το πρότζεκτ μας έχει τη μορφή ενός κινηματογραφικού διαλόγου με το έργο του αγαπημένου Πάνου Χ. Κούτρα. Είδαμε πάρα πολλές φορές τις ταινίες του, κάναμε πολλά ξενύχτια με πολύ μοντάζ και σταδιακά καταλήξαμε στους τρεις άξονες, “Διακειμενικότητες, Τοπικότητες και Τρυφερότητες”, στους οποίους επεκταθήκαμε, δημιουργώντας τελικά τρία video essays», ανέφερε ο Ραφαήλ Σουλιώτης. «Σχεδόν αυτόματα, γεννήθηκε η επιθυμία μας να φτιάξουμε κάτι δικό μας, το οποίο θέλαμε να περικλείει το σύμπαν, τα πρόσωπα και όλα όσα αγαπήσαμε στις ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα», προσέθεσε η Έρη Πασαλιμανιώτη σχετικά με το τέταρτο βίντεο, το οποίο προβλήθηκε λίγο αργότερα.
Η συζήτηση ξεκίνησε με τις καθηγήτριες Ρέα Βαλντέν, Αφροδίτη Νικολαΐδου, και Άννα Πούπου, οι οποίες μοιράστηκαν τη δική τους προσέγγιση στο έργο του σπουδαίου Έλληνα δημιουργού. Η Αφροδίτη Νικολαΐδου πήρε αρχικά τον λόγο, αναλύοντας τις κυρίαρχες τάσεις στον οπτικοακουστικό χώρο στη δεκαετία του ’90 προκειμένου να τοποθετήσει το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα σε ένα πλαίσιο αναφοράς. «Στην ταινία Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, είναι σαν να δημιουργεί ένα βραχυκύκλωμα απέναντι στις αυτοματοποιημένες αντιδράσεις μας όσον αφορά τα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά είδη της εποχής, αλλά και απέναντι στην κριτική της δημοφιλούς κουλτούρας, υιοθετώντας τη σάτιρα και την παρωδία. Αυτό που προέκυψε μέσα από τη συζήτησή μας, τόσο με την Εύα Στεφανή όσο και με τα παιδιά, είναι πως ο Πάνος Χ. Κούτρας επιλέγει μια πιο καρναβαλική προσέγγιση στο είδος, στην κουλτούρα και στη γραφή, που μας απελευθερώνει από τον φόβο και τη σοβαροφάνεια που μας εγκλωβίζουν και μας ακινητοποιούν», ανέφερε σχετικά.
«Το σινεμά του Πάνου Χ. Κούτρα μάς δίνει τη χαρά της μεταμόρφωσης. Και αυτό έχει να κάνει με το πώς δημιουργεί έναν χαρούμενο διακειμενικό διάλογο, δηλαδή ποια λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα βάζει να συνομιλούν μεταξύ τους με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οτιδήποτε εκτός κανόνα αποκτά πλέον ορατότητα, ενώ όσα είχαν ήδη ορατότητα τοποθετούνται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, μη κανονικό, εναλλακτικό. Το άλλο στοιχείο αυτής της διακειμενικότητας είναι η μεγάλη έμφαση στο μελόδραμα, ένα είδος που αγαπώ προσωπικά με αποτέλεσμα να ταυτίζομαι πάρα πολύ σε αυτό το κομμάτι με τις ταινίες του Πάνου. Πρόκειται για ένα είδος που χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική αμφισημία, στην οποία συνήθως αποδίδεται ένα γυναικείο, συχνά δακρύβρεχτο, πρόσημο, ενώ διαθέτει και μια τρομερή μετασχηματιστική δύναμη. Όλες αυτές οι εναλλαγές του ρυθμού, η υπερβολή και η αισθητική της έκπληξης, αποτυπώνουν μια δομή ανθρώπινης εμπειρίας, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη μονολιθικότητα, την πλασματικότητα και τη συμβατικότητα», συμπλήρωσε.
Έπειτα, τον λόγο πήρε η καθηγήτρια Άννα Πούπου: «Εγώ επέλεξα τη θεματική του χώρου και του τόπου, ένα χωρικό πρίσμα, οπότε έδωσα ένα έναυσμα και κάποιες ιδέες που ξεκίνησαν περισσότερο από τον αστικό χώρο, αλλά είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γιατί τα παιδιά το πήγαν πολύ πιο μακριά, προσθέτοντας κι άλλες θεματικές όπως το ταξίδι και τη μετάβαση. Νομίζω πως η εικόνα που έρχεται αυτόματα στο μυαλό μας είναι εκείνη του μουσακά που έρπει και τραντάζει τους δρόμους της Αθήνας, η οποία αντανακλά το ανατρεπτικό βλέμμα του Πάνου Χ. Κούτρα και την ιερόσυλη διάθεσή του απέναντι σε στοιχεία που αφορούν την εθνική ταυτότητα και την εθνική μνήμη. Πέρα λοιπόν από τους συμβολικούς χώρους, το επόμενο επίπεδο είναι οι πραγματικοί-κυριολεκτικοί χώροι και ο ρεαλισμός αυτών των ταινιών, ένα στοιχείο που δεν έχει ίσως αναδειχθεί τόσο πολύ, καθώς κλέβει την παράσταση η θεαματικότητα. Ωστόσο, βλέπουμε ότι πολύ συχνά οι ιστορίες των ηρώων ξεκινούν μέσα από την εμπειρία διάφορων μορφών κοινωνικής βίας. Η Στρέλλα, για παράδειγμα, ξεκινάει με μια αποφυλάκιση. Άλλες φορές, ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται ως απειλή για τους ήρωες: βλέπουμε ομοφοβικές και ρατσιστικές επιθέσεις από τη Χρυσή Αυγή στο Ξενία, το οποίο κυκλοφορεί το 2014 σε μια περίοδο ανόδου της ακροδεξιάς. Πέρα όμως από αυτές τις πιο αρνητικές και πιο βίαιες μορφές, εισπράττουμε επίσης την αίσθηση πραγματικών και βιωμένων χώρων. Αισθανόμαστε ότι η πόλη αλληλεπιδρά με τους χαρακτήρες, που αντιδρούν με το περιβάλλον τους», δήλωσε σχετικά.
Αμέσως μετά, προσέθεσε: «Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο χώρος του αλλόκοτου εισβάλλει μέσα στο ρεαλιστικό. Δεν έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς κόσμους. Είναι σαν οι πύλες ανάμεσα στον ρεαλισμό και το φανταστικό να παραμένουν ανοιχτές και με κάποιον τρόπο να μεταμορφώνουν την ίδια την πραγματικότητα. Σε αυτό το κλίμα, νομίζω ότι πολλές από τις σκηνές των ταινιών του θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παραδείγματα μαγικού ρεαλισμού. Στον χώρο του φανταστικού ανήκουν όλες αυτές οι αλλόκοτες οντότητες, τα τέρατα, ο μουσακάς, τα σκιουράκια στη Στρέλλα, οτιδήποτε εκπροσωπεί την ετερότητα, μια ετερότητα μεταμορφωτική για την πραγματικότητα. Τελικά, μέσα από αυτή τη συγχώνευση του πραγματικού και του φανταστικού θα έλεγα ότι το στοιχείο που κάνει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους τις ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα είναι η αισιοδοξία και η ουτοπική τους σκέψη. Αυτή η δυνατότητα να φανταστείς το διαφορετικό ή κάτι το αδιανόητο, και που με κάποιο τρόπο είναι σαν να δίνουν συχνά μια απάντηση στην έλλειψη φαντασίας ή σε μια αδυναμία διαφορετικής-εναλλακτικής σκέψης του σύγχρονου κινηματογράφου, που τελικά δείχνει προτίμηση στην καταστροφολογία. Εκεί έγκειται η δύναμη των ταινιών του Πάνου Χ. Κούτρα, στο ότι προτείνουν εναλλακτικές ουτοπικές κοινότητες, δημιουργώντας συμπεριληπτικούς χώρους που μας χωράνε όλ@, όλους και όλες».
Η Ρέα Βαλντέν, πριν μοιραστεί την δική της ματιά αναφορικά με το έργο του Πάνου Χ. Κούτρα, εξέφρασε την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή της στον παλαιστινιακό λαό. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο έργο του Πάνου Χ. Κούτρα. «Το πρώτο σημείο είναι η κατάρρευση της σοβαροφάνειας, που τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο καρναβαλικό και το camp. Οι ταινίες του Πάνου Χ. Κούτρα ουσιαστικά διατυπώνουν σχόλια για την πολιτική πραγματικότητα. Αν προσέξετε πότε εμφανίζονται οι ταινίες σε σχέση με την πρόσφατη ελληνική ιστορία, θα βρείτε πολύ ενδιαφέρουσες σχέσεις. Έπειτα, η διαφορετικότητα και η ετερότητα ξεκινάει από την έμφυλη ταυτότητα και επεκτείνεται διαθεματικά σε άλλα πεδία, ενώ το ιδιαίτερο στοιχείο είναι πως η ετερότητα τίθεται ως κανονικότητα. Το φανταστικό στοιχείο, ως εικονοποιία, έχει κάτι από παιδικό παιχνίδι και παιδικό όνειρο. Η αίσθηση που αποκομίζω από τις ταινίες του Πάνου είναι η τρυφερότητα, γι’ αυτό και πρότεινα στα παιδιά να δουλέψουν σε αυτόν τον άξονα και να αναζητήσουν μια τρυφερότητα που σχετίζεται με το παιδί που κουβαλάμε μέσα μας, που προστατεύουμε, που ξαναβρίσκουμε στις σχέσεις που συνάπτουμε. Επίσης, οι ταινίες είναι γεμάτες πασιφανή και διάχυτη σεξουαλικότητα, αλλά συγχρόνως παρατηρεί κανείς και και μια τρυφερότητα απέναντι στους χαρακτήρες, τους οποίους το βλέμμα της ταινίας δεν αντικρίζει ποτέ αφ’ υψηλού. Υπάρχει μια κατανόηση, μια τοποθέτηση στο ίδιο επίπεδο. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να ερμηνεύσω τη συνθήκη της τρυφερότητας στο έργο του Πάνου Χ. Κούτρα ως την απαρχή μιας πολιτικής θέσης».
Στη συνέχεια, οι φοιτητές μοιράστηκαν με το κοινό τα τρία video essays που ετοίμασαν, με τους αντίστοιχους τίτλους Διακειμενικότητες, Τρυφερότητες, και Τοπικότητες, ενώ αμέσως μετά την προβολή τους το πάνελ υποδέχτηκε στην σκηνή τον Πάνο Χ. Κούτρα, ο οποίος δήλωσε: «Γνωρίζετε προφανώς όλοι την έκφραση “μου φτιάξατε τη μέρα”, εσείς λοιπόν μου φτιάξατε τη μέρα, τον μήνα ολόκληρο, τα επόμενα χρόνια! Ήταν κάτι εξαιρετικό και σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ τις τρεις υπέροχες γυναίκες που μίλησαν τόσο όμορφα για μένα. Ακούγοντας τα όσα ειπώθηκαν, σκεφτόμουνα πως στη ζωή μου τον μεγαλύτερο ρόλο, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τον έχουν παίξει οι γυναίκες. Πήρα πολύ μεγάλη χαρά και συγκίνηση με τα λόγια σας, γιατί τις περισσότερες ταινίες μου -και άνθρωποι που είναι εδώ το ξέρουν- τις γύρισα με πολλή προσπάθεια, αλλά ποτέ δεν τις πήρα πραγματικά στα σοβαρά. Τώρα βλέπω, όμως, ότι υπάρχει κάτι σοβαρό σε αυτές και σας ευχαριστώ που μου το αποκαλύψατε», ανέφερε σχετικά, ευχαριστώντας τις καθηγήτριες και τους φοιτητές για τη δουλειά τους.
Σε ερώτηση σχετικά με το πού τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του στο ελληνικό σινεμά, τη σημασία της ενδυματολογίας στις ταινίες του, αλλά και το ποια θεωρεί την πιο γνήσια στιγμή του έργου του, ο Πάνος Χ. Κούτρας απάντησε: «Ήμουν ένα υπερκινητικό παιδί και όταν οι γονείς μου ανακάλυψαν ότι η κινούμενη εικόνα με ηρεμούσε, με πήγαιναν συνέχεια στο σινεμά. Συνήθως θαυμάζω σκηνοθέτες που γυρίζουν ταινίες που εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να γυρίσω, όπως τον Ρομπέρ Μπρεσόν, για τον οποίο ειλικρινά αναρωτιέμαι πώς κατόρθωσε να γυρίσει τις ταινίες του. Στην Ελλάδα, από τη στιγμή που δεν διαθέτουμε μια ευρείας κλίμακας κινηματογραφική βιομηχανία, γυρίζω συνήθως μια ταινία κάθε πέντε χρόνια, ενσωματώνοντας πολλά προσωπικά στοιχεία, τις ιδέες και τις εμμονές μου. Στη Στρέλλα, ας πούμε, έκανα κάτι πολύ προσωπικό παρόλο που δεν είμαι ούτε τρανς ούτε κακοποιημένο παιδί. Νομίζω όμως δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία και μόνο ταινία, σε όλες υπάρχει κάτι που θεωρώ πολύ δικό μου. Σε όλες τις ταινίες υπάρχει ένας χαρακτήρας που είναι διασκεδαστικός, ο Ντιν στον Μουσακά, ο Θεοχάρης στη Στρέλλα και πάει λέγοντας, αλλά γενικά έχω ένα πάθος με τη Μάρλεν Ντίτριχ, που έχει ξανθά μαλλιά και ξανθά φρύδια, είναι η πρώτη στο πάνθεόν μου, είναι για μένα η εικόνα της αγίας ή του διαβόλου, μια εικόνα που επανέρχεται συνεχώς». Στο σημείο αυτό, η Αφροδίτη Νικολαΐδου στάθηκε στο στοιχείο της μελλοντικότητας που διακατέχει το έργο του Πάνου Χ. Κούτρα: «Οι ταινίες του είναι σαν να προπορεύονται, σαν να έχουν προλάβει αυτό που συμβαίνει ή πάει να συμβεί. Οι ταινίες του αποτυπώνουν χαρακτήρες που δεν είχαμε ξαναδεί στην οθόνη, τουλάχιστον με τόσο αβίαστο τρόπο και με τέτοια φυσικότητα. Οι ταινίες του θαρρείς και διαδραματίζονται σε μια ήδη συντελεσμένη μελλοντικότητα».
Ακολούθως, οι φοιτητές του ΕΚΠΑ παρουσίασαν το τέταρτο και τελευταίο βίντεο που σκηνοθέτησαν, εξηγώντας παράλληλα στον Πάνο Χ. Κούτρα τη δημιουργική διαδικασία πίσω από τη δημιουργία του: «Η σκηνή της Στρέλλας στην Ομόνοια, όπως και εκείνη στο δωμάτιο με τον πατέρα, τα ποτά και τα πάρα πολλά χρώματα ήταν η κατεξοχήν εικόνα που μας εντυπώθηκε στο μυαλό. Κάπως έτσι, σκεφτήκαμε να γιορτάσουμε τη θηλυκότητα όπως την γιορτάζεις κι εσύ, αλλά με λίγο πιο σκοτεινές αποχρώσεις, σε αντιστοιχία με τον δικό μας κύκλο και τα δικά μας βιώματα. Θέλαμε να μιλήσουμε για τις έννοιες της φυλομετάβασης και της φροντίδας, όπως εσύ φροντίζεις τους χαρακτήρες σου και όπως φροντίζουν εκείνοι ο ένας τον άλλον», ανέφερε ο Κωνσταντίνος Σαράντης, ενώ ο Ραφαήλ Σουλιώτης μετέφερε μια κουβέντα που είχε γίνει με την πρωταγωνίστρια του βίντεο: «Η Τζία, η πρωταγωνίστρια μας, όταν της εξηγήσαμε τι θέλουμε να κάνει, μας εξομολογήθηκε ότι πριν τη φυλομετάβασή της, οι τρανς φίλες της στο Λονδίνο την έντυναν με φορέματα, και τότε ήταν που άρχισε να νιώθει ο εαυτός της. Η κουβέντα αυτή μας έκανε να σκεφτούμε πως το βίντεο οφείλει να αντανακλά τη ματιά της Τζίας και κάθε άλλης κοπέλας στη θέση της», ανέφερε. «Το τελικό αποτέλεσμα προέκυψε έπειτα από τρομερές και εξαντλητικές ερωτήσεις: γιατί να το κάνουμε έτσι και όχι αλλιώς, ενώ συνεχώς σκεφτόμασταν ότι αυτό που αξίζει τελικά να μείνει ως τελική γεύση από τις ταινίες σου είναι αυτή η γενικότερη και ευρύτερη αλληλεγγύη», συμπλήρωσε η Έρη Πασαλιμανιώτη.
Στον επίλογο της εκδήλωσης, το κοινό μοιράστηκε σκέψεις και ερωτήσεις με το πάνελ και τον σκηνοθέτη. Σε ερώτηση για το αν το σινεμά του συνδέεται με το νέο κουήρ σινεμά και κατά πόσο τοποθετεί τον εαυτό του σε αυτή την κατηγορία, ο Πάνος Χ. Κούτρας απάντησε: «Εγώ δεν με τοποθετώ, όμως με τοποθετούν οι υπόλοιποι. Ήμουν ανέκαθεν κάπως πιο μοναχικός στη δημιουργία, όχι με τη δακρύβρεχτη έννοια, απλώς οι ταινίες μου ήταν πάντα μια μοναχική διαδικασία παρόλο που βρίσκω μια συγγένεια με όλη την κουήρ κουλτούρα. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή κουλτούρα, που ακόμα δεν έχει διερευνηθεί και μελετηθεί σε βάθος, οπότε, ναι, αισθάνομαι συγχρόνως κομμάτι αυτής της κοινότητας», κατέληξε ο σπουδαίος Έλληνας δημιουργός.