Ο Αλεξάντερ Πέιν στο 58ο ΦΚΘ

Τη συνέντευξη Τύπου άνοιξε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος καλωσόρισε τους δύο προσκεκλημένους της διοργάνωσης και ανέφερε: «Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φιλοξενεί για άλλη μία φορά τον Αλεξάντερ Πέιν. Στο παρελθόν έχει έρθει ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, ενώ επίσης έχει επισκεφτεί το φεστιβάλ με όλες τις ταινίες του. Μαζί του είναι και ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, φίλοι και οι δύο του Φεστιβάλ. Όσο για τον Μικρόκοσμο, είναι μία υπέροχη ταινία που ελπίζω να σας αρέσει».

Ο υπεύθυνος προγράμματος του ΦΚΘ Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο οποίος συντόνισε την εκδήλωση, ρώτησε αρχικά τον Αλεξάντερ Πέιν γιατί χρειάστηκε καιρό για να φτάσει η ταινία του στη μεγάλη οθόνη. «Η απάντηση δεν είναι και η πιο ενδιαφέρουσα», είπε ο σκηνοθέτης και πρόσθεσε: «Γράψαμε από κοινού το σενάριο με τον Τζιμ Τέιλορ, ξεκινήσαμε το 2006, η ιδέα όμως ήταν μεγαλεπήβολη. Πήρε καιρό η συγγραφή και χρειάστηκε επίσης πολύς χρόνος για να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση. Αρκετές φορές άκουσα ως προς αυτό ότι το σενάριο ήταν πολύ έξυπνο σε σχέση με τον προϋπολογισμό του φιλμ».

Στην ερώτηση αν γενικότερα στο Χόλιγουντ τον θεωρούν έξυπνο, ο Αλεξάντερ Πέιν παρατήρησε: «Δεν θεωρώ ότι τα σενάριά μου είναι ευφυή. Αυτή είναι η άποψη των ανθρώπων των στούντιο. Καταλαβαίνω όμως ότι όταν κάνεις μία ταινία με μεγάλο προϋπολογισμό πρέπει να έχει απήχηση σε μεγάλο αριθμό θεατών. Συνήθως βρίσκεται κάποιος για να κάνω μαζί του την ταινία κι αυτή τη φορά βρήκα έναν άνθρωπο που μου είπε 'ξέρω ότι η ταινία στο χαρτί δεν λέει πολλά, αλλά θα την κάνουμε'. Η καριέρα μου εξαρτήθηκε από άτομα που όλα αυτά τα χρόνια μου έλεγαν το ίδιο. Δεν αμφέβαλα, ωστόσο, ποτέ ούτε για τον εαυτό μου ούτε για την ταινία».

Η ταινία Μικρόκοσμος είναι μία κοινωνική σάτιρα επιστημονικής φαντασίας με πολλά ειδικά εφέ, είδος με το οποίο ασχολήθηκε για πρώτη φορά ο γνωστός σκηνοθέτης. Για το θέμα αυτό, ο ίδιος εξήγησε: «Ήταν η πρώτη εμπειρία μου με τα ειδικά εφέ. Σκέφτηκα: πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Τόσοι το κάνουν. Το θέμα είναι ο χρόνος που χρειάζεσαι να γυρίσεις μία σκηνή, αφού πολλές φορές την επαναλαμβάνεις τρεις και τέσσερις φορές. Κι επιπλέον, στο μοντάζ χρειάζεσαι ώρες για να πετύχεις τα εφέ. Τα ειδικά εφέ δεν στερούν τη σημασία της ιστορίας και της υποκριτικής στην ταινία. Είναι σαν να κάνεις μια τεχνική δουλειά στο σπίτι σου: ξεκινάει καλά, μετά τραβάει σε μάκρος, και έρχεται η στιγμή που λες στο μάστορα ‘ή θα τελειώσεις ή θα σε πληρώσω να τελειώνεις’».

Μιλώντας από την πλευρά του για την εμπειρία των γυρισμάτων της ταινίας, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ επισήμανε: «Προσπαθήσαμε να κάνουμε γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες. Ένα μέρος των γυρισμάτων έγινε στο Τορόντο, στο μεγαλύτερο στούντιο της Βόρειας Αμερικής. Όπως λέει και ο Αλεξάντερ, μία ταινία με εφέ απαιτεί πολύ χρόνο. Πρέπει να είσαι σε συγκεκριμένη απόσταση, να χρησιμοποιείς συγκεκριμένους φακούς. Δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα και εντέλει διαπίστωσα ότι διατηρήθηκε η ατμόσφαιρα στο πλατό και η χημεία ανάμεσα στους συντελεστές. Προσπαθήσαμε να κάνουμε τα πράγματα απλά, στο μέτρο του δυνατού. Ούτως η άλλως, έλεγα στον Αλεξάντερ ‘αν δεν σου αρέσει κάτι, το ξανακάνω’. Πρόβλημα ήταν ο χρόνος, γιατί απορρίπταμε συνεχώς πράγματα και τα ξανακάναμε».

Περιγράφοντας τη συνεργασία του στα γυρίσματα με τον Αλεξάντερ Πέιν, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ ανέφερε: «Συζητάμε για δεκαπέντε λεπτά για το πώς θα είναι η ταινία και μετά στρωνόμαστε στη δουλειά. Προσπαθούμε να κρατάμε τα πράγματα απλά. Κάνουμε ένα γύρισμα τη φορά, δεν κάνουμε storyboard, φέρνουμε τους ηθοποιούς στο πλατό, και μετά, αφού αυτοί φεύγουν, μιλάμε μεταξύ μας για τις λήψεις. Δεν είναι όλα προσχεδιασμένα. Η προσέγγισή μας πάντως δεν ήταν διαφορετική από ταινίες όπως για παράδειγμα το Νεμπράσκα. Δεν αφήσαμε τις τεχνικές λεπτομέρειες να ‘πνίξουν’ την ταινία».

Στην ερώτηση για το πώς έκανε το pitching της ταινίας και αν προσπάθησε να την πουλήσει ως ταινία επιστημονικής φαντασίας ή κωμωδία, ο Αλεξάντερ Πέιν απάντησε: «Ποτέ δεν είπα ότι είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας. Πάντα έλεγα ότι κάνω κωμωδία. Δεν κάνω pitching έτσι κι αλλιώς, γράφω το σενάριο και δεν καλούμαι να το συζητήσω. Προσποιούμαι ότι κάθε ταινία που κάνω είναι κωμωδία. Σίγουρα και η ταινία μου αυτή είναι κωμωδία, αλλά έχει και σκοτεινά στοιχεία». Όσο για το πόσο εύκολο είναι να συνδυάζει ένα φιλμ χιούμορ και ζόφο, ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Κάθε φορά που τελειώνω μία ταινία με ρωτάνε για την ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα ή το πάθος. Αυτό απλά συμβαίνει. Έτσι κι αλλιώς, οι ταινίες μου που έχουν προκαλέσει το μεγαλύτερο θαυμασμό έχουν αυτά τα στοιχεία, μαζί χιούμορ και πάθος, αυτό συμβαίνει ακόμη και σε ταινίες του Τσάπλιν». Ο ίδιος προτιμά αντί για απαισιόδοξος να δηλώνει «ρεαλιστής» και παραδέχεται ότι, όπως ο ήρωας της ταινίας του, αισθάνεται επίσης χαμένος: «Νιώθω απολύτως και ανά πάσα στιγμή χαμένος. Κι ο κόσμος γύρω μας γίνεται όλο και πιο χαμένος».

Ο Πέιν θυμήθηκε και την πρώτη ταινία με την οποία ήρθε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν από 21 χρόνια, το φιλμ Πολίτης Ρουθ με τη Λόρα Ντερν, ηθοποιό με την οποία, όπως σημείωσε, θα ήθελε να συνεργαστεί ξανά. Ο ίδιος, σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το Φεστιβάλ, απάντησε: «Είναι η έκτη φορά που βρίσκομαι εδώ, ίσως η έβδομη. Στο παρελθόν έχω φέρει στο φεστιβάλ 4 ταινίες, ενώ δύο φορές υπήρξα μέλος της κριτικής επιτροπής και μία φορά πρόεδρός της. Περνάω πάρα πολύ καλά, είμαι πανευτυχής εδώ. Χαίρομαι πάντα που παρά την κρίση και τις περικοπές στη χρηματοδότηση του Φεστιβάλ, η Θεσσαλονίκη διατηρεί ζωντανό τον κινηματογραφικό της πολιτισμό».

Για τη συνεργασία του με τον αμερικανό ηθοποιό Ματ Ντέιμον, πρωταγωνιστή της ταινίας του Μικρόκοσμος, ο Πέιν είχε μόνο καλά λόγια να πει: «Ήταν μια πολύ θετική εμπειρία. Ο Ματ Ντέιμον συνεργάζεται με περισσότερους σταρ από ό,τι εγώ. Είναι απολύτως επαγγελματίας, αφοσιωμένος, ξέρει τις ατάκες του. Με βοήθησε πολύ και δεν ζήτησε εξωφρενικά ποσά. Πραγματικά ξέρει από κινηματογράφο, βρίσκεται δίπλα στις κάμερες, ρωτάει, του αρέσει η διαδικασία. Είναι εξαιρετική εμπειρία να συνεργάζεσαι μαζί του. Από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω συνεργαστεί. Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ μου είπε ότι είναι ο καλύτερος κι ότι αν του πεις θα το κάνει».

Θετικές εντυπώσεις αποκόμισε ο Πέιν και από τη συνεργασία του με τον σουηδό ηθοποιό Ρολφ Λάρσον. «Είναι εξαιρετικός ηθοποιός. Το σενάριο του φιλμ εκτυλίσσεται κατά ένα μέρος στη Νορβηγία, δεν βρήκα όμως όσους νορβηγούς ηθοποιούς ήθελα και αναζήτησα σουηδούς. Για τον Λάρσον ήταν η πρώτη του αγγλόφωνη ταινία κι ήταν μεγάλη τιμή για μένα που δέχτηκε», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης. Όσον αφορά στη Νορβηγία, τη χώρα που διάλεξε για να κάνει μέρος των γυρισμάτων, ο ίδιος απάντησε: «Ο Τζιμ Τέιλορ σκέφτηκε ότι μία τέτοια τρελή ιδέα δεν μπορούσε παρά να προέρχεται από μία σκανδιναβική χώρα. Στη Νορβηγία υπάρχουν άνθρωποι που είναι αρκετά γεροί στα μυαλά τους και αρκετά τρελοί».

Σχετικά με τη συμβολή του ίδιου στην ψηφιοποίηση παλαιών ταινιών, ο Πέιν ανέφερε: «Είμαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κινηματογραφικού Ιδρύματος Μάρτιν Σκορσέζε. Το χρηματοδοτώ κι αυτό χρηματοδοτεί την αποκατάσταση ταινιών ανά την υφήλιο. Παράλληλα είμαι και στην καλλιτεχνική επιτροπή του Φεστιβάλ της Μπολόνια που προβάλλει παλιές ταινίες».

Ο ίδιος απέφυγε να απαντήσει αν βρίσκεται κοντά στο να γυρίσει ταινία στην Ελλάδα, παρατηρώντας με πικρό χιούμορ: «Κάθε μέρα βρίσκομαι πιο κοντά στα πάντα, όπως και στον θάνατο».

Σε ερώτηση αν ξαφνιάστηκε μαθαίνοντας τα σκάνδαλα στο Χόλιγουντ και την υπόθεση Γουάινσταιν, ο Αλεξάντερ Πέιν απάντησε: «Προσωπικά; Ναι. Σοκαρίστηκα. Όλα αυτά συμβαίνουν παντού και συνέχεια, αλλά η έκταση της εγκληματικότητας με σόκαρε. Όλοι εκπλαγήκαμε από την έκταση του φαινομένου. Είναι κρίμα που έμειναν κρυφά τόσο διάστημα. Τώρα όμως βγήκαν στην επιφάνεια, οι γυναίκες μιλούν, δεν το ανέχονται άλλο κι αυτό είναι καλό. Δεν τον συμπαθούσα εξαρχής τον Γουάινσταιν. Δεν ήθελα να συνεργαστώ ξανά μαζί του. Είναι πολύ αντιπαθητικός άνθρωπος και δεν ξέρω πώς τον προσεγγίζουν άλλοι».