Τον λόγο πήρε αρχικά ο διευθυντής του ΦΚΘ Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος ευχαρίστησε τον Ζαν Μαρκ Μπαρ για την παρουσία του, δηλώνοντας πως η προβολή των δύο συγκεκριμένων ταινιών αποτελεί τιμή και μεγάλη χαρά για το Φεστιβάλ, καθώς και για τον ίδιο προσωπικά. Αμέσως μετά, τη σκυτάλη πήρε ο υπεύθυνος προγράμματος Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο οποίος συντονίζοντας τη συζήτηση ρώτησε τον Μπαρ για τη συμμετοχή του στις δυο προαναφερθείσες ταινίες. Ξεκινώντας από το Dolphin Man, ο Μπαρ τόνισε εμφατικά το πόσο εύκολα αποδέχτηκε την πρόσκληση του σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτου να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ: «Η τεράστια εισπρακτική επιτυχία του Απέραντου γαλάζιου μου προσέφερε τη δυνατότητα να επιλέξω ο ίδιος τον δρόμο που θα ακολουθήσω στο σινεμά, αλλά συγχρόνως, κατά κάποιο τρόπο, επισκίασε την αληθινή περσόνα του Μαγιόλ. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι μεγάλη μου χαρά να συμμετέχω σε ένα πρότζεκτ που επαναφέρει την προσοχή στο πρόσωπο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου». Όσον αφορά στην ταινία Σπόρος, ο Μπαρ ανέφερε πως, κατά τη γνώμη του, ο σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου τον επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο εξαιτίας του ότι αντιπροσωπεύει ένα σινεμά πλουραλιστικό και πολυπολιτισμικό, ένα σινεμά κατεξοχήν ευρωπαϊκό, το οποίο ξεπερνά τα στενά εθνικά όρια. «Πρωταγωνιστώντας σε ταινίες σκηνοθετών όπως Μπεσόν κι ο Τρίερ, έγινα κομμάτι ενός κινηματογράφου που λειτουργεί ως εναλλακτική στην παντοκρατορία του Χόλιγουντ. Υπό μία έννοια, ο Σπόρος είναι πρώτη “ανατολίτικη” ευρωπαϊκή μου ταινία», συμπλήρωσε σχετικά.
Στη συνέχεια, ο Μπαρ μίλησε για την προσωπικότητα του Ζακ Μαγιόλ, τον οποίο επί της ουσίας υποδύθηκε στο Απέραντο γαλάζιο, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε πλήρη επαφή με τον πνευματικό του κόσμο και έχει ζήσει τη ζωή του στο έπακρο, επωμιζόμενος παράλληλα τις συνέπειες ενός τέτοιου βίου. «Σε μία εποχή όπου οι θάλασσες και οι ωκεανοί ήταν αχαρτογράφητες περιοχές, ο Μαγιόλ, όπως και Ζαν Ζακ Κουστώ, σαν άλλοι υπερήρωες, τόλμησαν να εξερευνήσουν και να φέρουν στο φως κόσμους μυστικούς και αθέατους. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Μαγιόλ δεν δίστασε να προβεί σε θυσίες στον βωμό αυτής της περιπέτειας. Θα τον παρομοίαζα με έναν καουμπόι ή ένα σαμουράι, ο οποίος είχε μάλιστα το ψυχικό σθένος να αποσυρθεί όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου», ανέφερε σχετικά.
Ακολούθως, ο Μπαρ αναφέρθηκε στην ιδιότητά του ως σκηνοθέτη και στο κατά πόσο έχει αλλάξει η αντίληψή του για τον ρόλο του ηθοποιού μετά από τις έξι ταινίες στις οποίες έχει βρεθεί πίσω από την κάμερα. Ο ίδιος, αφότου σημείωσε πως θεωρεί τη δουλειά του ηθοποιού εξαιρετικά πιο απλή σε σύγκριση με αυτή του σκηνοθέτη ή του παραγωγού, υπογράμμισε το πόσο απελευθερωτικό και σημαντικό υπήρξε το πέρασμά του στη σκηνοθεσία. «Ξαφνικά, παύεις να φοβάσαι και απομυθοποιείς καταστάσεις και διαδικασίες που σου φάνταζαν τρομερά δύσκολες. Με τον συνεργάτη μου Πασκάλ Αρνόλ γυρίσαμε τρεις ταινίες μέσα σε τρία χρόνια, με μία βιντεοκάμερα στο χέρι. Η πρώτη από αυτές ακολουθούσε τις διδαχές του Dogma ’95, ενώ για τις άλλες δύο ταξιδέψαμε στις ΗΠΑ και την Ινδία, αντίστοιχα. Είχαμε έναν ενθουσιασμό και μία ευφορία σαν ήρωες του Μαξ Σένετ (σημ: ο Μαξ Σένετ είχε μείνει γνωστός με το προσωνύμιο «Βασιλιάς της κωμωδίας» και θεωρείται ο πρωτεργάτης της slapstick κωμωδίας)», κατέληξε ο Μπαρ.
Στη συνέντευξη Τύπου έγινε φυσικά αναφορά και στον δανό σκηνοθέτη Λαρς Φον Τρίερ, με τον οποίο ο Μπαρ διατηρεί στενή φιλία, έχοντας συμμετάσχει σε επτά ταινίες του. «Ο Λαρς είναι, όπως και εγώ, ένα γνήσιο τέκνο του 20ου αιώνα, και όχι της εποχής που ζούμε. Αντλεί επιρροές από τον Φασμπίντερ, τον Ταρκόφσκι, τον Ντράγιερ, και μένει πιστός σε ένα πολύ συναρπαστικό κινηματογραφικό όραμα. Λατρεύω την επιθυμία του να προκαλεί και να διεγείρει τα πάθη. Ο ενθουσιασμός που είχα ενόψει του Nymphomaniac συγκρίνεται μονάχα με τα συναισθήματα που βίωνα σε μικρότερη ηλικία, όταν ετοιμαζόμουν να δω μία ταινία του Κιούμπρικ ή του Σκορσέζε», είπε ο Μπαρ. Στη συνέχεια, αφότου διευκρίνισε πως αποδέχεται σχεδόν αυτοματοποιημένα κάθε πρόταση συνεργασίας από τον Τρίερ, έκανε ένα μίνι απολογισμό της καριέρας του, υπογραμμίζοντας πως είχε το προνόμιο να ακολουθήσει τις δικές του επιλογές, οι οποίες του κόστισαν πιθανώς σε χρηματικές απολαβές, αλλά τον έκαναν πλουσιότερο σε εμπειρίες και συναισθήματα. «Το κοινό που με αγαπά, το πράττει για τους σωστούς λόγους και όταν στέκομαι μπροστά από την κάμερα, γίνομαι κοινωνός ενός μηνύματος ειλικρίνειας και αλήθειας. Νιώθω προνομιούχος για αυτή τη δυνατότητα, την οποία στερούνται πολλοί συνάδελφοι μου, οι οποίοι επέλεξαν απλώς να πλουτίσουν. Ούτως ή άλλως, έχω ανατραφεί σε ένα περιβάλλον και με έναν τρόπο που με φέρνουν δια βίου σε αντίθετη πλευρά προς οποιαδήποτε άσκηση εξουσίας και ισχύος», ανέφερε σχετικά ο Μπαρ.
Στη συνέχεια, απαντώντας στο κατά πόσο μία ταινία σαν το Απέραντο γαλάζιο θα μπορούσε να συγκινήσει τη νεολαία της σημερινής εποχής, ο Μπαρ εξέφρασε ισχυρές αμφιβολίες, λόγω του τόσο έντονου στοιχείου της αθωότητας, το οποίο κυριαρχεί στην ταινία. «Το Απέραντο γαλάζιο έχει μία διάσταση επική, περίπου σαν ένας Λώρενς της Αραβίας που διαδραματίζεται στη θάλασσα, και ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω δεν είναι αρκετά αρρενωπός, σύμφωνα τουλάχιστον με τα σημερινά πρότυπα. Έχω την αίσθηση πως αυτή η αθωότητα τείνει να εκλείψει στις μέρες μας, ίσως επειδή σου προσφέρει τη δύναμη να εκφέρεις γνώμη και κρίση. Στην εποχή μας, όταν εκφέρεις ισχυρή γνώμη και καταδικάζεις τα κακώς κείμενα, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος του εξοβελισμού από το προσκήνιο», ανέφερε ο Μπαρ. Εμβαθύνοντας στην αρχική του τοποθέτηση, ο ίδιος είπε πως ο κινηματογράφος άσκησε τρομερή επιρροή στις κοινωνίες, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, προσφέροντας πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς. Ο Μπαρ προσέθεσε πως θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ την επιστροφή στην παρακαταθήκη που μας άφησε ο κινηματογράφος ολόκληρου του 20ου αιώνα, ως μέσο διαφύλαξης της ανθρωπιάς μας και αξιοποίησης των όσων μας έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν. «Το σινεμά μπορεί ακόμη να λειτουργήσει ως πολιτισμικός δίαυλος που συνδέει ολόκληρη την ανθρωπότητα, να δράσει ως μία πηγή συνειδητότητας οικουμενικής εμβέλειας. Ακόμη κι αν τώρα οι αίθουσες κατακλύζονται από ταινίες που χρησιμοποιούν τα παιδιά ως καταναλωτές και αναπαράγουν ένα πρωτόλειο ερέθισμα, βομβαρδίζοντας το μάτι με φως κι εικόνες, διατηρώ την πίστη μου στο σινεμά και τη σπουδαιότητα του να είναι κανείς ηθοποιός. Το ίντερνετ είναι μεν μια μαύρη τρύπα που ρουφά τα πάντα, αλλά είναι και μια ανεξάντλητη πηγή δυνατοτήτων, τις οποίες πρέπει να αξιοποιήσουμε με ευεργετικό τρόπο», ανέφερε σχετικά.
Η συνέντευξη τύπου έκλεισε με τον Μπαρ να απαντά σε ερώτηση για τις διαφορές μεταξύ της αμερικάνικης και της γαλλικής κινηματογραφικής παραγωγής. Αρχικά, ο ίδιος διευκρίνισε πως παρά το ότι είναι κατά το ήμισυ Γάλλος (γεννηθείς στη Γερμανία, από Αμερικάνο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα), και μιλάει γαλλικά σε επίπεδο μητρικής γλώσσας, δεν θεωρεί τον εαυτό του Γάλλο, διατρανώνοντας για μία ακόμη φορά την ευρωπαϊκή του ταυτότητα. «Οι Γάλλοι υποφέρουν, αν θα μπορούσα να το θέσω έτσι, από ένα κόμπλεξ φαντασιακής ανωτερότητας. Στην Καλιφόρνια, όπου και έζησα τα παιδικά μου χρόνια, αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας είναι ακόμη ισχυρότερο. Επομένως, αμφότερες οι ρίζες μου παίρνουν υπερβολικά στα σοβαρά τον εαυτό τους, γεγονός το οποίο αδυνατώ να δεχτώ. Αναλογιστείτε ότι αντί να πρωταγωνιστήσω στην Ινδοκίνα του Ρεζί Βαρνιέ, επέλεξα το Europa του Τρίερ. Αντί να συμμετάσχω στη Βασίλισσα Μαργκό του Πατρίς Σερό, προτίμησα την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Καμύ Η πανούκλα, από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λουίς Πουένσο. Ειλικρινά σας μιλώ, είμαι τελείως εκτός του γαλλικού συστήματος παραγωγής ταινιών, το οποίο, ενώ είναι αναμφίβολα φιλικό προς τους σκηνοθέτες, στερείται της δύναμης της αυτοκριτικής και της αληθινής πρόκλησης, υποτασσόμενο σε συγκεκριμένες συναινετικές και συμβιβαστικές νόρμες», κατέληξε ο Μπαρ.