ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Στην κατάμεστη αίθουσα ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ (Προβλήτα 1, Λιμάνι), πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Απριλίου και ώρα 12.00 στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ – Εικόνες του 21ου Αιώνα, η Ημερίδα με θέμα «Μετανάστευση και Ανθρώπινα Δικαιώματα». Στο πάνελ των ομιλητών συμμετείχαν οι: Βουτηρά Ευτυχία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας (καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας), Γιάνναρης Κωνσταντίνος, σκηνοθέτης, Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου Αλίκη, Ιδρυμα Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρόεδρος), Εσδράς Δανιήλ, Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (Γεν. Διευθυντής Γραφείου Ελλάδας), Farkas Karen, Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Μετανάστες (εκπρόσωπος στην Ελλάδα), Κουλοχέρης Σπύρος, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (Συντονιστής Νομικής Υπηρεσίας), Μπουγιάρ Αλιμάνι, σκηνοθέτης / εκπρόσωπος Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών, Ahmet Moavia, Φόρουμ των εν Ελλάδι Μεταναστών (Πρόεδρος). Στη συζήτηση που συντόνισε ο γνωστός Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ, κ. Αντώνης Μανιτάκης, πήραν επίσης μέρος εκπρόσωποι διεθνών και μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Με την προσωπική κατάθεση ότι ο ίδιος είναι μέλος οικογένειας μεταναστών, ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιάνναρης: «Η εμπειρία της μετανάστευσης, λοιπόν, δεν είναι κάτι θεωρητικό για μένα, γι‘αυτό εξοργίζομαι με μερικούς κριτικούς που αναρωτιούνται γιατί ενδιαφέρομαι τόσο πολύ. Δεν είναι απλώς ένα βίτσιο, είναι κάτι που το έχω ζήσει στο πετσί μου, είναι προσωπική και άμεση, πρόκειται για μια οικογενειακή ιστορία». Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι αν και οι ταινίες του περιλαμβάνουν μετανάστες, το ενδιαφέρον του δεν συνίσταται στους μετανάστες ακραιφνώς ούτε στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων:
«Εγώ δεν κάνω ταινίες για τους μετανάστες στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εγώ κάνω ταινίες με θεματικό άξονα την παρανομία και την παραβατικότητα. Μ’ ενδιαφέρει, δηλαδή, ‘Η άκρη της πόλης’, το περιθώριο, ο ένοπλος μετανάστης που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί και εισβάλει στην καθημερινότητα των ‘ντόπιων’απαιτώντας. Με άλλα λόγια μ’ ενδιαφέρει η μαχητική διεκδίκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των μεταναστών, ακόμη κι όταν αυτή είναι άδικη, γιατί σ’ αυτό το θέμα βρίσκω το δραματουργικό και κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό θέλω να διαχωρίσω τη θέση μου, δεν μιλώ με μια φιλελεύθερη προσέγγιση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Αναφερόμενος στη μετανάστευση, παραλλήλισε το φαινόμενο με την εποχή της κατάρρευσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την εισβολή των «ορδών» εξ Ανατολής, που άλλαξε άρδην την κοινωνία όπως ήταν μέχρι τότε, διαδικασία που διήρκεσε αιώνες: «Το λέω αυτό ποιητική αδεία, ακόμη κι αν δεν είναι ‘πολιτικώς ορθό’, επειδή νομίζω ότι βρισκόμαστε στην απαρχή μιας αντίστοιχης διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας νέες μίξεις και καινούρια πράγματα θα εμφανιστούν μέσα από τεράστιες τριβές, πολιτισμικές παρεξηγήσεις, ξενοφοβία και ρατσισμό, αλλά και μέσα από θετικές εκφάνσεις», ενώ πρόσθεσε ότι αυτή η οπτική λείπει από το ελληνικό ντοκιμαντέρ και ότι θα έπρεπε οι Ελληνες δημιουργοί ν’ ασχοληθούν με αυτό το θέμα της συγκρότησης και ανασυγκρότησης των κοινωνιών.
Αναφερόμενος στην κινηματογραφική του δουλειά, ο κ. Γιάνναρης τόνισε ότι ο ίδιος δεν κάνει κινηματογράφο εκπροσωπώντας τους μετανάστες, αλλά ταινίες για την ελληνική κοινωνία: «Κάνω κινηματογράφο γιατί πιστεύω ότι μπορώ ν’ αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμβος βλέπει τα πράγματα. Γιατί πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μόνο μέσα απ’ τον κινηματογράφο μπορεί να γίνει, αφού είναι το η τέχνη με την μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση», ενώ έκλεισε τονίζοντας: «Δυστυχώς, όμως, το κλίμα της εποχής είναι σκοταδιστικό, ο κόσμος δεν θέλει ν’ ακούσει, δεν θέλει να δει τον μετανάστη που δεν εκλιπαρεί απλώς για το δικαίωμα στην ισότητα, αλλά το διεκδικεί μαχητικά».
Ο κ. Έσδράς επισήμανε απ’ την πλευρά του ότι για τον ίδιο η μετανάστευση δεν είναι πρόβλημα: «Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο, που δεν είναι καν σύγχρονο. Πάντοτε οι πληθυσμοί μετακινούνταν. Και πάντοτε αυτή η μετακίνηση γινόταν απ’ τις φτωχότερες προς τις πλουσιότερες περιοχές. Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι η μετακίνηση, η μετανάστευση, αλλά η φτώχεια», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ παρέθεσε στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία σήμερα το 2,9% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι μετανάστες και εκτιμάται ότι μέχρι το 2050 αυτό το ποσοστό θα διπλασιαστεί.
Μιλώντας για τα αίτια, ο κ. Έσδρας ανέφερε τις μεγάλες διαφορές και ανισότητες ανά τον κόσμο, καθώς και για την ευκολία στη μετακίνηση και τη διεύρυνση της πληροφόρησης. Επισήμανε, εξάλλου, ότι το μεταναστευτικό ρεύμα οφέλησε τόσο την Ευρώπη όσο και τη χώρα μας, χάρη στη συμμετοχή των μεταναστών στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ αναφέρθηκε και στο ζήτημα της ανεργίας και της εγκληματικότητας, εξηγώντας ότι αυτά είναι φαινόμενα της ανάπτυξης των μεγάλων αστικών κέντρων: «Περνάμε κι εμείς την ‘παιδική ηλικία’ των μεγάλων αστικών κέντρων του κόσμου», είπε χαρακτηριστικά. Τόνισε, επίσης, ότι οι φορείς, η πολιτεία και οι οργανώσεις που προσφέρουν στο θέμα των μεταναστών, καταλήγουν να λειτουργούν μόνο ‘πυροσβεστικά’ διότι λείπει η παιδεία και η κουλτούρα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κ. Έσδρας κατέληξε: «Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αλλού καλύτεροι κι αλλού χειρότεροι, είμαστε, όμως, σε όλα ίσοι».
Ο σκηνοθέτης Bujar Alimani, εξήγησε ότι είναι από την Αλβανία και βρίσκεται εδώ και 13 χρόνια στην Ελλάδα, απ’ τα οποία, όμως, μόνο τα έξι είναι νόμιμος μετανάστης. Αναφέρθηκε στην πρώτη του επαφή με τη χώρα και τους Έλληνες, όταν πρωτοέφτασε με τα πόδια στην Ελλάδα: «Θυμάμαι ότι οι γιαγιάδες στα βουνά της Ηπείρου, πέρα απ’ το ότι μας έδιναν ψωμί, μας προστάτευαν κιόλας, λέγοντάς μας ποιο δρόμο να διαλέξουμε ώστε να μην πέσουμε πάνω στην αστυνομία. Αυτή η επαφή δεν μπορούσε παρά να είναι θετική». Επισήμανε, ωστόσο, το καθοριστικό πρόβλημα τη ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία: «Το βασικό ζήτημα είναι αυτό της νομιμοποίησης των μεταναστών και της αργοπορίας της όλης διαδικασίας, το οποίο είναι και το κλειδί για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία που τους υποδέχεται».
Ο κ. Moavia Ahmet, παρουσιάζοντας το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών εξήγησε ότι πρόκειται για μια οργάνωση μέλη της οποίας είναι οργανώσεις μεταναστών από διάφορες κοινότητες. Σήμερα το Φόρουμ διαθέτει 35 μέλη-οργανώσεις, ενώ αρχικά είχε ξεκινήσει με 9. Η κύρια γλώσσα εργασίας και επικοινωνίας του Φόρουμ είναι η Ελληνική, πράγμα που βοήθησε πολύ τους μετανάστες να αισθανθούν ενωμένοι. Η κεντρική δραστηριότητα του Φόρουμ είναι οι εβδομαδιαίες συναντήσεις που έχουν συμβάλλει στην ισχυροποίηση των σχέσεων μεταξύ όλων των μεταναστατών, απ’ όλες τις χώρες, δημιούργησε μια άλλη πραγματικότητα, μια πραγματικά πολυπολιτισμική κοινωνία, και όλοι κατάλαβαν ότι μπορούν να συνεργαστούν ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής και χρώματος: «Αυτό δεν είναι απλώς μια επιτυχία του Φόρουμ. Είναι το αποτέλεσμα της μετανάστευσης. Ο μετανάστης εξαιτίας της πίεσης των προβλημάτων που αντιμετώπιζει στην ξένη χώρα αλλάζει, γίνεται φορέας καινούριων αξιών».
Παρουσίασε, εξάλλου, και τα ερωτήματα που θέτει το Φόρουμ: Κατά πόσο η κοινωνία που μας φιλοξενεί μπορεί να μας δεχτεί; Μέχρι ποιο σημείο, αν γίνεται κάτι τέτοιο; Γιατί τα ΜΜΕ έχουν αρνητική στάση έναντι των μεταναστών; Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διάσταση μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας, όπου η Κοινωνία είναι πιο προοδευτική και το Κράτος είναι ουραγός; Τι είναι η κοινωνική ένταξη; Γιατί το Κράτος βάζει εμπόδια στην κοινωνική ένταξη; Μιλώντας για την ελληνική κατάσταση, ο κ. Moavia αναφέρθηκε στο θέμα της νομοθεσίας: «Σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία, μέχρι στιγμής η σχέση του μετανάστη με το κράτος είναι μέσω της αστυνομίας, ενώ με την κοινωνία, είναι μέσω της ξενοφοβίας και του ρατσιμού. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει διότι το Κράτος προσέχει πάρα πολύ να εφαρμόζει το νόμο από πλευράς υποχρεώσεων του μετανάστη πολύ δυναμικά, αγνοώντας πολλές φορές τα δικαιώματα του μετανάστη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο μετανάστης να είναι εκτεθειμένος, να μην έχει καμία δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κι αυτό είναι ουσιαστικά θέμα νομοθεσίας», είπε ο ίδιος ενώ πρόσθεσε:
«Τα ερωτήματα που θέτουν οι μετανάστες δοκιμάζουν τις δημοκρατικές αξίες, όλες τις κοινωνίες στο βαθμό που μπορούν να αντιμετωπίσουν τον ‘¶λλον’, τον διαφορετικό, το βαθμό στοον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει και να γνωρίσει τον ‘¶λλο’. Δεν γνωρίζω αν έχουν δοθεί απαντήσεις. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι τώρα πια όλες οι πλευρές έχουν ωριμάσει και συζητάμε το ζήτημα αυτό πιο ήπια, προβληματιζόμαστε και αυτό είναι πολύ θετικό για μένα».
Παρουσιάζοντας μια άλλη πτυχή του ζητήματος, ο εκπρόσωπος του Ελληνικού Συμβουλίου Προσφύγων, Σπύρος Κουλοχέρης, ανέφερε: «Υπάρχει μια κατηγορία μεταναστών που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα τους, πράγμα οδυνηρό, όχι διότι δεν έχει πιθανόν την οικονομική δυνατότητα, αλλά επειδή ανήκουν σε κάποια ομάδα (πολιτική, κοινωνική, κτλ) που κινδυνεύει πραγματικά. Αυτή οι ομάδα είναι οι πρόσφυγες. Κάθε πρόσφυγας είναι μετανάστης, αλλά κάθε μετανάστης δεν είναι πρόσφυγας». Μιλώντας για το έργο της μη κυβερνητικής οργάνωσης που εκπροσωπεί, ο κ. Κουλοχέρης εξήγησε ότι ως οργάνωση ασχολείται με τους πρόσφυγες, τους αιτούντες άσυλο καθώς και όσους έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν εξαιτίας των έκρυθμων καταστάσεων που επικρατούν στις χώρες προέλευσής τους και οι οποίες αποτελούν απειλή για τη ζωή τους, ενώ επισήμανε: «Παλεύουμε για τα πιο βασικά και τα αυτονόητα: πρόκειται για το ίδιο το δικαίωμα των προσφύγων να ζητήσουν άσυλο. 50.000 πρόσφυγες ζητούν απεγνωσμένα σήμερα να καταθέσουν αίτημα ασύλου. Εμείς πιστεύουμε ότι έχουν αυτό το δικαίωμα, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις είναι καταχρηστικό».
Συνεχίζοντας τη συλλογιστική του και αναφερόμενος στις παρατηρήσεις αναφορικά με τη νομοθεσία στην Ελλάδα, ο κ. Κουλοχέρης τόνισε ότι στη χώρα μας το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει: «Το πρόβλημα είναι στην εφαρμογή του, η εφαρμογή της νομοθεσίας είναι το σημείο που χωλαίνει». Κλείνοντας ο κ. Κουλοχέρης κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να εργαστούν σκληρά για τους πρόσφυγες, «γιατί οι πρόσφυγες έχουν ανάγκη τη βοήθεια όλων μας».
Η κ. Karen Farkas, μιλώντας για το έργο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είπε ότι το έργο της Υπηρεσίας συνίσταται στην υποστήριξη και στη βοήθεια ανθρώπων με πραγματικά σοβαρά προβλήματα, και όχι απλώς σε στατιστικά στοιχεία και σε αφηρημένες νομικές έννοιες. Υπάρχει μια τάση σήμερα, επισήμανε, να μην αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο, αντίθετα, να αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα ακόμη και ως απειλή: «Αυτό εξηγείται: έτσι είναι πιο εύκολο να τους αγνοήσουμε και να τους επιρρίψουμε τις ευθύνες για όσα κακώς κείμενα συμβαίνουν στην κοινωνία μας», είπε χαρακτηριστικά. Αναρωτήθηκε, ωστόσο, τι μπορούμε να κάνουμε για ν’ αλλάξει αυτό: «Πρέπει να ξαναδώσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους την ανθρώπινη διάστασή τους. Οι πρόσφυγες είναι άνθρωποι που εγκαταλείπουν βεβιασμένα τις χώρες τους για να ξεφύγουν από διώξεις ή από γενικευμένη βία, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκρούσεις, συχνά με τίποτα παραπάνω απ’ τα ρούχα που φορούν. Αποκόπτονται πλήρως από ό,τιδήποτε οικείο – οικογένεια, φίλοι, εργασία, κοινότητα και πολιτισμός – αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον σε μια ξένη και άγνωστη χώρα και συνήθως όταν καταφέρουν να βρουν άσυλο σε άλλη χώρα, οι περισσότεροι ζουν στις πιο άθλιες και υπάνθρωπες συνθήκες».
Η κ. Farkas παρέθεσε μερικά στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ύπατη Αρμοστεία προστατεύει και βοηθά πάνω από 17 εκατομμύρια άτομα που έχουν μετακινηθεί εξαιτίας πολεμικών συγκρούσεων ή διώξεων. Ο συνολικός αριθμός μετατοπισμένων σε όλο τον κόσμο προσεγγίζει τα 15 εκατομμύρια, με άλλα λόγια, ένας στους 120 έχει αναγκαστεί να μεταναστεύσει. Η ίδια τόνισε: «Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, η σημαντικότερη απ’ τις οποίες είναι η ανεπαρκής δέσμευση της διεθνούς κοινότητας να βρει μόνιμες λύσεις. Πρόκειται για τη μόνιμη αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να κατανοήσει ότι τα προβλήματα σε μακρινές χώρες θα φτάσουν τελικά στην πόρτα μας. Αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν εκεί όπου ζουν εξαιτίας πολεμικών συγκρούσεων και βίας ή οικονομικής κρίσης θα μετακινηθούν». Αναφέρθηκε εξάλλου και στο γεγονός ότι η κοινή γνώμη πολλών ευρωπαϊκών κρατών βρίσκεται σε σύγχυση αναφορικά με τη διαφορά ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες: «Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι οι πρώτοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, ενώ οι δεύτεροι κάνουν μια οικονομική επιλογή. Αυτή η σύγχυση οδηγεί στη διατύπωση της άποψης ότι οι πρόσφυγες δεν εμπίπτουν στο χώρο της προάσπισης ανθρωπιστικών αξιών, αλλά αποτελούν ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Έτσι, οι κυβερνήσεις, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, λαμβάνουν σκληρά μέτρα για την αντιμέτωπιση της παράνομης μετανάστευσης. Αυτό επίσης έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση στην προστασία και προάσπιση των προσφύγων εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, η απαλοιφή της αρρωγής προς τους πρόσφυγες, που επιβάλλεται από διεθνείς συνθήκες, θα εξέθετε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε τερατώδεις καταστάσεις. Και τα ΜΜΕ μπορούν να συμβάλουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση».
Η κ. Ευτυχία Βουτυρά ξεκίνησε με την εισαγωγική παρατήρηση ότι, πέρα απ’ το φαινόμενο της μετανάστευσης υπάρχει και το φαινόμενο της βίαιης εδραίωσης νομαδικών κοινωνιών στο βωμό της ανάπτυξης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι πρόκειται γαι την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Έθεσε, εξάλλου, και μια ακόμη πτυχή του φαινομένου της μετανάστευσης: «Η μετανάστευση νοείται όταν οι πληθυσμοί διασχίζουν τα εθνικά σύνορα και μετακινούνται σε άλλη χώρα. Τι γίνεται, όμως, όταν, αντί για τους ανθρώπους, μετακινούνται τα σύνορα; Αυτή ήταν η περίπτωση της πρώην ΕΣΣΔ, όταν, μετά την κατάρρευσή της, εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν πρόσφυγες μέσα σε μια νύχτα, αναρωτώμενοι αν θα μείνουν ή θα φύγουν, πού θα πάνε και τελικά πού ανήκουν».
Μιλώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κ. Βουτυρά υπογράμμισε ότι η αναγνώρισή τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίστηκε ως «δικαιϊκή επανάσταση» καθώς έδωσε το δικαίωμα στην αμφισβήτηση της άδικης νομικής αναγνώρισης. Τόνισε, όμως, ότι σήμερα, που υπάρχουν 3 παγκόσμιες γλώσσες διαπραγμάτευσης – τα ανθρώπινα δικαιώματα/δημοκρατία, το χρήμα και το Διαδίκτυο. «Ενώ, όμως, οι μάχες για την πληροφόρηση δίνονται στο Διαδίκτυο και για το χρήμα στα Χρηματιστήρια, οι μάχες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία δίνονται σε στρατόπεδα προσφύγων και κέντρα κράτησης προσφύγων», είπε η ίδια χαρακτηριστικά. Υπάρχει, βεβαίως, σήμερα, μια «Καμπάνια ενάντια στην Αποθήκευση» (Warehousing campaing) που αναφέρεται στην ιστορία των στρατοπέδων προσφύγων που εκτείνεται σε περισσότερα από 60 χρόνια. «Το κοινό χαρακτηριστικό στα στρατόπεδα προσφύγων και στα κέντρα κράτησης είναι η αδυναμία του δικαιώματος μετακίνησης. Το δικαίωμα της μετακίνησης δεν είναι μόνο της επιλογής, αλλά και το δικαίωμα στο βίο, δηλαδή το δικαίωμα σε κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα» κατέληξε.
Η κ. Γιωτοπούλου επισήμανε ότι κανείς μετανάστης υπό τις σημερινές συνθήκες δεν θα μετακινούνταν αν δεν ήταν τόσο απελπισμένοι και σε τέτοια απόγνωση. Πρόσθεσε ότι οι οικονομικοί μετανάστες απ’ την πλευρά τους δεν μεταναστεύουν για να κερδίζουν περισσότερα χρήματα, αλλά επειδή εκεί όπου βρίσκονται τα χρήματα δεν τους φτάνουν για να ζήσουν. Και κατέληξε λέγοντας ότι οι πρόσφυγες μεταναστεύουν για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Μιλώντας για το τεράστιο πρσφυγικό ρεύμα που γνώρισε η χώρα μας, η ίδια τόνισε ότι αποδείχθηκε τελικά πως, παρά την άποψη που επικρατούσε αρχικά ότι επρόκειται για ένα ρεύμα δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις δυνατότητες της χώρας, η συμβολή των μεταναστών υπήρξε θετική για τη χώρα, σε επίπεδο οικονομίας και ανάπτυξης. Η ίδια, άλλωστε, επισήμανε: «Το χάσμα ανάμεσα σε φτωχές και πλούσιες περιοχές του κόσμου είναι αυτό που προκαλεί τα μεταναστευτικά ρεύματα. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο, διότι εμείς δημιουργήσαμε αυτό το μοντέλο οικονομίας. Και άρα εμείς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο και να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για να μετριαστούν και να εκλείψουν τελικά οι αρνητικές του εκφάνσεις».
Αναπτύσσοντας περαιτέρω το επιχείρημα της, είπε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να ενστερνιστούμε την αξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπάρχουν δύο κατηγορίες: τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα καθώς και τα κοινωνικά δικαιώματα. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη Δημοκρατία, ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα είναι επιπλέον και η διασφάλιση της ελευθερίας των κοινωνικά Αδυνάτων». Αναφερόμενη στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο κινηματογράφος και το ντοκιμαντέρ, η κ. Γιωτοπούλου επισήμανε ότι το ντοκιμαντέρ είναι το πιο χρήσιμο είδος απ’ όλα «διότι συνδυάζει τις εικόνες από την πραγματική ζωή με την συγκίνηση του δράματος. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί συγχρόνως τέχνη και πολιτική», κατέληξε. Τέλος, μιλώντας για το ζήτημα της υπογεννητικότητας στη χώρα μας, είπε χαρακτηριστικά: «Καινούριο αίμα εισρέει στην κοινωνία μας χάρη στους Μετανάστες. Κι αυτό είναι ένα απ’ τα πολύ θετικά στοιχεία της συμβολής τους στην χώρα».
Κατά τη διάρκεια συζήτησης που ακολούθησε τις εισηγήσεις των ομιλητών τέθηκε το ζήτημα της επιλογής που καλείται να κάνει η κοινωνία που υποδέχεται τους μετανάστες, μεταξύ ενσωμάτωσης και πολυπολισμικής ένταξης. Σύμφωνα με την τοποθέτηση, η ενσωμάτωση διακρίνεται από ένα είδος εθνικής έπαρσης, ενώ η πολυπολισμική ένταξη συμβάλλει στον εμπλουτισμό της κοινωνίας υποδοχής. Απαντώντας σε παρέμβαση – ερώτηση εκ μέρους του κοινού, εξάλλου, η κ. Farkas, υπογράμμισε ότι, πράγματι, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η εφαρμογή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ωστόσο «αυτό δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Σας θυμίζω τις πρόσφατες περιπτώσεις στις ΗΠΑ».
Σημαντική, άλλωστε, υπήρξε η συμβολή στη συζήτηση εκ μέρους του κοινού όταν αναφέρθηκε το ζήτημα του νομοσχεδίου αναφορικά με τη νομιμοποίηση μεταναστών. Τα προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου που εντοπίστηκαν αφορούσαν την απουσία πρόβλεψης για τα παιδιά μεταναστών γεννημένα στη χώρα, στην πρόβλεψη για επίτευξη συγκεκριμένων ποσοστών εισοδήματος προκειμένου να φέρει ο μετανάστης στη χώρα την οικογένειά του, ποσοστά που μάλλον είναι απαγορευτικά, καθώς και στο ζήτημα της συνέντευξης του μετανάστη ενώπιον επιτροπής για τη διερεύνηση του ήθους και του χαρακτήρα του μετανάστη, προκειμένου να του παραχωρηθεί η άδεια παραμονής και εργασίας στη χώρα. Η παρέμβαση αυτή βρήκε άμεση απάντηση από τους ομιλητές της Ημερίδας.
Συγκεκριμένα, ο κ. Moavia Ahmet επισήμανε ότι σύμφωνα με τον ίδιο και το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών το εν λόγω νομοσχέδιο διακρίνεται σε τρία τμήματα, το γραφειοκρατικό-τεχνικό, όπου αναφέρονται ρυθμίσεις (όπως η ενιοποίηση της άδειας παραμονής και εργασίας, η μείωση του αριθμού των απαραίτητων πιστοποιητικών, κ.ά., )που ο ίδιος κρίνει ως θετικό· το δεύτερο τμήμα, που αφορά το ζήτημα της νομιμοποίησης, για την οποία δίδεται μια 3η ευκαιρία, ρύθμιση που και πάλι ο ίδιος χαρακτήρισε θετική· τέλος, το τρίτο τμήμα του νομοσχεδίου, ωστόσο, που αφορά τα δικαιώματα των νόμιμων μεταναστών, το Φόρουμ εντόπισε 18 σημεία που περιορίζουν τα δικαιώματα των μεταναστών και τους μετατρέπουν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας (όπως, για παράδειγμα, η υποχρέωσή τους να παραμείνουν στον τόπο κατοικίας που έχει αρχικά δηλωθεί, να ασκούν το ίδιο επάγγελμα που αρχικά έχουν δηλώσει και να περνούν από συνέντευξη ενώπιον επιτροπής αναφορικά με το ήθος και τον χαρακτήρα τους).
Ο κ. Μανιτάκης, εξάλλου, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο αυτό έχει τελικά αποσυρθεί. Τέλος, απαντώντας σε παρέμβαση εκ μέρους του κοινού, ο κ. Κουλοχέρης κάλεσε όλους τους παρευρισκόμενους να δουλέψουν σκληρά και να συμμετάσχουν ενεργά στις προσπάθειες προάσπισης των μεταναστών, προσφύγων και αιτούντων άσυλο: «Πρέπει να δουλέψουμε! Όχι μόνο λόγια! Χρειάζεται σκληρή δουλειά!».