19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
3-12 Μαρτίου 2017
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ 6/3
3-12 Μαρτίου 2017
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ 6/3
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε τη Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017, στο καφέ «Δωμάτιο με θέα» του Ολύμπιον. Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Κρασσακόπουλος, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Φερνάντα Πεσόα (Ιστορίες που (δεν) είπε το σινεμά μας), Μένιος Καραγιάννης (Deadline), Ανιές Σκλάβου και Στέλιος Τατάκης (Βυζιά), Χρήστος Ματζώνας (Αγιορείτικη μαγειρική κληρονομιά), Άσλε Έζαρσλαν (Λεϊλά αγαπημένη), Τζούλια Αμάτι (Σασαμανέ) και Μαρία Ντούζα (Σινέ Θησείο).
Η συζήτηση ξεκίνησε με την παρουσίαση των ταινιών των δημιουργών.
Ο Στέλιος Τατάκης αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ Βυζιά, που έχει σκοπό να μιλήσει για το θέμα από μια άλλη οπτική, και με έναν τίτλο που δεν είναι πολιτικώς ορθός όταν αναφερόμαστε στο γυναικείο στήθος. Η Ανιές Σκλάβου πρόσθεσε ότι στο φιλμ περιλαμβάνονται μικρές ιστορίες ανδρών και γυναικών που έχουν να κάνουν με το στήθος και αφορούν από το θηλασμό ως τη λογοκρισία του στήθους στα social media, με βασική ιστορία αυτή της φίλης και συν–σεναριογράφου, Λιόπης Αμπατζή, που έδωσε και την ιδέα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι δεν υπάρχει αφηγητής, αλλά τα στήθη μιλούν για τον εαυτό τους, ως πρόσωπα.
Η ταινία του Μένιου Καραγιάννη έχει θέμα το θάνατο, τη σχέση μας με αυτόν και το γιατί μας φοβίζει. Παρουσιάζοντας απόψεις απλών ανθρώπων και επιστημόνων, ο σκηνοθέτης θέλησε να ανοίξει το διάλογο για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς η σχέση μας με το θάνατο ορίζει τη σχέση μας με τη ζωή.
Ο Χρήστος Ματζώνας εξήγησε ότι η ταινία του εστιάζει στην κουζίνα του Αγίου Όρους, τις συνταγές της μοναστικής κοινότητας. Με τη σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι πνεύμα που χρειάζεται τη σάρκα και άρα την τροφή, το φιλμ αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της ζωής και της διατροφής εκεί.
Η ταινία της Τζούλια Αμάτι αφηγείται την ιστορία μιας κοινότητας μαύρων που εγκατέλειψαν τη Δύση και εγκαταστάθηκαν στην Αφρική, σε μια περιοχή της Αιθιοπίας που ονομάζεται Σασαμανέ, όπως σημείωσε η σκηνοθέτιδα.
Κάνοντας την ταινία της Λεϊλά αγαπημένη, η Άσλε Έζαρσλαν αντιμετώπισε ιδιαίτερες προκλήσεις. Ξεκίνησε ως ιστορία της Λεϊλά, η οποία, γεννημένη στη Γερμανία, επέστρεψε στη γενέτειρα του πατέρα της, μια κουρδική πόλη κοντά στα σύνορα με τη Συρία, όπου εκλέχθηκε δήμαρχος. Ωστόσο, όταν το κουρδικό κόμμα μπήκε στη Βουλή, προέκυψαν πολιτικές αναταράξεις και η σκηνοθέτιδα αναγκάστηκε να σταματήσει τα γυρίσματα. Επέστρεψε εκεί έπειτα μόνη της ως μέλος ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει την ταινία, η οποία τελικά αναδεικνύει τις πολιτικές αλλαγές στην Τουρκία.
Η Φερνάντα Πεσόα, μιλώντας για την ταινία της, σημείωσε ότι βασίζεται σε υλικό από τα pornchanchadas, το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος στη Βραζιλία τη δεκαετία του ’70 και έχει μια σταθερή αφηγηματική γραμμή, από την αρχή της δικτατορίας το 1964 ως τα τέλη του ’70.
Από την άλλη, η Μαρία Ντούζα ακολούθησε μια διαφορετική διαδρομή για τη δημιουργία της ταινίας της Σινέ Θησείο, αφού το ντοκιμαντέρ είναι μέρος μιας σειράς ταινιών με θέμα κινηματογράφους ανά τον κόσμο και διαθέτει μια ορισμένη μορφή που περιλαμβάνει υλικό αρχείου, μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης.
Η προσέγγισή τους είναι διαφορετική όταν πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης;
Παίρνοντας το λόγο, η Μαρία Ντούζα σχολίασε ότι δεν «τολμά» να φτιάξει ντοκιμαντέρ, καθώς είναι ένα είδος που απαιτεί να είσαι πολύ ανοιχτός, να έχεις πολύ χρόνο και διαθεσιμότητα, αλλά και να είσαι προετοιμασμένος για το απρόβλεπτο, ενώ η ίδια έχει ανάγκη τη δομή και το να γνωρίζει το τέλος της ταινίας. Από την άλλη, ο Μένιος Καραγιάννης ανέφερε ότι αυτό ακριβώς είναι που αγαπά στο ντοκιμαντέρ. Παρότι, όπως είπε, δούλεψε σε ταινίες μυθοπλασίας, προτιμά το απρόβλεπτο του ντοκιμαντέρ και το υλικό που σε οδηγεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Και ο Χρήστος Ματζώνας έχει εμπειρία με ταινίες μυθοπλασίας, αλλά συνειδητοποίησε ότι στα ντοκιμαντέρ μπορείς να προλάβεις το απρόβλεπτο, αν καταβάλεις περισσότερη προσπάθεια. Το αρνητικό στη μυθοπλασία όμως, όπως σημείωσε, είναι ότι πρέπει να αναπαραστήσεις το αληθινό, ενώ στα ντοκιμαντέρ το έχεις, εφόσον έχει καταγραφεί με την κάμερα. Η Τζούλια Αμάτι θυμήθηκε τις πολλές, 200 περίπου ώρες που πέρασε για το τελικό μοντάζ της ταινίας, και σημείωσε ότι φτάνεις κάποτε σε ένα σημείο όπου λες ότι αυτή είναι πλέον η ταινία, ενώ άλλες φορές πρέπει να αποφασίσεις ότι μέχρι εκεί θα πάει.
Πόση έρευνα χρειάστηκαν για τις ταινίες τους;
Η Μαρία Ντούζα έθεσε το παραπάνω ερώτημα στους άλλους σκηνοθέτες. Για τη Τζούλια Αμάτι η μεγάλη δυσκολία ήταν ότι τα γυρίσματα έγιναν όχι απλά σε άλλη χώρα, αλλά σε άλλη ήπειρο, στην Αφρική, οπότε υπήρχαν προβλήματα στην επικοινωνία και την οργάνωση του προγράμματος. Από την πλευρά του, ο Στέλιος Τατάκης πρόσθεσε ότι συχνά ξεκινάς με μια έρευνα και δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει. Ο ίδιος θυμήθηκε το παράδειγμα της προηγούμενής ταινίας τους, όπου ξεκίνησαν την έρευνα για ένα άτομο, κατέληξαν με δώδεκα και τα γυρίσματα κράτησαν ένα χρόνο, τονίζοντας ωστόσο ότι είναι συναρπαστικό το να μην ξέρεις πού τελικά θα φτάσεις. Από την άλλη, η Φερνάντα Πεσόα στο ντοκιμαντέρ της έκανε μοντάζ υπάρχοντος υλικού, μια διαδικασία όμως που κράτησε πέντε χρόνια περίπου -δύο για την έρευνα και τρία για το μοντάζ-, αφήνοντας τις ταινίες να την οδηγήσουν στην ιστορία της. Από τις 130 ταινίες που είδε συνολικά, οι 30 εντάχθηκαν στο ντοκιμαντέρ τελικά.
Πώς αντιμετώπισαν τις ιδιαιτερότητες στα θέματα των ταινιών τους;
Ο Γιώργος Κρασσακόπουλος ρώτησε την Άσλε Έζαρσλαν για τα προβλήματα που συνάντησε στα γυρίσματα της ταινίας της και πότε σταμάτησε. Η σκηνοθέτιδα υπογράμμισε αρχικά ότι πάντα αγαπούσε τα ντοκιμαντέρ, καθώς δεν μπορείς να προγραμματίσεις που θα σε οδηγήσουν, αλλά με τη συγκεκριμένη ταινία θύμωσε που αναγκάστηκε να σταματήσει. Επιπλέον, ήξερε ότι όσο αυτή γύρισε στη ζωή της στη Γερμανία, η Λεϊλά και η πόλη της αντιμετώπιζαν σοβαρό κίνδυνο, και έτσι ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει μόνη της για πέντε μέρες και με οργανωμένο πλάνο, γνωρίζοντας ότι το υλικό δεν ήταν αρκετό.
Το λόγο πήρε έπειτα ο Μένιος Καραγιάννης, αναφερόμενος στο πώς χειρίστηκε το ζήτημα του αφηρημένου θέματος της ταινίας του. Ο σκηνοθέτης είπε ότι προσπάθησε να μην το κάνει πολύ αφηρημένο και φιλοσοφικό, αλλά πιο προσγειωμένο. Γι’ αυτό και η πρώτη συνέντευξη που έκανε ήταν με έναν νεκροθάφτη, ο οποίος είχε να πει τα ίδια πράγματα με έναν αστροφυσικό, αλλά από μια τελείως διαφορετική σκοπιά. Πρόσθεσε ακόμη ότι το υλικό ήταν που έδωσε τη δομή στην ταινία και επιπλέον άφησε πολύ υλικό εκτός, προκειμένου να βρει την ισορροπία ανάμεσα σε δύσκολα νοήματα, όπως για παράδειγμα τι έχει να μας πει η μοντέρνα φυσική για την ύλη και πώς αυτά σχετίζονται με την ιδέα που έχουμε για το θάνατο.
Για την Ανιές Σκλάβου, σκοπός ήταν το θέμα του γυναικείου στήθους να μην αντιμετωπιστεί επιστημονικά ή από καλλιτεχνική ή φιλοσοφική σκοπιά. Επιπλέον, η ιδέα να αφήσουν το στήθος να μιλάει «μόνο του», τους απελευθέρωσε και διευκόλυνε το να χειριστούν τις μικρότερες ιστορίες. Γι' αυτό και στην ταινία υπάρχει μόνο μία συνέντευξη, της Λιόπης, ενώ οι άλλες μικρές ιστορίες ανδρών και γυναικών παρουσιάζονται χωρίς να φαίνεται ποιος μιλάει, ώστε να μπορεί το κοινό να ταυτιστεί με όσα λέγονται, να σκεφτεί τον εαυτό του ή ένα άτομο του κύκλου του.
Πώς χειρίζονται το θέμα της διανομής της ταινίας τους;
Η Ανιές Σκλάβου και ο Στέλιος Τατάκης είπαν ότι διοργανώνουν οι ίδιοι προβολές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ επίσης υποβάλλουν συμμετοχές σε φεστιβάλ και προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με οργανισμούς για την προβολή της ταινίας τους. Από τη μεριά του, ο Χρήστος Ματζώνας τόνισε ότι συχνά πρέπει να θέτεις το ερώτημα «τι είδους διανομή θέλω;», βρίσκοντας κάποια ισορροπία. Η Τζούλια Αμάτι χειρίζεται, όπως είπε, η ίδια τη διανομή του ντοκιμαντέρ της σε φεστιβάλ, παρόλο που για κάποια χρόνια τα δικαιώματα ανήκουν στο RΑΙ Cinema.