19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
3-12 Μαρτίου 2017
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 5/3
3-12 Μαρτίου 2017
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 5/3
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017, στο καφέ «Δωμάτιο με θέα» του Ολύμπιον. Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Κρασσακόπουλος, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Πάρι Ελ Καλκίλι (Zooland), Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν (Ένας ελληνικός χειμώνας), Τζίνα Γεωργιάδου (Beatbox και αερόφωνα – Νίκος Δημηνάκης), Νίνα Μαρία Πασχαλίδου (The Snake Charmer), Χιλ Άντερσχοφ (Μπούμπα & Σάρον) και Τίμων Κουλμάσης (Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου).
Μετά από μια πρώτη παρουσίαση των ταινιών τους, oι δημιουργοί μοιράστηκαν τις απόψεις και τις εμπειρίες τους για μια σειρά από θέματα που απασχολούν γενικότερα τους ντοκιμαντερίστες:
Ποια ήταν η αφετηρία για να κάνουν την ταινία τους;
Ο Τίμων Κουλμάσης ανέφερε ότι ξεκίνησε το ντοκιμαντέρ με αφορμή ένα γεγονός από την ιστορία της οικογένειάς του, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη συλλογική και την προσωπική μνήμη, καθώς και τη σχέση ανάμεσα σε δύο χώρες που βρίσκονταν σε πόλεμο -την Ελλάδα και τη Γερμανία, η μία υπό την κατοχή της άλλης-, αμφισβητώντας κατά κάποιο τρόπο την αλήθεια της ιστοριογραφίας.
Για τη Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, η πορεία του ντοκιμαντέρ ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια με αφορμή ένα δημοσιογραφικό άρθρο. Τα στοιχεία για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ινδία είναι συγκλονιστικά, με μία γυναίκα να βιάζεται ανά μία ώρα, όπως είπε η σκηνοθέτιδα, κι όλα αυτά υπό το καθεστώς αυστηρών άγραφων νόμων. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί την πορεία του Ααμίρ Καν, σταρ του Μπόλιγουντ και «Τζορτζ Κλούνεϊ της Ασίας» που δίνει φωνή στις γυναίκες θύματα, μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή που σπάει ταμπού, ως άλλη Όπρα της Ινδίας.
Η Πάρι Ελ Καλκίλι έκανε την ταινία της ως πτυχιακή εργασία για το Πανεπιστήμιο και το μόνο που ήξερε αρχικά ήταν ότι ήθελε να γυριστεί στη γενέτειρα του πατέρα της, την Παλαιστίνη. Η ίδια οδηγήθηκε στο ζωολογικό κήπο αναζητώντας ένα παράδειγμα για τις συνέπειες της ισραηλινής κατοχής, εντοπίζοντας εκεί ένα είδος κανονικότητας που όμως κρύβει από πίσω τα σημάδια της πολιτικής κατάστασης: στο ζωολογικό κήπο απαγορεύεται να συνυπάρχουν αρσενικά και θηλυκά ζώα από κάθε είδος, έτσι ώστε να μην αναπαράγονται.
Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν αφορμή στάθηκε ένα άρθρο από Έλληνες φίλους το οποίο ανέφερε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα όταν σε πολυκατοικίες δεν υπάρχει πλέον θέρμανση, γιατί οι ένοικοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν και να πληρώσουν, απεικονίζοντας μια εποχή που είχε περάσει στο προσκήνιο η προσφυγική κρίση, αφήνοντας πίσω την οικονομική.
Ο Χιλ Άντερσχοφ εμπνεύστηκε επίσης από ένα άρθρο εφημερίδας και θέλησε να διερευνήσει την ιστορία του από δύο πλευρές, δείχνοντας τη φιλία των παιδιών με τα ζώα, αλλά και κατά πόσο τα ζώα πρέπει να βρίσκονται στα τσίρκο, εστιάζοντας σε μια οικογένεια που θέλει να διατηρήσει την κουλτούρα και την παράδοση, σε αντίστιξη με τα δικαιώματα των ζώων.
Κατά πόσο έχουν στο μυαλό τους το κοινό, όταν ετοιμάζουν μια ταινία;
Για τον Τίμωνα Κουλμάση, κάθε ταινία που φτιάχνεται με ειλικρίνεια θα βρει το κοινό της, γι’ αυτό και δεν σκηνοθετεί για να ευχαριστήσει το κοινό, αλλά σκέφτεται μόνο πώς θα φτιάξει την ταινία με τον καλύτερο τρόπο. Από τη μεριά της, η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου τόνισε ότι οι λόγοι είναι πάντα προσωπικοί, παρά το κοινό, προσθέτοντας ωστόσο ότι όταν ξεκινά κανείς μια ταινία έχοντας από την αρχή την υποστήριξη κάποιου καναλιού, υπάρχει ως ένα σημείο ο συμβιβασμός, όμως στα ανεξάρτητα πρότζεκτ ο σκηνοθέτης δρα αυτόνομα, για τον εαυτό του. Η Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν πρόσθεσε ότι ενδιαφέρεται για το κοινό κι επιθυμεί να σκεφτεί όπως αυτό γιατί θέλει οι θεατές να δουν την ταινία, γι’ αυτό και αναζητά μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Για τον Χιλ Άλντερσχοφ έχει σημασία να κάνει ταινίες – δηλώσεις, χωρίς συμβιβασμούς, πρόσθεσε όμως ότι αν δεν τον νοιάζει ποιος ακούει, δεν θα κάνει ταινία. Με τη σειρά της, η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι έκανε το ντοκιμαντέρ λόγω του πρωταγωνιστή της, του μουσικού Νίκου Δημηνάκη, και του θέματος που την ενέπνευσε, αλλά όχι για συγκεκριμένο κοινό.
Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισαν από άποψη χρηματοδότησης για να κάνουν τις ταινίες τους;
Η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι δεν είχε καθόλου χρηματοδότηση για την ταινία της, η οποία ξεκίνησε ως φοιτητικό πρότζεκτ και δούλεψαν γι’ αυτή φίλοι χωρίς αμοιβή. Η ίδια παραδέχτηκε ότι θα ήταν ωραίο να έχει χρηματοδότηση, παραδείγματος χάρη για να εξασφαλίσει καλύτερο εξοπλισμό. Από την πλευρά του, ο Χιλ Άλντερσχοφ χρειάστηκε μισό χρόνο αφού έλαβε την επιχορήγηση για να πείσει την οικογένεια που κινηματογραφούσε να μιλήσει μπροστά στην κάμερα. Στη συνέχεια, όπως είπε, η χρηματοδότηση μειώθηκε και η ταινία γυρίστηκε με το ? του αρχικού ποσού. Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα: πρότεινε το θέμα και εξασφάλισε τη χρηματοδότηση χωρίς καμία δυσκολία. Η Πάρι Ελ Καλκίλι, από την άλλη, έκανε την ταινία της με χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο και με τη δυνατότητα να εργαστεί εκεί για το post-production, ενώ δεν επιθυμούσε την ανάμειξη τηλεοπτικού δικτύου έτσι ώστε να έχει περισσότερη ελευθερία. Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, γνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρει εύκολα χρηματοδότηση, στράφηκε στο εξωτερικό και είχε εξαρχής την υποστήριξη του Al Jazeera. Όπως υπογράμμισε η ίδια, αυτό ήταν ένα μάθημα που έμαθε με το δύσκολο τρόπο από το πρώτο της ντοκιμαντέρ, όπου επένδυσε και έχασε και προσωπικά κεφάλαια: ότι είναι πάντα σημαντικό να έχεις χρηματοδότηση από την αρχή.
Πόσο σημαντικό είναι η ταινία τους να ταξιδεύει στα φεστιβάλ;
Η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι νιώθει τυχερή που η ταινία της επιλέχθηκε για το 19ο ΦΝΘ, προσθέτοντας ότι η πιο χαρούμενη στιγμή γι’ αυτήν ήταν όταν ολοκληρώθηκε το τελικό μοντάζ του ντοκιμαντέρ. Για τον Χιλ Άλντερσχοφ τα φεστιβάλ είναι εκεί που συμβαίνει η μαγεία, ενώ για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν είναι μια καλή ευκαιρία να βρεθείς πολλές φορές ανάμεσα στο κοινό της ταινίας. Όπως πρόσθεσε η ίδια, η επαφή με τα φεστιβάλ σου μαθαίνει πολλά για το φιλμ, ενώ επίσης είναι σημαντικές οι συναντήσεις και με άλλους δημιουργούς, γιατί συνήθως οι σκηνοθέτες τείνουν να αφοσιώνονται στο δικό τους έργο. Από την πλευρά της, η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου επισήμανε ότι τα φεστιβάλ συγκεντρώνουν κοινό που ενδιαφέρεται πραγματικά για τα φιλμ και αποτελούν μια εξαιρετική εμπειρία.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας σκηνοθέτης που γυρίζει την ταινία του σε άλλη χώρα, χωρίς να μπορεί να έχει την άμεση επαφή με τους πρωταγωνιστές του, αλλά βασίζεται σε διερμηνείς;
Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, η μία από τις δύο δημιουργούς του πάνελ που αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση, παραδέχτηκε ότι είναι πάντα δύσκολο όταν βασίζεσαι σε κάποιον άλλο για την πρώτη επαφή. Για το Snake Charmer τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, όπως σημείωσε η ίδια, καθώς στην Ινδία το 80% του πληθυσμού μιλά αγγλικά, ωστόσο στην προηγούμενη ταινία της, Κισμέτ, όπου οι πρωταγωνιστές μιλούσαν 8 διαφορετικές γλώσσες, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες. Η σκηνοθέτιδα παραδέχτηκε ωστόσο ότι είναι πιο δύσκολο να κάνεις ταινίες με θέμα την Ελλάδα, καθώς συχνά είναι ευκολότερο να κάνεις δύσκολες ερωτήσεις ως «ξένος» γιατί οι άνθρωποι απαντούν πιο εύκολα. Σε ερώτηση της Τζίνας Γεωργιάδου για το πώς εμπιστεύεσαι τελικά το υλικό που έχεις μεταφρασμένο, αν δηλαδή πρόκειται όντως για ορθή μετάφραση, η λύση σύμφωνα με την κ. Πασχαλίδου είναι να ελέγχεις ξανά και ξανά το υλικό σου, για να βεβαιωθείς ότι έχεις την καλύτερη δυνατή καταγραφή.
Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν, η οποία γύρισε την ταινία της στην Ελλάδα, το «εμπόδιο» της γλώσσας υπήρξε ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Όπως σημείωσε η σκηνοθέτιδα, είναι θετικό το ότι μπορείς να κάνεις πιο ευθείες ερωτήσεις χωρίς να «φοβάσαι ότι θα πατήσεις σε νάρκη». Ωστόσο, το αρνητικό είναι ότι την ώρα της συζήτησης έχεις μόνο μια γρήγορη μετάφραση και δεν μπορείς να αντιδράσεις όπως θα ήθελες, οπότε όταν στη συνέχεια επεξεργάζεσαι το υλικό με την πλήρη μετάφραση είναι πιθανόν να νιώσεις μια απογοήτευση ότι δεν μπόρεσες εκείνη τη στιγμή να κάνεις κάτι διαφορετικό. Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου έκλεισε τη συζήτηση αναφέροντας ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, όταν στα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας της στο Άμπου Ντάμπι, κάνοντας συνέντευξη με έναν θρησκευτικό ηγέτη, η συζήτηση καθυστέρησε να αρχίσει είκοσι λεπτά. Ο λόγος ήταν ότι καθώς εκείνος δεν ήθελε να μιλήσει σε γυναίκα και ο μεταφραστής δεν της έλεγε τι συνέβαινε, επιτείνοντας την αμηχανία.