57ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
3-13 Νοεμβρίου 2016
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΖΕΚΙ ΝΤΕΜΙΡΚΟΥΜΠΟΥΖ
3-13 Νοεμβρίου 2016
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΖΕΚΙ ΝΤΕΜΙΡΚΟΥΜΠΟΥΖ
Για τη μοναξιά του σκηνοθέτη και τη λογοτεχνία που τον βοήθησε να δραπετεύσει από αυτήν, το ηθικό καθήκον όσων κάνουν σινεμά και την τέχνη που «είναι πάνω από γλώσσες και θρησκείες», μίλησε ο τούρκος κινηματογραφιστής Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Από τους θεμελιωτές του νέου τουρκικού κινηματογράφου, πρωτοπόρος του ανεξάρτητου σινεμά και πολιτικός κρατούμενος για τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα του ‘80, ο Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ βρίσκεται στο 57ο Φεστιβάλ, με αφορμή την πλήρη ρετροσπεκτίβα που παρουσιάζεται φέτος για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από το τμήμα του ΦΚΘ «Ματιές στα Βαλκάνια».
Ανοίγοντας τη συνέντευξη Τύπου, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης τόνισε: «Είμαστε χαρούμενοι που φιλοξενούμε έναν σπουδαίο κινηματογραφιστή, γείτονα και φίλο του Φεστιβάλ. Κι είμαστε ακόμη περισσότερο χαρούμενοι γιατί οι ταινίες του αρέσουν πάρα πολύ, συζητιούνται πολύ στα πηγαδάκια μετά τις προβολές. Η απήχηση αυτή των ταινιών του Ντεμίρκουμπουζ είναι η μεγαλύτερη χαρά για εμάς».
Ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και υπεύθυνος του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια» Δημήτρης Κερκινός, ευχαρίστησε το Γραφείο Τουρισμού και Πολιτισμού της Τουρκικής Πρεσβείας για τη συμβολή του στην πραγματοποίηση του αφιερώματος και πρόσθεσε: «Είμαι χαρούμενος που έχουμε μαζί μας έναν σπουδαίο δημιουργό, παρουσιάζοντας και τις έντεκα ταινίες του. Πολλές από αυτές προβλήθηκαν στο παρελθόν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μάλιστα είναι η τέταρτη φορά που ο Ντεμίρκουμπουζ επισκέπτεται τον θεσμό μέσα σε είκοσι χρόνια, είναι πραγματικά ένας φίλος του ΦΚΘ».
Από την πλευρά του, ο Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ ευχαρίστησε το Φεστιβάλ για το αφιέρωμα στο έργο του και τόνισε ότι χάρηκε ιδιαίτερα για τον χαρακτηρισμό του ως φίλου του ΦΚΘ. Μιλώντας για το έργο του, στάθηκε ιδιαίτερα στην ηθική ευθύνη του σκηνοθέτη: «Όταν κοιτάζω τον εαυτό μου και τις ταινίες μου, βλέπω έναν εντελώς αγνό και εσωστρεφή τρόπο με τον οποίο ξεκίνησα να κάνω σινεμά. Θεωρώ ότι είναι ηθικό θέμα να κάνεις τα πράγματα που θέλεις. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησα να κάνω ταινίες, σχεδόν σαν να κάνω μονολόγους. Είχα την τύχη να γυρίσω 11 φιλμ και είμαι ευχαριστημένος που το πέτυχα. Όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και σε όλον τον κόσμο, ακόμη και στη Γαλλία ή το Ιράν, μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Αμπάς Κιαροστάμι, λένε ότι το να κάνεις τέτοιες ταινίες είναι σαν να μονολογείς. Το να αποδεχτούν οι κοινωνίες όπου ζεις αυτό το έργο, είναι πολύ δύσκολο. Μετά από δύο - τρεις τέτοιες ταινίες αρχίζεις να αισθάνεσαι μοναξιά, μετά επικαλείσαι οικονομικούς λόγους και τελικά εγκαταλείπεις το σινεμά. Από τη γενιά μου και τις προηγούμενες γενιές, πολλοί σκηνοθέτες με παρόμοια αθωότητα γύρισαν την πρώτη ταινία τους και όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα είτε εγκατέλειψαν τον κινηματογράφο είτε έκαναν ταινίες που δεν τους εξέφραζαν. Αυτό που λέμε ατομικότητα, προσωπικό στυλ, ενέχει τον κίνδυνο να σε κάνει να μείνεις μόνος. Με κάποιους φίλους καταφέραμε με προσωπικό αγώνα να συνεχίσουμε να κοιτάζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, όσο κι αν κάτι τέτοιο έχει το κόστος να κάποιοι μη σε αγαπήσουν ή να σε μισήσουν».
Σε ερώτηση σχετικά με το τοπίο του σύγχρονου τουρκικού κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε: «Οι άνθρωποι που αγωνίζονται στο πεδίο αυτό είναι συνάδελφοί μου. Όμως στην Τουρκία όλα αυτά δεν είναι πολύ εύκολα. Η πολιτική και η κοινωνική κατάσταση προκαλούν δυσκολίες. Ο μόνος τρόπος για να τα ξεπεράσεις αυτά, είναι να κοιτάζεις στον εαυτό σου και να διασφαλίζεις μία ατομικότητα. Πολλοί σκηνοθέτες κουράζονται γρήγορα, πολιτικοποιούνται εύκολα, βλέπουν τη δική τους πραγματικότητα και κλονίζονται από την πραγματικότητα της κοινωνίας».
Ο Ντεμίρκουμπουζ αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον παλιό τούρκο σκηνοθέτη Ζεκί Οκτέν, δίπλα στον οποίο μαθήτευσε στο ξεκίνημα της καριέρας του: «Χάρη στον Οκτέν ασχολήθηκα με τον κινηματογράφο. Με αγαπούσε και μου έδινε συμβουλές. Ενώ όμως στα τεχνικά θέματα, όπως για παράδειγμα στη χρήση του ευρυγώνιου φακού, δεν τον άκουγα. Όμως έμαθα από αυτόν την ηθική του να γυρίζεις μία ταινία και πώς να σέβεσαι τον θεατή σαν να είναι ο εαυτός σου. Όπως είναι τρομακτικό να λες ψέματα στον εαυτό σου, το ίδιο είναι να λες ψέματα στον θεατή», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Οι επιρροές από τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα από συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Καμί είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο κινηματογραφικό σύμπαν του Ντεμίρκουμπουζ. Ο ίδιος είπε για το θέμα αυτό: «Η λογοτεχνία είναι αυτό που αγαπώ πιο πολύ. Όταν ήμουν παιδί άρχισα να έχω ερωτήματα στο μυαλό μου κι αυτό μου προκαλούσε μεγάλη μοναξιά. Ήμουν παιδί γεμάτο περιέργεια, ρωτούσα πολύ κι έτσι η μοίρα μου άλλαξε. Μετά κατάλαβα ότι η οικογένεια, οι δάσκαλοι και η κοινωνία μου έλεγαν ψέματα - καλοπροαίρετα βέβαια, αλλά ψέματα. Το λέω ξεκάθαρα ότι με γέλασαν. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι έπρεπε ή να τους πιστέψω και να ξεχάσω τα οράματά μου ή να πολεμήσω τη μοναξιά μου και να προσεγγίσω την εσωτερική μου πραγματικότητα. Κανένας δεν με βοήθησε. Αυτό άλλαξε ενώ ήμουν έγκλειστος στη φυλακή του Μέτρις. Τότε κάποιος μου είπε ότι δημιουργούσα φασαρίες και ότι φερόμουν σαν ψυχοπαθής και μου έδωσε ένα βιβλίο. Ήταν το ‘Έγκλημα και Τιμωρία’. Όταν το διάβασα εξεπλάγην, γιατί με επηρέασε έντονα. Το αγάπησα και ζήτησα και δεύτερο. Και μάλιστα έζησα ένα μεγάλο σοκ γιατί αυτή τη μοναξιά που διάβαζα στο βιβλίο και για την οποία έγραφε ένας Ορθόδοξος Ρώσος εθνικιστής πριν από 150 χρόνια, τη ζούσα ανάμεσα στους θανατοποινίτες συντρόφους μου στη φυλακή. Την πραγματικότητα που δεν μπόρεσα να μοιραστώ με κανέναν την έζησα σε αυτά τα βιβλία. Στη συνέχεια ασχολήθηκα με τον κινηματογράφο, έγινα σκηνοθέτης κι έπαψε η μοναξιά που είχα ζήσει μέχρι τότε. Γνώρισα συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ κι ο Καμί. Κατάλαβα ότι, όπως λέει ο Κιαροστάμι και άλλοι δημιουργοί, η τέχνη είναι πάνω από τις γλώσσες, τις θρησκείες, πάνω απ’ όλα. Βρίσκεται γύρω από τους ανθρώπους και τους κάνει να συναντιούνται, να αναπνέουν τον ίδιο αέρα».
Μιλώντας για τις επιρροές του από το έργο μεγάλων σκηνοθετών του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο τούρκος σκηνοθέτης επισήμανε: «Σε επίπεδο σινεφίλ δεν είχα ιδιαίτερες γνώσεις για τον κινηματογράφο. Με τη δεύτερη ταινία μου, την Αθωότητα και μετά, άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον για το έργο μου και ξεκίνησαν να με καλούν σε φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης και του εξωτερικού. Τότε άρχισα να ανακαλύπτω σκηνοθέτες όπως τον Μπρεσόν, τον Κιαροστάμι και τον Κισλόφσκι. Όμως ορισμένα πράγματα τα έκανα από διαίσθηση, όπως για παράδειγμα τη χρήση της μουσικής και της κάμερας στις ταινίες μου. Δεν θυμάμαι να είχα επηρεαστεί απευθείας από το έργο άλλων δημιουργών. Όταν είδα την ταινία Η κραυγή του Αντονιόνι επηρεάστηκα πολύ από τον πόνο που είδα σε αυτήν. Ο κινηματογράφος πέρα από αισθητικό και οικονομικό θέμα είναι ένα θέμα ηθικής. Σήμερα υπάρχουν πολλοί ακόμη σκηνοθέτες και έργα που δεν γνωρίζω, όμως τα έργα που αγαπώ είναι αυτά που μου δημιουργούν την αίσθηση της ηθικής. Όταν βλέπω μία ταινία, ήδη από την αρχή της, καταλαβαίνω αν είναι μία ταινία από τον δικό μου κόσμο».
Σε ερώτηση σχετικά με την κατάσταση στην Τουρκία και ειδικότερα σε σχέση με τους καλλιτέχνες, ο Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ απάντησε ότι δεν γνωρίζει ακριβώς την κατάσταση, ωστόσο από τις συζητήσεις που γίνονται καταλαβαίνει κανείς ότι θα υπάρχουν προβλήματα και μάλιστα μεγάλα, προσθέτοντας ότι η τέχνη πρέπει να συζητείται ως κομμάτι της πραγματικότητας σε μια χώρα.
Αναφερόμενος στην ταινία του Πεπρωμένο, μια συμπαραγωγή με την Ελλάδα, η οποία ανατρέχει στο παρελθόν των χαρακτήρων του φιλμ Αθωότητα, ο τούρκος σκηνοθέτης είπε: «Όταν ήμουν 16 χρονών κι ονειρευόμουν να γίνω λογοτέχνης, είχα γράψει έναν μονόλογο που τον διάβαζα στους φίλους μου και τους έβλεπα να δακρύζουν. Όταν αργότερα θέλησα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, σκέφτηκα να γυρίσω αυτόν τον διάλογο. Όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο του Πεπρωμένου αρρώστησα βαριά και στη διάρκεια της θεραπείας που κράτησε έξι μήνες, άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό μου η πρώτη σκηνή της Αθωότητας. Η επιθυμία να γυρίσω τον διάλογο εκείνο της εφηβείας μου, δεν έφυγε από μέσα μου». Αναφερόμενος στη σχέση του με τους θεατές και τους κριτικούς, ο κ. Ντεμίρκουμπουζ είπε: «Είναι περίεργη, μοιάζει με καβγά. Αυτοί που δεν με αγαπούν έλεγαν ότι δεν θα ξανακάνω ταινία σαν την Αθωότητα κι εγώ είπα θα κάνω το Πεπρωμένο, αλλά μετά από αυτό είπαν πως δεν θα κάνω άλλη ταινία σαν αυτό, οπότε σκέφτομαι να γυρίσω ακόμη μια ταινία και να ντραπούν γι’ αυτά που λένε».
Ο Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ δηλώνει οπαδός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. «Στη φυλακή ένα από τα θέματα που συζητούσαμε ήταν η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Διάβασα τότε την Ιλιάδα του Ομήρου και τη συζητούσα με τους συγκρατούμενούς μου στη φυλακή. Με ενδιαφέρει η ελληνική λογοτεχνία, πιστεύω ότι έχουμε απίστευτα πολλά κοινά με τους Έλληνες».
Για την υποστήριξη του κινηματογράφου από την τουρκική πολιτεία ο σκηνοθέτης είπε: «Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη βοήθεια στο σινεμά την έδινε η πολιτεία. Κι αυτό το λέω ως σκηνοθέτης που πήρε τη μικρότερη βοήθεια από το κράτος. Είχα υποστήριξη μόλις στις πέντε ταινίες μου, τις υπόλοιπες έξι τις έκανα μόνος μου. Όμως δεν ξέρω τι θα συμβεί από δω και πέρα, τον τελευταίο χρόνο άρχισα να ακούω άσχημα πράγματα κι ελπίζω να μην είναι σωστά».
Για τον Ζεκί Ντεμίρκουμπουζ οι ρόλοι που καλείται να αναλάβει ως πολίτης και ως σκηνοθέτης είναι εντελώς διακριτοί. «Ο Ντοστογιέφσκι από τον οποίο επηρεάστηκα πολύ όπως σας είπα, είναι ίσως ένας από τους μεγαλύτερους ορθόδοξους χριστιανούς εθνικιστές λογοτέχνες. Ίσως μισούσε τους Τούρκους και τους μουσουλμάνους, όταν έγραφε όμως, σκεφτόταν το ηθικό χρέος του στην ανθρωπότητα. Μπόρεσε να κρίνει και να καταλάβει τον Χριστό όπως δεν τον κατάλαβε κανείς. Από την πλευρά μου, ως πολίτης έχω διαφορετικές υποχρεώσεις από τις υποχρεώσεις που έχω ως καλλιτέχνης. Θα μπορούσα να είμαι ισλαμιστής, όμως όταν παίρνω την κάμερα στα χέρια μου πρέπει να κάνω πράγματα που είναι πέρα από αυτά. Στην Τουρκία ένα έργο τέχνης μπορούν να το βλέπουν και σαν αντικείμενο προπαγάνδας», είπε ο ίδιος. Και πρόσθεσε: «Όταν ένα έργο τέχνης το χρησιμοποιούμε ως εργαλείο προπαγάνδας κανείς δεν ξέρει ποιος θα το χρησιμοποιήσει καλύτερα. Είναι ένα όπλο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε αμόρφωτος. Ως πολίτης είμαι καλός αντιπολιτευόμενος στις εξουσίες και δεν εννοώ αυτές που αλλάζουν με τον καιρό. Εξ αρχής είμαι αντίθετος σε κάθε εξουσία κι αυτό είναι ένα ηθικό θέμα. Ως καλλιτέχνης όμως, δεν μπορώ να δεχτώ μία τέτοια ευθύνη».
Αλλάζοντας κλίμα και απαντώντας σε σχετικό σχόλιο, ο τούρκος σκηνοθέτης δήλωσε οπαδός της Μπεσίκτας, λέγοντας ότι θα ήθελε να κάνει μία ταινία για την τουρκική ποδοσφαιρική ομάδα, όμως ακόμη δεν έχει βρει ένα δυνατό θέμα. Όμως το ποδόσφαιρο του δίνει χαρές και όπως αποκάλυψε: «Χτες ο ΠΑΟΚ μου χάρισε μια φανέλα της ομάδας, με την οποία είναι αδελφή ομάδα η Μπεσίκτας, κάτι που με έκανε να αισθανθώ ευτυχισμένος».
Το αφιέρωμα πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Γραφείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκικής Πρεσβείας στην Αθήνα:
Όλες οι ενότητες και η Αγορά του 57ου ΦΚΘ χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2014-2020.