Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, ο Πάνος Χ. Κούτρας παρέδωσε masterclass με τίτλο «Queer Before It Was Cool», με κεντρική θεματική την queer ταυτότητα στο σινεμά του, στο πλαίσιο της ενότητας Iconic Talks powered by Mastercard. Ο καταξιωμένος Έλληνας κινηματογραφιστής συνομίλησε με τον δημοσιογράφο Αλέξανδρο Διακοσάββα και το κοινό του Φεστιβάλ για τις άγνωστες πτυχές του έργου του, τις πολύτιμες εμπειρίες του από τα σχεδόν 25 χρόνια διαδρομής στον ελληνικό κινηματογράφο, τις queer αναπαραστάσεις στις ταινίες του, καθώς και τις επιρροές και τις αναφορές που έχουν διαμορφώσει τη σκηνοθετική του ματιά.
Αρχικά, ο Αλέξανδρος Διακοσάββας ευχαρίστησε τον Πάνο Χ. Κούτρα: «Η πρώτη φορά που είδα τη Στρέλλα, το 2009, συνέπεσε με το δικό μου coming out, σε μια εποχή όπου έννοιες όπως η ΛΟΑΤΚΙΑ+ συμπερίληψη και η ορατότητα, που είναι πλέον γνωστές, δεν ήταν καθόλου κομμάτι του δημόσιου διαλόγου. Ένιωσα για πρώτη φορά ότι αυτό το queer σύμπαν, στο οποίο ανήκα και εγώ, έχει μια πολύ παράξενη και δυνατή ομορφιά».
Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας ρώτησε αρχικά τον Πάνο Χ. Κούτρα κατά πόσο ένιωθε μοναξιά μεγαλώνοντας, ιδίως στα χρόνια της εφηβείας. «Δεν μπορώ να πω πως ήμουν μοναχικός. Είχα μια πολύ μεγάλη οικογένεια, είχα πολλούς φίλους και ήμουν φοβερά εξωστρεφές παιδί. Θα έλεγα ότι δεν ήμουν μια τυπική περίπτωση queer ανθρώπου. Ωρίμασα και άνθισα σεξουαλικά πολύ νωρίς. Η συνολική μου ταλαιπωρία σχετικά με τη σεξουαλική μου ταυτότητα δεν κράτησε πάνω από δύο μήνες. Λόγω χαρακτήρα το πήρα απόφαση γρήγορα και μπήκα αμέσως σ’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο. Σκέφτηκα: “Ας το διασκεδάσω λοιπόν!”. Και πιστέψτε με, το διασκέδασα», είπε ο Πάνος Χ. Κούτρας.
«Ωστόσο, έχω συναίσθηση ότι αποτελώ μια μεμονωμένη περίπτωση. Οι περισσότεροι δεν είχαν την ίδια τύχη. Τα περισσότερα άτομα της queer κοινότητας δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ. Οι συνθήκες και οι καταστάσεις, τουλάχιστον στη δική μας “γειτονιά”, εδώ στην Ελλάδα, έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Στο παρελθόν, από τη στιγμή που κάποιος ανακάλυπτε την ταυτότητά του, ήταν αδύνατο να το επικοινωνήσει. Και πολύ συχνά, σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα, δεν είχαμε ως σύμμαχο ούτε καν την οικογένειά μας», προσέθεσε.
Στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος Διακοσάββας τον προέτρεψε να μιλήσει για τα φοιτητικά του χρόνια στο Λονδίνο: «Ήμουν χαρούμενος που ήμουν μακριά από την οικογένειά μου και την καταπιεστική Ελλάδα, η οποία διένυε σκοτεινά χρόνια στην περίοδο μετά τη δικτατορία. Έφτασα, λοιπόν, στην Αγγλία της Μάργκαρετ Θάτσερ, σε μια χώρα που έβγαινε από μια τεράστια κρίση και όπου βασίλευε η πηχτή βρετανική μιζέρια. Ήταν, όμως, όλα τόσο συναρπαστικά στο Λονδίνο. Και ήμουν τυχερός, γιατί συνάντησα τους σωστούς ανθρώπους. Όλοι μου οι φίλοι από εκείνα τα χρόνια βρίσκονται ακόμα στη ζωή μου», ανέφερε.
Στη συνέχεια, ο Πάνος Χ. Κούτρας μίλησε για μια ακόμη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα των νεανικών του χρόνων, το Παρίσι: «Βρέθηκα στο Παρίσι σε μια συναρπαστική δεκαετία, τα λεγόμενα χρόνια του Μιτεράν στη δεκαετία του ’80, όταν αισθανόμασταν ότι ο κόσμος αλλάζει. Ένιωθα πως οι νέοι και οι διάφορες υποκουλτούρες βρήκαν χώρο και φωνή. Τα χρόνια μου στο Παρίσι ήταν ένα τεράστιο και ατελείωτο πάρτι. Δυστυχώς, το πάρτι αυτό σκοτείνιασε με την απειλή του AIDS. Ήταν, θα έλεγα, ένα πάρτι μέσα σε μια κόλαση: έχασα το 80% της παρέας μου από το AIDS. Ευτυχώς που οι νεότεροί μου δεν έζησαν κάτι ανάλογο. Με έναν τρόπο, ήταν κάτι σαν ένας άτυπος τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Νέοι άνθρωποι που πήγαιναν σε μια άνιση μάχη. Έφυγα από το Παρίσι και επέστρεψα στην Αθήνα για να γλιτώσω από αυτή την απειλή. Η απόπειρά μου για διαφυγή ήταν χιμαιρική: το AIDS άργησε, αλλά έφτασε και στην Ελλάδα. Αυτό που έχω έντονα στο μυαλό μου ως απορία είναι το εξής: πώς θα ήταν πραγματικά αυτός ο κόσμος αν δεν είχαν πεθάνει τόσο άδοξα τόσοι νέοι καλλιτέχνες».
Σχετικά με τις αναφορές του και τις πηγές της έμπνευσής του, ο Πάνος Χ. Κούτρας επισήμανε τα παρακάτω: «Ως νέος γκέι καλλιτέχνης, έψαχνα τις αναφορές μου ώστε να μπορέσω να εκφραστώ. Βρήκα πολλές από αυτές στο πρόσωπο του Άντι Γουόρχολ. Βρήκα επίσης πολλές ακόμη στο πρόσωπο του Πολ Μόρισεϊ και ειδικά στην τριλογία του, τις ταινίες Σάρκα (1968), Σκουπίδια (1970) και Κάψα (1972). Εμπνεύστηκα πολύ από το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά».
Ακολούθως, εξιστόρησε τα γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά: «Είχα πολλή όρεξη και πολύ υλικό, αλλά καθόλου χρήματα. Ήταν αδύνατον να βρω χρηματοδότηση στην Ελλάδα. Αποφάσισα λοιπόν να τη γυρίσω μόνος μου, με δικά μου έξοδα και τη βοήθεια των φίλων μου, του Ίωνα Κώνστα και της Μαριάννας Παπαγεωργίου. Μου πήρε τέσσερα χρόνια. Τα πρώτα γυρίσματα έγιναν το καλοκαίρι του 1995, συνεχίστηκαν τα Χριστούγεννα της επόμενης χρονιάς, από το 1997 μέχρι και το 1999 έκανα μοντάζ με τη βοήθεια της Ελισάβετ Χρονοπούλου, ενώ παράλληλα προσέθετα τα ειδικά εφέ. Ήμουν τυχερός που υπήρχε το στούντιο Παπάζογλου, που είχε πρόσβαση σε τεχνολογία αιχμής για την εποχή. Η ταινία πήρε πραγματικά πάρα πολύ καιρό για να ολοκληρωθεί. Ένιωθα πως η ζωή κυλάει κι εμείς μένουμε πίσω γυρίζοντας τον Μουσακά!».
«Η πρωταγωνίστρια, η Τάρα, είναι ένας άντρας ντυμένος γυναίκα. Στην ουσία, είναι ένας φόρος τιμής στην Divine από το φιλμικό σύμπαν του Τζον Γουότερς, τον οποίο επίσης αγαπώ πολύ. Στο μυαλό μου, η Τάρα είναι η νόθα Ελληνίδα κόρη της Divine. Θυμάμαι πως στην περίοδο των γυρισμάτων, συνέβαιναν συνεχώς καταστροφές στην Ελλάδα: περίοδος ξηρασίας, κατόπιν πλημμύρες και ένας μεγάλος σεισμός. Η επίθεση ενός γιγαντιαίου μουσακά ήταν σαν ένα φυσικό επόμενο αυτών των καταστροφών. Θυμάμαι ένα άρθρο στη Le Monde που έγραφε πως η ταινία μου προέβλεψε την ελληνική οικονομική κρίση. Η ταινία αγαπήθηκε τρομερά τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιαπωνία. Δυστυχώς, ποτέ δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα», ανέφερε ο Πάνος Χ. Κούτρας.
«Η ταινία μπερδεύει. Δεν καταλαβαίνεις αν ασκεί κοινωνική ή πολιτική σάτιρα. Διαπλέκει τον σοβαροφανή κόσμο με τις trash περσόνες. Για μένα ήταν μια συναρπαστική εμπειρία. Ήταν η απόπειρά μου να συνδέσω ασύνδετους κόσμους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως η ταινία, αν και δεν πήρε ποτέ διανομή, έπαιξε για μία και μόνο εβδομάδα στον Δαναό. Ήταν η τελευταία εβδομάδα της χιλιετίας, από τις 24 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 1999», προσέθεσε.
Στη συνέχεια, σχετικά με την Αληθινή ζωή, ο Πάνος Χ. Κούτρας ανέφερε: «Αφού τελείωσα τον Μουσακά, λόγω του απόηχου της ταινίας πήρα χρηματοδότηση από το ΕΚΚ για να κάνω την Αληθινή ζωή. Ήταν μια κομβική κοινωνική συγκυρία για την Ελλάδα, την εποχή που, ως πράξη αντίδρασης στις κοινωνικές ανισότητες, συσπειρωθήκαμε και δημιουργήσαμε το κίνημα που εξελίχθηκε αργότερα στο πρώτο Athens Pride το 2005. Η Αληθινή ζωή έκανε την πρεμιέρα της έναν χρόνο νωρίτερα, το φθινόπωρο του 2004. Μέσα σε εκείνη τη χρυσή χρονιά για την Ελλάδα, η Αληθινή ζωή έβαλε φωτιά στην Ακρόπολη. Η κυρία Καλλιγά, όμως, την έχτισε ακόμη καλύτερη από πριν!»
Αναφορικά με τη Στρέλλα, ο καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης δήλωσε: «Ήταν μια παλιά ιδέα που είχα με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη και θεώρησα ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να την υλοποιήσω. Ήξερα πως είναι σχεδόν αδύνατον να γυριστεί μια τέτοια ταινία στην Ελλάδα. Έπρεπε να βρω μια νεαρή τρανς που να ταιριάζει στον ρόλο. Ήμουν ανυποχώρητος σε αυτό. Το κάστινγκ μού πήρε έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά τελικά βρήκα τη Μίνα Ορφανού και ήμουν έτοιμος να κάνω την ταινία. Φυσικά και δεν πήρα χρηματοδότηση από κανέναν, αλλά έγινα παραγωγός και διανομέας του εαυτού μου. Η ταινία ταξίδεψε μέχρι το Φεστιβάλ του Βερολίνου, γεγονός που έκανε εμένα και όλη την ομάδα τρομερά χαρούμενους». Από την πλευρά του, ο Αλέξανδρος Διακοσάββας σημείωσε πως η ταινία αυτή συνέβαλε στην τρανς ορατότητα και στην αναγέννηση του νέου ελληνικού σινεμά.
Σχετικά με την επόμενή του ταινία, το Ξενία, ο Πάνος Χ. Κούτρας δήλωσε: «Νομίζω πως μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε δύσκολες ταινίες, γιατί και στο Ξενία δυσκολεύτηκα φοβερά να βρω δυο παιδιά μεταναστών από την Αλβανία. Τους έψαχνα για έναν ολόκληρο χρόνο. Όσο δύσκολο κι αν είναι όμως αυτό το σινεμά, το επιλέγω γιατί δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Γυρίζω προσωπικές ταινίες, είμαι queer και αυτό με ακολουθεί και στο σινεμά. Άλλωστε, είναι φοβερά δύσκολο να κάνεις ταινίες. Επομένως, όταν μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία, καλύτερα να πεις αυτό που πραγματικά θέλεις».
Σχετικά με την τελευταία του ταινία, το Dodo, σχολίασε σχετικά: «Είναι μια ταινία που προσεγγίζει τις μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα των τελευταίων ετών. Με την ταινία αυτή, κατάλαβα ότι ο κόσμος χωρίζεται στα δύο: σε αυτούς που ξέρουν τι είναι το dodo και σε εκείνους που δεν ξέρουν. Είναι ένα πτηνό που αφανίστηκε από τη βλακεία και την απληστία των ανθρώπων. Για να το μελετήσω, απευθύνθηκα ακόμη και σε μια ειδική ερευνήτρια-ορνιθολόγο (μου αρέσει να την ονομάζω “ντοντολόγο”). Οι άνθρωποι αφάνισαν αυτό το πτηνό χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Εγώ το πήρα και το έντυσα με τα πιο αγαπημένα μου χρώματα. Στα μάτια μου, είναι το πιο queer πτηνό!», τόνισε.
Σε ερώτηση του Αλέξανδρου Διακοσάββα για το κατά πόσο το queer αποτελεί στις μέρες μας διαβατήριο για την εμπορική επιτυχία, ο Πάνος Χ. Κούτρας ήταν κατηγορηματικός: «Όχι. Ίσως τα μέσα ενημέρωσης να έχουν αυτή την εντύπωση γιατί πρόκειται για ένα ενδιαφέρον θέμα που εξιτάρει το κοινό. Αλλά όσον αφορά την κινηματογραφική παραγωγή, που γι’ αυτήν και μόνο μπορώ να μιλήσω, σας λέω με σιγουριά ότι αυτό το ενδιαφέρον δεν μεταφράζεται σε κέρδος. Στα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, οι ταινίες ΛΟΑΤΚΙΑ+ θεματικής δεν ξεπερνούν το 10% των συμμετοχών».
Τέλος, σε ερώτηση του κοινού σχετικά με τον τρόπο που χειρίζεται τους ηθοποιούς του, απάντησε πως ο κάθε ηθοποιός αποτελεί ξεχωριστή συνθήκη και απαιτεί διαφορετική προσέγγιση. «Δεν υπάρχει συγκεκριμένος κανόνας. Από την πλευρά μου, υπάρχει βαθιά αγάπη και σεβασμός για την τέχνη του ηθοποιού, αισθήματα που μου καλλιεργήθηκαν από τα σεμινάρια του Ανδρέα Βουτσινά στο Παρίσι. Αφιερώνομαι ολοκληρωτικά στους ηθοποιούς, ανοίγοντας έναν δίαυλο επικοινωνίας μαζί τους. Εγώ φτιάχνω ταινίες χαρακτήρων και ο ηθοποιός έρχεται πάντα πρώτος», ολοκλήρωσε.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του masterclass, ο σκηνοθέτης έδωσε τον λόγο σε ηθοποιούς που έχουν πρωταγωνιστήσει σε ταινίες του, ανάμεσά τους στον Άγγελο Παπαδημητρίου, στη Μαριέλλα Σαββίδου και στον Γρηγόρη Πατρικαρέα, οι οποίοι μίλησαν ο καθένας από τη δική του πλευρά για τον τρόπο με τον οποίο ο Πάνος Χ. Κούτρας δουλεύει με τους ηθοποιούς του, αλλά και για την αγάπη με την οποία τους περιβάλλει.