Directors’ Corner: τι έγινε την Παρασκευή 13/11

61ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ||

5- 15/11/2020

 

DirectorsCorner: τι έγινε την Παρασκευή 13/11

 

Η πέμπτη και τελευταία από μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων, ανοιχτών σε όλους, με τους σκηνοθέτες των δύο διαγωνιστικών τμημάτων, του Διεθνές Διαγωνιστικό και του Meet the Neighbors, καθώς και των ελληνικών ταινιών του προγράμματος, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου, στις 17:00, στο κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.

 

Το κοινό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους σκηνοθέτες Σιαμάκ Ετεμάντι (Pari), Αγγελική Αντωνίου (Πράσινη θάλασσα), Χρήστο Νίκου (Μήλα), Βασίλη Παπαθεοχάρη (Η οδύσσεια του Βάση) και Ντάνι Ρόζενμπεργκ (Ο θάνατος του σινεμά, αλλά και του πατέρα μου). Τη συζήτηση συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ, Γιώργος Κρασσακόπουλος.

 

Τον λόγο πήρε αρχικά o Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, που χαιρέτισε τους σκηνοθέτες: «Ήταν μια δύσκολη χρονιά και ένα περίεργο Φεστιβάλ, αλλά όπως λέμε στο σύνθημά μας: “Σινεμά με κάθε τρόπο! Φεστιβάλ με κάθε τρόπο! Θεσσαλονίκη με κάθε τρόπο!”. Είμαι σίγουρος ότι αυτές τις ημέρες δώσαμε ελπίδα και φως στους ανθρώπους με καλές ταινίες. Είστε καλοδεχούμενοι στη Θεσσαλονίκη οποιαδήποτε στιγμή και την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε, ελπίζω πως θα είναι στις κινηματογραφικές αίθουσες για να αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε και να χαρούμε το καλό σινεμά».

 

Για την ταινία του, Pari, μίλησε ο Σιαμάκ Ετεμάντι: «Η ταινία μου κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες στη διάρκεια του καλοκαιριού. Πρόκειται για το πρώτο μου φιλμ και είναι η ιστορία μιας ιρανής μητέρας, της Παρί, που έρχεται στην Ελλάδα με τον άνδρα της για να επισκεφτούν τον γιο τους, ο οποίος σπουδάζει στην Αθήνα. Ο ίδιος δεν εμφανίζεται ποτέ στο αεροδρόμιο και αρχίζει μια έρευνα γεμάτη σασπένς όπου οι γονείς πασχίζουν να μάθουν τι έχει συμβεί στον γιο τους. Η γυναίκα αυτή, που είναι πολύ παραδοσιακή, αισθάνεται σαν το ψάρι έξω από το νερό και πρέπει να βρει τον δρόμο της σε μια ευρωπαϊκή μητρόπολη. Αυτή η έννοια του ψαριού έξω από το νερό πάντα με γοήτευε. Όταν έχεις έναν χαρακτήρα με τόσο δυνατή επιθυμία, είναι έτοιμος να καταστρέψει όλη τη ζωή του και να τη φτιάξει από την αρχή. Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στην πλοκή της ιστορίας».

 

Ο Χρήστος Νίκου είπε για την ταινία του, Μήλα, πως είναι το ντεμπούτο του. «Η ταινία διαδραματίζεται σε έναν κόσμο όπου η αμνησία εξαπλώνεται σαν ιός και ακολουθούμε τον κεντρικό χαρακτήρα, έναν άνδρα γύρω στα σαράντα. Εισάγεται σε ένα νοσοκομείο όπου διαγιγνώσκεται κι αυτός με Γ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽υ ιρανικον στα είκοσι lnd  me in the future. re night αμνησία. Σύμφωνα με τους γιατρούς πρέπει να ξεκινήσει θεραπεία, κάνοντας καθημερινά διάφορες δραστηριότητες προκειμένου να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις. Από εκεί και πέρα συμβαίνουν διάφορα».

 

«Η ταινία μου αφορά την ιστορία ενός πατέρα και του γιού του, ο οποίος προσπαθεί να σταματήσει τον χρόνο μέσα από το σινεμά, καθώς ο πατέρας του είναι άρρωστος και πρόκειται να πεθάνει», ανέφερε ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ για την ταινία του, Ο θάνατος του σινεμά, αλλά και του πατέρα μου.

 

Η Αγγελική Αντωνίου είπε για την ταινία της, Πράσινη θάλασσα: «Εύχομαι καλή επιτυχία σε όσους διαγωνίζονται. Είναι η δέκατη ταινία μου και αφορά, επίσης, την αμνησία. Πρόκειται για τη μεταφορά ενός μυθιστορήματος, που έχει στο επίκεντρό του μια γυναίκα που υποφέρει από αμνησία, όμως θυμάται πώς να μαγειρεύει. Βρίσκει δουλειά και φιλοξενία σε μια λαϊκή παραθαλάσσια ταβέρνα, η οποία ανήκει σε έναν μοναχικό άνδρα που δεν έχει καμιά όρεξη για ζωή. Μέσω της προσφοράς και του φαγητού της, δημιουργεί δεσμούς με τους πελάτες, οι οποίοι την αγαπούν, τη φροντίζουν και τη βοηθούν να γιατρευτεί. Είναι μια από τις πιο αισιόδοξες ταινίες που έχω κάνει. Αν και το θέμα της είναι η οικονομική κρίση, η ταινία προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να έχουμε επαφή με την πραγματική ζωή. Πάντα στις ταινίες μου ασχολούμαι με τα ίδια ζητήματα. Η πρωταγωνίστριά μου είναι μόνη, αλλά βρίσκει κατά κάποιο τρόπο μια οικογένεια».

 

Για την ταινία του, Η οδύσσεια του Βάση, μίλησε ο Βασίλης Παπαθεοχάρης: «Χαιρόμαστε που είμαστε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είναι μια ταινία δρόμου για δύο ξένους, έναν άντρα και μια γυναίκα με πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Ταξιδεύουν από την Ισπανία στην Ελλάδα και έρχονται αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα».

 

Ποια ήταν η αρχική ιδέα που τους οδήγησε να φτιάξουν την ταινία τους; Στη συγκεκριμένη ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου απάντησαν όλοι οι σκηνοθέτες. «Διάβασα στο πίσω μέρος ενός μυθιστορήματος πως μια γυναίκα με αμνησία θυμάται πώς να μαγειρεύει και αναρωτήθηκα αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Και πώς μπορώ εγώ να πω αυτή την ιστορία; Διάβασα μετά το μυθιστόρημα και το όνομα του ιδιοκτήτη της ταβέρνας είναι Ρούλα, που είναι γυναικείο όνομα στην Ελλάδα. Σκέφτηκα αμέσως πως θέλω να κάνω αυτή την ταινία με θέμα την αμνησία. Ήταν δύσκολη η προσέγγιση του θέματος. Είχα ζητήσει τη συμβολή ψυχολόγων και νευρολόγων. Όσον αφορά το τέλος της ταινίας μου δεν θέλω να δώσω κάποια λύση. Το κοινό μπορεί να το μεταφράσει όπως θέλει. Το τέλος είναι ανοιχτό», είπε η Αγγελική Αντωνίου.

 

«Δεν είχα ανάλογο πρόβλημα, γιατί η ταινία μας δεν είναι ρεαλιστική. Γνωρίζω πώς λειτουργεί η αμνησία, αλλά ήθελα να δημιουργήσω έναν δικό μου κόσμο. Πόσοι νευρολόγοι άλλωστε θα έρθουν να δουν την ταινία; Πάντα αγαπούσα τις ταινίες που δημιουργούν κόσμους διαφορετικούς από αυτούς που ζούμε. Που είναι σουρεαλιστικές και αλλάζουν τους κανόνες της κοινωνίας μας. Εμπνεύστηκα από δύο μυθιστορήματα, το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και το Περί Τυφλότητας του Ζοζέ Σαραμάγκου. Με επηρέασαν στον τρόπο που γράφω. Άρχισα να γράφω όταν προσπαθούσα να διαχειριστώ τον χαμό του πατέρα μου. Ήθελα να καταλάβω πώς μπορείς να σβήσεις μια ανάμνηση που σε πονά. Και αν εντέλει τη σβήσεις θα είσαι ο ίδιος; Διότι, σε τελική ανάλυση, είμαστε οι αναμνήσεις μας. Προσπάθησα να κάνω την ιστορία μου οικουμενική και δημιούργησα έναν κόσμο όπου η αμνησία διασπείρεται σαν ιός. Οι ταινίες που δημιουργούν κόσμους είναι αλληγορικές. Η δική μου είναι μια αλληγορία για το πώς η τεχνολογία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν επηρεάσει τη μνήμη και τη ζωή μας. Το πρόβλημα είναι πως τέτοιου είδους ταινίες είναι φουτουριστικές, στοιχείο που προσπάθησα να αποφύγω. Είναι πιο δυνατή η ιστορία όταν ακολουθείς τους κανόνες που έχει η δική σου κοινωνία. Είναι λίγο βαρετό να βλέπεις όλους τους ανθρώπους να φοράνε γκρι ενδύματα», εξήγησε ο Χρήστος Νίκου.

 

«Η εμμονή του να προσπαθώ να κρατάω τη μνήμη, ένα συναίσθημα που μου προκάλεσε και η ταινία του Χρήστου, είναι το στοιχείο και της δικής μου ταινίας. Ήθελα να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις του πατέρα μου, λίγο πριν εκείνος πεθάνει. Στην αρχή γυρνούσαμε μαζί την ταινία, αλλά μετά είχε πόνους και σταματήσαμε τα γυρίσματα. Ύστερα από μερικές εβδομάδες, πέθανε. Άρχισα να γράφω το σενάριο με βάση την εμπειρία μας. Για έναν πατέρα και έναν γιο, οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν μια ταινία μαζί. Όταν έφτασα στο μοντάζ, ένιωθα πως κάτι λείπει. Αυτό που έλειπε ήταν το αυθεντικό υλικό που είχα με τον πατέρα μου. Άρχισα, λοιπόν, να τα συνδυάζω όλα αυτά», είπε ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ.

 

Τον λόγο πήρε ο Σιαμάκ Ετεμάντι: «Όπως και στην ταινία, περίμενα και εγώ τη μητέρα μου στο αεροδρόμιο. Την λένε Παρί και είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, που μιλά πολύ λίγα αγγλικά. Κάθε φορά που έρχεται, πρέπει να πάω να την πάρω γιατί δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της. Κάποια στιγμή, η πτήση της είχε καθυστερήσει και, όσο την περίμενα, σκέφτηκα τι θα έκανε αν δεν ήμουν εκεί. Όταν τελικά ήρθε και τις είπα τις σκέψεις μου, εκείνη μου απάντησε: «θα σε είχα βρει». Το είπε με τέτοια βεβαιότητα και σκέφτηκα ποιο είναι αυτό το στοιχείο που μετατρέπεται μέσα μας σε υπερδύναμη και μας κάνει να ξεπερνούμε τους φόβους μας όταν χάνουμε κάποιον που αγαπάμε ή κάτι που έχουμε ανάγκη. Αυτό το στοιχείο μάςΓ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽υ ιρανικον στα είκοσι lnd  me in the future. re night  οδηγεί τελικά σε ένα ταξίδι που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα που συνδυάστηκε με τα δικά μου συναισθήματα, καθώς εκείνη την περίοδο είχα μια ερωτική απογοήτευση και πονούσα. Επίσης, χρησιμοποίησα ένα βιβλίο με ποιήματα για το πώς αναγεννιόμαστε όταν δεν έχουμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε. Ήταν ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων που δημιούργησαν την ταινία μου».

 

«Η ιστορία μου είναι πολύ προσωπική και ήθελα να μιλήσω για τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Ήθελα να παρουσιάσω τους ανθρώπους που κυνηγούν τα όνειρά τους, αλλά η ζωή τούς σταματά και παύουν να τα ακολουθούν. Αν ρωτήσεις ένα εξάχρονο παιδί τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, θα σου απαντήσει “αστροναύτης”. Και μετά κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις μόνο έξι αστροναύτες. Πού είναι τα υπόλοιπα παιδιά; Ο Βάση, ο πρωταγωνιστής μου, έχει κολλήσει στον χρόνο. Κοντεύει τα σαράντα και ακόμη κυνηγά τα όνειρά του. Δεν έχει καταλάβει πως ο χρόνος περνάει, ωστόσο τελικά συνειδητοποιεί ότι είναι καλύτερο να είναι με την οικογένειά του παρά να κυνηγά κάτι που μπορεί ποτέ να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα», ανέφερε ο Βασίλης Παπαθεοχάρης.

 

Στην ερώτηση του κοινού ως προς το γιατί η ταινία του είναι ασπρόμαυρη και γιατί επέλεξε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία, ο κ. Παπαθεοχάρης απάντησε: «Μια φορά στη ζωή του κάθε σκηνοθέτης θέλει να κάνει μια ασπρόμαυρη ταινία γιατί, ας μην ξεχνάμε, πως έτσι ξεκίνησε το σινεμά. Είναι μαγικό για μένα. Μερικοί από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της τελευταίας δεκαετίας έχουν κάνει ασπρόμαυρες ταινίες, όπως ο Ντέιβιντ Λιντς, του οποίου η καλύτερη ταινία για μένα είναι το The Elephant Man. Οι περισσότεροι από εμάς ξεκινήσαμε να βλέπουμε σινεμά από ασπρόμαυρες ταινίες και η μαγεία τους μας έδωσε έμπνευση. Δεν είμαι πολύ έμπειρος στο να σκηνοθετώ και ταυτόχρονα να παίζω, αλλά ήταν μια ομαδική δουλειά με ανθρώπους με τους οποίους έχω δουλέψει ξανά στο παρελθόν και οι οποίοι με βοήθησαν πολύ».

 

Σε ερώτηση εάν μετά τον θάνατο του πατέρα του, σκέφτηκε να μην ολοκληρώσει την ταινία, ο σκηνοθέτης Ντάνι Ρόζενμπεργκ απάντησε: «Έγραψα το σενάριο και το έστειλα στο βρετανικό Film Fund. Επτά ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ήρθε η απάντηση πως μου έδιναν χρήματα για να γυρίσω την ταινία. Σκέφτηκα τότε ότι δεν έχω πλέον τον πρωταγωνιστή, αλλά έχω τα χρήματα. Θα βρω, λοιπόν, έναν ηθοποιό και θα κάνω την ταινία. Όταν άρχισα τα γυρίσματα και έβλεπα τη μητέρα μου να υποδύεται τον εαυτό της, δηλαδή τη μητέρα μου, μαζί με έναν ηθοποιό στον ρόλο του πατέρα μου αυτή τη φορά, αναρωτήθηκα τι κάνω. Σταμάτησα τα γυρίσματα και έγραψα ξανά το σενάριο».

 

Σε άλλη ερώτηση του κοινού, ο Σιαμάκ Ετεμάντι, απαντώντας στο γιατί επέλεξε τα Εξάρχεια ως βασικό σκηνικό της ταινίας του, ανέφερε: «Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα έχω περάσει στην Ελλάδα. Ήρθα από το Ιράν στα είκοσί μου γιατί ήθελα να κάνω ταινίες που δεν ακολουθούσαν τους κανόνες του ιρανικού καθεστώτος. Η ταινία μου δεν έχει προβληθεί ακόμη εκεί, αλλά ελπίζω πως θα γίνει κι αυτό κάποια στιγμή. Επειδή το φιλμ έχει να κάνει με τις προσωπικές μου αναμνήσεις, επέλεξα τα Εξάρχεια γιατί ζω εκεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Πρόκειται για μια γειτονιά που γνωρίζω. Μοδάτη και παράλληλα επαναστατική. Είναι το αμφιλεγόμενο κέντρο της πόλης. Αναρχία, Πολυτεχνείο, όλα τα συμβολικά στοιχεία είναι εκεί».

 

Σε ερώτηση πώς ήταν να δουλεύει με τον Άρη Σερβετάλη, ο Χρήστος Νίκου απάντησε: «Δουλέψαμε αρχικά σε μια μικρού μήκους ταινία και αποφασίσαμε πως θέλαμε να κάνουμε και μια μεγάλου μήκους ταινία μαζί. Γράφτηκε ο ρόλος ειδικά για αυτόν. Ο Άρης είναι ένα σπουδαίο εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη γιατί η γλώσσα του σώματος και η μινιμαλιστική του προσέγγιση είναι πολύ δυνατή. Ως αναφορές, του ζήτησα να δει κάποιες ταινίες με τον Τζιμ Κάρεϊ και τον Ζακ Τατί και να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία. Το κοινό βέβαια λέει πως το μελαγχολικό του ύφος θυμίζει τον Μπάστερ Κίτον. Όταν έχεις στη διάθεσή σου ένα καλό καστ, δεν χρειάζεται να κάνεις και πολλά. Υπάρχει μια σκηνή όπου ο Άρης χορεύει. Θέλαμε αρχικά το τραγούδι Billy Jean του Μάικλ Τζάκσον, αλλά για τα δικαιώματα έπρεπε να πληρώσουμε πιο πολλά από το συνολικό μπάτζετ της ταινίας, οπότε επιλέξαμε κάτι άλλο», απάντησε ο σκηνοθέτης.

 

«Είναι τύχη στην πρώτη σου ταινία να δουλεύεις με καλούς ηθοποιούς. Αλλάζει όλο το παιχνίδι και βοηθάει πολύ το πρότζεκτ. Στο Παρί, επειδή η ηρωίδα έχει πολλά συναισθήματα, αποφασίσαμε να σπάσουμε τον ρόλο σε κομμάτια και δουλέψαμε πολύ στις πρόβες. Από τις κινήσεις μέχρι το πώς φορά τα ρούχα της», επισήμανε ο Σιαμάκ Ετεμάντι.

 

«Έχω μια διαφορετική εμπειρία. Όταν γύρισα την πρώτη μου ταινία, ήθελα να δουλέψω με ηθοποιούς που είχαν τη δική μου ηλικία. Δεν ήθελα να έχω διάσημους, το φοβόμουν αυτό. Τώρα που έχω κάνει περισσότερες ταινίες, συνειδητοποιώ πως είναι καλό και πιο εύκολο να έχεις έμπειρους ηθοποιούς. Ωστόσο, και με τους νέους και άπειρους ηθοποιούς, με το ακατέργαστο ταλέντο, μπορείς να έχεις έναν πολύ δημιουργικό τρόπο γυρισμάτων, που φέρνει μεγαλύτερη ικανοποίηση. Δημιουργείς τον δικό σου ηθοποιό. Δεν χρειάζεται να σπάσεις κάποιο στερεότυπο με κάποιον γνωστό ηθοποιό που δουλεύει με συγκεκριμένο τρόπο. Για τον ρόλο του Ρούλα, έπρεπε να βρω έναν άνδρα που δεν θα έμοιαζε με καρικατούρα. Με τον Γιάννη Τσορτέκη δημιουργήσαμε έναν ευαίσθητο και λίγο σχιζοφρενή χαρακτήρα, που δεν ήταν εύκολο ως διαδικασία», εξήγησε η Αγγελική Αντωνίου.

 

«Για την ταινία μου χρησιμοποίησα τόσο ερασιτέχνες όσο και έμπειρους ηθοποιούς. Η μητέρα μου, για παράδειγμα, που παίζει τον ρόλο της μητέρας μου, δεν καταλάβαινε ότι υποδύεται κάποιο ρόλο, απλώς της έλεγα τι να κάνει. Και είναι περίεργο γιατί τα έκανε όλα σωστά με την πρώτη λήψη. Λόγω της πανδημίας, δεν έχει δει ακόμη κανείς την ταινία μου στη χώρα καταγωγής μου, το Ισραήλ, και φοβάμαι κάπως τις αντιδράσεις γιατί είναι μια πολύ προσωπική ταινία για μένα», είπε ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ.

 

«Όπως είπα και πριν, ήθελα να κάνω μια προσωπική ταινία. Οι γονείς της ταινίας βασίζονται στους δικούς μου γονείς. Πριν τα γυρίσματα έπρεπε να κάνω ένα screen test για να δω αν μπορώ να πάρω από τους ηθοποιούς εκείνο που θέλω. Το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο», εξήγησε ο Βασίλης Παπαθεοχάρης.

 

«Τον περισσότερο καιρό οι σκηνοθέτες ταξιδεύουν με σκοπό να προωθήσουν τις ταινίες τους και είναι πολύ ωραίο να βλέπεις τις αντιδράσεις του κοινού. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, χάνεις το momentum για την επόμενη δουλειά σου. Το μόνο καλό στοιχείο της πανδημίας είναι ότι μας δίνει χρόνο να δουλέψουμε σε αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με εσάς;», ρώτησε ο Χρήστος Νίκου τους υπόλοιπους σκηνοθέτες.

 

«Συμφωνώ, αν και τουλάχιστον κάποιοι από εσάς κατάφεραν να δουν τις ταινίες τους να παίζονται. Εγώ δεν είδα ποτέ την ταινία μου με κοινό και είναι πολύ στενάχωρο. Ακυρώθηκαν όλα», ανέφερε ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ.

 

Όπως είπε η Αγγελική Αντωνίου: «Για την προηγούμενη ταινία μου ήμουν στον δρόμο για τρία χρόνια. Συναντούσα τους ίδιους ανθρώπους στα Φεστιβάλ και ήταν σαν μια μεγάλη κινηματογραφική οικογένεια για μένα. Προτιμώ, λοιπόν, να χάνω χρόνο από την επόμενη δουλειά για να συναντώ κόσμο. Σε κάθε χώρα το κοινό είναι διαφορετικό. Όπως είναι άλλωστε και το νόημα της Πράσινης θάλασσας, θέλω να μοιράζομαι».

 

«Όσον αφορά τη δική μου εμπειρία, πρόλαβα και πήγα στην Μπερλινάλε, που ήταν και το τελευταίο Φεστιβάλ πριν την πανδημία. Μαθαίνεις πολλά από τις αντιδράσεις του κοινού, το οποίο είναι διαφορετικό κάθε φορά. Αποφασίσαμε να κυκλοφορήσουμε το φιλμ στους κινηματογράφους της Ελλάδας το καλοκαίρι, καθώς ήταν ανοιχτοί. Ωστόσο, ήταν ρίσκο γιατί το θέμα της είναι μελαγχολικό και το καλοκαίρι το κοινό θέλει να βλέπει πιο χαλαρές ή κλασικές ταινίες. Ευτυχώς, η αποδοχή ήταν καλύτερη από αυτή που περίμενα. Όποτε μπορούσα τρύπωνα στα σινεμά για να βλέπω τις αντιδράσεις του κοινού. Χάνουμε πολλά τώρα», είπε ο Σιαμάκ Ετεμάντι.

 

«Αν γνωρίζατε πως αυτή η άσχημη κατάσταση θα επιστρέψει, θα κυκλοφορούσατε και πάλι τις ταινίες σας;» ρώτησε ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ. «Εξαρτάται από την ταινία. Κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ μου το καλοκαίρι και μετά από τέσσερις ημέρες τα σινεμά έκλεισαν. Πώς να το ξέραμε; Αλλά ήταν καλύτερο από το να το κρατήσουμε για εμάς. Είναι σαν να γεννάς και να θέλεις να δείξεις το παιδί σου», συμπλήρωσε η Αγγελική Αντωνίου.