61ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ||
5- 15/11/2020
Directors’ Corner: Τι έγινε την Πέμπτη 12/11
Η τέταρτη από μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων, ανοιχτών σε όλους, με τους σκηνοθέτες των ταινιών που συμμετέχουν στα δύο διαγωνιστικά τμήματα, Διεθνές Διαγωνιστικό και Meet the Neighbors, καθώς και των ελληνικών ταινιών του προγράμματος, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου, στις 17:00, στο κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.
Το κοινό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους σκηνοθέτες Τζάνις Ραφαηλίδου (Kala Azar), Γιόχαν Κάρλσεν (Ο θάνατος στους δρόμους), Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου (Ποιος, ποιος θα φαγωθεί), Ίβαν Ίκιτς (Όαση) και Νόρα Μαρτιροσιάν (Όταν κοπάσει ο άνεμος). Τη συζήτηση, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των δράσεων της Αγοράς, συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου.
Τον λόγο πήρε αρχικά η Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου, η οποία μίλησε για την ταινία της Ποιος, ποιος θα φαγωθεί: «Είναι η πρώτη μου ταινία και ασχολείται με την προσφυγική κρίση. Με το πώς είναι η σχέση μεταξύ των προσφύγων και των ανθρώπων που προσπαθούν να τους βοηθήσουν, αλλά και με τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα. Προσπάθησα επίσης να συμπεριλάβω στην ταινία μου τον μύθο του Κρόνου, για το ότι έτρωγε τα παιδιά του, όπως ακριβώς ο πόλεμος ‘τρώει’ τα παιδιά, και να τον συγκρίνω με την προσφυγική κρίση».
Η Τζάνις Ραφαηλίδου είπε για την ταινία της Kala Azar:«Συμμετέχουμε στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα και είναι η πρώτη μου ταινία. Το φιλμ γυρίστηκε στην Ελλάδα, αλλά δεν θέλει να προσδιορίσει τον τόπο. Ασχολείται μεταξύ άλλων με την αναρχία του τοπίου, με τα νεκρά ζώα που κείτονται στο έδαφος... Όλα αυτά είναι στοιχεία που προέρχονται από προσωπική μου εμπειρία και έρευνα ως καλλιτέχνις. Ωστόσο, πρόκειται για μια ταινία στην οποία θέλω να μιλήσω για τη ζωή και τον θάνατο, για τους ανθρώπους και τα ζώα. Ξεκινάει με την ιστορία ενός ζευγαριού, αλλά σταδιακά απομακρύνεται από αυτό και ασχολείται με εκείνα που δεν παρατηρούμε και προσπερνούμε. Συνήθως αυτό έχει να κάνει με τη μη ανθρώπινη ζωή. Τη ζωή που ανήκει σε άλλους. Σε σώματα που είναι διαφορετικά από τα δικά μας».
«Γράψαμε την ταινία μαζί με τη γυναίκα μου, Μάικα Μαγκί, που είναι και η παραγωγός. Πρόκειται για μια απλή ταινία, για έναν νεαρό πατέρα που δουλεύει ως αγρότης στις ΗΠΑ και έχει μείνει χωρίς δουλειά, αδυνατώντας να φροντίσει την οικογένειά του. Είναι μια γεροδεμένη ιστορία -τη φτιάξαμε με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία που είχαμε στα χέρια μας- για το πώς το σύστημα της Αμερικής αφήνει τους ανθρώπους να αποτύχουν. Κατάγομαι από τη Δανία και γνώρισα την ενδοχώρα της Αμερικής μέσω της γυναίκας μου. Πρόκειται για ένα υπαρξιακό οδοιπορικό που ψηλαφεί την καρδιά της αμερικανικής ενδοχώρας, αντιπαραβάλλοντας τις φανταχτερές υποσχέσεις του παρελθόντος με τη σκληρή πραγματικότητα», ανέφερε ο Γιόχαν Κάρλσεν, για την ταινία του Ο θάνατος στους δρόμους.
Για την ταινία της, Όταν κοπάσει ο άνεμος, μίλησε στη συνέχεια η Νόρα Μαρτιροσιάν: «Είναι μια συμπαραγωγή μεταξύ Γαλλίας, Αρμενίας και Βελγίου. Το φιλμ γυρίστηκε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2018 και ο λόγος για να κάνω αυτή την ταινία, η οποία είναι και η πρώτη μου, ήταν η γνωριμία με αυτό το μέρος που διαθέτει μεν όλες τις υποδομές, δίχως ωστόσο διεθνή νομιμοποίηση. Η ταινία αφορά την ελπίδα για αναγνώριση. Ο πόλεμος μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, που ξεκίνησε πριν 48 ημέρες, έληξε πριν λίγες ημέρες με ήττα του στρατού της Αρμενίας, οπότε είναι μια ιδιαίτερη στιγμή για να δείξω αυτή την ταινία, που μιλά για την ειρήνη και την ελπίδα. Χαίρομαι που το φιλμ υπάρχει, γιατί ίσως η χώρα πάψει να υπάρχει. Το επίκεντρο της ταινίας είναι το αεροδρόμιο, όπου ένας γάλλος τεχνοκράτης αναλαμβάνει να εκτιμήσει κατά πόσο είναι εφικτή η επαναλειτουργία του στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Παράλληλα, είναι και η ιστορία ενός αγοριού που τριγυρνά τη χώρα κουβαλώντας τεράστια μπουκάλια με νερό, τα οποία και πουλά σαν να ήταν μαγικό νερό. Οι άνθρωποι τον πιστεύουν. Εκεί είναι και το νόημα της ταινίας μου, που δείχνει πως η ελπίδα μπορεί να ξεπεράσει την πραγματικότητα».
«Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία μου και διαγωνίζεται στο τμήμα Meet the Neighbors. Ασχολείται με τη φιλία ανάμεσα σε δύο κορίτσια, που δοκιμάζεται όταν ερωτεύονται αμφότερες ένα αγόρι, που είναι και αυτός τρόφιμος στο ίδιο ίδρυμα για άτομα με νοητικές δυσκολίες. Η ταινία γυρίστηκε με πραγματικούς τρόφιμους, οι οποίοι δεν παίζουν τον εαυτό τους, αλλά την επινοημένη ιστορία του σεναρίου. Είναι μια ιστορία αγάπης, αινιγματική και παθιασμένη», εξήγησε ο Ίβαν Ίκιτς για την ταινία του, Όαση.
«Οι ταινίες σας αφορούν τις φωνές των άλλων. Εκείνων που δεν μπορούν να ακουστούν. Είτε είναι τα ζώα, είτε οι τρόφιμοι ενός ιδρύματος, είτε οι άνεργοι, είτε οι πρόσφυγες…», επισήμανε η συντονίστρια της συζήτησης Έλενα Χρηστοπούλου, ζητώντας από τους σκηνοθέτες να απαντήσουν στο ερώτημα με ποιο κομμάτι του εαυτού τους συνδέεται η ταινία τους.
Σύμφωνα με τον Ίβαν Ίκιτς, «την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το ίδρυμα, πριν δεκαπέντε χρόνια, διαπίστωσα πως πρόκειται για έναν κλειστό κόσμο πολύ μακριά από την κοινωνία. Ήταν κάτι σαν ισόβια δίχως την ποινή. Δεν υπάρχει καμία προοπτική ότι θα φύγεις. Αυτό το συναίσθημα του εγκλωβισμού με έκανε να περάσω περισσότερο χρόνο εκεί και να μάθω τις ιστορίες τους. Γύρισα αρχικά ένα ντοκιμαντέρ. Μετά από χρόνια, έγραψα το σενάριο και επέστρεψα για να γυρίσω και την ταινία. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, είχα τα ίδια συναισθήματα του εγκλωβισμού γιατί συναντούσα τους ίδιους ανθρώπους, οι οποίοι πριν δεκαπέντε χρόνια ήταν έφηβοι. Εμπνεύστηκα από την ιδέα του να εκτίεις ισόβια δίχως να έχεις διαπράξει κάποιο έγκλημα και αναρωτήθηκα σε ποιες στιγμές στη ζωή μας μπορεί να αισθανόμαστε έτσι. Η ταινία γυρίστηκε πέρσι οπότε δεν θα μπορούσα να μαντέψω ότι όλη η ανθρωπότητα θα βίωνε, όπως οι χαρακτήρες του φιλμ, το ίδιο συναίσθημα του εγκλωβισμού, καθώς πλέον δεν μπορούμε να βγούμε από το σπίτι. Το ίδιο νομίζω συμβαίνει και με την ταινία της Νόρα και με τον πόλεμο που προέκυψε».
Τον λόγο πήρε η Νόρα Μαρτιροσιάν, η οποία δήλωσε: «Μου πήρε έντεκα χρόνια η δημιουργία της ταινίας. Καταλαβαίνοντας και αγαπώντας τους ανθρώπους εκεί, αποφάσισα πως αυτό το φιλμ έπρεπε να γυριστεί γιατί σκέφτηκα πως πρέπει να δώσω φωνή σε όσους δεν μπορούν να ακουστούν. Ήθελα να πάει η ταινία στα Φεστιβάλ. Μπορεί η χώρα να μην υπάρχει πολιτικά, μπορεί όμως να υπάρχει κινηματογραφικά. Ίσως ακούγεται εγωιστικό, αλλά ήταν για μένα κάτι σαν αποστολή να φτιάξω την ταινία. Αγωνίστηκα με τις επιτροπές στη Γαλλία και το Eurimages, για να βρω τη χρηματοδότηση που χρειαζόμουν και έπειτα αγωνίστηκα για τα γυρίσματα, καθώς ο κύριος χαρακτήρας της ταινίας μου είναι η χώρα και ήθελα να γυρίσω εκεί την ταινία. Ολοκληρώθηκε το φιλμ και ένα μήνα πριν ξεκινήσει την πορεία του άρχισε ο πόλεμος, οπότε δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Πριν λίγες ημέρες τελείωσε ο πόλεμος και ενώ μπορώ να σας μιλήσω για την ιστορία της ταινίας μου και για το τι ήθελα να κάνω, είμαι τώρα αυτή που δεν έχει φωνή, καθώς πρέπει να μάθω και πάλι πώς να διαχειριστώ την ταινία μου».
Στη συνέχεια, η Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου, ανέφερε: «η ταινία μου δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με όσους δεν έχουν φωνή. Οι πρόσφυγες μιλάνε, τα ζώα μιλάνε με τον δικό τους τρόπο, αλλά νομίζω ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας επιλέγει να μην ακούει. Στην ταινία μου δεν παρουσιάζω τα πράγματα από την πλευρά των προσφύγων, αλλά από τη δική μας. Υπάρχουν δύο χαρακτήρες στην ταινία. Ο ένας που νοιάζεται για τους πρόσφυγες και ο άλλος που θέλει πλέον να απέχει. Έκανα αυτή την ταινία γιατί στη ζωή μου, μετά το 2016, αποφάσισα να είμαι το πρώτο άτομο, εκείνο που βοηθά και είναι εκεί όταν μπορεί».
«Σκέφτομαι όλη αυτή την ώρα τα όσα λέτε για εκείνους που δεν έχουν φωνή, και όσον αφορά το Kala Azar, είναι μια ταινία που δημιούργησε έναν κόσμο όπου δεν χρειάζεσαι τη γλώσσα σε καμία μορφή, δεν είναι λογοκεντρικός. Έχουμε λέξεις, αλλά δεν προσθέτουν κάτι στην αφήγηση, είναι εκεί ως ήχοι, ως κινήσεις των χαρακτήρων, ως δράσεις. Φυσικά, οι ήχοι της φύσης κυριαρχούν. Δεν ήθελα η ταινία μου να είναι διδακτική στην προσπάθειά μου να περιγράψω ένα τοπίο, την ιστορία ενός τοπίου ή τα σώματα μέσα στο τοπίο. Για μένα αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από την κινηματογράφηση και την παρατήρηση», εξήγησε η Τζάνις Ραφαηλίδου.
Ο Γιόχαν Κάρλσεν είπε από την πλευρά του: «Ήθελα και εγώ να δείξω στην ταινία μου όλα εκείνα τα αόρατα πράγματα γύρω από τους χαρακτήρες μου. Η κάμερά μου στοχεύει στους χαρακτήρες και στοχεύει στο πιο θορυβώδες έθνος του πλανήτη. Γιατί έκανα μια ταινία εκεί; Γιατί αγαπώ τους χαρακτήρες μου. Ο κεντρικός χαρακτήρας μου κάνει το λάθος να αρνηθεί την οποιαδήποτε βοήθεια. Δεν γύρισα αυτή την ταινία για να ευχαριστήσω ή να δυσαρεστήσω κάποιους ανθρώπους. Θέλω πολύ να τη δείξω και στους ανθρώπους της Αμερικής, στους Ρεπουμπλικάνους, όλους αυτούς που διακωμωδούμε γιατί είναι ένα φιλμ για αυτούς. Τους δίνουμε ένα κομμάτι βίας με αγάπη, γιατί αγαπώ τα πράγματα που δεν βγάζουν νόημα. Θέλω να πηγαίνω στο σινεμά και να βλέπω πράγματα που δεν ζήτησα, που δεν χρειάζεται να μου είναι αρεστά. Στην Αμερική, ακόμη και μια κακή ταινία βρίσκει τον δρόμο της δίχως να πάρει άδεια από κανέναν. Στην Ευρώπη, πρέπει να ρωτήσουμε πολλές επιτροπές. Όσα είπε η Νόρα για τον αγώνα που έκανε για την ταινία της, για να βρει χρηματοδότηση κτλ., είναι μια άσχημη εμπειρία, αλλά είναι θαύμα να επιβιώνει τελικά το φιλμ μέσα από όλα αυτά».
H Νόρα Μαρτιροσιάν ρώτησε στη συνέχεια τον Ίβαν Ίκιτς για το πώς αποφάσισε να γυρίσει την ταινία του μέσα σε ένα ίδρυμα. «Πήγα εκεί κατά τύχη και γύρισα ξανά μετά από χρόνια. Η κοινωνία, ενώ λύνει διάφορα προβλήματα, δεν ξέρει τι να κάνει με τα άτομα με νοητικές δυσκολίες. Οι ίδιοι σπάνε τους κανόνες για το τι είναι κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι, και από αυτό εμπνεύστηκα όταν πήγα για πρώτη φορά εκεί. Έγινα φίλος μαζί τους, γιατί είναι πάντα ειλικρινείς και με άφησαν να μπω στο κόσμο τους. Η ταινία είναι γυρισμένη από τη δική τους οπτική», ανέφερε ο σκηνοθέτης.
«Νομίζω όταν φτιάχνεις μια ταινία για ανθρώπους που είναι στο περιθώριο της κοινωνίας, είτε είναι πρόσφυγες, είτε είναι όσοι ψηφίζουν τους Ρεπουμπλικάνους, είτε άτομα με νοητικές δυσκολίες, υπάρχει μια σημαντική ηθική ερώτηση για το πού στέκεσαι εσύ. Παίζεις με τους κανόνες τους ή με τους κανόνες της κοινωνίας;», αναρωτήθηκε η Νόρα Μαρτιροσιάν. Σύμφωνα με τον Γιόχαν Κάρλσεν, «στο δικό μου φιλμ υπάρχει η δική μου προοπτική. Δεν είναι εύκολο να φτιάχνεις ταινίες σε μια άλλη χώρα, γι’ αυτό προτιμώ να κρατάω τα πράγματα απλά».
Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το αν θεωρεί σουρεαλιστικές τις σκηνές της ταινίας της που εκτυλίσσονται στα γαλλικά και στα γερμανικά, η Ελπινίκη Βουτσά-Ρεντζεποπούλου, απάντησε πως «υπάρχουν κάποιες σκηνές στην ταινία μου που είναι στα γαλλικά και στα γερμανικά και πιστεύω πως είναι σουρεαλιστικές γιατί ό,τι συμβαίνει σε αυτές τις σκηνές είναι εντελώς διαφορετικό από την υπόλοιπη ταινία. Ωστόσο, οι διάλογοί τους για μένα είναι οι πιο ρεαλιστικοί της ταινίας, και έχουν να κάνουν με το πώς η γαλλική κυβέρνηση συμπεριφέρεται στις άλλες χώρες και με το ποια είναι η άποψη της γερμανικής κυβέρνησης σε σχέση με το προσφυγικό ζήτημα. Αποτυπώνονται κάπως χιουμοριστικά αυτές οι σκηνές για να είναι πιο κατανοητές».
Υπάρχει στην ταινία σας παραλληλισμός με την περίοδο εξουσίας του Ντόναλντ Τραμπ στην Αμερική; «Ναι, παρότι αποφεύγουμε να πούμε το όνομά του, είναι παντού. Ωστόσο δεν έχει να κάνει με τον Τραμπ, είναι κάτι πιο θεμελιώδες. Στην Αμερική έχουν την επιφανειακή εντύπωση μια χώρας που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Αυτό το βρίσκω εξαιρετικά όμορφο και δεν είμαι αισιόδοξος πως ο νέος πρόεδρος θα φέρει την αλλαγή».
Οι συζητήσεις του Directors’ Corner πραγματοποιούνται στα αγγλικά και η τελευταία πραγματοποιείται στις 17:00 το απόγευμα της Παρασκευής 13 Νοεμβρίου, μέσα από το κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.
Συντονιστείτε εδώ: https://www.facebook.com/events/387052425668755/