60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ || 31/10-10/11/2019
Masterclass Γιώργου Αρβανίτη
Ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας και πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Αρβανίτης, έδωσε ανοιχτό masterclass στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, μιλώντας για τη διεθνή καριέρα του και τις συνεργασίες του με σπουδαίους σκηνοθέτες του ευρωπαϊκού σινεμά. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθυντής φωτογραφίας, Γιώργος Φρέντζος.
Ξεκινώντας την κουβέντα, ο κ. Φρέντζος ευχαρίστησε το Φεστιβάλ, αλλά και τον κ. Αρβανίτη «έναν κινηματογραφιστή με Κ κεφαλαίο», όπως επεσήμανε. Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στη ζωή του κ. Αρβανίτη αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια (γεννήθηκε το 1941 στη Φθιώτιδα), τη σχέση του με τον αντάρτη πατέρα και την πολιτική κρατούμενη μητέρα του τα χρόνια του Εμφυλίου, το μεγάλωμά του στη Νέα Πεντέλη και τις μικρές δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει (εργάστηκε σε γαλακτοπωλείο, αλλά και ως σερβιτόρος) μέχρι να αρχίσει να εργάζεται εμπειρικά σε ταινίες της Finos Films, στην αρχή ως τεχνικός και στη συνέχεια ως κινηματογραφιστής. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε η μεγάλη και σημαντικότατη συνεργασία του με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, με την Αναπαράσταση το 1970 αλλά και ταινίες όπως Το λιβάδι που δακρύζει, Ο μελισσοκόμος και Μια αιωνιότητα και μία μέρα. Το 1989 αποφασίζει να φύγει στη Γαλλία, όπου και συμμετέχει σε 44 ταινίες, παραμένοντας ενεργός έως σήμερα με 111 ταινίες στο ενεργητικό του.
Παίρνοντας τον λόγο, ο κ. Αρβανίτης δήλωσε ότι φέτος μαζί με το Φεστιβάλ γιορτάζει και ο ίδιος, γιατί η ενασχόλησή του με το σινεμά ξεκίνησε περίπου το 1959. «Ήταν δύσκολα τα χρόνια και ποτέ μου δεν πήγα σε κάποια κινηματογραφική σχολή, αλλά τελικά τα κατάφερα. Είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με πολύ σημαντικούς ανθρώπους που με βοήθησαν πολύ. Στην πρώτη περίοδο της καριέρας μου, δουλεύοντας για τον Φίνο, είχα πέσει κυριολεκτικά μέσα στη λάμψη, στα φτερά και τα πούπουλα και στις τεράστιες βλεφαρίδες της Αλίκης! Την πρωταγωνίστρια έπρεπε να τη φωτογραφίζω φανταχτερή, και όχι όπως εγώ ήθελα. Μόνο σε κάποιες άλλες μικρές σκηνές, προσπαθούσα να δώσω το προσωπικό μου ύφος. Το μεγάλο βέβαια σοκ ήρθε όταν ξεκίνησα τη συνεργασία μου με τον Αγγελόπουλο. Θυμάμαι τότε ότι, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Μέρες του ’36, έπρεπε ταυτόχρονα να γυρίσω και μία ταινία στην Finos με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Όταν έφτασα στα γυρίσματα είδα ότι όλο το ντεκόρ, τα χρώματα αλλά και το φόρεμα της Ρένας ήταν καταπράσινα. Εκεί είναι που είπα, δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό, θα φύγω, και ας πεινάσω. Τελικά έκανα καλά. Δούλεψα με πάρα πολλούς ανθρώπους και κάποια στιγμή, όταν το ελληνικό σινεμά άρχισε να περνάει μεγάλη κρίση, αποφάσισα να φύγω. Δεν ήθελα να γυρίζω διαφημίσεις. Έτσι έπεσα στη μεγάλη αρένα του εξωτερικού, αλλά στάθηκα τυχερός», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
Κατόπιν, όταν του ζητήθηκε να δώσει συμβουλές σε νέους καλλιτέχνες, απάντησε ότι εξαρτάται σε ποιον θα απευθύνεται αυτή η συμβουλή. Για τους ηθοποιούς σημείωσε ότι χρειάζεται τεράστια προσοχή στη δουλειά τους. Ενώ στο θεατρικό σανίδι ένας ηθοποιός μπορεί τη μια μέρα να είναι καλύτερος από κάποια άλλη, στο σινεμά είναι διαφορετικά. Πρέπει να είναι κανείς τέλειος. Για τους διευθυντές φωτογραφίας είχε να πει πως πρέπει να συνεργάζονται όσο περισσότερο μπορούν με τον σκηνοθέτη για «να κάνουν εικόνες το όνειρό του. Τα σωστά φώτα κάνουν τελικά και τη σωστή φωτογραφία. Αυτό χρειάζεται καθημερινή προσπάθεια, αλλά αυτή είναι και η δουλειά μας στο κάτω κάτω. Να σμιλεύουμε το φως». Αφού επέμεινε στο γεγονός ότι ο στόχος είναι η χρησιμοποίηση όλων των διαθέσιμων τεχνικών στην υπηρεσία του αισθητικού αποτελέσματος, πρόσθεσε ότι η δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας είναι να στέκεται δίπλα στον σκηνοθέτη και να καταλαβαίνει οποιαδήποτε στιγμή τι ακριβώς θέλει. Χαρακτήρισε δε τον δημιουργό ως διευθυντή μιας ορχήστρας και τον κινηματογραφιστή ως ένα από τα πρώτα βιολιά. «Βέβαια, οι σχέσεις πολλές φορές είναι τεταμένες. Οι σκηνοθέτες φοβούνται μην τους καπελώσουμε. Εξάλλου, ποια η διαφορά ανάμεσα στο Θεό και τον σκηνοθέτη; Ο Θεός ποτέ δεν δήλωσε ότι είναι σκηνοθέτης!» αστειεύτηκε.
Ερωτηθείς για το αν τα χρήματα είναι αυτά που κάνουν μια ταινία καλή, ο κ. Αρβανίτης απάντησε ότι αυτό δεν ισχύει πάντοτε, γιατί υπάρχουν εξαιρετικές ταινίες με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, αναφέροντας το παράδειγμα της ταινίας Σε λάθος χρόνο του Στίβεν Νάιτ. «Για να κάνεις μια καλή ταινία, χρειάζεσαι 3 πράγματα: ένα καλό σενάριο, ένα καλό σενάριο και ένα καλό σενάριο», δήλωσε με νόημα. Στη συνέχεια, μεταφέροντας τη συζήτηση στη νέα τεχνολογία και την ψηφιακή κινηματογράφηση, τόνισε ότι κατά τη γνώμη του δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Ο σκηνοθέτης δεν διδάσκει στους ηθοποιούς να κινούνται διαφορετικά, έτσι και ο διευθυντής φωτογραφίας δουλεύει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που δούλευε και στο παρελθόν. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι υπάρχει ανάγκη για προσαρμογή στις επιταγές της ψηφιακής εποχής. «Τώρα όλοι οι νέοι βλέπουν ταινίες στα κινητά τους τηλέφωνα. Υπάρχει κάποια πρόοδος. Ο κλασσικός κινηματογράφος, με την έννοια των γυρισμάτων σε φιλμ, έχει αρχίσει να παίρνει πια μία θέση στην κοινή συνείδηση σαν αυτή της όπερας», πρόσθεσε.
Αφού ρωτήθηκε για ακόμη μια φορά, ποια θα ήταν η μία μικρή και μοναδική συμβουλή που θα έδινε σε έναν σκηνοθέτη που γυρνά την πρώτη του ταινία και απάντησε ότι αυτή θα ήταν να επιμελείται και να αγαπά κάθε πλάνο του σαν να είναι το τελευταίο πλάνο του κόσμου, ξεκίνησε να προβάλει μια σειρά από τέσσερα μικρά βίντεο και να σχολιάζει τις αισθητικές αλλά και τεχνικές του επιλογές. Τα βίντεο επιλέχθηκαν από τις ταινίες Total Eclipse, Fanny Lye Deliver'd, A Crime και Blind Sun. Εξήγησε την τεράστια διαφορά του φυσικού φωτός σε σχέση με το τεχνητό και τους προβολείς, λέγοντας ότι υπάρχουν τρόποι να τιθασεύσεις το φυσικό φως αλλά σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεσαι ακόμη καλύτερη συνεργασία με τον σκηνοθέτη και επεσήμανε ότι, ειδικά στο τρίτο βίντεο της σειράς, δούλεψε ιδιαίτερα με τις αντανακλάσεις. Αναφέρθηκε επίσης στην τεράστια εκτίμηση που είχε στον Ντίνο Κατσουρίδη, χαρακτηρίζοντάς τον «δάσκαλο», ενώ πρόσθεσε ότι σχεδόν σε όλα του τα φιλμ έκανε και εικονοληψία. «Δουλεύω σε αυτό που λέμε φτωχό κινηματογράφο. Δεν υπάρχουν πολλές πολυτέλειες. Αγαπώ πολύ τους παλιούς φακούς. Νιώθω ότι μπορώ να γυρίσω τα πάντα με αυτούς», συμπλήρωσε.
Φτάνοντας στο τέλος της κουβέντας, ο 78χρονος διευθυντής φωτογραφίας δήλωσε ότι ακόμη έχει άγχος όταν μια ταινία του βγει στις αίθουσες. «Κάθε μία ταινία είναι ξεχωριστή, είναι μια νέα πρόκληση. Εντυπωσιάζομαι ακόμη από τις δυνατότητες του φωτός και της σκιάς, από τα χρώματα. Η ουσία είναι ότι εμείς οι τεχνικοί ή καλύτερα εμείς που κυμαινόμαστε κάπου ανάμεσα στον τεχνικό και τον καλλιτέχνη, πρέπει να χρησιμοποιούμε όλες τις διαθέσιμες τεχνικές και στρατηγικές για να υπηρετήσουμε πιστά την αισθητική και το συναίσθημα. Το αισθητικό λοιπόν, και όχι το τεχνικό αποτέλεσμα», ολοκλήρωσε καταχειροκροτούμενος.