14ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Κόρη / Μισή Επανάσταση / Καλότυχος γιος)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΚΟΡΗ / ΜΙΣΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ/ ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ ΓΙΟΣ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν τη Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαρία Πας Γκονσάλες (Κόρη), Καρίμ Ελ Χακίμ (Μισή Επανάσταση) και Τόνι Ασημακόπουλος (Καλότυχος γιος), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.

Στην ταινία Κόρη η Μαρία Πας Γκονσάλες αποτυπώνει την προσωπική της ιστορία, κατά την οποία μαζί με τη μητέρα της διασχίζουν τη Χιλή αναζητώντας ένα συγγενή που δεν γνωρίζουν. Η σκηνοθέτιδα εξήγησε σχετικά: «Ως ένα σημείο το να παρουσιάσεις μια προσωπική ιστορία είναι αρκετά περίπλοκο. Ωστόσο, προσπάθησα να ξεπεράσω το προσωπικό στοιχείο και να δημιουργήσω μια αφήγηση η οποία τελικά είναι παγκόσμια. Έπρεπε να φτάσω σε εκείνο το σημείο όπου αυτό που θα παρουσιάσω να είναι κάτι περισσότερο από τη δική μου ιστορία, και αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι». Αναφερόμενη στο διπλό της ρόλο, δηλαδή μπροστά και πίσω από την κάμερα, η δημιουργός σχολίασε: «Είναι περίπλοκο να είσαι ο βασικός χαρακτήρας και αυτός που σκηνοθετεί. Η βασική δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να ξεχωρίσεις τους δύο ρόλους, από τη μια τον ήρωα και από την άλλη τις σκηνοθετικές οδηγίες που θέλεις να δώσεις στον ίδιο το χαρακτήρα. Πρόκειται για μια δύσκολη ‘’μάχη’’ και έγκειται στην κατανόηση των δύο ιδιοτήτων. Οφείλεις να ξεπεράσεις τη μυθοπλασία για να την παραλληλίσεις με τα παρασκήνια της διαδικασίας. Αυτό που προσπάθησα να κάνω γενικότερα, πάντως, ήταν να μετατρέψω την ταινία σε μια εμβάθυνση στο γενικότερο θέμα της αναζήτησης της καταγωγής μας». Σχολιάζοντας τις συγκεκριμένες σκηνοθετικές επιλογές της, η ίδια εξήγησε: «Ενώ προέκυπταν όλα αυτά τα δύσκολα συναισθήματα σε προσωπικό επίπεδο σε σχέση με τη μητέρα μου, δεν επέλεξα να χρησιμοποιήσω ούτε voice over ούτε συνεντεύξεις μέσα στην ταινία, κάτι που έκανε τη διαδικασία ακόμη πιο έντονη».

Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Καρίμ Αλ Χακίμ, ο οποίος μαζί με τον Ομάρ Σαργκαουΐ σκηνοθέτησαν το ντοκιμαντέρ Μισή επανάσταση, όπου καταγράφουν την καθημερινότητά τους όπως τη βίωσαν στην έκρηξη της αιγυπτιακής επανάστασης. Σχετικά με το αρχικό κίνητρο των δυο σκηνοθετών, ο κ. Χακίμ υπογράμμισε ότι η ταινία προέκυψε σχεδόν τυχαία. «Αρχικά, θέλαμε να βγούμε στο δρόμο, να αποτυπώσουμε τι συμβαίνει και ίσως ενδόμυχα να τραβήξουμε υλικό που δεν μπορούσαν να βρουν οι δημοσιογράφοι και έπειτα να το ανεβάσουμε στο διαδίκτυο. Όταν η πρόσβαση στο διαδίκτυο διακόπηκε, αυτός ο σκοπός χάθηκε. Έτσι, συνεχίσαμε να μαγνητοσκοπούμε ανώνυμους ανθρώπους στο δρόμο, καθώς και συζητήσεις με την οικογένεια και τους φίλους μας». Ο σκηνοθέτης παρατήρησε ως προς τη διαμόρφωση της αφήγησης ότι ενώ κινηματογραφούσε τι συμβαίνει γύρω του, σύντομα συνειδητοποίησε πως έπρεπε να συνυφάνει αυτές τις διαφορετικές ιστορίες, δηλαδή την οικογενειακή ζωή και τη δημόσια. «Έξω γίνονταν μάχες. Δεν είχαμε πρακτικά την πολυτέλεια να αναζητήσουμε χαρακτήρες πέρα από τον εαυτό μας», υπογράμμισε ο κ. Χακίμ. Και πρόσθεσε: «Προσπαθούσα να παρακολουθώ τις ανθρώπινες αντιδράσεις, την αμφιθυμία, τα συναισθήματα στο σπίτι μου και στο δρόμο, αλλά δεν είχαμε πλήρη εικόνα του πράγματος μέχρι να συγκεντρώσουμε είκοσι με τριάντα ώρες υλικού. Η ταινία προέκυψε στο μοντάζ, όπου έπρεπε να βρούμε πως συσχετίζονται οι πιο σημαντικές σκηνές στο σπίτι και στο δρόμο». Ο σκηνοθέτης δήλωσε αισιόδοξος για το μέλλον της Αιγύπτου, καθώς, όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι και η χώρα έχουν αλλάξει ριζικά. Όσον αφορά στον τίτλο της ταινίας, ο ίδιος παρατήρησε: «Ο τίτλος υπονοεί ότι η επανάσταση δεν έχει τελειώσει. Ο Μουμπάρακ έπεσε, αλλά το καθεστώς είναι εκεί. Κατά μια έννοια, ο τίτλος δείχνει στο δυτικό κοινό ότι η επανάσταση δεν έχει τελειώσει, σε αντίθεση με τον τρόπο που παρουσιάζουν το θέμα τα δυτικά ΜΜΕ. Προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τη Δύση και να δείξουμε την ανάγκη να υποστηριχτούν οι μεταρρυθμίσεις, να ανοίξουμε ένα διάλογο για τη σχέση της Δύσης με την Αίγυπτο». Επιπλέον, κατά την άποψη του σκηνοθέτη «οι ξένες παρεμβάσεις δημιούργησαν κατά μια έννοια τον Μουμπάρακ και είναι συνυπεύθυνες. Νομίζω ότι χρειάζεται να προχωρήσουμε και να σκεφτούμε σε βάθος για τις σχέσεις της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, η οποία πρέπει να αλλάξει».

Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Τόνι Ασημακόπουλος, η ταινία Καλότυχος γιος του οποίου αποτυπώνει την ιστορία της οικογένειάς του και είναι αφιερωμένη στους γονείς του. Μιλώντας για την απόφασή του να μοιραστεί κάτι τόσο προσωπικό, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Αρχική μου πρόθεση ήταν να τιμήσω κατά μια έννοια τους γονείς μου για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τον εθισμό μου στα ναρκωτικά, πριν από αρκετά χρόνια. Ήθελα να διηγηθώ αυτή την ιστορία και να τελειώνω, ωστόσο όταν ξεκίνησα να μαγνητοσκοπώ, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να είμαι και εγώ μέσα σε όλο αυτό, ότι δεν μπορούσα απλώς να είμαι αυτός που τους κάνει τις ερωτήσεις. Έτσι προέκυψε μια ταινία για τους τρεις μας και στη συνέχεια, καθώς το ντοκιμαντέρ εξελισσόταν και εγώ επρόκειτο να παντρευτώ, άλλαξε λίγο η ιστορία και μετατοπίστηκε και στο πώς η σχέση μου με τους γονείς μου επηρέαζε και τη σχέση μου με την αρραβωνιαστικιά μου». Ο κ. Ασημακόπουλος σχολίασε επίσης: «Υπήρξε μια δύσκολη μετάβαση από ένα ντοκιμαντέρ για το παρελθόν σε ένα είδους οικογενειακό δράμα - τραγωδία. Η ταινία διαθέτει δύο κυρίαρχα στοιχεία: το ιστορικό σκέλος, με συνεντεύξεις για το παρελθόν, και το οικογενειακό δράμα, που ξετυλίγεται με άξονα στον γάμο μου». Αναφερόμενος στον αντίκτυπο που είχε η ταινία στη ζωή του, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε: «Η διαδικασία αυτή με έφερε πιο κοντά στην οικογένειά μου και τον εαυτό μου. Οι γονείς μου, σαν καλοί Έλληνες γονείς, έκαναν τα πάντα για να με στηρίξουν στη δημιουργία της ταινίας που ήθελα και επίσης πίστευαν πως θα βοηθούσε αν έβλεπαν και άλλοι τον τρόπο που αντιμετώπισαν την κατάσταση». Ωστόσο, ο κ. Ασημακόπουλος δεν παρέλειψε να τονίσει ότι αυτή η διαδικασία ήταν περισσότερο δύσκολη για τη σύζυγό του: «Η Νάταλι υπέφερε περισσότερο από όλους, καθώς επί δύο χρόνια ήμουν με την κάμερα στο χέρι, μαγνητοφωνούσα τηλεφωνήματα, ήταν μια τρέλα. Η σχέση μας δοκιμάστηκε». Κλείνοντας, ο σκηνοθέτης συμπλήρωσε: «Την πρώτη φορά που είδα την ταινία μου σε αίθουσα ήταν στην πρεμιέρα. Αρχικά ανησυχούσα για τις αντιδράσεις των γονιών μου και των δικών μου που ήταν εκεί, όμως χάρηκα και ανακουφίστηκα όταν είδα ότι την απολάμβαναν. Στη συνέχεια, την παρακολούθησα πολλές φορές με κριτική ματιά και - το κυριότερο - είδα τις αντιδράσεις του κοινού και τα συναισθήματα που προκαλούσε. Αυτό με βοήθησε να προχωρήσω».

Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.