52ο ΦΚΘ: Ανοιχτή συζήτηση «Νέος κινηματογράφος, νέες προοπτικές»

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
«ΝΕΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ»


Ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Νέος κινηματογράφος – νέες προοπτικές» πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο πλαίσιο της Αγοράς / Μάρκετ του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ομιλητές της εκδήλωσης, στην οποία έδωσε το παρών ο διευθυντής του ΦΚΘ Δημήτρης Εϊπίδης, ήταν οι: Αντρέι Τανασέσκου/Αndrei Tanasescu (διευθυντής του Toronto Romanian Film Festival), Κατριέλ Σόρι/Katriel Schory (διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου) και Γρηγόρης Καραντινάκης (γενικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου). Κεντρικός άξονας της συζήτησης ήταν το κατά πόσο η πρόσφατη επιτυχημένη κινηματογραφική διαδρομή τριών μικρών χωρών, δηλαδή της Ρουμανίας, του Ισραήλ και της Ελλάδας, συνιστά αποτέλεσμα οργανωμένης προσπάθειας ή ευτυχούς συγκυρίας.

Καλωσορίζοντας τους συμμετέχοντες και το κοινό στην εκδήλωση, ο κ. Εϊπίδης υπογράμμισε την καθοριστική σημασία της εμφάνισης νέων ελλήνων δημιουργών στην πρόσφατη ανάπτυξη της εγχώριας κινηματογραφίας. Παίρνοντας το λόγο, στη συνέχεια, ο κ. Σόρι έκανε μια χρονική αναδρομή στο πρόσφατο ζοφερό κινηματογραφικό παρελθόν της χώρας του, λέγοντας: «Υπήρξα παραγωγός για 25 χρόνια, ενώ τα τελευταία 12 είμαι διευθυντής του Ισραηλινού Κέντρου Κινηματογράφου. Θυμάμαι ότι η δεκαετία του ’90 ήταν τραγική για εμάς. Το ‘98 ήταν η χειρότερη χρονιά στην ιστορία, καθώς όλες οι ισραηλινές ταινίες έκοψαν μόλις 36.000 εισιτήρια σε μια αγορά 10 εκ. εισιτηρίων. Ήταν λοιπόν σαφές ότι έπρεπε να ανασυνταχθούμε ριζικά, ενώ ζητούσαμε από την πολιτεία μια τελευταία ευκαιρία». Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Από τη μια πλευρά, αναζητήσαμε ένα αυτόνομο νομικό πλαίσιο για τον εθνικό κινηματογράφο. Από την άλλη, γνωρίζαμε πως θα ήμασταν τελειωμένοι εάν δεν αφήναμε τις επιμέρους διαφορές όλων των εμπλεκομένων φορέων και δεν οργανώναμε μια συμπαγή επιτροπή αποτελούμενη από σκηνοθέτες, παραγωγούς, ηθοποιούς κλπ. Εμείς ήμασταν αυτοί που διαμορφώσαμε τον κινηματογραφικό νόμο, καθώς ήμασταν οι μόνοι που γνωρίζαμε τις τομές που πρέπει να γίνουν στο χώρο. Καταφέραμε όλοι οι σχετικοί φορείς του κινηματογράφου να γίνουν αυτόνομοι, μη-κυβερνητικοί, μη-κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Κρατήσαμε τους πολιτικούς όσο πιο μακριά γινόταν, ενώ πιέζαμε για μερόνυχτα κάθε βουλευτή προκειμένου να περάσει ο νόμος μας. Έτσι, πήραμε την μοίρα μας στα δικά μας χέρια και είδαμε για πρώτη φορά φως στην άκρη του τούνελ. Το κοινοβούλιο μας έδωσε χρήματα για 5 χρόνια καθώς και ελευθερία κινήσεων, ενώ εμείς από την πλευρά μας αλλάξαμε τα πάντα μέσα από ένα τεράστιο πρόγραμμα. Αλλάξαμε όλο το φάσμα της δουλειάς μας, από τον τρόπο που χρηματοδοτούσαμε τις ταινίες, από την αρχική ιδέα μέχρι τις αφίσες των ταινιών. Έτσι καταφέραμε να σηκώσουμε κεφάλι φτάνοντας το 2004 σε ποσοστό εισιτηρίων 13% σε σύγκριση με το 0,3% του ‘98».

Με τη σειρά του, ο κ. Τανασέσκου επεσήμανε: «Ζω στον Καναδά και η οπτική μου για τον ρουμανικό κινηματογράφο ήταν εξ αποστάσεως. Από το 2007 ξεκίνησα μια συνεργασία με φεστιβάλ στη Ρουμανία και το λεγόμενο Νέο Κύμα. Στο τέλος της εποχής Τσαουσέσκου, δηλαδή το ’89, η εθνική κινηματογραφία βρισκόταν στο σημείο μηδέν, ενώ παρουσιάστηκε με τα χρόνια μια δραματική μείωση των αιθουσών. Ωστόσο, αυτή η αρνητική πορεία εντός των συνόρων μετατράπηκε σε κέρδος εκτός συνόρων, αφού το Νέο Κύμα έφτασε να διακρίνεται σε διεθνή φεστιβάλ και να κερδίζει το διεθνές κοινό, κατορθώνοντας έτσι να βρει προγράμματα χρηματοδότησης στο εξωτερικό».

Ο κ. Καραντινάκης, στη συνέχεια, έδωσε στο στίγμα της κατάστασης στην Ελλάδα: «Εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Η θλιβερή οικονομική συγκυρία έχει διαμορφώσει μια σειρά από διαδικασίες στο χώρο του σινεμά, η οποία επικεντρώνεται στις προσωπικές προσπάθειες των δημιουργών, που αναπτύσσονται περίπου σαν τα μανιτάρια στο δάσος. Μετά από χρόνια ψηφίστηκε ο νέος νόμος, όπως και τα φορολογικά κίνητρα που δίνουν μια νέα προοπτική. Τα πάντα στο σινεμά είναι τα χρήματα. Παρόλα αυτά, όλοι στο Ε.Κ.Κ. προσπαθούμε έτσι ώστε να αναδιαρθρώσουμε τον κανονισμό των χρηματοδοτήσεων. Η κρίση έχει οδηγήσει σε νέα ρεύματα και νέες προτάσεις, που έφεραν και τον καινούργιο κινηματογραφικό νόμο. Θεωρώ φυσιολογικό ότι μέσα από την κρίση ξεπετάγονται δυναμικές μονάδες». Ο ίδιος πρόσθεσε, ωστόσο: «Παρόλα αυτά δεν θα χαρακτήριζα όλο αυτό που συμβαίνει ως ρεύμα, αλλά ως τάση μερικών νέων σκηνοθετών, των οποίων η οπτική διαφέρει. Το ελληνικό σινεμά βρίσκεται πια στο στόχαστρο των ξένων φεστιβάλ. Από τη μεριά μας ως Ε.Κ.Κ. πρέπει να βρούμε εκτός των κρατικών και εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις, ενώ έχουμε να κάνουμε αρκετή δουλειά και με τη διανομή των ταινιών. Έχω ζήσει και άλλες κρίσεις στο παρελθόν, τον καιρό που ήμουν φοιτητής στη Σοβιετική Ένωση της Περεστρόικας. Θεωρώ ότι η κρίση είναι μια αφορμή επαναδιαπραγμάτευσης των πάντων».

Το λόγο πήρε εκ νέου ο κ. Σόρι, αναφερόμενος πιο εκτενώς στις τομές που επιχειρήθηκαν στον ισραηλινό κινηματογράφο: «Τα δημόσια χρήματα προορίζονταν στο να δημιουργήσουν ευκαιρίες και να πάρουμε συγκεκριμένα ρίσκα. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι ο εντοπισμός ταλέντων, αλλά χρειάζεται μηχανισμός για να τα καταφέρει κανείς εκεί και αυτό ακριβώς πρέπει να υπηρετεί το δημόσιο χρήμα. Παράλληλα, έπρεπε να ξαναβρούμε το κοινό στις ταινίες μας, χωρίς να ξεφεύγουμε σε κόστη παραγωγών. Πλέον έχουμε δομήσει ένα σύστημα που είναι απόλυτα καθαρό και δίκαιο. Κάθε σκηνοθέτης, ανεξαρτήτως ονόματος, ακολουθεί την ίδια διαδικασία για να καταφέρει το νέο του πρότζεκτ. Προσωπικά, είναι υποχρέωσή μου να βλέπω κάθε φιλμ καθενός φοιτητή ώστε να εντοπίζω ταλέντα. Προκειμένου πάντως να αποφασίσουμε για χρηματοδότηση, λαμβάνουμε υπόψη τα πάντα: από το ταλέντο, μέχρι την προεργασία που έχει γίνει». Σχετικά με το ισραηλινό Κέντρο Κινηματογράφου, συμπλήρωσε τα εξής: «Είμαστε υπεύθυνοι να βοηθήσουμε και στη διανομή, χωρίς φυσικά να παρεμβαίνουμε ποτέ στη δημιουργική διαδικασία. Από την άλλη, ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού του Κέντρου μας, πηγαίνει στην ανάπτυξη του σεναρίου, όπου ένας επαγγελματίας σεναριογράφος βοηθάει τον ενδιαφερόμενο δωρεάν. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να προωθήσουμε αυτό που λέμε ισραηλινό φιλμ, χωρίς να επιτρέπουμε στην κυβέρνηση να παρεμβαίνει στο έργο μας».

Στη συνέχεια, ο κ. Τανασέσκου έκανε μια σύντομη αναδρομή στις καταβολές του ρουμανικού Νέου Κύματος, το οποίο σύμφωνα με τον ρουμάνο σκηνοθέτη και σεναριογράφο Κρίστι Πουίου δεν ξεκίνησε από τη γενιά του στις αρχές του 2000, αλλά από τη δεκαετία του ’60. «Έπειτα, με όσα συνέβησαν στη δεκαετία του ’90 να αποτελούν ένα σοκ στην κοινωνία της Ρουμανίας, πολλοί νέοι κινηματογραφιστές είχαν την ευκαιρία να εκφραστούν όπως επιθυμούσαν, χωρίς απαραίτητα να εντάσσονται στις αισθητικές του Νέου Κύματος. Ο Μιτουλέσκου, για παράδειγμα, έκανε ταινίες πολύ προσωπικές, που δεν εντάσσονταν ούτε στο Νέο Κύμα ούτε στην ευρύτερη ιστορία του ρουμάνικου κινηματογράφου. Όμως αυτό που είχαν κοινό είναι η δυσαρέσκεια για τον σύγχρονο συμβατικό κινηματογράφο». Ο ίδιος πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Πριν από το ’89 υπήρχε λογοκρισία, έπειτα όμως η αγορά κατακλύστηκε από χολιγουντιανές ταινίες, με αποτέλεσμα το ρουμανικό κοινό να μην είναι εκπαιδευμένο να βλέπει ταινίες που προτείνονται από το Νέο Κύμα. Σήμερα, ένας στους τέσσερις θεατές παρακολουθεί εγχώριες ταινίες, όμως το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά σε χολιγουντιανές παραγωγές και ελάχιστοι επιλέγουν να δουν άλλη ευρωπαϊκή ταινία. Υπάρχει πλέον μικρό ενδιαφέρον για το καλλιτεχνικό σινεμά. Αν υπάρχει επομένως το Νέο Κύμα, αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένα άτομα».

Αναφερόμενος στο θεσμικό πλαίσιο της Ρουμανίας, ο κ. Τανασέσκου παρατήρησε: «Παρά τις περικοπές, υπάρχει ακόμα χρηματοδότηση ύψους 7 εκ. ευρώ, έχουν όμως ακουστεί πολλά σκάνδαλα σχετικά με τις πρακτικές του ρουμανικού Κέντρου Κινηματογράφου, καθώς κατηγορείται ότι στηρίζει μονάχα αναγνωρισμένους δημιουργούς». Ο κ. Καραντινάκης προσπάθησε να δώσει περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις δράσεις του Ε.Κ.Κ. σχετικά με τη στήριξη των νέων δημιουργών: «Το θετικό είναι ότι γίνονται ταινίες. Ο τακτικός μας προϋπολογισμός φτάνει τα 2,5 εκ ευρώ και περίπου άλλα τόσα ο έκτακτος, μέσα από επιστροφή φόρου, επομένως τα πράγματα είναι αρκετά περιορισμένα. Πολλοί σκηνοθέτες γνωρίζοντας αυτό το αδιέξοδο, το αντιμετωπίζουν είτε βρίσκοντας χρήματα από ιδιώτες, είτε μοιράζοντας ‘’κοινοβιακά” το κόστος με το συνεργείο. Προσπαθούμε να αναδιαρθρώσουμε τον τρόπο με τον οποίο το Κέντρο θα βοηθά την παραγωγή. Τα πάντα ξεκινούν από την παιδεία και στην Ελλάδα δεν υπάρχει τέτοιο πλαίσιο, αν εξαιρέσουμε το τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Για να ονομαστεί κύμα μια τάση, πρέπει να ξεκινά από κάπου. Από την μεριά του, το Ε.Κ.Κ. έχοντας ήδη μειωμένο προϋπολογισμό λόγω μνημονίου, οφείλει να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα χρηματοδοτήσεων προσφέροντας ευκαιρίες σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, στηρίζοντας τους δημιουργούς σε κάθε στάδιο της ταινίας».

Μιλώντας για το πώς είναι δυνατό να αυξηθεί το κοινό των εγχώριων ταινιών ο κ. Σόρι εστίασε στην ανάγκη οργάνωσης των επιμέρους δράσεων: «Καταρχάς, ως εξειδικευμένος φορέας, το Ισραηλινό Κέντρο Κινηματογράφου λειτουργεί μοιράζοντας αρμοδιότητες: π.χ., άλλοι ασχολούνται με ντοκιμαντέρ και άλλοι με τις μικρού μήκους ταινίες. Δεύτερον, προσωπικά προτρέπω τους παραγωγούς να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διανομή. Παράλληλα, όμως, δημιουργήσαμε ένα τεράστιο δίκτυο σε 50 πόλεις του Ισραήλ, όπου πραγματοποιούμε πολλές προβολές, σε πολιτιστικά κέντρα, σχολεία και στρατόπεδα. Επιπλέον, μπορεί κάποιος θεατής να αγοράσει ένα εισιτήριο διαρκείας για ένα εξάμηνο, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να δει έξι ισραηλινές ταινίες προτού αυτές βγουν στις αίθουσες. Αυτές οι προβολές μας βοηθούν στο να αντιλαμβανόμαστε τις αντιδράσεις και την ανταπόκριση του κοινού. Σκοπός μας είναι ο θεατής να απολαμβάνει ισραηλινό κινηματογράφο». Ο κ. Σόρι πρόσθεσε: «Επίσης, ασχολούμαστε και με τη διαφήμιση, καθώς ως Κέντρο μπορούμε να διαπραγματευόμαστε συνολικά, επιτυγχάνοντας έκπτωση έως 65%, γεγονός που ωφελεί ιδιαίτερα τον παραγωγό. Το γεγονός ότι υπάρχει ένας τέτοιος φορέας που συνάπτει συνολικής ισχύος συμφωνίες είναι εξαιρετικά επωφελές. Επιπρόσθετα, τα τελευταία 4-5 χρόνια αναπτύξαμε ένα πρόγραμμα για τους εκκολαπτόμενους δημιουργούς, το οποίο φτάνει σε χρηματοδότηση μέχρι 50.000 ευρώ. Σε αυτό το πρόγραμμα για τους “αντάρτες” κινηματογραφιστές εντάσσουμε όμως και συμφωνίες όπου παραγωγοί στηρίζουν τους δημιουργούς χωρίς χρήματα, δίνοντας έτσι μια νέα προοπτική».

Απαντώντας στο ίδιο ερώτημα, ο κ. Τανασέσκου επεσήμανε: «Οι ρουμανικές ταινίες είχαν πολύ καλύτερη υποδοχή εκτός Ρουμανίας. Φαίνεται πως ό,τι χάνουμε σε θεατές, το κερδίζουμε σε διεθνή φεστιβάλ. Όμως υπάρχουν και εξαιρέσεις, καθώς το 2002 υπήρχε ταινία που κατάφερε να μπει στις 10 καλύτερες εμπορικές ταινίες της χρονιάς. Το θέμα παρόλα αυτά είναι να γυριστούν και ρουμανικές ταινίες είδους, που να μπορούν να προσελκύσουν το κοινό, χωρίς να είναι απαραίτητα τρόμου».

Η Αγορά ως διεθνής τόπος συνάντησης και συναλλαγής διοργανώνεται παράλληλα με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και προσφέρει στους επισκέπτες επαγγελματίες μια συνδυασμένη δράση αγοράς. Φέτος, η Αγορά του 52ου ΦΚΘ, η οποία υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα MEDIA, συμμετέχει στο πρόγραμμα Θεσσαλονίκη – Σταυροδρόμι Πολιτισμών και χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων δράσεων του 52ου Φεστιβάλ από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.