13ο ΦΝΘ: Ομιλία Ράινερ Ζίμον

ΟΜΙΛΙΑ ΡΑΪΝΕΡ ΖΙΜΟΝ

Μια ενδιαφέρουσα διάλεξη έδωσε ο γερμανός σκηνοθέτης Ράινερ Ζίμον το Σάββατο 19 Μαρτίου 2011, στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Θέμα της ομιλίας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε, ήταν «Η DEFA, η λογοκρισία εκείνης της εποχής και η κατάργησή της μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών».

O Ράινερ Ζίμον συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ταινίες σύγχρονου περιεχομένου που υιοθετούσαν κριτική στάση απέναντι στην καθημερινότητα της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ επίσης εργάστηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική διευθύνοντας κινηματογραφικά εργαστήρια σε διάφορες χώρες. Πέρα από τη σκηνοθεσία, διδάσκει στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης στο Πότσνταμ-Μπάμπελσμπεργκ, καθώς και στο Μόναχο, ενώ διοργανώνει εργαστήρια για νέους κινηματογραφιστές στον Ισημερινό.

Η DEFA αποτελούσε ουσιαστικά το μονοπώλιο στην κινηματογραφία της Ανατολικής Γερμανίας και ελεγχόταν πλήρως από το κομμουνιστικό καθεστώς. Σε αυτά τα στούντιο γυρίστηκαν περί τις 700 ταινίες μυθοπλασίας και 10.000 ντοκιμαντέρ, ενώ υπήρχαν και ειδικά στούντιο animation. «Αν ήσουν σκηνοθέτης μπορούσες να εργαστείς επαγγελματικά μόνο για τη συγκεκριμένη εταιρεία. Τότε δεν υπήρχε καμία ανεξάρτητη παραγωγή, ούτε βίντεο, αλλά ούτε και οι σημερινές τεχνολογίες που δίνουν ελευθερία έκφρασης στους δημιουργούς. Τη δεκαετία του ’80 είχε αναπτυχθεί μια underground κινηματογραφική σκηνή, ενώ στη Δρέσδη και το Βερολίνο οι σκηνοθέτες δεν διέθεταν επαγγελματικό τεχνικό εξοπλισμό. Οι ταινίες ήταν γυρισμένες με κάμερα 8mm και ήταν περιθωριακές, δεν είχαν καμία ελπίδα να παιχτούν στις αίθουσες», σημείωσε ο Ράινερ Ζίμον.

Για την πρώτη ταινία που γυρίστηκε στα στούντιο της DEFA το1946, δόθηκε άδεια από τη στρατιωτική διοίκηση της Σοβιετικής Ένωσης. «Ήταν η ταινία Οι δολοφόνοι είναι μεταξύ μας του Βόλφγκανγκ Στάουντε και πράγματι ήταν μεταξύ μας, απλώς είχαν διαφύγει στη Δυτική Γερμανία γιατί εκεί δεν κινδύνευαν. Η ταινία αυτή ήταν η απαρχή μιας παράδοσης αντιφασιστικού κινηματογράφου που αναπτύχθηκε στα DEFA», επεσήμανε ο κ. Ζίμον. Κάθε χρόνο, μέχρι και το '90, στα στούντιο της DEFA γυρίζονταν 2-3 ταινίες με αντιναζιστικό περιεχόμενο. Μια από αυτές ήταν η ταινία Stern (Αστέρι) του Κόνραντ Βολφ, που γυρίστηκε το 1958, με θέμα το διωγμό των εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, ενώ όπως είπε ο κ. Ζίμον ο ίδιος ολοκλήρωσε την καριέρα του στη DEFA με μια ταινία για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Μια άλλη σημαντική κατηγορία ταινιών αφορούσε στη ζωή της εργατικής τάξης στην Ανατολική Γερμανία. «Παρουσίαζαν μεν τα κατορθώματα του κομμουνισμού, αλλά αυτές οι ταινίες δεν συμβάδιζαν με πραγματικότητα. Οι σκηνοθέτες που επιχειρούσαν να αποτυπώσουν με ρεαλιστικό τρόπο την κατάσταση έρχονταν σε σύγκρουση με το καθεστώτος. Επρόκειτο για ταινίες προπαγάνδας και σε αυτές οφείλεται η αρνητική φήμη της DEFA», σχολίασε ο κ. Ζίμον. Στα κρατικά στούντιο δεν γυρίζονταν μόνο πολιτικές ταινίες, αλλά και 15-20 ταινίες μυθοπλασίας ετησίως και επιπλέον ταινίες επιστημονικής φαντασίας, κωμωδίες και ταινίες για παιδιά, προκειμένου να προσελκύσουν θεατές.

Η ιστορία του κινηματογράφου στην Ανατολική Ευρώπη συνδέεται με την ιστορία των δημιουργών του, υποστήριξε ο Ράινερ Ζίμον, του οποίου η καλλιτεχνική πορεία σχετίστηκε άμεσα με το πολιτικό περιβάλλον όπου μεγάλωσε. Είχε την τύχη η οικογένειά του να μην εμπλακεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως είπε ο ίδιος, «έτσι δεν είχα το τραύμα ότι ήμασταν ναζί». Στην εφηβεία του, τον ενέπνευσε η ταινία που έκανε ο Μιχαήλ Καλατόζωφ για τη Σοβιετική Ένωση, μετά το θάνατο του Στάλιν. «Έτσι ξεκίνησα να γράφω σενάρια, για να αλλάξω αυτά που έβλεπα. Όταν πέρασα τις εξετάσεις της σχολής κινηματογράφου, ήξερα ότι θέλω να κάνω ένα διαφορετικό σινεμά από άποψη αισθητικής, γιατί το 90% των ταινιών που γυριζόταν τότε κινούνταν στο ίδιο mainstream προπολεμικό μοτίβο, το οποίο μισούσα», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Δύο εβδομάδες μετά το ξεκίνημα των σπουδών του, άρχισε να κτίζεται το τείχος, το οποίο περνούσε μέσα από την αυλή της σχολής κινηματογράφου όπου φοιτούσε. Σε ηλικία 24 ετών, ο Ράινερ Ζίμον έλαβε έγκριση για να κάνει την πρώτη του ταινία, αλλά, όπως είπε χαρακτηριστικά, «εν μία νυκτί την απέρριψαν, χωρίς να ξέρω τίποτα. Οι ελπίδες ότι θα κάναμε καλό κινηματογράφο είχαν σβήσει». Στη συνέχεια, ο κ. Ζίμον εργάστηκε ως βοηθός των Ραλφ Κίρστεν και Κόνραντ Βολφ, ενώ από το 1968 σκηνοθέτησε ταινίες μυθοπλασίας και παιδικές ταινίες, στις οποίες απολάμβανε μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία.

«Μετά τη δημιουργία του τείχους, είχαμε την ελπίδα ότι αφού δεν μπορούσε κανείς να δραπετεύσει, θα ξεκινούσε τουλάχιστον ένας ειλικρινής διάλογος. Έτσι, το 1963 νέοι κινηματογραφιστές δημιουργήσαμε την Κολεκτίβα ’63 με το δόγμα να γυρίζουμε ταινίες με τη μηχανή στο χέρι, οι οποίες να αναφέρονται στη ζωή στην Ανατολική Γερμανία. Τότε έγιναν πολλές ταινίες μυθοπλασίας με κριτική διάθεση», τόνισε ο σκηνοθέτης. Ακολουθεί μια πλημμυρίδα πολιτικών εξελίξεων με την περίοδο εκδημοκρατισμού, επί Χρουστσόφ, η κρίση με τους πυραύλους στην Κούβα, η δολοφονία του Κέννεντι, το δόγμα Μπρέζνιεφ και η εισβολή των τανκς στην Πράγα. Όλες αυτές τις εξελίξεις επηρέασαν τον κινηματογράφο της Ανατολικής Γερμανίας, άλλοτε προς φιλελεύθερη και άλλοτε προς συντηρητική κατεύθυνση. Με την όξυνση του ψυχρού πολέμου και την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, οι κινηματογραφιστές που δεν προσαρμόζονταν στην εκάστοτε πολιτική πραγματικότητα αποτελούσαν τους αποδιοπομπαίους τράγους και οι ταινίες τους απαγορεύονταν. Ωστόσο, όπως παραδέχτηκε ο Ράινερ Ζίμον «ελάχιστοι ήταν αντίθετοι απέναντι στην πιεστική στάση του καθεστώτος». Τη δεκαετία του '70 οι περισσότερες ταινίες που γυρίζονται στα στούντιο DEFA αφορούν στην ζωή στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία χωρίς όμως τις αντιφάσεις της καθημερινότητας, καθώς υπήρχε ο φόβος της λογοκρισίας.

Το 1980 ο Ράινερ Ζίμον άρχισε να γυρίζει σε ταινία την ιστορία ενός δημάρχου μιας επαρχιακής πόλης, ο οποίος στα μέσα της ζωής του φαίνεται απογοητευμένος από τα κομμουνιστικά ιδανικά και ασχολείται με τον εαυτό του. «Την ιστορία, την πρότεινε το ίδιο το στούντιο και αναρωτιόμουν ‘’γιατί να ζητήσουν από μένα να την γυρίσω; Μήπως ήθελαν να με δοκιμάσουν’’; Στα γυρίσματα είχαμε πολύ έντονη κριτική από την πολιτική ηγεσία και από συνάδελφους μου. Μου ζητήθηκε να αφαιρέσω κομμάτια και το έκανα μέχρι σε ένα σημείο, αλλά κάποια στιγμή τα πράγματα οξύνθηκαν, το θέμα έφτασε στον Έρικ Χόνεκερ ο οποίος το 1983 αποφάσισε η ταινία να μην ολοκληρωθεί», αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά την πτώση του τείχους ο Ράινερ Ζίμον διαπίστωσε ότι οι μισές από τις χίλιες και πλέον σελίδες του «φακέλου» του στη Στάζι αφορούσαν στη συγκεκριμένη ταινία. Μεταξύ των εγγράφων, υπήρχε και μια επιστολή του διευθυντή της Στάζι που ανέφερε ότι πρόκειται για ένα πείραμα και τελικά η ταινία μπορεί να μην προβληθεί. Μετά από αυτό το συμβάν, ο κ. Ζίμον στράφηκε σε ταινίες σχετικά με τη γερμανική ιστορία, αλλά και ταινίες για την φασιστική περίοδο. Όπως σημείωσε σχετικά: «αυτές ήταν ίσως οι καλύτερες ταινίες μου».

Μετά την πτώση του Τείχους, το 1990, γυρίστηκαν κάποιες σημαντικές ταινίες στα στούντιο DEFA – όπως π.χ. το Η χώρα πίσω από την ηλιαχτίδα - για πρώτη φορά χωρίς λογοκρισία. Ωστόσο, όπως σημείωσε ο Ράινερ Ζίμον: «Όσοι ήταν ανεπιθύμητοι στην DEFA πριν την αλλαγή του καθεστώτος ήταν και μετά, γιατί δεν τους ήθελαν οι σκηνοθέτες της τηλεόρασης, οι οποίοι παρόλο που είχαν κάνει τη χειρότερη προπαγάνδα, κατείχαν την εξουσία. Τελικά, η λογοκρισία του χρήματος είναι χειρότερη από κάθε λογοκρισία», συμπλήρωσε ο κ. Ζίμον. Οι πρώτοι που απολύθηκαν από τα στούντιο, περί τα τέλη της δεκαετίας του '90, ήταν οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες. «Η διευθύντρια που μας απέλυσε ήταν μέλος της Στάζι!», τόνισε ο σκηνοθέτης.

Σήμερα εκεί δεν γίνονται παραγωγές ταινιών, αλλά τα στούντιο νοικιάζονται για γυρίσματα ταινιών τρίτων. Μετά το 1993, ο Ράινερ Ζίμον εργάστηκε κυρίως στη Λατινική Αμερική διευθύνοντας κινηματογραφικά εργαστήρια με ινδιάνους σκηνοθέτες. «Η Λατινική Αμερική με ενδιαφέρει περισσότερο από τη χορτάτη Ευρώπη», επεσήμανε στην ομιλία του ο γερμανός σκηνοθέτης. Όταν ζητήθηκε η άποψή του σχετικά με την εμπλοκή της πολιτικής στην τέχνη, ο ίδιος ανέφερε ότι νιώθει ως παιδί του Μπρεχτ: «Ο καλλιτέχνης πρέπει να μένει μακριά από την πολιτική εξουσία. Έχει την ευθύνη να κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται. Η τηλεόραση μας έχει αποβλακώσει. Ευτυχώς που υπάρχουν τα φεστιβάλ κινηματογράφου όπου προβάλλονται άλλα πράγματα, πέρα από τα σκουπίδια της τηλεόρασης».