ΗΜΕΡΙΔΑ
«Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ:
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΑΤΙΑ»
Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ημερίδα με σημείο αναφοράς το ελληνικό ντοκιμαντέρ ιδωμένο από την οπτική των γυναικών δημιουργών, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 19 Μαρτίου 2011 στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι σκηνοθέτιδες Βάλερυ Κοντάκος (και παραγωγός), Κυριακή Μάλαμα, Κατερίνα Πατρώνη και Εύα Στεφανή.
Η συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, άγγιξε ποικίλα ζητήματα, μεταξύ των οποίων, η θεματολογία των ταινιών τεκμηρίωσης και η προσέγγιση κάθε δημιουργού, οι κινηματογραφικές αγορές και η τρέχουσα πραγματικότητα του ελληνικού ντοκιμαντέρ, καθώς και οι τρόποι διάδοσης του συγκεκριμένου είδους σε ένα ευρύτερο κοινό.
Καλωσορίζοντας τους παρευρισκομένους στην ημερίδα, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης, επεσήμανε: «Το 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πλησιάζει στη λήξη του και οι αριθμοί είναι ενθαρρυντικοί, καθώς το ενδιαφέρον του κοινού είναι σημαντικά αυξημένο. Το ελληνικό ντοκιμαντέρ βελτιώνεται από χρόνο σε χρόνο. Φέτος μόνο, υποβλήθηκαν στη διοργάνωση πάνω από εκατό ταινίες, ανάμεσά τους και κάποιες από τις πιο σημαντικές που έχω δει. Θέλω να πιστεύω ότι το Φεστιβάλ έχει παίξει κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους και ευελπιστώ σε καλύτερες ταινίες κάθε χρόνο».
Το θέμα της γυναικείας ματιάς, που έδωσε και τον τίτλο στην ημερίδα, έδωσε τροφή για συζήτηση στο πάνελ των ομιλητριών. Από την πλευρά της, η Κατερίνα Πατρώνη εξήγησε ότι ποτέ δεν ένιωσε ότι εργάζεται σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον ή ότι την αντιμετωπίζουν με άλλο τρόπο. «Όσες είμαστε παρούσες εδώ σήμερα, δεν είμαστε κάτι το διαφορετικό σε σχέση με το σύνολο, εμείς είμαστε το ελληνικό ντοκιμαντέρ», τόνισε και πρόσθεσε ότι δεν κατανοεί την ένταξη σε ένα διαφορετικό υποσύνολο.
Με τη σειρά της, η Κυριακή Μάλαμα τόνισε: «Το 1/3 των ταινιών ανήκουν φέτος σε γυναίκες, πράγμα πολύ καλό για το ντοκιμαντέρ. Το θέμα του ανδροκρατούμενου χώρου δεν ισχύει μόνο εδώ, αλλά παντού στην κοινωνία. Όπως αλλάζει, λοιπόν, το τοπίο και σε άλλους τομείς, έτσι αλλάζει κι εδώ.
Η διαφορά, πάντως, ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα υφίσταται, ωστόσο δεν έχει να κάνει με το φύλο, αλλά με τη διαφορετικότητα κάθε ανθρώπου, καθώς ο καθένας αποτυπώνει διαφορετικά την ίδια κατάσταση».
Οι λόγοι που οδήγησαν κάθε δημιουργό να στραφεί στις ταινίες τεκμηρίωσης, ήταν ένα ακόμη από τα θέματα που τέθηκαν στο πλαίσιο της ημερίδας. «Δεν υπήρχε κάποια συγκλονιστική αιτία που με οδήγησε στο ντοκιμαντέρ. Έχοντας κάνει σπουδές ανθρωπολογίας, άρχισε να με ενδιαφέρει το θέμα της καταγραφής και έτσι οδηγήθηκα στο ντοκιμαντέρ, δεν θα μπορούσα ας πούμε ποτέ να κάνω ταινία μυθοπλασίας. Προσπάθησα, λοιπόν, να κάνω πιο πειραματικά ντοκιμαντέρ, τα οποία όμως προκάλεσαν, επειδή καταπιάστηκα με θέματα που αφορούσαν στη γυναικεία σεξουαλικότητα, ίσως επειδή είμαι και η ίδια γυναίκα», ανέφερε χαρακτηριστικά η Εύα Στεφανή. Με τη σειρά της, η Κατερίνα Πατρώνη υπογράμμισε σχετικά: «Είχα ξεκινήσει για να κάνω μυθοπλασία. Στη σχολή όπου φοιτούσα, ωστόσο, είδα μια εκπληκτική ταινία του Ρόμπερτ Φλάερτι και συνειδητοποίησα ότι και το ντοκιμαντέρ μπορεί να είναι ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό έργο. Άρχισα, λοιπόν, να ζηλεύω όταν έβλεπα ταινίες σαν κι αυτές που έκανε π.χ. η Εύα Στεφανή, που νομίζω ότι είναι και ένας από τους λόγους που ασχολήθηκα με το ντοκιμαντέρ. Για μένα, το ντοκιμαντέρ δεν είναι αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά αποτελεί μάλλον ένα βλέμμα προς τον κόσμο. Εμείς οι σκηνοθέτες δεν καταγράφουμε απλά, δεν είμαστε ούτε ουδέτεροι, ούτε αντικειμενικοί».
Η Βάλερυ Κοντάκος κατέθεσε τις εμπειρίες της, συγκρίνοντας από τη μια πλευρά την αμερικανική αγορά όπου η ίδια γαλουχήθηκε και από την άλλη την ελληνική πραγματικότητα, στην οποία ζει και εργάζεται τα τελευταία οκτώ χρόνια. «Οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες, αντιμετωπίζουμε συνέχεια προβλήματα. Αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, πάντως, είναι ότι πλέον το ντοκιμαντέρ απολαμβάνει την εκτίμηση του κοινού. Το ντοκιμαντέρ δεν αποτελεί πλέον για τον δημιουργό ένα σκαλοπάτι για το επόμενο βήμα του, το οποίο μπορεί να είναι π.χ. μια ταινία μυθοπλασίας, αλλά είναι αυθύπαρκτο. Και, βέβαια, πλέον τα φεστιβάλ προβάλλουν ταινίες τεκμηρίωσης».
Από την πλευρά της, η Κυριακή Μάλαμα υποστήριξε ότι η κινηματογραφική αγορά δεν είναι ανοιχτή. «Με αυτά τα δεδομένα, απομένει μόνο η τηλεόραση, όπου αξίζει να αναφερθεί ότι τα ντοκιμαντέρ σημειώνουν υψηλές τηλεθεάσεις. Και εκεί βέβαια, οι χρηματοδοτήσεις είναι είτε ισχνές είτε επιλεκτικές. Παλιότερα, π.χ. τη δεκαετία του ’80, υπήρχε άνθηση στην παραγωγή, με θέματα όμως συχνά κατά παραγγελία, θα έλεγα. Η έκπληξη για εμένα είναι σίγουρα το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης», τόνισε η δημιουργός.
«Θα περίμενα μια διαφορετική στάση από τη δημόσια τηλεόραση, η οποία θα έπρεπε να εντάξει στο πρόγραμμά της ντοκιμαντέρ με συνέπεια και σταθερότητα. Τα ντοκιμαντέρ χρειάζονται προβολή και διαφήμιση, όπως και οι ταινίες μυθοπλασίας. Γνωρίζετε πολλές ταινίες μυθοπλασίας που να πήγαν καλά στις αίθουσες χωρίς διαφήμιση;», αντέτεινε η Βάλερυ Κοντάκος.
Η Κατερίνα Πατρώνη πιστεύει ότι υπάρχει κόσμος που βλέπει ντοκιμαντέρ, ωστόσο, όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Το θέμα είναι πώς θα φτάσουν αυτές οι ταινίες στους ανθρώπους που ενδιαφέρονται να τις δουν. Δύσκολα πάει κανείς σε μια αίθουσα για να δει ντοκιμαντέρ». Υπερθεματίζοντας σε αυτό το σημείο, η Εύα Στεφανή ανέφερε ότι και η ίδια ανήκει σε αυτή την κατηγορία: «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά και εγώ στο σινεμά πηγαίνω για να δω ταινίες μυθοπλασίας και όχι ντοκιμαντέρ. Υποθέτω ότι αυτό έχει να κάνει με λόγους διασκέδασης, την οποία γενικά δεν πρέπει να υποτιμούμε καθόλου. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι και το ντοκιμαντέρ μπορεί την ίδια στιγμή να διαθέτει βάθος αλλά και να προσφέρει και διασκέδαση, καθώς υπάρχει η τάση πολλοί να το ταυτίζουν με τη βαρεμάρα».
«Ας μην περιορίζουμε τους χώρους όπου μπορεί να προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ μόνο στις αίθουσες ή την τηλεόραση. Μπορούν να παιχτούν ακόμα και σε σχολεία, σε πανεπιστήμια, σχεδόν παντού», πρόσθεσε η Κυριακή Μάλαμα.
Από την πλευρά του, το κοινό που παρευρέθηκε στην ημερίδα συμμετείχε ενεργά στη συζήτηση, θέτοντας πολλά ζητήματα και ερωτήματα, με κυρίαρχο θέμα την λογική των «talking heads» που ακολουθούν πολλοί κινηματογραφιστές στο σύγχρονο ντοκιμαντέρ, καθώς και το κατά πόσο αυτή το υποβαθμίζει ή το εξυπηρετεί σωστά.